Μία στιγμή αρκεί να αναθεωρήσεις για όλα όσα θεωρούσες δεδομένα και σίγουρα μέχρι τότε. Τους ανθρώπους που είχες δίπλα σου, που όμως ποτέ δεν ξεστόμισες αυτά που ήθελες να τους πεις, ποτέ δεν τους έδειξες πόσο σημαντικοί ήταν για σένα, ποτέ δεν τους είπες ότι τους αγαπάς, ότι τους νοιάζεσαι, πόσο τυχερός αισθάνεσαι που τους έχεις δίπλα σου, ένα ευχαριστώ και μία συγγνώμη…
Το ανέβαλλες συνεχώς για αύριο και το αύριο γινόταν μεθαύριο, μήνας, χρόνος, κάποια αόριστη στιγμή κι ύστερα ξεχνιόταν οριστικά. Ώσπου έφτασε η μέρα που ήταν πλέον αργά, δεν ήταν εκεί να σε ακούσουν κι εσύ δεν ήσουν σε θέση να γυρίσεις τον χρόνο πίσω και μαζί του να φέρεις πίσω κι εκείνους. Υπήρχε ο πομπός, αλλά έλειπε πια ο δέκτης. Άτιμο πράγμα ο χρόνος, αμείλικτος πολλές φορές.
Κι εσύ συνέχισες να στέκεσαι βουβός, μόνο που τώρα δεν ήταν από επιλογή, αλλά επειδή δεν υπήρχε παραλήπτης. Η απουσία πονάει, η απώλεια κι ο αποχωρισμός πληγώνουν, πιο πολύ όμως πονάνε όλα αυτά που ξέρεις ότι ένιωθες, αλλά ποτέ δεν είπες.
Ποιος έχει συμφιλιωθεί με τον θάνατο; Εγώ πάντως όχι! Όσο σκληροί και να προσπαθούμε να δείχνουμε, κανείς δε θέλει να σκέφτεται πως κάποιος αγαπημένος του, κάποια μέρα θα φύγει, λες κι είμαστε αθάνατα και πανίσχυρα όντα. Κουτά ανθρωπάκια είμαστε, πιόνια και μαριονέτες στο παιχνίδι της ζωής και του θανάτου. Νομίζουμε ότι έχουμε την ικανότητα να αναμετρηθούμε μέχρι και με τον θάνατο. Τόσο δυνατοί. Μόνο που η ζωή είναι πιο μικρή απ’ όσο νομίζουμε κι εμείς ακόμη μικρότεροι για να μπορούμε να την ελέγξουμε, να βάλουμε όρια και να αποφασίσουμε πότε είναι η κατάλληλη στιγμή.
Κι έπειτα ο καιρός περνάει. Η απουσία δυναμώνει κι εσύ φτάνεις στο σημείο να τους αναζητάς στο καθετί∙ στον χώρο, στις μυρωδιές που στους θυμίζουν, στα τραγούδια και στις ταινίες, που σου υπενθυμίζουν ότι υπήρξαν κάποτε στη ζωή σου. Νιώθεις την παρουσία τους στην ατμόσφαιρα, τους συναντάς στα μέρη που πηγαίνατε παρέα, στα σοκάκια που διασχίζατε.
Έρχονται στα όνειρά σου και σου ξυπνάνε αναμνήσεις, στιγμές που ίσως και να είχες ξεχάσει. Φυσικά και δε θα διαγραφούν απ’ τη μνήμη και την καρδιά σου, φυσικά και θα συνεχίσουν να αποτελούν μέρος σου. Εξάλλου, δε χρειάζεται να κλαις γι’ αυτά που χάθηκαν, αλλά να χαμογελάς για ‘κείνα που μένουν μέσα σου.
Μόνο που η απουσία θα εξακολουθήσει να υπάρχει και το ξέρεις καλύτερα απ’ τον καθένα. Κι αυτό γιατί θα σε κυριεύουν τύψεις. Τύψεις για τα λόγια τ’ άλλα, εκείνα που ήταν εύκολο να πεις. Τα σκληρά, τα επιπόλαια, εκείνα που δεν έπρεπε, που πληγώνουν, που δεν τα εννοείς, που μετανιώνεις στο επόμενο κιόλας λεπτό και περισσότερο λυπάσαι όταν τα τελευταία λόγια – εκείνα που θα έχετε να θυμάστε– είναι εκείνα.
Γι’ αυτό μην αφήνεις αυτά που θέλεις να πεις για άλλη στιγμή, ίσως και να μην υπάρξει. Δώσε ένα φιλί, μια αγκαλιά, ένα χάδι. Εκφράσου, άνθρωπε. Δείξε τι αισθάνεσαι χωρίς πολλή σκέψη κι έπειτα από αναλύσεις αναλύσεων. Πες το σήμερα, σήμερα που το εννοείς…
Το ανέβαλλες συνεχώς για αύριο και το αύριο γινόταν μεθαύριο, μήνας, χρόνος, κάποια αόριστη στιγμή κι ύστερα ξεχνιόταν οριστικά. Ώσπου έφτασε η μέρα που ήταν πλέον αργά, δεν ήταν εκεί να σε ακούσουν κι εσύ δεν ήσουν σε θέση να γυρίσεις τον χρόνο πίσω και μαζί του να φέρεις πίσω κι εκείνους. Υπήρχε ο πομπός, αλλά έλειπε πια ο δέκτης. Άτιμο πράγμα ο χρόνος, αμείλικτος πολλές φορές.
Κι εσύ συνέχισες να στέκεσαι βουβός, μόνο που τώρα δεν ήταν από επιλογή, αλλά επειδή δεν υπήρχε παραλήπτης. Η απουσία πονάει, η απώλεια κι ο αποχωρισμός πληγώνουν, πιο πολύ όμως πονάνε όλα αυτά που ξέρεις ότι ένιωθες, αλλά ποτέ δεν είπες.
Ποιος έχει συμφιλιωθεί με τον θάνατο; Εγώ πάντως όχι! Όσο σκληροί και να προσπαθούμε να δείχνουμε, κανείς δε θέλει να σκέφτεται πως κάποιος αγαπημένος του, κάποια μέρα θα φύγει, λες κι είμαστε αθάνατα και πανίσχυρα όντα. Κουτά ανθρωπάκια είμαστε, πιόνια και μαριονέτες στο παιχνίδι της ζωής και του θανάτου. Νομίζουμε ότι έχουμε την ικανότητα να αναμετρηθούμε μέχρι και με τον θάνατο. Τόσο δυνατοί. Μόνο που η ζωή είναι πιο μικρή απ’ όσο νομίζουμε κι εμείς ακόμη μικρότεροι για να μπορούμε να την ελέγξουμε, να βάλουμε όρια και να αποφασίσουμε πότε είναι η κατάλληλη στιγμή.
Κι έπειτα ο καιρός περνάει. Η απουσία δυναμώνει κι εσύ φτάνεις στο σημείο να τους αναζητάς στο καθετί∙ στον χώρο, στις μυρωδιές που στους θυμίζουν, στα τραγούδια και στις ταινίες, που σου υπενθυμίζουν ότι υπήρξαν κάποτε στη ζωή σου. Νιώθεις την παρουσία τους στην ατμόσφαιρα, τους συναντάς στα μέρη που πηγαίνατε παρέα, στα σοκάκια που διασχίζατε.
Έρχονται στα όνειρά σου και σου ξυπνάνε αναμνήσεις, στιγμές που ίσως και να είχες ξεχάσει. Φυσικά και δε θα διαγραφούν απ’ τη μνήμη και την καρδιά σου, φυσικά και θα συνεχίσουν να αποτελούν μέρος σου. Εξάλλου, δε χρειάζεται να κλαις γι’ αυτά που χάθηκαν, αλλά να χαμογελάς για ‘κείνα που μένουν μέσα σου.
Μόνο που η απουσία θα εξακολουθήσει να υπάρχει και το ξέρεις καλύτερα απ’ τον καθένα. Κι αυτό γιατί θα σε κυριεύουν τύψεις. Τύψεις για τα λόγια τ’ άλλα, εκείνα που ήταν εύκολο να πεις. Τα σκληρά, τα επιπόλαια, εκείνα που δεν έπρεπε, που πληγώνουν, που δεν τα εννοείς, που μετανιώνεις στο επόμενο κιόλας λεπτό και περισσότερο λυπάσαι όταν τα τελευταία λόγια – εκείνα που θα έχετε να θυμάστε– είναι εκείνα.
Γι’ αυτό μην αφήνεις αυτά που θέλεις να πεις για άλλη στιγμή, ίσως και να μην υπάρξει. Δώσε ένα φιλί, μια αγκαλιά, ένα χάδι. Εκφράσου, άνθρωπε. Δείξε τι αισθάνεσαι χωρίς πολλή σκέψη κι έπειτα από αναλύσεις αναλύσεων. Πες το σήμερα, σήμερα που το εννοείς…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου