Για να είμαστε ικανοποιημένοι με τον εαυτό μας, δεν είναι απαραίτητο να πετυχαίνουμε επί παντός επιστητού. Οι δε αποτυχίες μας δεν είναι πάντα ταπεινωτικές- ταπείνωση νιώθουμε μόνο όταν αδυνατούμε να κατορθώσουμε τα επιτεύγματα εκείνα, στα οποία προηγουμένως έχουμε επενδύσει όλη την περηφάνια και την αξιοσύνη μας. Οι στόχοι μας, λοιπόν, καθορίζουν τι ερμηνεύουμε ως θρίαμβο και τι αναγκαζόμαστε να θεωρήσουμε αποτυχία. Ο Τζέιμς, καθηγητής ψυχολογίας στο Χάρβαρντ, αντλούσε περηφάνια από το ότι ήταν διακεκριμένος ψυχολόγος. Επομένως, αν μάθαινε ότι κάποιοι γνώριζαν για την ψυχολογία περισσότερα απ’ όσα εκείνος, ομολογούσε ότι θα αισθανόταν φθόνο και ντροπή.
Επειδή όμως του ήταν αδιάφορα τα αρχαία ελληνικά, δεν τον πείραζε ότι άλλοι μπορούσαν να μεταφράζουν ολόκληρο το Συμπόσίον, ενώ αυτός δεν καταλάβαινε ούτε την πρώτη αράδα.
«Άνευ εγχειρήματος δεν υφίσταται αποτυχία, άνευ δε αποτυχίας δεν υφίσταται ταπείνωσις. Επομένως η αυτοεκτίμησις μας εις τον κόσμο αυτόν εξαρτάται απολύτως από το τι ωθούμε τον εαυτό μας να είναι και να πράττει. Προκύπτει από τον λόγον του τι είμεθα επί του παρόντος ως προς αυτά που δυνητικά είμεθα:
Αυτοεκτίμησις =Επιτυχία / Φιλοδοξίες
Η εξίσωση του Τζέιμς δείχνει καθαρά πώς με κάθε αύξηση των προσδοκιών μας επαυξάνεται ο κίνδυνος που διατρέχουμε να ταπεινωθούμε. Επομένως, η ευτυχία μας επηρεάζεται σε κρίσιμο βαθμό από το τι έχουμε φτάσει να θεωρούμε “φυσικό” κι αναμενόμενο. Γι’ αυτό, εξάλλου, ελάχιστα βάσανα είναι εφάμιλλα με το μαρτύριο της ξεπεσμένης ντίβας, του πολιτικού που δεν έχει πέραση ή, όπως θα μπορούσε να είχε σχολιάσει ο Τοκβίλ, του αποτυχημένου Αμερικανού.
Η εξίσωση αυτή, ωστόσο, υπαινίσσεται και δύο ελιγμούς με τους οποίους μπορούμε να αυξήσουμε την αυτοεκτίμησή μας. Από τη μια πλευρά, να προσπαθήσουμε για περισσοότερες επιτυχίες κι από την άλλη, να μειώσουμε το πλήθος αυτών που θέλουμε να επιτύχουμε. Ο Τζέιμς μίλησε αναλυτικά για τα πλεονεκτήματα της δεύτερης προσέγγισης:
“Η παραίτησις από τις φιλοδοξίες μάς παρέχει πλήρη ανακούφισιν όσο και η εκπλήρωσίς του. Είναι παράξενο πόσο αλαφρώνει η καρδία μας όταν αποδεχόμεθα καλή τη πίστη ότι ουδέν είμεθα σε έναν συγκεκριμένο τομέα. Πόσο ευχάριστη η ημέρα κατά την οποία παύουμε να πασχίζουμε να διατηρηθούμε νέοι και λυγεροί. “Δόξα τω Θεώ!¨- αναφωνούμε – “χάθηκαν αυτές οι ψευδαισθήσεις”. Οιαδήποτε προσθήκη εις τον εαυτόν είναι και άχθος εκτός από καύχος”.
Δυστυχώς όμως για την αυτοεκτίμησή μας οι δυτικές κοινωνίες δε φημίζονται ως αρωγοί μιας στάσης παραίτησης από τις βλέψεις μας – δεν επιτρέπουν να δεχτούμε “καλή τη πίστη” ότι γεράσαμε, ότι παχύναμε, πόσο μάλλον ότι είμαστε φτωχοί και αφανείς. Η διάθεση που επικρατεί σε αυτές μας ωθεί να επενδύουμε όλο μας το είναι σε δραστηριότητες και σε αποκτήματα που δε θα περνούσαν καν από το νου των προγόνων μας. Σύμφωνα με την εξίσωση του Τζέιμς, οι δυτικές κοινωνίες πολλαπλασιάζοντας τις φιλοδοξίες μας, το καθιστούν σχεδόν ανέφικτο να διατηρούμε σε ικανοποιητικό βαθμό την αυτοεκτίμησή μας.
Επειδή όμως του ήταν αδιάφορα τα αρχαία ελληνικά, δεν τον πείραζε ότι άλλοι μπορούσαν να μεταφράζουν ολόκληρο το Συμπόσίον, ενώ αυτός δεν καταλάβαινε ούτε την πρώτη αράδα.
«Άνευ εγχειρήματος δεν υφίσταται αποτυχία, άνευ δε αποτυχίας δεν υφίσταται ταπείνωσις. Επομένως η αυτοεκτίμησις μας εις τον κόσμο αυτόν εξαρτάται απολύτως από το τι ωθούμε τον εαυτό μας να είναι και να πράττει. Προκύπτει από τον λόγον του τι είμεθα επί του παρόντος ως προς αυτά που δυνητικά είμεθα:
Αυτοεκτίμησις =Επιτυχία / Φιλοδοξίες
Η εξίσωση του Τζέιμς δείχνει καθαρά πώς με κάθε αύξηση των προσδοκιών μας επαυξάνεται ο κίνδυνος που διατρέχουμε να ταπεινωθούμε. Επομένως, η ευτυχία μας επηρεάζεται σε κρίσιμο βαθμό από το τι έχουμε φτάσει να θεωρούμε “φυσικό” κι αναμενόμενο. Γι’ αυτό, εξάλλου, ελάχιστα βάσανα είναι εφάμιλλα με το μαρτύριο της ξεπεσμένης ντίβας, του πολιτικού που δεν έχει πέραση ή, όπως θα μπορούσε να είχε σχολιάσει ο Τοκβίλ, του αποτυχημένου Αμερικανού.
Η εξίσωση αυτή, ωστόσο, υπαινίσσεται και δύο ελιγμούς με τους οποίους μπορούμε να αυξήσουμε την αυτοεκτίμησή μας. Από τη μια πλευρά, να προσπαθήσουμε για περισσοότερες επιτυχίες κι από την άλλη, να μειώσουμε το πλήθος αυτών που θέλουμε να επιτύχουμε. Ο Τζέιμς μίλησε αναλυτικά για τα πλεονεκτήματα της δεύτερης προσέγγισης:
“Η παραίτησις από τις φιλοδοξίες μάς παρέχει πλήρη ανακούφισιν όσο και η εκπλήρωσίς του. Είναι παράξενο πόσο αλαφρώνει η καρδία μας όταν αποδεχόμεθα καλή τη πίστη ότι ουδέν είμεθα σε έναν συγκεκριμένο τομέα. Πόσο ευχάριστη η ημέρα κατά την οποία παύουμε να πασχίζουμε να διατηρηθούμε νέοι και λυγεροί. “Δόξα τω Θεώ!¨- αναφωνούμε – “χάθηκαν αυτές οι ψευδαισθήσεις”. Οιαδήποτε προσθήκη εις τον εαυτόν είναι και άχθος εκτός από καύχος”.
Δυστυχώς όμως για την αυτοεκτίμησή μας οι δυτικές κοινωνίες δε φημίζονται ως αρωγοί μιας στάσης παραίτησης από τις βλέψεις μας – δεν επιτρέπουν να δεχτούμε “καλή τη πίστη” ότι γεράσαμε, ότι παχύναμε, πόσο μάλλον ότι είμαστε φτωχοί και αφανείς. Η διάθεση που επικρατεί σε αυτές μας ωθεί να επενδύουμε όλο μας το είναι σε δραστηριότητες και σε αποκτήματα που δε θα περνούσαν καν από το νου των προγόνων μας. Σύμφωνα με την εξίσωση του Τζέιμς, οι δυτικές κοινωνίες πολλαπλασιάζοντας τις φιλοδοξίες μας, το καθιστούν σχεδόν ανέφικτο να διατηρούμε σε ικανοποιητικό βαθμό την αυτοεκτίμησή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου