Πώς κατανοείται η αυτονομία;
§1. Η έννοια της αυτονομίας ‒γερμ. Autonomie, Eigengesetzlichkeit, Selbstgesetzlichkeit‒ έλκει την καταγωγή της από την αρχαία ελληνική λέξη: αυτο-νομία, που με τη σειρά της προέρχεται από το επίθετο: αυτό-νομος, που πρωταρχικά δήλωνε την ελευθερία μιας πόλεως, μιας κοινότητας πολιτών, να ζει σύμφωνα με τους δικούς της νόμους, δηλαδή να νομοθετεί η ίδια και να οργανώνει τη ζωή της με βάση αυτή τη νομοθέτηση. Επομένως, η αυτονομία παραπέμπει στην αυτονομοθέτηση και υποδηλώνει: αυτοκαθορισμό, αυτοπροσδιορισμό, σε αντίθεση με την ετερονομία (γερμ. Fremdgesetzlichkeit) και τον ετεροκαθορισμό, ετεροπροσδιορισμό. Στην αρχαιότητα, η εν λόγω έννοια χρησιμοποιούνταν συνήθως ως όρος της πολιτικής φιλοσοφίας, ενώ στη νεότερη εποχή, κατά κύριο λόγο από τον Καντ και ύστερα, προσέλαβε ηθικό χαρακτήρα και μετατοπίστηκε βασικά στην περιοχή της ηθικής φιλοσοφίας.
§2. Η έννοια της αυτονομίας στον Καντ συνδέεται με τον αυτοπροσδιορισμό της βούλησης και διακρίνεται ρητά από τη θεωρία του ευδαιμονισμού και του ωφελιμισμού του Διαφωτισμού. Σημαίνει την αυτονομοθέτηση /αυτονομοθεσία του Λόγου (Selbstgesetzgebung der Vernunft), την αυτενέργεια, ως αυτο-αναφορά, του νομοθετούντος Λόγου: την ενέργεια του Λόγου, που τον θέτει απέναντι στη φύση.
§3. Στον Χέγκελ, η αυτονομία νοείται ως αυτοπραγμάτωση του απόλυτου πνεύματος[1] και πάντοτε όχι χωριστά ή κατ’ απόλυτη αντίθεση προς τη φύση, όπως στον Καντ. Τούτο σημαίνει πως η έννοια της αυτονομίας, στον Χέγκελ, δεν είναι παρά αυτή τούτη η έννοια του Λόγου, που έχει αναιρέσει διαλεκτικά μέσα της τη φύση και τη διατηρεί εσωτερικά ανηρημένη. Έτσι προκύπτει μια αληθινή αυτονομία, υπό το νόημα ότι δεν υπάρχει απόλυτη αυτονομία από τη φύση, καθώς η τελευταία αποτελεί πλέον πτυχή ή βαθμίδα της διαλεκτικής διεργασίας εν όλω, δυνάμει της οποίας συντελείται η αυτοπραγμάτωση του απόλυτου πνεύματος.
§4. Χαρακτηριστική είναι η εν λόγω διαλεκτική διεργασία στη Φαινομενολογία του πνεύματος. Η φυσική συνείδηση, ως άμεση παρουσία του πνεύματος, οδηγείται στο βάραθρο, όταν επιχειρεί να αναπτυχθεί σε αυτονομία από τη φύση. Η πράξη αυτονόμησής της είναι μια ενέργεια ή διεργασία στο επίπεδο του κόσμου των φαινομένων και κάθε φορά που η ίδια η συνείδηση τείνει να επιτύχει την αυτονομία της μεταπίπτει από τη δεδομένη, γνωσιο-οντο-λογική της κατάσταση σε μια άλλη. Για παράδειγμα, στο τμήμα Β: Αυτοσυνείδηση[2], ο στωικισμός μεταπίπτει σε σκεπτικισμό, ευθύς ως αποκτά την εμπειρία πως η νομοτελειακή του κίνηση δεν μπορεί να συντελεστεί ερήμην της φύσης. Το ίδιο συμβαίνει και κατά την κίνηση του νομοθέτη Λόγου και του Λόγου που ελέγχει τους νόμους[3]. Παρόμοια, στη Νομική κατάσταση[4], η ελευθερία του προσώπου καταβαραθρώνεται, όταν αποκτά την εμπειρία της αυθαιρεσίας εκ μέρους του Κυρίου του κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, η πράξη, που εκτυλίσσεται ως ενεργείν υπό τον αστερισμό της απόλυτης ελευθερίας, αποδεικνύεται στο τέλος μια άκρως υποκειμενική διεργασία, που δεν μπορεί να σταθεί αυτόνομα έξω ή ενάντια στο ενεργείν ενός άλλου υποκειμένου, μιας άλλης υποκειμενικής διεργασίας, δηλαδή ως απόλυτη ελευθερία.
------------------------------
[1] Βλ. σχετικά: Χέγκελ: η φιλοσοφία του πνεύματος, εισαγ..-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Αθήνα: εκδ. Παπαζήση 2015, σσ. 177 κ.εξ.
[2] Βλ. Χέγκελ: Φαινομενολογία του πνεύματος τ. Ι, εισαγ.-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Αθήνα: εκδ. Δωδώνη 1993, σσ. 311 κ.εξ., ειδικότερα σσ. 346 κ.εξ.
[3] Βλ. Χέγκελ: Φαινομενολογία του πνεύματος τ. ΙΙ, εισαγ.-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Αθήνα: εκδ. Δωδώνη 1995, σσ. 239 κ.εξ.
[4] Ό.π., σσ. 310 κ.εξ.
§1. Η έννοια της αυτονομίας ‒γερμ. Autonomie, Eigengesetzlichkeit, Selbstgesetzlichkeit‒ έλκει την καταγωγή της από την αρχαία ελληνική λέξη: αυτο-νομία, που με τη σειρά της προέρχεται από το επίθετο: αυτό-νομος, που πρωταρχικά δήλωνε την ελευθερία μιας πόλεως, μιας κοινότητας πολιτών, να ζει σύμφωνα με τους δικούς της νόμους, δηλαδή να νομοθετεί η ίδια και να οργανώνει τη ζωή της με βάση αυτή τη νομοθέτηση. Επομένως, η αυτονομία παραπέμπει στην αυτονομοθέτηση και υποδηλώνει: αυτοκαθορισμό, αυτοπροσδιορισμό, σε αντίθεση με την ετερονομία (γερμ. Fremdgesetzlichkeit) και τον ετεροκαθορισμό, ετεροπροσδιορισμό. Στην αρχαιότητα, η εν λόγω έννοια χρησιμοποιούνταν συνήθως ως όρος της πολιτικής φιλοσοφίας, ενώ στη νεότερη εποχή, κατά κύριο λόγο από τον Καντ και ύστερα, προσέλαβε ηθικό χαρακτήρα και μετατοπίστηκε βασικά στην περιοχή της ηθικής φιλοσοφίας.
§2. Η έννοια της αυτονομίας στον Καντ συνδέεται με τον αυτοπροσδιορισμό της βούλησης και διακρίνεται ρητά από τη θεωρία του ευδαιμονισμού και του ωφελιμισμού του Διαφωτισμού. Σημαίνει την αυτονομοθέτηση /αυτονομοθεσία του Λόγου (Selbstgesetzgebung der Vernunft), την αυτενέργεια, ως αυτο-αναφορά, του νομοθετούντος Λόγου: την ενέργεια του Λόγου, που τον θέτει απέναντι στη φύση.
§3. Στον Χέγκελ, η αυτονομία νοείται ως αυτοπραγμάτωση του απόλυτου πνεύματος[1] και πάντοτε όχι χωριστά ή κατ’ απόλυτη αντίθεση προς τη φύση, όπως στον Καντ. Τούτο σημαίνει πως η έννοια της αυτονομίας, στον Χέγκελ, δεν είναι παρά αυτή τούτη η έννοια του Λόγου, που έχει αναιρέσει διαλεκτικά μέσα της τη φύση και τη διατηρεί εσωτερικά ανηρημένη. Έτσι προκύπτει μια αληθινή αυτονομία, υπό το νόημα ότι δεν υπάρχει απόλυτη αυτονομία από τη φύση, καθώς η τελευταία αποτελεί πλέον πτυχή ή βαθμίδα της διαλεκτικής διεργασίας εν όλω, δυνάμει της οποίας συντελείται η αυτοπραγμάτωση του απόλυτου πνεύματος.
§4. Χαρακτηριστική είναι η εν λόγω διαλεκτική διεργασία στη Φαινομενολογία του πνεύματος. Η φυσική συνείδηση, ως άμεση παρουσία του πνεύματος, οδηγείται στο βάραθρο, όταν επιχειρεί να αναπτυχθεί σε αυτονομία από τη φύση. Η πράξη αυτονόμησής της είναι μια ενέργεια ή διεργασία στο επίπεδο του κόσμου των φαινομένων και κάθε φορά που η ίδια η συνείδηση τείνει να επιτύχει την αυτονομία της μεταπίπτει από τη δεδομένη, γνωσιο-οντο-λογική της κατάσταση σε μια άλλη. Για παράδειγμα, στο τμήμα Β: Αυτοσυνείδηση[2], ο στωικισμός μεταπίπτει σε σκεπτικισμό, ευθύς ως αποκτά την εμπειρία πως η νομοτελειακή του κίνηση δεν μπορεί να συντελεστεί ερήμην της φύσης. Το ίδιο συμβαίνει και κατά την κίνηση του νομοθέτη Λόγου και του Λόγου που ελέγχει τους νόμους[3]. Παρόμοια, στη Νομική κατάσταση[4], η ελευθερία του προσώπου καταβαραθρώνεται, όταν αποκτά την εμπειρία της αυθαιρεσίας εκ μέρους του Κυρίου του κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, η πράξη, που εκτυλίσσεται ως ενεργείν υπό τον αστερισμό της απόλυτης ελευθερίας, αποδεικνύεται στο τέλος μια άκρως υποκειμενική διεργασία, που δεν μπορεί να σταθεί αυτόνομα έξω ή ενάντια στο ενεργείν ενός άλλου υποκειμένου, μιας άλλης υποκειμενικής διεργασίας, δηλαδή ως απόλυτη ελευθερία.
------------------------------
[1] Βλ. σχετικά: Χέγκελ: η φιλοσοφία του πνεύματος, εισαγ..-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Αθήνα: εκδ. Παπαζήση 2015, σσ. 177 κ.εξ.
[2] Βλ. Χέγκελ: Φαινομενολογία του πνεύματος τ. Ι, εισαγ.-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Αθήνα: εκδ. Δωδώνη 1993, σσ. 311 κ.εξ., ειδικότερα σσ. 346 κ.εξ.
[3] Βλ. Χέγκελ: Φαινομενολογία του πνεύματος τ. ΙΙ, εισαγ.-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Αθήνα: εκδ. Δωδώνη 1995, σσ. 239 κ.εξ.
[4] Ό.π., σσ. 310 κ.εξ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου