Κι αν με ρωτήσεις, τί είναι – τελικά – η μοναξιά, θα δυσκολευτώ πολύ, για να σου απαντήσω.
Βλέπεις, δεν είναι ένα πράγμα, μία κατάσταση, ένα συναίσθημα.
Είναι κράμα από βιώματα, απωθημένα, αναμνήσεις, φοβίες και εξάντληση.
Όλα τα παραπάνω, είναι αυτά, που μας διαφοροποιούν και μας ορίζουν.
Γι’ αυτό, στην προσπάθειά μου να γίνω κατανοητος και να δώσω μια κάποια απάντηση, θα εστιάσω στο μόνο μας κοινό στοιχείο, τις πέντε αισθήσεις.
Εμείς, οι ευνοημένοι της ζωής, διαθέτουμε και τις πέντε.
Αυτό, όμως, δε σημαίνει, πως και με λιγότερες, αδυνατούμε να την κατανοήσουμε.
Το αντίθετο, μου φαίνεται πιο πιθανό.
Αν η μοναξιά, λοιπόν, είχε γεύση, τότε θα ήταν γλυκόπικρη, σαν αυτή που αφήνει στο στόμα ο γλυκός καφές σε συνδυασμό με το τσιγάρο. Καθημερινή, εθιστικά απολαυστική συνήθεια, για πολλούς.
Αν είχε μυρωδιά, θα ευωδίαζε νυχτολούλουδο και γιασεμί. Θα μύριζε, όπως η αυλή στο – εγκαταλελειμμένο τώρα πια – πατρικό σου σπίτι, που καθόσουν τ’ απογεύματα του καλοκαιριού κι ενώ ο ήλιος έδυε, εσύ έκανες όνειρα. Αλίμονο! Ένα παιδί, τί ξέρει από, δύσεις, για να τις φοβηθεί;
Αν η μοναξιά είχε χρώμα, θα την έβλεπες κάτασπρη, όπως τα κελιά του απομονωτικού εγκλισμού. Μέσα σ’ αυτά, δεν απομονώνεται κανείς μόνο από το εξωτερικό περιβάλλον και τα εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά κι από τον ίδιο του τον εαυτό. Την ίδια του την ύπαρξη.
Αν ήταν απτή η μοναξιά και μπορούσες να την αγγίξεις, τότε τα χέρια σου θα τα μάτωνε ένας συρμάτινος, αγκαθωτός φράχτης. Δεν είναι να παίζεις μ’ αυτά τα πράγματα.
Κι αν μπορούσες να την ακούσεις, τότε μόνο τα αυτιά σου, δε θα αρκούσαν. Η μοναξιά ουρλιάζει και την ακούς – κυρίως – με την ψυχή. Την ακούς μονάχα, αν την έχεις ουρλιάξει κι εσύ…
Βλέπεις, δεν είναι ένα πράγμα, μία κατάσταση, ένα συναίσθημα.
Είναι κράμα από βιώματα, απωθημένα, αναμνήσεις, φοβίες και εξάντληση.
Όλα τα παραπάνω, είναι αυτά, που μας διαφοροποιούν και μας ορίζουν.
Γι’ αυτό, στην προσπάθειά μου να γίνω κατανοητος και να δώσω μια κάποια απάντηση, θα εστιάσω στο μόνο μας κοινό στοιχείο, τις πέντε αισθήσεις.
Εμείς, οι ευνοημένοι της ζωής, διαθέτουμε και τις πέντε.
Αυτό, όμως, δε σημαίνει, πως και με λιγότερες, αδυνατούμε να την κατανοήσουμε.
Το αντίθετο, μου φαίνεται πιο πιθανό.
Αν η μοναξιά, λοιπόν, είχε γεύση, τότε θα ήταν γλυκόπικρη, σαν αυτή που αφήνει στο στόμα ο γλυκός καφές σε συνδυασμό με το τσιγάρο. Καθημερινή, εθιστικά απολαυστική συνήθεια, για πολλούς.
Αν είχε μυρωδιά, θα ευωδίαζε νυχτολούλουδο και γιασεμί. Θα μύριζε, όπως η αυλή στο – εγκαταλελειμμένο τώρα πια – πατρικό σου σπίτι, που καθόσουν τ’ απογεύματα του καλοκαιριού κι ενώ ο ήλιος έδυε, εσύ έκανες όνειρα. Αλίμονο! Ένα παιδί, τί ξέρει από, δύσεις, για να τις φοβηθεί;
Αν η μοναξιά είχε χρώμα, θα την έβλεπες κάτασπρη, όπως τα κελιά του απομονωτικού εγκλισμού. Μέσα σ’ αυτά, δεν απομονώνεται κανείς μόνο από το εξωτερικό περιβάλλον και τα εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά κι από τον ίδιο του τον εαυτό. Την ίδια του την ύπαρξη.
Αν ήταν απτή η μοναξιά και μπορούσες να την αγγίξεις, τότε τα χέρια σου θα τα μάτωνε ένας συρμάτινος, αγκαθωτός φράχτης. Δεν είναι να παίζεις μ’ αυτά τα πράγματα.
Κι αν μπορούσες να την ακούσεις, τότε μόνο τα αυτιά σου, δε θα αρκούσαν. Η μοναξιά ουρλιάζει και την ακούς – κυρίως – με την ψυχή. Την ακούς μονάχα, αν την έχεις ουρλιάξει κι εσύ…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου