Friedrich Hölderlin: 1770–1843
«…Να μένουμε άγρυπνοι μες στη νύχτα»
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Όλη σχεδόν η ποίηση του Χαίλντερλιν είναι μια αιώνια περιπλάνηση του ταξιδιώτη ποιητή. Η περιπλάνηση αυτή συμβαίνει μέσα στον κόσμο των ανθρώπων και αισθητοποιείται ως αναζήτηση εντός αυτού του κόσμου ενός άλλου κόσμου: του απέραντου κόσμου της ποίησης ως συμπαντικού κόσμου της ελευθερίας. Το απέραντο, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν στέκεται κατάντικρυ στο πεπερασμένο ως ένα επέκεινα άλλο, ως η υπερβατική δύναμη που απεργάζεται τη συντριβή του πεπερασμένου, αλλά συνθέτει μαζί με το τελευταίο το αγαπητικό Όλο της ύπαρξής μας· ένα Όλο που ποτέ δεν είναι ένα κλειστό αντικείμενο γνώσης, αλλά ο πλέον «όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος». Απ’ αυτή την άποψη, ετούτο το Όλο είναι η ωραία μορφή του κόσμου, η οποία εισέρχεται μέσα στη μοναχική ύπαρξη του ποιητή –γενικότερα μέσα στη δυνάμει ποιητική ύπαρξη του ανθρώπου– και τη δονεί σύγκορμη: συνιστά το σκοτεινό θεμέλιο του εαυτού της. Σκοτεινό θεμέλιο με το νόημα ότι είναι η αρχέγονη-υποστασιακή πηγή που αποτελεί συνθήκη της εαυτότητάς μας και αποτρέπει την απέραντη πτυχή του Είναι μας να απονεκρώνεται, να μεταποιείται σε ερήμωση. Αυτό το σκοτεινό θεμέλιο είναι η Νύχτα, γύρω από την οποία θα κινηθεί ο ποιητικός Λόγος της παρακάτω δεύτερης ακολουθίας από τη συλλογή-ελεγεία του Χαίλντερλιν: Άρτος και Οίνος.
Άρτος και Οίνος 2
Θαυμαστή είναι η εύνοια που από ψηλά η νύχτα μας χαρίζει και κανένας
Δεν ξέρει από πού και τι εξ αιτίας της συμβαίνει σε κάποιον.
Έτσι κινεί τον κόσμο αυτή και την ελπίδα στην ψυχή των ανθρώπων,
Που και ο ίδιος ο σοφός δεν κατανοεί τι αυτή ετοιμάζει, αφού έτσι
Το θέλει ο ύψιστος θεός που πολύ σε αγαπά και γι’ αυτό
Είναι ακόμα πιο αγαπητή, από εκείνη, σε σένα η συνετή Ημέρα.
Καμιά φορά όμως και το διαυγές μάτι αγαπά τη σκιά
Και δοκιμάζει να απολαύσει, προτού η ανάγκη να φτάσει, τον ύπνο,
Ή πρόθυμα κι ένας πιστός άνδρας ρίχνει το βλέμμα του μέσα στη νύχτα,
Ναι, αρμόζει να της αφιερώνουμε στεφάνια και άσματα,
Επειδή ιερή έχει γίνει για τους πλάνητες και τους νεκρούς,
Ενώ η ίδια υπάρχει, αιωνίως, ως το πιο ελεύθερο πνεύμα.
Αλλά κι αυτή πρέπει σε μας, για να ’χουμε στου δισταγμού μας τη στιγμή,
Μέσα στη σκοτεινιά κάτι που να ’ναι σταθερό,
Τη λησμοσύνη να μας χαρίζει και τη μέθη την ιερή,
Τον ρέοντα λόγο να μας χαρίζει, που, σαν τους ερωτευμένους, να ’ναι
Ανύσταχτος, και πιο γεμάτο κύπελλο και τολμηρότερη ζωή,
Και μνήμη ιερή, ώστε να μένουμε άγρυπνοι μες στη νύχτα.
Σχολιασμός–ερμηνεία
1. Η Νύχτα δεν είναι ούτε φιλική ούτε εχθρική προς εμάς. Απεναντίας είναι ενθρονισμένη ψηλά στον ουρανό και από κει χύνει παντού πάνω στη γη ένα αδιαπέραστο σκότος, που κρατά μέσα στο άδηλο, στο απρόσμενο, στο ερεβώδες τις ανθρώπινες ψυχές. Αυτό όμως συνάμα μας υπενθυμίζει πως ό,τι υπάρχει αλάθητα, αδιάψευστα, είναι η θαυμαστή εύνοια των θεών. Ετούτη η εύνοια είναι ο μοναδικός μας πλούτος.
2. Αυτός ο πλούτος δεν λύνει, αλλά ούτε εξαφανίζει το μυστήριο της ύπαρξης, έτσι όπως κάθε φορά μας το προετοιμάζει η ζοφερή Νύχτα, αυτή τούτη η συμπαντική τάξη. Απλώς μας ομιλεί, μας σαγηνεύει, μας γαληνεύει απέναντι στο μοιραίο –με το νόημα ότι ανήκει στη μοίρα μας– που μας ετοιμάζει η νύχτα και το οποίο βρίσκεται πέρα ακόμη και από τη γνώση των σοφών.
3. Τι μένει τότε στον άνθρωπο; Η συνετή Ημέρα. Η ημέρα ως τέτοια είναι η περατή μας συνθήκη: αυτό που βλέπουμε, που ζούμε, που μαθαίνουμε να αγαπάμε. Είναι εκείνο που δεν μας φοβίζει, αλλά μας επιτρέπει να δινόμαστε στον εαυτό μας ως δωρεά. Με μια πρόταση είναι: η δια-λεκτική του ψεύδους και της αλήθειας μας, των περατών μας ορίων και της απέραντης ιδέας αυτό-υπέρβασης αυτών των ορίων.
4. Η δια-λεκτική τούτη ωθεί τον άνθρωπο όχι απλώς να είναι, αλλά να είναι ο ίδιος και ο συντελεστής, ώστε να υπάρχουν και όλα τα άλλα. Να υπάρχουν, ως κινητήριες δυνάμεις του Είναι του, και η Ημέρα και η Νύχτα, δηλαδή να υπάρχει και ο συνετός βηματισμός της ζωής [=Ημέρα] και το επικίνδυνο μονοπάτι του ακραίου, του ηρωικού, του τρομακτικού [=Νύχτα].
5. Μέσα στη δίνη της ως άνω δια-λεκτικής, εκδηλώνεται και η εσωτερική τάση ή ορμή της ύπαρξής μας να μην αρκείται στο συνετό, στο σίγουρο, στο ασφαλές, όχι πάντοτε όμως φλογερό και ρηξικέλευθο, παρά να επιζητεί και τον ίλιγγο της νύχτας, να κάνει το άλμα προς τις πιο τρομακτικές περιοχές του Είναι της και να θεάται τον θάνατο [= «τους πλάνητες και τους νεκρούς»].
6. Ο άνθρωπος εν τέλει δεν έχει ανάγκη μόνο τον Άρτο [=την ημέρα], αλλά και τον Οίνο [=τη νύχτα]. Ο πρώτος είναι η επιβίωση, ο δεύτερος είναι η βίωση. Στην πρώτη περίπτωση ζητάμε την ασφάλεια, τη σιγουριά τη βεβαιότητα της άμεσης ζωής. Από μόνη της, μια τέτοια βεβαιότητα μας επιφυλάσσει την πιο αβέβαιη, σαθρή, ασταθή μορφή ύπαρξης. Αποκτά ισχύ και νόημα μόνο σε συνδυασμό με τη μέθη που μας χαρίζει η νύχτα. Η συμβολική κατανόηση της τελευταίας περικλείει τόσο την απώλεια, τον χαμό, όσο και τον οραματισμό.
7. Ο οραματισμός είναι η ποιητική εκδήλωση της ύπαρξής μας, η ίδια η κατά φύση ποιητικότητά μας, που ως δημιουργική πνοή ρίχνει στη λήθη καθετί το φαινομενικά ασφαλές, αλλά οντολογικά επισφαλές, και μας κρατά άγρυπνους, ακούραστους, ανυπόταχτους μπροστά στη θέα του Χάους. Συγχρόνως μας προικίζει με τη σταθερή έλξη και άπωση της δύναμης –εσωτερικής και εξωτερικής: έλξη προς αναμέτρηση με το χάος· άπωση ως απομάκρυνση από την αδράνεια και την καθήλωση στο εφήμερο και ψευδές.
«…Να μένουμε άγρυπνοι μες στη νύχτα»
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Όλη σχεδόν η ποίηση του Χαίλντερλιν είναι μια αιώνια περιπλάνηση του ταξιδιώτη ποιητή. Η περιπλάνηση αυτή συμβαίνει μέσα στον κόσμο των ανθρώπων και αισθητοποιείται ως αναζήτηση εντός αυτού του κόσμου ενός άλλου κόσμου: του απέραντου κόσμου της ποίησης ως συμπαντικού κόσμου της ελευθερίας. Το απέραντο, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν στέκεται κατάντικρυ στο πεπερασμένο ως ένα επέκεινα άλλο, ως η υπερβατική δύναμη που απεργάζεται τη συντριβή του πεπερασμένου, αλλά συνθέτει μαζί με το τελευταίο το αγαπητικό Όλο της ύπαρξής μας· ένα Όλο που ποτέ δεν είναι ένα κλειστό αντικείμενο γνώσης, αλλά ο πλέον «όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος». Απ’ αυτή την άποψη, ετούτο το Όλο είναι η ωραία μορφή του κόσμου, η οποία εισέρχεται μέσα στη μοναχική ύπαρξη του ποιητή –γενικότερα μέσα στη δυνάμει ποιητική ύπαρξη του ανθρώπου– και τη δονεί σύγκορμη: συνιστά το σκοτεινό θεμέλιο του εαυτού της. Σκοτεινό θεμέλιο με το νόημα ότι είναι η αρχέγονη-υποστασιακή πηγή που αποτελεί συνθήκη της εαυτότητάς μας και αποτρέπει την απέραντη πτυχή του Είναι μας να απονεκρώνεται, να μεταποιείται σε ερήμωση. Αυτό το σκοτεινό θεμέλιο είναι η Νύχτα, γύρω από την οποία θα κινηθεί ο ποιητικός Λόγος της παρακάτω δεύτερης ακολουθίας από τη συλλογή-ελεγεία του Χαίλντερλιν: Άρτος και Οίνος.
Άρτος και Οίνος 2
Θαυμαστή είναι η εύνοια που από ψηλά η νύχτα μας χαρίζει και κανένας
Δεν ξέρει από πού και τι εξ αιτίας της συμβαίνει σε κάποιον.
Έτσι κινεί τον κόσμο αυτή και την ελπίδα στην ψυχή των ανθρώπων,
Που και ο ίδιος ο σοφός δεν κατανοεί τι αυτή ετοιμάζει, αφού έτσι
Το θέλει ο ύψιστος θεός που πολύ σε αγαπά και γι’ αυτό
Είναι ακόμα πιο αγαπητή, από εκείνη, σε σένα η συνετή Ημέρα.
Καμιά φορά όμως και το διαυγές μάτι αγαπά τη σκιά
Και δοκιμάζει να απολαύσει, προτού η ανάγκη να φτάσει, τον ύπνο,
Ή πρόθυμα κι ένας πιστός άνδρας ρίχνει το βλέμμα του μέσα στη νύχτα,
Ναι, αρμόζει να της αφιερώνουμε στεφάνια και άσματα,
Επειδή ιερή έχει γίνει για τους πλάνητες και τους νεκρούς,
Ενώ η ίδια υπάρχει, αιωνίως, ως το πιο ελεύθερο πνεύμα.
Αλλά κι αυτή πρέπει σε μας, για να ’χουμε στου δισταγμού μας τη στιγμή,
Μέσα στη σκοτεινιά κάτι που να ’ναι σταθερό,
Τη λησμοσύνη να μας χαρίζει και τη μέθη την ιερή,
Τον ρέοντα λόγο να μας χαρίζει, που, σαν τους ερωτευμένους, να ’ναι
Ανύσταχτος, και πιο γεμάτο κύπελλο και τολμηρότερη ζωή,
Και μνήμη ιερή, ώστε να μένουμε άγρυπνοι μες στη νύχτα.
Σχολιασμός–ερμηνεία
1. Η Νύχτα δεν είναι ούτε φιλική ούτε εχθρική προς εμάς. Απεναντίας είναι ενθρονισμένη ψηλά στον ουρανό και από κει χύνει παντού πάνω στη γη ένα αδιαπέραστο σκότος, που κρατά μέσα στο άδηλο, στο απρόσμενο, στο ερεβώδες τις ανθρώπινες ψυχές. Αυτό όμως συνάμα μας υπενθυμίζει πως ό,τι υπάρχει αλάθητα, αδιάψευστα, είναι η θαυμαστή εύνοια των θεών. Ετούτη η εύνοια είναι ο μοναδικός μας πλούτος.
2. Αυτός ο πλούτος δεν λύνει, αλλά ούτε εξαφανίζει το μυστήριο της ύπαρξης, έτσι όπως κάθε φορά μας το προετοιμάζει η ζοφερή Νύχτα, αυτή τούτη η συμπαντική τάξη. Απλώς μας ομιλεί, μας σαγηνεύει, μας γαληνεύει απέναντι στο μοιραίο –με το νόημα ότι ανήκει στη μοίρα μας– που μας ετοιμάζει η νύχτα και το οποίο βρίσκεται πέρα ακόμη και από τη γνώση των σοφών.
3. Τι μένει τότε στον άνθρωπο; Η συνετή Ημέρα. Η ημέρα ως τέτοια είναι η περατή μας συνθήκη: αυτό που βλέπουμε, που ζούμε, που μαθαίνουμε να αγαπάμε. Είναι εκείνο που δεν μας φοβίζει, αλλά μας επιτρέπει να δινόμαστε στον εαυτό μας ως δωρεά. Με μια πρόταση είναι: η δια-λεκτική του ψεύδους και της αλήθειας μας, των περατών μας ορίων και της απέραντης ιδέας αυτό-υπέρβασης αυτών των ορίων.
4. Η δια-λεκτική τούτη ωθεί τον άνθρωπο όχι απλώς να είναι, αλλά να είναι ο ίδιος και ο συντελεστής, ώστε να υπάρχουν και όλα τα άλλα. Να υπάρχουν, ως κινητήριες δυνάμεις του Είναι του, και η Ημέρα και η Νύχτα, δηλαδή να υπάρχει και ο συνετός βηματισμός της ζωής [=Ημέρα] και το επικίνδυνο μονοπάτι του ακραίου, του ηρωικού, του τρομακτικού [=Νύχτα].
5. Μέσα στη δίνη της ως άνω δια-λεκτικής, εκδηλώνεται και η εσωτερική τάση ή ορμή της ύπαρξής μας να μην αρκείται στο συνετό, στο σίγουρο, στο ασφαλές, όχι πάντοτε όμως φλογερό και ρηξικέλευθο, παρά να επιζητεί και τον ίλιγγο της νύχτας, να κάνει το άλμα προς τις πιο τρομακτικές περιοχές του Είναι της και να θεάται τον θάνατο [= «τους πλάνητες και τους νεκρούς»].
6. Ο άνθρωπος εν τέλει δεν έχει ανάγκη μόνο τον Άρτο [=την ημέρα], αλλά και τον Οίνο [=τη νύχτα]. Ο πρώτος είναι η επιβίωση, ο δεύτερος είναι η βίωση. Στην πρώτη περίπτωση ζητάμε την ασφάλεια, τη σιγουριά τη βεβαιότητα της άμεσης ζωής. Από μόνη της, μια τέτοια βεβαιότητα μας επιφυλάσσει την πιο αβέβαιη, σαθρή, ασταθή μορφή ύπαρξης. Αποκτά ισχύ και νόημα μόνο σε συνδυασμό με τη μέθη που μας χαρίζει η νύχτα. Η συμβολική κατανόηση της τελευταίας περικλείει τόσο την απώλεια, τον χαμό, όσο και τον οραματισμό.
7. Ο οραματισμός είναι η ποιητική εκδήλωση της ύπαρξής μας, η ίδια η κατά φύση ποιητικότητά μας, που ως δημιουργική πνοή ρίχνει στη λήθη καθετί το φαινομενικά ασφαλές, αλλά οντολογικά επισφαλές, και μας κρατά άγρυπνους, ακούραστους, ανυπόταχτους μπροστά στη θέα του Χάους. Συγχρόνως μας προικίζει με τη σταθερή έλξη και άπωση της δύναμης –εσωτερικής και εξωτερικής: έλξη προς αναμέτρηση με το χάος· άπωση ως απομάκρυνση από την αδράνεια και την καθήλωση στο εφήμερο και ψευδές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου