Το υπό συζήτηση άρθρο καθιστά προσιτή μια ερμηνευτική οικείωση με τον Χάιντεγκερ και με τον τρόπο, που ο μεγάλος γερμανός φιλόσοφος έκανε διάλογο με τον Πλάτωνα, με τον Χέγκελ, αλλά και με το σύνολο της ελληνικής σκέψης. Γιατί μας ενδιαφέρει μια τέτοια ερμηνευτική οικείωση; Επειδή επιχειρεί να ρίξει φως στην άβυσσο του Σήμερα και να ξανασκεφτεί από μηδενική βάση το ήδη ειπωμένο, το καθιερωμένο ως πάγια αλήθεια, το προβαλλόμενο ως φιλοσοφική επικοινωνία. Προς αυτή την κατεύθυνση αντιπαρατίθεται ριζικά:
· με τον ιδεολογικό υποβιβασμό του σημερινού ανθρώπου σε πράγμα,
· με την απολίθωση της ζωντανής πραγματικότητας από την εργαλειακή της μεταχείριση,
· με την παραφθορά του πνεύματος σε εριστική στρεψοδικία,
· με την αυτο-εκμηδένιση του Dasein και την απουσία αληθινής προοπτικής,
· με τις φαντασιακές οντογενέσεις ως «θεραπευτικά» αντίδοτα αυτής της αυτο-εκμηδένισης.
Βάση της συνολικής προβληματικής του αποτελεί η χαϊντεγκεριανή ρήση πως μόνο η φιλοσοφική ποιητική δίνει νόημα στην καθημερινή ύπαρξη των ανθρώπων. Αυτή μπορεί να μιλήσει για την έσχατη δυνατότητα του ανθρώπου να μην ανήκει σε κανένα πράγμα και να μπορεί να γίνεται αυτό που είναι. Αυτό είναι το οπτικό σημείο (Gesichtspunkt), από το οποίο εκκινεί κανείς για να διανοιχθεί στη φιλοσοφική ποιητική. Αλλά πώς κατανοείται η τελευταία; Κατανοείται ως η γλώσσα που μιλάει και μας στέλνει νεύματα σχετικά με την ουσία ‒παρ-ουσία/απ-ουσία‒του πράγματος. Η προσαγόρευση της γλώσσας καθιστά τον άνθρωπο ποιητή, τουτέστι δημιουργό. Δημιουργός με το νόημα ότι δεν πνίγεται μέσα στο υπολογιστικό σκέπτεσθαι, μέσα σε μια λογιστική δεδομένων ποσοτικών μεγεθών, δεν παγιδεύεται μέσα σε ένα μαθηματικοποιημένο πλέγμα παραστάσεων, αλλά διανοίγεται στην πιο εσωτερική συνομιλία με την α-λήθεια ενός πράγματος. Πρόκειται για μια συνομιλία πέραν της λογικής του εξουσιαστικού υποκειμένου, που επιχειρεί να παρατηρήσει το πράγμα, το αντικείμενο, απ’ έξω και να επιβληθεί πάνω του. Το τελευταίο συμβαίνει με την παλαιά μεταφυσική.
Το ζητούμενο είναι να υπερβούμε αυτή τη μεταφυσική, όλους τους τύπους της, όλα εκείνα τα γλωσσικά σχήματα, που συνάπτουν την ουσία της φιλοσοφίας με την κανονιστική αντίληψη (περί) των όντων και αποδυναμώνουν τη διερώτηση για το νόημα του Είναι. Η υπέρβαση είναι δυνατή ως η αυθεντική συνομιλία, που λαμβάνει χώρα εν είδει μετα-τόπισης στην περιοχή της ερμηνευτικής πράξης. Μετα-τόπιση σημαίνει αλλαγή τόπου [και μοιραία τρόπου] σκέψης: από την εξωτερική ασάφεια της παραδοσιακής μεταφυσικής στο δρόμο του νοήματος ή της ερμηνείας, που έχει ανοίξει, για πρώτη φορά η φιλοσοφική γλώσσα της ελληνικής παράδοσης. Κατ’ αυτή την έννοια, «η αλήθεια είναι η δεξίωση του πράγματος μέσα στη γλώσσα» (Heidegger: Μεταστοχασμός και Ερμηνεία, σ. 13). Τούτο σημαίνει πως μέσα στη γλώσσα περισυλλέγεται το εντός της ιστορίας μίλημα θεών, ποιητών, φιλοσόφων κ.λπ. με τη μορφή της ερμηνείας. Πρόκειται για την ερμηνεία που δεν συμβαίνει ως μια απλή εξήγηση, αλλά ως επικέντρωση «στη φύση και τη θέση των ονομασιών μέσα στο γλωσσικό Είναι».
Ο λόγος, κατ’ αυτό τον τρόπο, δεν είναι απλά και μόνο ένα εξωτερικό ενέργημα ενός πεπαλαιωμένου μεταφυσικού παίγνιου της γλώσσας, αλλά η εκδηλωνόμενη μέσα στον ιστορικό χωρόχρονο «εναντίωση στον εσωτερικό σχολαστικισμό και άκριτο φορμαλισμό» και η προ-οπτική ενός στοχάζεσθαι πάνω στο μη ειπωμένο από τον ως τώρα φιλοσοφικό στοχασμό. Εδώ βρίσκεται η ουσία του Μετα-στοχασμού. Ο Λόγος τώρα δεν μιλάει γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά κ.λπ., αλλά αρχαία ελληνικά και πριν απ’ όλα προσωκρατικά. Όπως παρατηρεί ο ίδιος ο Χάιντεγκερ, «το εκπληκτικό των Ελλήνων της αρχαιότητας παραμένει ότι αυτοί ήταν ικανοί να διακρίνουν το λεκτέο ήδη στη συγκάλυψή του μέσα από μια προχωρούσα υποχωρητικότητα, Ήταν ικανοί για αυτό, διότι τους ανέμενε η γλώσσα τους ‒ο δομητέος οίκος της παρουσίας των παρόντων‒ για να κατοικήσουν, οικοδομώντας μέσα του» (ό.π., σ. 63).
Η ουσία του Πράγματος, στη συνάφεια τούτη, προ-χωρεί σύμφωνα με την ουσία της γλώσσας και βρίσκει εδώ τον τόπο του ονόματος, για να αχθεί στην αποκάλυψή της. Υπ’ αυτή την προ-οπτική, ο Λόγος «είναι αυτή τούτη η αρχέγονη συλ-λογή, που φυλάσσει τα πάντα ως το ον και μάλιστα κατά τρόπο, που να το αφήνει, με τη μορφή της φύλαξης, να μην είναι παρά αυτό τούτο το ον».
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια άλλη φιλοσοφική απαρχή, δυνάμει της οποίας το Είναι των όντων μπορεί να ανασυρθεί από τη μετα-φυσική του λήθη και να επι- σκεφθεί την εστία του, να επανευρεθεί στην ομιλούσα α-λήθεια του. Αυτή η ομιλούσα αλήθεια του, στη σύγχρονη πλανητική εποχή, μας επιτρέπει να μη γινόμαστε κατοικίδια ζώα της τεχνικής, του εργαλειακού-υπολογιστικού της σκέπτεσθαι, αλλά να διανοιγόμαστε στην ουσία της σαν μέσα σε μια απελευθερωτική κλήτευση.
· με τον ιδεολογικό υποβιβασμό του σημερινού ανθρώπου σε πράγμα,
· με την απολίθωση της ζωντανής πραγματικότητας από την εργαλειακή της μεταχείριση,
· με την παραφθορά του πνεύματος σε εριστική στρεψοδικία,
· με την αυτο-εκμηδένιση του Dasein και την απουσία αληθινής προοπτικής,
· με τις φαντασιακές οντογενέσεις ως «θεραπευτικά» αντίδοτα αυτής της αυτο-εκμηδένισης.
Βάση της συνολικής προβληματικής του αποτελεί η χαϊντεγκεριανή ρήση πως μόνο η φιλοσοφική ποιητική δίνει νόημα στην καθημερινή ύπαρξη των ανθρώπων. Αυτή μπορεί να μιλήσει για την έσχατη δυνατότητα του ανθρώπου να μην ανήκει σε κανένα πράγμα και να μπορεί να γίνεται αυτό που είναι. Αυτό είναι το οπτικό σημείο (Gesichtspunkt), από το οποίο εκκινεί κανείς για να διανοιχθεί στη φιλοσοφική ποιητική. Αλλά πώς κατανοείται η τελευταία; Κατανοείται ως η γλώσσα που μιλάει και μας στέλνει νεύματα σχετικά με την ουσία ‒παρ-ουσία/απ-ουσία‒του πράγματος. Η προσαγόρευση της γλώσσας καθιστά τον άνθρωπο ποιητή, τουτέστι δημιουργό. Δημιουργός με το νόημα ότι δεν πνίγεται μέσα στο υπολογιστικό σκέπτεσθαι, μέσα σε μια λογιστική δεδομένων ποσοτικών μεγεθών, δεν παγιδεύεται μέσα σε ένα μαθηματικοποιημένο πλέγμα παραστάσεων, αλλά διανοίγεται στην πιο εσωτερική συνομιλία με την α-λήθεια ενός πράγματος. Πρόκειται για μια συνομιλία πέραν της λογικής του εξουσιαστικού υποκειμένου, που επιχειρεί να παρατηρήσει το πράγμα, το αντικείμενο, απ’ έξω και να επιβληθεί πάνω του. Το τελευταίο συμβαίνει με την παλαιά μεταφυσική.
Το ζητούμενο είναι να υπερβούμε αυτή τη μεταφυσική, όλους τους τύπους της, όλα εκείνα τα γλωσσικά σχήματα, που συνάπτουν την ουσία της φιλοσοφίας με την κανονιστική αντίληψη (περί) των όντων και αποδυναμώνουν τη διερώτηση για το νόημα του Είναι. Η υπέρβαση είναι δυνατή ως η αυθεντική συνομιλία, που λαμβάνει χώρα εν είδει μετα-τόπισης στην περιοχή της ερμηνευτικής πράξης. Μετα-τόπιση σημαίνει αλλαγή τόπου [και μοιραία τρόπου] σκέψης: από την εξωτερική ασάφεια της παραδοσιακής μεταφυσικής στο δρόμο του νοήματος ή της ερμηνείας, που έχει ανοίξει, για πρώτη φορά η φιλοσοφική γλώσσα της ελληνικής παράδοσης. Κατ’ αυτή την έννοια, «η αλήθεια είναι η δεξίωση του πράγματος μέσα στη γλώσσα» (Heidegger: Μεταστοχασμός και Ερμηνεία, σ. 13). Τούτο σημαίνει πως μέσα στη γλώσσα περισυλλέγεται το εντός της ιστορίας μίλημα θεών, ποιητών, φιλοσόφων κ.λπ. με τη μορφή της ερμηνείας. Πρόκειται για την ερμηνεία που δεν συμβαίνει ως μια απλή εξήγηση, αλλά ως επικέντρωση «στη φύση και τη θέση των ονομασιών μέσα στο γλωσσικό Είναι».
Ο λόγος, κατ’ αυτό τον τρόπο, δεν είναι απλά και μόνο ένα εξωτερικό ενέργημα ενός πεπαλαιωμένου μεταφυσικού παίγνιου της γλώσσας, αλλά η εκδηλωνόμενη μέσα στον ιστορικό χωρόχρονο «εναντίωση στον εσωτερικό σχολαστικισμό και άκριτο φορμαλισμό» και η προ-οπτική ενός στοχάζεσθαι πάνω στο μη ειπωμένο από τον ως τώρα φιλοσοφικό στοχασμό. Εδώ βρίσκεται η ουσία του Μετα-στοχασμού. Ο Λόγος τώρα δεν μιλάει γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά κ.λπ., αλλά αρχαία ελληνικά και πριν απ’ όλα προσωκρατικά. Όπως παρατηρεί ο ίδιος ο Χάιντεγκερ, «το εκπληκτικό των Ελλήνων της αρχαιότητας παραμένει ότι αυτοί ήταν ικανοί να διακρίνουν το λεκτέο ήδη στη συγκάλυψή του μέσα από μια προχωρούσα υποχωρητικότητα, Ήταν ικανοί για αυτό, διότι τους ανέμενε η γλώσσα τους ‒ο δομητέος οίκος της παρουσίας των παρόντων‒ για να κατοικήσουν, οικοδομώντας μέσα του» (ό.π., σ. 63).
Η ουσία του Πράγματος, στη συνάφεια τούτη, προ-χωρεί σύμφωνα με την ουσία της γλώσσας και βρίσκει εδώ τον τόπο του ονόματος, για να αχθεί στην αποκάλυψή της. Υπ’ αυτή την προ-οπτική, ο Λόγος «είναι αυτή τούτη η αρχέγονη συλ-λογή, που φυλάσσει τα πάντα ως το ον και μάλιστα κατά τρόπο, που να το αφήνει, με τη μορφή της φύλαξης, να μην είναι παρά αυτό τούτο το ον».
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια άλλη φιλοσοφική απαρχή, δυνάμει της οποίας το Είναι των όντων μπορεί να ανασυρθεί από τη μετα-φυσική του λήθη και να επι- σκεφθεί την εστία του, να επανευρεθεί στην ομιλούσα α-λήθεια του. Αυτή η ομιλούσα αλήθεια του, στη σύγχρονη πλανητική εποχή, μας επιτρέπει να μη γινόμαστε κατοικίδια ζώα της τεχνικής, του εργαλειακού-υπολογιστικού της σκέπτεσθαι, αλλά να διανοιγόμαστε στην ουσία της σαν μέσα σε μια απελευθερωτική κλήτευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου