Για μια σύγχρονη ανάγνωση του λογοτεχνικού κειμένου
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Ι. Όταν μιλάμε για λογοτεχνία η σκέψη μας πηγαίνει στην τέχνη που συνδέεται με τη γλώσσα. Η σχέση λογοτεχνίας και γλώσσας, κατά συνέπεια, αποτελεί μια πρώτη βάση για να μπορεί να προσανατολίζεται κανείς μέσα στο χώρο της λογοτεχνίας. Η γλώσσα ωστόσο δεν δημιουργείται από τη λογοτεχνία ούτε μέσα στη λογοτεχνία. Δεν παύει όμως να διαμορφώνεται στην καθημερινή της εκδοχή μέσω της λογοτεχνίας και να προσλαμβάνει μια ανάλογη αισθητική αξία. Αυτό δε σημαίνει ότι η αξία του λογοτεχνικού έργου εξαρτάται από τη γλώσσα μόνο. Αντίθετα η γλώσσα συνδιαμορφώνεται μέσα στο λογοτεχνικό έργο και από το περιεχόμενο, το οποίο καλείται να εκφράσει. Έτσι το καθολικό νόημα της λογοτεχνίας πρέπει να αναζητείται μέσα στην καθολικότητα του περιεχομένου, η οποία αντανακλά μια πραγματικότητα που αναπαρίσταται μέσω της γλώσσας. Γι’ αυτό και η λογοτεχνία καταπιάνεται με θέματα που συγκινούν τόσο το δημιουργό όσο και τον αναγνώστη, αλλά παράλληλα έχουν ενδιαφέρον για τη ζωή του ανθρώπου και για την πνευματική του ολοκλήρωση. Κατ’ αυτό το πνεύμα, η λογοτεχνία αφορά όλους και συνδέεται με καθετί που ανήκει στο χώρο των αξιών. Οι αξίες που ομορφαίνουν την ανθρώπινη ζωή και τη σημασιολογούν όχι λιγότερο συνυφαίνονται με την αισθητική μετουσίωση ενός λογοτεχνικού έργου και ως τέτοιες διαχωρίζονται από τις απαξίες που δεσπόζουν συνήθως στην κοινωνική μας ζωή. Από αυτή την άποψη, η διαχρονική αξία της λογοτεχνίας βρίσκεται στην πραγματική της δυνατότητα να μετασχηματίζει κάτι το δεδομένο σε μια συμπαντική αλήθεια, η οποία κατανοείται ή μπορεί να κατανοηθεί ως τέτοια μέσω της αισθητικής της τελειότητας.
ΙΙ. Γι’ αυτό και όταν ένα λογοτεχνικό έργο συμβαίνει να υπηρετεί σκοπιμότητες και να αναπαράγει μια πεζή και χυδαία πραγματικότητα, απέχει πολύ από το να εκφράζει το ωραίο και το αληθινό, όπως το προσδιορίσαμε πιο πάνω. Αμέτρητα είναι τα παραδείγματα εμπορευματικών λογοτεχνικών έργων, που κολακεύουν τα ένστικτα του κοινού και προβάλλουν ό,τι πιο αρνητικό, αντι-αισθητικό και αντι-πνευματικό δεσπόζει στην αγορά του είδους για να γίνουν στο τέλος αντικείμενο φτηνής τηλεθέασης και προϊόν ευρείας κυκλοφορίας. Η λογοτεχνία, όπως και κάθε άλλη πνευματική δραστηριότητα, διεκδικεί μια στάση ζωής που δεν χαρακτηρίζεται μόνο από συναισθηματική φόρτιση, αλλά και από βαθιά πνευματική ευαισθησία. Μια τέτοια πνευματική ευαισθησία επιτρέπει να πραγματεύεται κανείς με φιλοσοφικό βάθος και ανάλογη υψηλή ποιητικότητα θέματα που συνέχουν τον άνθρωπο, όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η ελευθερία κ.λπ. και προϋποθέτουν ένα απαιτητικό αναγνώστη. Εδώ έχουμε στο νου μας την περίπτωση του Δ. Σολωμού, που ενσάρκωσε την ιδέα της ποίησης και τη δικαίωση της ποιητικής του δημιουργίας ως βλέψη αποκάλυψης, εντός της συγκεκριμένης κοινωνιοπολιτικής πραγματικότητας και με αισθητική πληρότητα, του συμπατικού όλου. Λ λογοτεχνία λοιπόν, αν και απαιτεί φιλοσοφικό στοχασμό, δεν ταυτίζεται ωστόσο με τη φιλοσοφία ή άλλες θεωρητικές επιστήμες. Δεν παύει όμως να προϋποθέτει ένα θεωρητικό υπόβαθρο και ορισμένες γενικές έννοιες που ανάγουν την καταγωγή τους στη φιλοσοφία. Οι έννοιες αυτές συνυφαίνονται με διάφορες τάσεις που εξετάζει η θεωρία της λογοτεχνίας και χρησιμοποιούνται για να υποδηλώνουν αντίστοιχες μεθόδους προσπέλασης του λογοτεχνικού κειμένου.
Φαινομενολογία , Ερμηνευτική, Θεωρία της πρόσληψης
Ι. Η δοκιμή μιας άλλης ανάγνωσης του κειμένου συνδέεται με την ανάγκη να αναδεικνύεται η αξία του έργου ως ποιοτική διαφορά: ως διαφορά που φαίνεται με την επίδραση που έχει το λογοτεχνικό έργο στη διαμόρφωση μιας άλλης συνείδησης ή στην ανάδυση μιας άλλης αντίληψης. Σε αυτό αποβλέπει και η περιεκτική παρουσίαση των εννοιών που ακολουθούν. Ο λόγος κατ’ αρχάς περί Φαινομενολογίας. Ο όρος Φαινομενολογία πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη φιλοσοφία και σχετίζεται με την επιστήμη των καθαρών φαινομένων. Ως τέτοια επιστήμη, η Φαινομενολογία υποστηρίζει ότι περικλείει τη δυνατότητα να φανερώνει την ουσία αυτού που πραγματικά βρίσκεται μέσα στο στοιχείο του Είναι. Έτσι μπορεί να προσφέρει τη βάση για τη θεμελίωση μιας αληθινά αξιόπιστης γνώσης. Παρουσιάστηκε ως μια θεωρία της ανθρώπινης συνείδησης και θέλησε να συνδεθεί με τη στροφή στη βεβαιότητα του συγκεκριμένου. Σε μια κοινωνία που ο κόσμος είναι βαθιά αποξενωμένος και απόλυτα διχασμένος, το δε ανθρώπινο άτομο είναι βυθισμένο σε διαρκή σύγχυση και εναγώνια απομόνωση, η Φαινομενολογία προσφέρει μια δυνατότητα γνώσης που στέκεται πάνω από τους αποκλεισμούς και τις μονομέρειες και ενεργοποιεί το ανθρώπινο υποκείμενο: η ουσία του κόσμου αντικρίζεται μέσα από αυτό που πρεσβεύει το ανθρώπινο Εγώ, μέσα από αυτό στο οποίο αποβλέπει η ανθρώπινη συνείδηση.
ΙΙ. Αυτή τη θεμελιακή θέση της Φαινομενολογίας εκφράζει στον αιώνα μας ο Χούσερλ. Στο χώρο της λογοτεχνίας και της λογοτεχνικής κριτικής επιτρέπει την εφαρμογή μιας μεθόδου που επικεντρώνει το ενδιαφέρον στη σχέση του λογοτεχνικού κειμένου με τη συνείδηση και στην εξέταση αυτής της σχέσης. Έτσι προσφέρονται πολλαπλές δυνατότητες για να κατανοείται το λογοτεχνικό κείμενο ως αισθητικό αντικείμενο και να πραγματοποιείται επιστροφή στα ίδια τα νοήματα που αυτό εκφράζει έξω από λεκτικούς ακροβατισμούς και αναπόδεικτες απολυτοποιήσεις. Αυτό σημαίνει ότι κάθε γνώση και ερμηνεία πρέπει να εκφράζει όψεις της πραγματικότητας μέσα στην ατομική συνείδηση. Εάν δεχτούμε τη θέση του Χέγκελ ότι πίσω από τη μελέτη των φαινομένων βρίσκεται μια καθολική γνώση των όντων, τότε μπορεί κανείς να γνωρίσει την πραγματικότητα που αντανακλά το λογοτεχνικό κείμενο μόνο, εάν συνδεθεί με τον εαυτό του ως υποκείμενο που βλέπει μέσα στο φαινόμενο τη δική του ατομική πλήρωση. Ο Χάϊντεγκερ, από τη δική του πλευρά, επιχειρεί να υπερβεί την αντί-θεση υποκειμένου και κόσμου. Σκέπτεται την ανθρώπινη ύπαρξη σαν ένα διάλογο με τον κόσμο. Ορίζει την αφετηρία της ανθρώπινης γνώσης ως μια κατανόηση που προηγείται της συστηματικής σκέψης. Αυτό είναι δυνατόν, επειδή, προτού φτάσουμε σε μια συγκροτημένη ή συστηματική σκέψη, γινόμαστε ήδη κοινωνοί μιας δέσμης σιωπηρών υποθέσεων που έχουμε περισυλλέξει από την ανθρώπινη βιομέριμνα.
ΙΙΙ. Στο επίπεδο της λογοτεχνίας, η κατανόηση του λογοτεχνικού κειμένου δεν είναι κυρίως αυτό που κάνουμε, αλλά αυτό που αφήνουμε να συμβεί. Πρέπει να δώσουμε τον εαυτό μας στο νόημα και όχι να μένουμε στο μήνυμα του κειμένου. Πρέπει να είμαστε πάντα εκτεθειμένοι στην ανεξάντλητη αξία του και να το αφήνουμε να μας κυβερνά. Η βαθύτερη αξία αυτής της φιλοσοφικής άποψης είναι ότι θεμελιώνει μια μετάβαση από τη φαινομενολογική μέθοδο στην ερμηνευτική. Έτσι άρχισε να συστηματοποιείται στον αιώνα μας μια μέθοδος ερμηνείας των κειμένων που έμελλε να βρει την αποκορύφωσή της με το έργο του Γκάνταμερ σχετικά με την Ερμηνευτική (δες αντίστοιχη ανάρτηση). Γενικά μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι η Ερμηνευτική νομιμοποιείται ως μια πρόταση να αναγιγνώσκεται το λογοτεχνικό έργο σε συνάφεια με το νόημα που εκφράζει η σχέση ανάμεσα στο παρελθόν της γραφής του και στο παρόν της ανάγνωσής του. Πρόκειται δηλ. για μια επιδίωξη απελευθέρωσης των πιο δημιουργικών δυνάμεων του ανθρώπινου υποκειμένου ως δημιουργού-λογοτέχνη και ως αισθητικού αποδέκτη. Αυτό που συνιστά τη δυναμική του έργου και αυτό που ο αισθητικός αποδέκτης ανασύρει μέσα από την ανάγνωσή του θεμελιώνει μια εναρμονισμένη προσπάθεια ανάδειξης του διαχρονικού νοήματος του έργου και της συγχρονικής του αξίας για τον αναγνώστη. Μπορούμε να συνοψίσουμε λέγοντας ότι η Ερμηνευτική συμβάλλει αποφασιστικά στην αποκατάσταση ενός διαλόγου ανάμεσα στο δημιουργό και τον αναγνώστη και στη δημιουργία μιας αδιαίρετης επικοινωνίας ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Με άλλα λόγια, προσβλέπει σε μια μεταστοιχείωση του κειμένου σε ένα ολοκληρωμένο σύνολο.
IV. Για να επιτύχει αυτό δεν αντιμετωπίζει το κείμενο ως μια αυτόνομη και αυθύπαρκτη μονάδα, αλλά αναζητεί πληθώρα στοιχείων που συνήθως βρίσκονται έξω από το κείμενο. Συλλέγει στοιχεία για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα, για τους ιδεολογικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και άλλους επηρεασμούς του, για προηγούμενες συγγραφές του, για μεθόδους, λογοτεχνικές τάσεις ή σχολές κ.λπ. Η εξέλιξη της Ερμηνευτικής, αλλά και της Φαινομενολογίας, κυρίως στην εκδοχή της χεγκελιανής θεωρίας της συνείδησης, οδηγεί στη συγκρότηση της θεωρίας της πρόσληψης. Κατά τη θεωρία τούτη, ο τόνος πέφτει στον αναγνώστη. Εξετάζεται ο ρόλος του και προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις που του επιτρέπουν να αναπτύσσει μια ισχυρή πεποίθηση και αντίστοιχη θέληση για ελεύθερη ανάγνωση. Η σπουδαιότητα του αναγνώστη είναι απαραίτητος όρος για την παραγωγή συγκεκριμένου έργου. Αν και συχνά φαίνεται πως το κύριο ζήτημα είναι η δυνατότητα προσπέλασης του κειμένου και η παρουσία του αναγνώστη περνάει σε δεύτερη μοίρα, ωστόσο δε μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι ο αναγνώστης είναι αυτός που μετουσιώνει ένα γλωσσικό κείμενο σε πηγή έμπνευσης και νοήματος για τον άνθρωπο. Έτσι η ανάγνωση γίνεται μια διαδικασία επικοινωνίας και ένας τρόπος να «κουβεντιάζουμε». Υπ’ αυτή την έννοια, ο κάθε αναγνώστης «κουβεντιάζει» με το δικό του τρόπο. Ανάλογα με το πνευματικό του υπόβαθρο, την αισθητική του καλλιέργεια, τις γενικότερες ανησυχίες διαμορφώνεται ένα αναγνωστικό κοινό που καθορίζει και καθορίζεται από το κείμενο. Επειδή όμως η ανάγνωση δεν είναι μια μηχανική κίνηση, που εξαντλείται σε απλή αφομοίωση ή συσσώρευση εντυπώσεων, αλλά μια διαρκής προσπάθεια μετασχηματισμού των αρχικών αντιλήψεων του αναγνώστη, τo λογοτεχνικό κείμενο κρίνει και «ανακρίνει» τον αναγνώστη, αναβαθμίζοντας τις πεποιθήσεις του και αποσταθεροποιώντας παγιωμένους/δογματικούς τρόπους αντίληψης.
Το «Νόημα» και το «Μήνυμα» του λογοτεχνικού κειμένου
Ι. Συνήθως συνδέουμε ένα λογοτεχνικό κείμενο με κάποιο νόημα ή με ένα μήνυμα που μπορεί να έχει διδακτικό ή γενικότερο κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό χαρακτήρα ή και όποιον άλλο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Όχι λιγότερο συχνά παρατηρείται μια μη συνειδητή ταύτιση των δύο αυτών όρων τόσο μέσα στη διδακτική πράξη όσο και κατά τη γενικότερη στάση απέναντι σε ένα λογοτεχνικό έργο. Πώς λοιπόν θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε την αυτόνομη λειτουργία αυτών των εννοιών και ποια σχέση μεταξύ τους θα μπορούσε να λειτουργεί ευεργετικά για τον αναγνώστη; Κατ’ αρχήν, όταν μιλάμε για νόημα του έργου, το αναζητούμε μέσα σε μια σύμπλεξη του λόγου, σε συνειρμούς λέξεων ή σε ένα σύνολο λεκτικών διατυπώσεων. Υπ’ αυτή την έννοια δεν μας συνδέει με το κείμενο μόνο μια αισθητική συγκίνηση, αλλά και νοηματική φανέρωση. Αυτή η νοηματική φανέρωση επιτυγχάνεται σε δύο επίπεδα. Κατά πρώτον μέσα από την επεξεργασία των πολλών επί μέρους νοημάτων και κατά δεύτερο από την ανασύνθεση του θεμελιώδους νοήματος. Το θεμελιώδες αυτό νόημα δεν εκφράζει μόνο την πεμπτουσία των επί μέρους νοημάτων που θέλει να εκπέμψει ο συγγραφέας, αλλά και την απαίτηση του αναγνώστη απέναντι στο έργο. Γι’ αυτό και το νόημα αφορά περισσότερο τον αναγνώστη. Ο λογοτέχνης δεν μπορεί να γίνεται αυστηρός εκφραστής μιας εκλογικευμένης κατασκευής. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι μπορεί να νομιμοποιείται οποιαδήποτε απόπειρα γραφής που δεν συνδυάζει αισθητική συγκίνηση με βαθύτερη νοηματική απαίτηση.
ΙΙ. Ανάλογη είναι και η θέση των ερμηνευτών απέναντι στο έργο. Η αναζήτηση ενός απόλυτα αντικειμενικού νοήματος από πλευράς ερμηνευτών είναι δύσκολη έως αδύνατη. Υπάρχει ωστόσο μια κοινή βάση ερμηνείας που στηρίζεται στις γενικές αρχές της πρόσληψης, αλλά έχει να κάνει και με τη διαχρονική παρουσία του δημιουργού και τη γενικότερη στάση του απέναντι στο περιβάλλον, εντός του οποίου δημιουργεί. Η διαφορετικότητα των ερμηνειών, κατά ταύτα, νομιμοποιείται τόσο από τη θέση του συγγραφέα όσο και από την πλευρά που ο αναγνώστης εξετάζει το κείμενο. Συνοπτικά μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η αξία του έργου δεν εξαντλείται μέσα σε μια ή σε πολλές ερμηνείες. Αντίθετα, αποτελεί πηγή ερμηνειών έτσι ώστε η διαχρονικότητά του να εξαρτάται κατά πολύ από το βάθος των νοημάτων. Για να υπάρχει όμως βάθος χρειάζεται να υπάρχει και αισθητική πληρότητα και αντίστροφα. Αυτή η αμφίδρομη σχέση, ωστόσο, δεν λειτουργεί εκτός χρόνου και χώρου. Βρίσκεται μέσα στο πνεύμα του δημιουργού, αλλά λαμβάνει υπόψη και την απαίτηση του αναγνώστη. Απ’ αυτή την άποψη το νόημα ως τέτοιο δεν αντίκειται στο μήνυμα, αλλά αποτελεί το θεμέλιό του. Ένα έργο, που δεν έχει νόημα, δεν μπορεί να έχει μήνυμα. Η τελευταία τούτη έννοια δεν μπορεί να σταθεί από μόνη της μέσα στο έργο, γιατί το έργο ή το κείμενο δεν είναι πηγή μηνυμάτων κυρίως, αλλά ένα αισθητικό δημιούργημα με ανεξάντλητο νόημα. Συνήθως τα μηνύματα που αντλούμε από ένα έργο είναι ηθικο-διδακτικά. Όμως και σε τούτη την περίπτωση δεν υπάρχει ένα κοινό ηθικό στοιχείο, από το οποίο ξεκινά κάθε δημιουργός. Μπορεί να είναι κοινό το περιβάλλον ή οι ιδέες, αλλά τα κίνητρα ή οι αξίες του κάθε λογοτέχνη σπάνια συμπίπτουν. Αυτό έχει να κάνει και με τη χαρακτηροδομή ή την ψυχική κατάσταση του λογοτέχνη. Το μήνυμα σε γενικές γραμμές ανήκει στις προθέσεις του συγγραφέα και ο αναγνώστης καλείται να τις αποκρυπτογραφεί.
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Ι. Όταν μιλάμε για λογοτεχνία η σκέψη μας πηγαίνει στην τέχνη που συνδέεται με τη γλώσσα. Η σχέση λογοτεχνίας και γλώσσας, κατά συνέπεια, αποτελεί μια πρώτη βάση για να μπορεί να προσανατολίζεται κανείς μέσα στο χώρο της λογοτεχνίας. Η γλώσσα ωστόσο δεν δημιουργείται από τη λογοτεχνία ούτε μέσα στη λογοτεχνία. Δεν παύει όμως να διαμορφώνεται στην καθημερινή της εκδοχή μέσω της λογοτεχνίας και να προσλαμβάνει μια ανάλογη αισθητική αξία. Αυτό δε σημαίνει ότι η αξία του λογοτεχνικού έργου εξαρτάται από τη γλώσσα μόνο. Αντίθετα η γλώσσα συνδιαμορφώνεται μέσα στο λογοτεχνικό έργο και από το περιεχόμενο, το οποίο καλείται να εκφράσει. Έτσι το καθολικό νόημα της λογοτεχνίας πρέπει να αναζητείται μέσα στην καθολικότητα του περιεχομένου, η οποία αντανακλά μια πραγματικότητα που αναπαρίσταται μέσω της γλώσσας. Γι’ αυτό και η λογοτεχνία καταπιάνεται με θέματα που συγκινούν τόσο το δημιουργό όσο και τον αναγνώστη, αλλά παράλληλα έχουν ενδιαφέρον για τη ζωή του ανθρώπου και για την πνευματική του ολοκλήρωση. Κατ’ αυτό το πνεύμα, η λογοτεχνία αφορά όλους και συνδέεται με καθετί που ανήκει στο χώρο των αξιών. Οι αξίες που ομορφαίνουν την ανθρώπινη ζωή και τη σημασιολογούν όχι λιγότερο συνυφαίνονται με την αισθητική μετουσίωση ενός λογοτεχνικού έργου και ως τέτοιες διαχωρίζονται από τις απαξίες που δεσπόζουν συνήθως στην κοινωνική μας ζωή. Από αυτή την άποψη, η διαχρονική αξία της λογοτεχνίας βρίσκεται στην πραγματική της δυνατότητα να μετασχηματίζει κάτι το δεδομένο σε μια συμπαντική αλήθεια, η οποία κατανοείται ή μπορεί να κατανοηθεί ως τέτοια μέσω της αισθητικής της τελειότητας.
ΙΙ. Γι’ αυτό και όταν ένα λογοτεχνικό έργο συμβαίνει να υπηρετεί σκοπιμότητες και να αναπαράγει μια πεζή και χυδαία πραγματικότητα, απέχει πολύ από το να εκφράζει το ωραίο και το αληθινό, όπως το προσδιορίσαμε πιο πάνω. Αμέτρητα είναι τα παραδείγματα εμπορευματικών λογοτεχνικών έργων, που κολακεύουν τα ένστικτα του κοινού και προβάλλουν ό,τι πιο αρνητικό, αντι-αισθητικό και αντι-πνευματικό δεσπόζει στην αγορά του είδους για να γίνουν στο τέλος αντικείμενο φτηνής τηλεθέασης και προϊόν ευρείας κυκλοφορίας. Η λογοτεχνία, όπως και κάθε άλλη πνευματική δραστηριότητα, διεκδικεί μια στάση ζωής που δεν χαρακτηρίζεται μόνο από συναισθηματική φόρτιση, αλλά και από βαθιά πνευματική ευαισθησία. Μια τέτοια πνευματική ευαισθησία επιτρέπει να πραγματεύεται κανείς με φιλοσοφικό βάθος και ανάλογη υψηλή ποιητικότητα θέματα που συνέχουν τον άνθρωπο, όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η ελευθερία κ.λπ. και προϋποθέτουν ένα απαιτητικό αναγνώστη. Εδώ έχουμε στο νου μας την περίπτωση του Δ. Σολωμού, που ενσάρκωσε την ιδέα της ποίησης και τη δικαίωση της ποιητικής του δημιουργίας ως βλέψη αποκάλυψης, εντός της συγκεκριμένης κοινωνιοπολιτικής πραγματικότητας και με αισθητική πληρότητα, του συμπατικού όλου. Λ λογοτεχνία λοιπόν, αν και απαιτεί φιλοσοφικό στοχασμό, δεν ταυτίζεται ωστόσο με τη φιλοσοφία ή άλλες θεωρητικές επιστήμες. Δεν παύει όμως να προϋποθέτει ένα θεωρητικό υπόβαθρο και ορισμένες γενικές έννοιες που ανάγουν την καταγωγή τους στη φιλοσοφία. Οι έννοιες αυτές συνυφαίνονται με διάφορες τάσεις που εξετάζει η θεωρία της λογοτεχνίας και χρησιμοποιούνται για να υποδηλώνουν αντίστοιχες μεθόδους προσπέλασης του λογοτεχνικού κειμένου.
Φαινομενολογία , Ερμηνευτική, Θεωρία της πρόσληψης
Ι. Η δοκιμή μιας άλλης ανάγνωσης του κειμένου συνδέεται με την ανάγκη να αναδεικνύεται η αξία του έργου ως ποιοτική διαφορά: ως διαφορά που φαίνεται με την επίδραση που έχει το λογοτεχνικό έργο στη διαμόρφωση μιας άλλης συνείδησης ή στην ανάδυση μιας άλλης αντίληψης. Σε αυτό αποβλέπει και η περιεκτική παρουσίαση των εννοιών που ακολουθούν. Ο λόγος κατ’ αρχάς περί Φαινομενολογίας. Ο όρος Φαινομενολογία πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη φιλοσοφία και σχετίζεται με την επιστήμη των καθαρών φαινομένων. Ως τέτοια επιστήμη, η Φαινομενολογία υποστηρίζει ότι περικλείει τη δυνατότητα να φανερώνει την ουσία αυτού που πραγματικά βρίσκεται μέσα στο στοιχείο του Είναι. Έτσι μπορεί να προσφέρει τη βάση για τη θεμελίωση μιας αληθινά αξιόπιστης γνώσης. Παρουσιάστηκε ως μια θεωρία της ανθρώπινης συνείδησης και θέλησε να συνδεθεί με τη στροφή στη βεβαιότητα του συγκεκριμένου. Σε μια κοινωνία που ο κόσμος είναι βαθιά αποξενωμένος και απόλυτα διχασμένος, το δε ανθρώπινο άτομο είναι βυθισμένο σε διαρκή σύγχυση και εναγώνια απομόνωση, η Φαινομενολογία προσφέρει μια δυνατότητα γνώσης που στέκεται πάνω από τους αποκλεισμούς και τις μονομέρειες και ενεργοποιεί το ανθρώπινο υποκείμενο: η ουσία του κόσμου αντικρίζεται μέσα από αυτό που πρεσβεύει το ανθρώπινο Εγώ, μέσα από αυτό στο οποίο αποβλέπει η ανθρώπινη συνείδηση.
ΙΙ. Αυτή τη θεμελιακή θέση της Φαινομενολογίας εκφράζει στον αιώνα μας ο Χούσερλ. Στο χώρο της λογοτεχνίας και της λογοτεχνικής κριτικής επιτρέπει την εφαρμογή μιας μεθόδου που επικεντρώνει το ενδιαφέρον στη σχέση του λογοτεχνικού κειμένου με τη συνείδηση και στην εξέταση αυτής της σχέσης. Έτσι προσφέρονται πολλαπλές δυνατότητες για να κατανοείται το λογοτεχνικό κείμενο ως αισθητικό αντικείμενο και να πραγματοποιείται επιστροφή στα ίδια τα νοήματα που αυτό εκφράζει έξω από λεκτικούς ακροβατισμούς και αναπόδεικτες απολυτοποιήσεις. Αυτό σημαίνει ότι κάθε γνώση και ερμηνεία πρέπει να εκφράζει όψεις της πραγματικότητας μέσα στην ατομική συνείδηση. Εάν δεχτούμε τη θέση του Χέγκελ ότι πίσω από τη μελέτη των φαινομένων βρίσκεται μια καθολική γνώση των όντων, τότε μπορεί κανείς να γνωρίσει την πραγματικότητα που αντανακλά το λογοτεχνικό κείμενο μόνο, εάν συνδεθεί με τον εαυτό του ως υποκείμενο που βλέπει μέσα στο φαινόμενο τη δική του ατομική πλήρωση. Ο Χάϊντεγκερ, από τη δική του πλευρά, επιχειρεί να υπερβεί την αντί-θεση υποκειμένου και κόσμου. Σκέπτεται την ανθρώπινη ύπαρξη σαν ένα διάλογο με τον κόσμο. Ορίζει την αφετηρία της ανθρώπινης γνώσης ως μια κατανόηση που προηγείται της συστηματικής σκέψης. Αυτό είναι δυνατόν, επειδή, προτού φτάσουμε σε μια συγκροτημένη ή συστηματική σκέψη, γινόμαστε ήδη κοινωνοί μιας δέσμης σιωπηρών υποθέσεων που έχουμε περισυλλέξει από την ανθρώπινη βιομέριμνα.
ΙΙΙ. Στο επίπεδο της λογοτεχνίας, η κατανόηση του λογοτεχνικού κειμένου δεν είναι κυρίως αυτό που κάνουμε, αλλά αυτό που αφήνουμε να συμβεί. Πρέπει να δώσουμε τον εαυτό μας στο νόημα και όχι να μένουμε στο μήνυμα του κειμένου. Πρέπει να είμαστε πάντα εκτεθειμένοι στην ανεξάντλητη αξία του και να το αφήνουμε να μας κυβερνά. Η βαθύτερη αξία αυτής της φιλοσοφικής άποψης είναι ότι θεμελιώνει μια μετάβαση από τη φαινομενολογική μέθοδο στην ερμηνευτική. Έτσι άρχισε να συστηματοποιείται στον αιώνα μας μια μέθοδος ερμηνείας των κειμένων που έμελλε να βρει την αποκορύφωσή της με το έργο του Γκάνταμερ σχετικά με την Ερμηνευτική (δες αντίστοιχη ανάρτηση). Γενικά μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι η Ερμηνευτική νομιμοποιείται ως μια πρόταση να αναγιγνώσκεται το λογοτεχνικό έργο σε συνάφεια με το νόημα που εκφράζει η σχέση ανάμεσα στο παρελθόν της γραφής του και στο παρόν της ανάγνωσής του. Πρόκειται δηλ. για μια επιδίωξη απελευθέρωσης των πιο δημιουργικών δυνάμεων του ανθρώπινου υποκειμένου ως δημιουργού-λογοτέχνη και ως αισθητικού αποδέκτη. Αυτό που συνιστά τη δυναμική του έργου και αυτό που ο αισθητικός αποδέκτης ανασύρει μέσα από την ανάγνωσή του θεμελιώνει μια εναρμονισμένη προσπάθεια ανάδειξης του διαχρονικού νοήματος του έργου και της συγχρονικής του αξίας για τον αναγνώστη. Μπορούμε να συνοψίσουμε λέγοντας ότι η Ερμηνευτική συμβάλλει αποφασιστικά στην αποκατάσταση ενός διαλόγου ανάμεσα στο δημιουργό και τον αναγνώστη και στη δημιουργία μιας αδιαίρετης επικοινωνίας ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Με άλλα λόγια, προσβλέπει σε μια μεταστοιχείωση του κειμένου σε ένα ολοκληρωμένο σύνολο.
IV. Για να επιτύχει αυτό δεν αντιμετωπίζει το κείμενο ως μια αυτόνομη και αυθύπαρκτη μονάδα, αλλά αναζητεί πληθώρα στοιχείων που συνήθως βρίσκονται έξω από το κείμενο. Συλλέγει στοιχεία για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα, για τους ιδεολογικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και άλλους επηρεασμούς του, για προηγούμενες συγγραφές του, για μεθόδους, λογοτεχνικές τάσεις ή σχολές κ.λπ. Η εξέλιξη της Ερμηνευτικής, αλλά και της Φαινομενολογίας, κυρίως στην εκδοχή της χεγκελιανής θεωρίας της συνείδησης, οδηγεί στη συγκρότηση της θεωρίας της πρόσληψης. Κατά τη θεωρία τούτη, ο τόνος πέφτει στον αναγνώστη. Εξετάζεται ο ρόλος του και προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις που του επιτρέπουν να αναπτύσσει μια ισχυρή πεποίθηση και αντίστοιχη θέληση για ελεύθερη ανάγνωση. Η σπουδαιότητα του αναγνώστη είναι απαραίτητος όρος για την παραγωγή συγκεκριμένου έργου. Αν και συχνά φαίνεται πως το κύριο ζήτημα είναι η δυνατότητα προσπέλασης του κειμένου και η παρουσία του αναγνώστη περνάει σε δεύτερη μοίρα, ωστόσο δε μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι ο αναγνώστης είναι αυτός που μετουσιώνει ένα γλωσσικό κείμενο σε πηγή έμπνευσης και νοήματος για τον άνθρωπο. Έτσι η ανάγνωση γίνεται μια διαδικασία επικοινωνίας και ένας τρόπος να «κουβεντιάζουμε». Υπ’ αυτή την έννοια, ο κάθε αναγνώστης «κουβεντιάζει» με το δικό του τρόπο. Ανάλογα με το πνευματικό του υπόβαθρο, την αισθητική του καλλιέργεια, τις γενικότερες ανησυχίες διαμορφώνεται ένα αναγνωστικό κοινό που καθορίζει και καθορίζεται από το κείμενο. Επειδή όμως η ανάγνωση δεν είναι μια μηχανική κίνηση, που εξαντλείται σε απλή αφομοίωση ή συσσώρευση εντυπώσεων, αλλά μια διαρκής προσπάθεια μετασχηματισμού των αρχικών αντιλήψεων του αναγνώστη, τo λογοτεχνικό κείμενο κρίνει και «ανακρίνει» τον αναγνώστη, αναβαθμίζοντας τις πεποιθήσεις του και αποσταθεροποιώντας παγιωμένους/δογματικούς τρόπους αντίληψης.
Το «Νόημα» και το «Μήνυμα» του λογοτεχνικού κειμένου
Ι. Συνήθως συνδέουμε ένα λογοτεχνικό κείμενο με κάποιο νόημα ή με ένα μήνυμα που μπορεί να έχει διδακτικό ή γενικότερο κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό χαρακτήρα ή και όποιον άλλο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Όχι λιγότερο συχνά παρατηρείται μια μη συνειδητή ταύτιση των δύο αυτών όρων τόσο μέσα στη διδακτική πράξη όσο και κατά τη γενικότερη στάση απέναντι σε ένα λογοτεχνικό έργο. Πώς λοιπόν θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε την αυτόνομη λειτουργία αυτών των εννοιών και ποια σχέση μεταξύ τους θα μπορούσε να λειτουργεί ευεργετικά για τον αναγνώστη; Κατ’ αρχήν, όταν μιλάμε για νόημα του έργου, το αναζητούμε μέσα σε μια σύμπλεξη του λόγου, σε συνειρμούς λέξεων ή σε ένα σύνολο λεκτικών διατυπώσεων. Υπ’ αυτή την έννοια δεν μας συνδέει με το κείμενο μόνο μια αισθητική συγκίνηση, αλλά και νοηματική φανέρωση. Αυτή η νοηματική φανέρωση επιτυγχάνεται σε δύο επίπεδα. Κατά πρώτον μέσα από την επεξεργασία των πολλών επί μέρους νοημάτων και κατά δεύτερο από την ανασύνθεση του θεμελιώδους νοήματος. Το θεμελιώδες αυτό νόημα δεν εκφράζει μόνο την πεμπτουσία των επί μέρους νοημάτων που θέλει να εκπέμψει ο συγγραφέας, αλλά και την απαίτηση του αναγνώστη απέναντι στο έργο. Γι’ αυτό και το νόημα αφορά περισσότερο τον αναγνώστη. Ο λογοτέχνης δεν μπορεί να γίνεται αυστηρός εκφραστής μιας εκλογικευμένης κατασκευής. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι μπορεί να νομιμοποιείται οποιαδήποτε απόπειρα γραφής που δεν συνδυάζει αισθητική συγκίνηση με βαθύτερη νοηματική απαίτηση.
ΙΙ. Ανάλογη είναι και η θέση των ερμηνευτών απέναντι στο έργο. Η αναζήτηση ενός απόλυτα αντικειμενικού νοήματος από πλευράς ερμηνευτών είναι δύσκολη έως αδύνατη. Υπάρχει ωστόσο μια κοινή βάση ερμηνείας που στηρίζεται στις γενικές αρχές της πρόσληψης, αλλά έχει να κάνει και με τη διαχρονική παρουσία του δημιουργού και τη γενικότερη στάση του απέναντι στο περιβάλλον, εντός του οποίου δημιουργεί. Η διαφορετικότητα των ερμηνειών, κατά ταύτα, νομιμοποιείται τόσο από τη θέση του συγγραφέα όσο και από την πλευρά που ο αναγνώστης εξετάζει το κείμενο. Συνοπτικά μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η αξία του έργου δεν εξαντλείται μέσα σε μια ή σε πολλές ερμηνείες. Αντίθετα, αποτελεί πηγή ερμηνειών έτσι ώστε η διαχρονικότητά του να εξαρτάται κατά πολύ από το βάθος των νοημάτων. Για να υπάρχει όμως βάθος χρειάζεται να υπάρχει και αισθητική πληρότητα και αντίστροφα. Αυτή η αμφίδρομη σχέση, ωστόσο, δεν λειτουργεί εκτός χρόνου και χώρου. Βρίσκεται μέσα στο πνεύμα του δημιουργού, αλλά λαμβάνει υπόψη και την απαίτηση του αναγνώστη. Απ’ αυτή την άποψη το νόημα ως τέτοιο δεν αντίκειται στο μήνυμα, αλλά αποτελεί το θεμέλιό του. Ένα έργο, που δεν έχει νόημα, δεν μπορεί να έχει μήνυμα. Η τελευταία τούτη έννοια δεν μπορεί να σταθεί από μόνη της μέσα στο έργο, γιατί το έργο ή το κείμενο δεν είναι πηγή μηνυμάτων κυρίως, αλλά ένα αισθητικό δημιούργημα με ανεξάντλητο νόημα. Συνήθως τα μηνύματα που αντλούμε από ένα έργο είναι ηθικο-διδακτικά. Όμως και σε τούτη την περίπτωση δεν υπάρχει ένα κοινό ηθικό στοιχείο, από το οποίο ξεκινά κάθε δημιουργός. Μπορεί να είναι κοινό το περιβάλλον ή οι ιδέες, αλλά τα κίνητρα ή οι αξίες του κάθε λογοτέχνη σπάνια συμπίπτουν. Αυτό έχει να κάνει και με τη χαρακτηροδομή ή την ψυχική κατάσταση του λογοτέχνη. Το μήνυμα σε γενικές γραμμές ανήκει στις προθέσεις του συγγραφέα και ο αναγνώστης καλείται να τις αποκρυπτογραφεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου