Είχα ένα μικρό κουβάρι μέσα μου. Από όσα είχα λύσει, αυτό ακόμη παρέμενε εκεί. Ηταν το δικό σου. Είχα την αίσθηση ότι δεν είχα ακόμη δώσει απαντήσεις, μόνο κάτι φευγαλέα συμπεράσματα και αυτά έρχονταν και με εκδικούνταν, πολλές φορές ότι δεν ήταν έτσι. Είχα λογική, αλλά και συναισθήματα και αυτό με έκανε να αποφεύγω να σε αναζητήσω μέσα μου. Ήξερα μόνο ότι υπήρχες εκεί κάπου και ερχόσουν σε ανύποπτο χρόνο να μου δηλώσεις την παρουσία σου…
Όταν δεν τακτοποιώ τα πράγματα μέσα μου, έρχονται και χτυπάνε την πόρτα της ψυχής μου και μου ζητούν να τα κοιτάξω κατάματα γιατί ήρθε η ώρα να βάλω κάτι ακόμα σε τάξη. Κι εκεί ζητώ βοήθεια γιατί μόνος μου δεν μπορώ να το κάνω. Ανοίγω λοιπόν τα μάτια της ψυχής μου και κοιτάζω βαθιά μέσα τους και αυτό που βλέπω είναι αυτό που αισθάνομαι. Και αυτό που αισθάνομαι, είναι αυτό που είμαι και φωνάζει! Και με μεγάλη μου ανακούφιση, βλέπω ότι ουσιαστικά δεν υπάρχεις πια εσύ εκεί, αλλά το αποτύπωμά σου και το παιδιάστικο παράπονο που ζητά να βγει στην επιφάνεια για να λυτρωθεί. Και μου ζητά να το αφήσω να εκφραστεί κι εγώ του επιτρέπω να φωνάξει ό,τι δεν φώναξε.
Φωνάζει αυτό που εσύ δεν μπόρεσες να ακούσεις γιατί έκλεισες ερμητικά τα αυτιά σου. Φωνάζει αυτό που η καρδιά μου ένιωσε για σένα κι εσύ έμεινες στο να στο δείχνω μόνο με το να σου «δίνω». Φωνάζει αυτό που σε χωράει μέσα του, όπως ακριβώς είσαι, γιατί είσαι εσύ, ενώ εσύ δεν το κατάλαβες ποτέ σου.
Όσο και να θέλω να κρυφτώ, δεν μπορώ. Δεν είμαι καλός σε αυτό. Εμαθα τελικά να μην μαζεύω τα σκουπίδια κάτω από το χαλάκι. Εμαθα να το σηκώνω και να τολμώ να βλέπω τι βρίσκεται κάτω από αυτό. Αυτό που εσύ δεν μπόρεσες ποτέ σου. Έμαθες να κάνεις ακριβώς το αντίθετο. Γι’ αυτό δεν θέλησες να ακούσεις αυτό που είμαι. Θέλει κότσια να δεχτείς τον άλλο έτσι ακριβώς όπως είναι. Θέλει συνείδηση, τόλμη και ετοιμότητα.
Δεν σου κρατάω κακία. Καμιά. Είμαι ανήμπορος τέτοιων συναισθημάτων. Ούτε παράπονο. Μεγάλωσα πια. Τόσο μπόρεσες, τόσο είδες και τόσο άκουσες. Όσο και να στο φωνάζει κάποιος τι είναι, δεν εξαρτάται από αυτόν αν θα το ακούσει ο άλλος ή όχι. Αν εσύ δεν έχεις τα αυτιά της ψυχής σου ανοιχτά, αν δεν είσαι έτοιμος να κάνεις βουτιά στην δική σου ψυχή, όσο και να στο φωνάζει ο άλλος, θα παραμένεις κουφή. Κουφή και ξένή από την αλήθεια τη δική σου και του άλλου. Ξέρεις ποια ήταν η μεγάλη μας ομοιότητα; Ήμασταν και οι δύο παιδιά, ανώριμα, γεμάτα με πάθος και έρωτα και μια απίστευτη τρέλα ο ένας για τον άλλο.
Ξέρεις ποια ήταν η μεγάλη μας διαφορά στην πορεία; Γνωρίζεις ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο ποτάμι και τη λίμνη;… Το βάθος. Ναι, καλή μου. Αυτή η διαφορά μας ένωνε μα και αυτή μας χώριζε. Εσύ ποτάμι παρορμητικό, ρηχό και παγωμένο, φούσκωνες με τις βροχές και τις δυσκολίες και ξεχείλιζες παρασύροντας ότι είχαμε δημιουργήσει. Κι εγώ λίμνη που με τις δυσκολίες και τις βροχές γέμιζα εμπειρίες και χωρούσα ό,τι μας συνέβαινε γιατί ήταν δικό μας.
Γι’ αυτό και μέσα στη βουή της καταιγίδας, δεν μπορούσες να ακούσεις αυτό που ήμουν γιατί τη δική μου φωνή την κάλυπτε η παρορμητική ροή των συναισθημάτων σου. Που να βρεις χρόνο για βάθος… Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς αυτό που είναι ο καθένας μας, φωνάζει! Και αν δεν το κατάλαβες τότε, δε με νοιάζει πια, χαίρομαι που αποδεσμεύτηκα από την ανάγκη μου να με ακούσεις. Μόνο δεν ξέρω γιατί ακόμα θέλεις να έρχεσαι κάποιες μικρές στιγμές στη ζωή μου. Ίσως να θέλεις να έρχεσαι να μου δηλώνεις την παρουσία σου έτσι για να δεις που βρίσκομαι και αν σε αποφεύγω.
Δεν σε αποφεύγω, τιμώ μέσα μου ό,τι περάσαμε αλλά χαίρομαι που τελικά ήρθε ο καιρός και αυτό το μικρό κουβάρι, το ξετύλιξα. Χαίρομαι που βούτηξα μέσα μου και δεν βρήκα κάτι να φωνάζει πια το δικό σου όνομα αλλά τη δική μου αλήθεια, το δικό μου όνομα, βρήκα να φωνάζει αυτό που είμαι εγώ!
Όταν δεν τακτοποιώ τα πράγματα μέσα μου, έρχονται και χτυπάνε την πόρτα της ψυχής μου και μου ζητούν να τα κοιτάξω κατάματα γιατί ήρθε η ώρα να βάλω κάτι ακόμα σε τάξη. Κι εκεί ζητώ βοήθεια γιατί μόνος μου δεν μπορώ να το κάνω. Ανοίγω λοιπόν τα μάτια της ψυχής μου και κοιτάζω βαθιά μέσα τους και αυτό που βλέπω είναι αυτό που αισθάνομαι. Και αυτό που αισθάνομαι, είναι αυτό που είμαι και φωνάζει! Και με μεγάλη μου ανακούφιση, βλέπω ότι ουσιαστικά δεν υπάρχεις πια εσύ εκεί, αλλά το αποτύπωμά σου και το παιδιάστικο παράπονο που ζητά να βγει στην επιφάνεια για να λυτρωθεί. Και μου ζητά να το αφήσω να εκφραστεί κι εγώ του επιτρέπω να φωνάξει ό,τι δεν φώναξε.
Φωνάζει αυτό που εσύ δεν μπόρεσες να ακούσεις γιατί έκλεισες ερμητικά τα αυτιά σου. Φωνάζει αυτό που η καρδιά μου ένιωσε για σένα κι εσύ έμεινες στο να στο δείχνω μόνο με το να σου «δίνω». Φωνάζει αυτό που σε χωράει μέσα του, όπως ακριβώς είσαι, γιατί είσαι εσύ, ενώ εσύ δεν το κατάλαβες ποτέ σου.
Όσο και να θέλω να κρυφτώ, δεν μπορώ. Δεν είμαι καλός σε αυτό. Εμαθα τελικά να μην μαζεύω τα σκουπίδια κάτω από το χαλάκι. Εμαθα να το σηκώνω και να τολμώ να βλέπω τι βρίσκεται κάτω από αυτό. Αυτό που εσύ δεν μπόρεσες ποτέ σου. Έμαθες να κάνεις ακριβώς το αντίθετο. Γι’ αυτό δεν θέλησες να ακούσεις αυτό που είμαι. Θέλει κότσια να δεχτείς τον άλλο έτσι ακριβώς όπως είναι. Θέλει συνείδηση, τόλμη και ετοιμότητα.
Δεν σου κρατάω κακία. Καμιά. Είμαι ανήμπορος τέτοιων συναισθημάτων. Ούτε παράπονο. Μεγάλωσα πια. Τόσο μπόρεσες, τόσο είδες και τόσο άκουσες. Όσο και να στο φωνάζει κάποιος τι είναι, δεν εξαρτάται από αυτόν αν θα το ακούσει ο άλλος ή όχι. Αν εσύ δεν έχεις τα αυτιά της ψυχής σου ανοιχτά, αν δεν είσαι έτοιμος να κάνεις βουτιά στην δική σου ψυχή, όσο και να στο φωνάζει ο άλλος, θα παραμένεις κουφή. Κουφή και ξένή από την αλήθεια τη δική σου και του άλλου. Ξέρεις ποια ήταν η μεγάλη μας ομοιότητα; Ήμασταν και οι δύο παιδιά, ανώριμα, γεμάτα με πάθος και έρωτα και μια απίστευτη τρέλα ο ένας για τον άλλο.
Ξέρεις ποια ήταν η μεγάλη μας διαφορά στην πορεία; Γνωρίζεις ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο ποτάμι και τη λίμνη;… Το βάθος. Ναι, καλή μου. Αυτή η διαφορά μας ένωνε μα και αυτή μας χώριζε. Εσύ ποτάμι παρορμητικό, ρηχό και παγωμένο, φούσκωνες με τις βροχές και τις δυσκολίες και ξεχείλιζες παρασύροντας ότι είχαμε δημιουργήσει. Κι εγώ λίμνη που με τις δυσκολίες και τις βροχές γέμιζα εμπειρίες και χωρούσα ό,τι μας συνέβαινε γιατί ήταν δικό μας.
Γι’ αυτό και μέσα στη βουή της καταιγίδας, δεν μπορούσες να ακούσεις αυτό που ήμουν γιατί τη δική μου φωνή την κάλυπτε η παρορμητική ροή των συναισθημάτων σου. Που να βρεις χρόνο για βάθος… Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς αυτό που είναι ο καθένας μας, φωνάζει! Και αν δεν το κατάλαβες τότε, δε με νοιάζει πια, χαίρομαι που αποδεσμεύτηκα από την ανάγκη μου να με ακούσεις. Μόνο δεν ξέρω γιατί ακόμα θέλεις να έρχεσαι κάποιες μικρές στιγμές στη ζωή μου. Ίσως να θέλεις να έρχεσαι να μου δηλώνεις την παρουσία σου έτσι για να δεις που βρίσκομαι και αν σε αποφεύγω.
Δεν σε αποφεύγω, τιμώ μέσα μου ό,τι περάσαμε αλλά χαίρομαι που τελικά ήρθε ο καιρός και αυτό το μικρό κουβάρι, το ξετύλιξα. Χαίρομαι που βούτηξα μέσα μου και δεν βρήκα κάτι να φωνάζει πια το δικό σου όνομα αλλά τη δική μου αλήθεια, το δικό μου όνομα, βρήκα να φωνάζει αυτό που είμαι εγώ!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου