Η αναζήτηση του προσωπικού εαυτού σε μια εποχή όπου η αυθεντικότητα χάνεται όλο και περισσότερο και η ουσία μετατρέπεται σε στυλ.
ΟΤΑΝ ακούμε την ομιλία ενός πολιτικού ηγέτη, γνωρίζουμε ότι γράφηκε από μια ομάδα ειδικών. Σκεφτόμαστε τις πολιτικές υποσχέσεις και εξαγγελίες, και ξέρουμε ότι χρειάστηκαν πολλές ώρες μελέτης για να δημιουργηθούν αυτές οι ελπιδοφόρες προοπτικές.
Άλλες φορές παρακολουθούμε στην τηλεόραση μερικούς επώνυμους που διακηρύσσουν ότι θα «τα πουν όλα», όμως ξέρουμε ότι ακόμα και οι πιο σοβαρές αποκαλύψεις μυστικών είναι υπολογισμένες σοφά για την επιτυχία των στόχων τους. Σε μια διαφήμιση, όταν ακούμε τον εκπρόσωπο μιας εταιρείας να μιλάει για ένα προϊόν, δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι κάθε συλλαβή του είναι σχεδιασμένη για να «πουλήσει». Και όταν παρακολουθούμε μια διάλεξη ή ομιλία, ξέρουμε πάλι ότι κάθε κίνηση του ομιλητή και κάθε λέξη του είναι προσεκτικά μελετημένη.
Όλα είναι σχεδιασμένα και ετοιμάζονται από τα πριν. Όμως κάπου πίσω από αυτές τις μάσκες πιστεύουμε ότι βρίσκεται ένα πραγματικό πρόσωπο, το Εγώ, κι ότι το παίξιμο του ρόλου είναι μια προσποίηση.
Μερικοί πιστεύουν ότι για χάρη της κοινωνίας θα έπρεπε να απορρίψουμε τους ρόλους και να φερόμαστε όπως είμαστε πραγματικά. Ένα από τα ατού της εκλογής του προέδρου Τραμπ ήταν ότι εμφανίστηκε στον κόσμο με το αληθινό του πρόσωπο.
Αν λοιπόν αμφιβάλλετε ότι υπάρχει πραγματικά κάποιο Εγώ πίσω από τη μάσκα, αν αισθάνεστε ότι η μάσκα δεν είναι κάποιο τεχνητό προσωπείο αλλά αποτελεί γνήσιο τμήμα του ατόμου, αν είστε της άποψης ότι «ένα άτομο όπως φαίνεται έτσι και είναι», τότε εισέρχεστε στον θαυμαστό κόσμο της μετα-μεταμοντέρνας συνείδησης!
Η Εποχή της Αβεβαιότητας
Επειδή αυτό το θέμα –αν δηλαδή η μάσκα κρύβει το Εγώ, ή μάσκα και Εγώ είναι ενιαία– έχει μεγάλο αντίκτυπο στη ζωή μας, καλό θα είναι να το αναλύσουμε περισσότερο. Εδώ και καιρό έχουν διαμορφωθεί δύο τύποι ανθρώπων. Από τη μια μεριά είναι αυτός που πιστεύει στη σταθερή οντότητα του Εγώ. Από την άλλη εκείνος που θεωρεί ότι «καθετί είναι εικόνα».
Ο πρώτος τύπος, όπου ανήκουν και οι περισσότεροι άνθρωποι, δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς πρόγραμμα. Προτιμά έναν τακτικό και συγκροτημένο τρόπο ζωής, και του αρέσουν η αξιοπιστία και οι μακροχρόνιες δεσμεύσεις. Συνήθως ασχολείται με πράγματα που του παρέχουν μια αίσθηση ασφάλειας και επανάπαυσης. Ανατριχιάζει με τη σκέψη ότι μπορεί κάποτε να χάσει εκείνα που αποτελούν τις σταθερές αξίες της ζωής του – οικογένεια, αμάξι, δουλειά, φίλους κτλ. Επειδή φοβάται την αποσταθεροποίηση, θα τον ακούσετε να ζητάει να αντικατασταθούν τα προσωποπαγή κόμματα με κόμματα αρχών. Αν και ο τύπος αυτός θεωρείται προσγειωμένος, το γεγονός ότι θέλει να μετέχει σ’ ένα σταθερό κύκλωμα ζωής, δίχως κλυδωνισμούς, τον κάνει ελάχιστα προσαρμοστικό σε μια κοινωνία που υφίσταται ραγδαίες μεταβολές.
O δεύτερος τύπος είναι αυτός του μεταμοντέρνου ανθρώπου – του ανθρώπου της κοινωνίας της πληροφορίας. O άνθρωπος αυτός διακρίνεται για την ικανότητά του στην αντιμετώπιση συνθηκών που απαιτούν υψηλό βαθμό εγρήγορσης. Επειδή δεν έχει ένα σταθερό τόπο να πατήσει, μοιάζει περισσότερο με ένα είδος «συνειδησιακού χορευτή». Ωστόσο, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ουτοπιστής. Γνωρίζει ότι οι εποχές έχουν αλλάξει· ότι δεν ζούμε πια στα χρόνια που ο κόσμος έδινε μεγάλη αξία στον παραδοσιακό και σταθερό τρόπο ζωής· ότι βρισκόμαστε στην Εποχή της Αβεβαιότητας· ότι οι προοπτικές είναι σκοτεινές και καμιά «ασφάλεια ζωής» δεν είναι ικανή να εξοβελίσει τον κίνδυνο.
Παρ’ όλα αυτά, όσο οδυνηρό κι αν είναι, συνεχίζει να αμφιβάλλει για την επάρκεια των παλιών παραδόσεων μπροστά στις σκληρές απαιτήσεις του παρόντος.
Η πίστη στο Εγώ οδήγησε τους ρομαντικούς σε ηρωικές πράξεις, κατοπινά όμως γέννησε τον εγωκεντρισμό. Ο σύγχρονος άνθρωπος διδάχτηκε να βλέπει και να αντιμετωπίζει τον κόσμο μόνο μέσα από το Εγώ του.
Η ανάγκη μιας νέας προοπτικής
Αναπολώντας το πρόσφατο παρελθόν –καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν συμβεί κοσμογονικές αλλαγές σε λαούς και κράτη– παρατηρούμε ότι η ανατροπή πολιτικών και πολιτιστικών καθεστώτων δεν ήταν ένα παροδικό κύμα, αλλά αποτέλεσμα μιας συνεχούς μεταβολής που τώρα φτάνει σε συγκλονιστικές διαστάσεις. Ιδεώδη, θεσμοί και αξίες –και μαζί τους και οι άνθρωποι– έχουν πάρει την κατηφόρα. Από την κρίση αυτή δεν φαίνεται να υπάρχει τρόπος διαφυγής. Καθημερινά συνειδητοποιούμε πως όχι μόνο χάνουμε την ταυτότητά μας, αλλά και τη συνεκτική και συμβατική ζωή που συνδεόταν μ’ αυτή.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: μπορεί να μπει κάποιο φρένο σ’ αυτόν τον ξεπεσμό με την εκδήλωση μιας υγιούς αντίδρασης; Αν είμαστε αρκετά ψύχραιμοι και τυχεροί, μπορεί να δημιουργήσουμε κάποια νέα προοπτική με ευτυχή κατάληξη; Ακόμη κι αν γύρω μας η κρίση βαθαίνει, θα μπορέσουμε να νιώσουμε σιγουριά όχι από τον εαυτό μας ή τα πράγματα, αλλά μέσα από τη σχέση μας με τους άλλους.
Πριν εξετάσουμε αυτή τη νέα προοπτική, είναι ανάγκη να δούμε πώς προέκυψε ιστορικά η τάση που έχουμε να στηριζόμαστε είτε στους θεσμούς είτε στους ανθρώπους.
Προϋπόθεση για να αναπτυχθεί αυτή η τάση, ήταν η πίστη ότι θεσμοί και πρόσωπα, οποιεσδήποτε μεταβολές κι αν εμφανίσουν, αποτελούν μια επικεντρωμένη οντότητα.
Ας πάρουμε ένα κράτος. Τι είναι εκείνο που το κρατάει σε συνοχή, παρέχοντάς του μια συγκεκριμένη ιστορική κατεύθυνση; Ή ας πάρουμε τον άνθρωπο. Τι είναι αυτό που κρατάει σε συνοχή την προσωπικότητά του; Η απάντηση που έχει δοθεί από παλιά είναι ότι στον άνθρωπο υπάρχει μια κινούσα δύναμη – μια ισχυρή και σταθερή οντότητα που αποκαλούμε ψυχή ή Εαυτό. Παρακάτω θα δούμε πώς προέκυψε αυτή η πίστη και γιατί οι σχετικές με αυτό το ζήτημα παραδόσεις, όσο αξιοσέβαστες κι αν είναι, τελούν εδώ και πολύ καιρό υπό αμφισβήτηση.
Μοντερνισμός, μεταμοντέρνο και μετα-μεταμοντερνισμός
Ο μεταμοντερνισμός προέκυψε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως αντίδραση στις αντιληπτές αδυναμίες του μοντερνισμού, του οποίου τα ριζοσπαστικά καλλιτεχνικά έργα είχαν συσχετιστεί με τον ολοκληρωτισμό ή είχαν εξομοιωθεί με την κυρίαρχη κουλτούρα.
Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που ονομάζουμε τώρα μεταμοντερνισμό μπορούν να ανιχνευθούν στη δεκαετία του 1940, κυρίως στο έργο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ωστόσο, οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι ο μεταμοντερνισμός άρχισε να ανταγωνίζεται τον μοντερνισμό στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και απέκτησε υπεροχή πάνω του στη δεκαετία του 1960. Από τότε, ο μεταμοντερνισμός υπήρξε η κυρίαρχη, αν και όχι αδιαμφισβήτητη, δύναμη στην τέχνη, τη λογοτεχνία, τις ταινίες, τη μουσική, το δράμα, την αρχιτεκτονική, την ιστορία και τη φιλοσοφία.
Τα χαρακτηριστικά του μεταμοντερνισμού είναι συνήθως το λεπτό ειρωνικό παιχνίδι, οι αναφορές σε πολλαπλά αφηγηματικά επίπεδα, ο μεταφυσικός σκεπτικισμός, ο εκμηδενισμός της δυτικής κουλτούρας, μια προτίμηση του εικονικού σε βάρος του πραγματικού (ή ακριβέστερα, η θεμελιώδης αμφισβήτηση του τι είναι πραγματικό), ενώ με την ελεύθερη αλληλεπίδραση των εικονικών, ατελείωτα αναπαραγόμενων ενδείξεων, η πρόκληση μιας συνειδησιακής κατάστασης παρόμοιας με αυτή της σχιζοφρένειας.
Αλλά ενώ ο μεταμοντερνισμός θεωρεί πως όλα είναι εικόνες και ότι η λογική είναι μια μάσκα του παραλόγου, ο μετα-μεταμοντερνισμός επιδιώκει να μετριάσει την κυρίαρχη λογική με την καταβύθιση στον κόσμο των αρχετύπων του Καρλ Γιουνγκ, την ψυχολογία gestalt και υπερβατικές φιλοσοφίες όπως ο Ταοϊσμός.
Το Εγώ του ρομαντικού
Η πρώτη από αυτές τις παραδόσεις είναι ο ρομαντισμός, που έφτασε στο αποκορύφωμά του κατά τον 19ο αιώνα. Κυρίως από αυτή την παράδοση αντλούμε την πεποίθηση για ένα βαθύ και σταθερό κέντρο της οντότητάς μας, ένα κέντρο που φιλοξενεί τον ζωτικό πυρήνα της ίδιας της ζωής. Οι ποιητές Σέλλεϋ, Κητς και Μπάυρον, οι μουσικοί Μπετόβεν, Μπραμς και Σοπέν και μια πλειάδα φιλοσόφων, ζωγράφων, αρχιτεκτόνων, θεολόγων κ.ά., δημιούργησαν όλοι τους το ζωντανό πορτρέτο του ρομαντικού εαυτού.
Ήταν μια επιβλητική περιγραφή των ισχυρών δυνάμεων που υποτίθεται πως είναι θαμμένες κάτω από την επιφάνεια της συνείδησης, στο εσωτερικό της ύπαρξής μας.
Αυτές οι δυνάμεις κάποτε καθόριζαν το άτομο και του παρείχαν τον ουσιαστικό λόγο ύπαρξής του. Για μερικούς οι δυνάμεις αυτές ταυτίζονταν με την ψυχή, άλλοι τις έβλεπαν ως φλογερά πάθη, ενώ για άλλους ήταν απλώς σκοτεινές και επικίνδυνες.
Για όλους όμως οι δυνάμεις ήταν θαυμάσιες και η έκφρασή τους (στον έρωτα, την πίστη και τη φιλία) ήταν αποτελεσματική, αν όχι ηρωική. Εξαιτίας της δύναμης αυτών των παθών, μπορούσε κανείς να δοκιμάσει βαθιά θλίψη για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου και μια τέτοια αίσθηση νοσταλγίας ή συνειδησιακών τύψεων που η αυτοκτονία φάνταζε ως η μόνη επιλογή. Ακόμη, το βαθιά εσωτερικό εθεωρείτο πηγή έμπνευσης, δημιουργικότητας, ευφυΐας, ηθικού θάρρους.
Ο ρομαντισμός έχει εμφανή παρουσία και στον σύγχρονο πολιτισμό. Στα περισσότερα δυτικά κράτη, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα, οι αυτοκτονίες κυρίως νέων ανθρώπων, όπως και το καταφύγιο στα ναρκωτικά είναι ένα καθημερινό συμβάν.
Ο ρομαντισμός κυριαρχεί παντού: στα λαϊκά τραγούδια, στις σαπουνόπερες και τα ριάλιτι της τηλεόρασης και στα επικά φιλμ τύπου “Ο τελευταίος των Μοϊκανών” ή “Ο τελευταίος Σαμουράι”. Το ρομαντικό λεξιλόγιο είναι σημαντικό στην αγάπη, στις ερωτοτροπίες, στους γάμους, στις κηδείες και στις επαναστάσεις. Και αν μας ρωτήσει κανείς τι κάνει τη ζωή μας άξια να τη ζούμε, οι περισσότεροι θα μιλήσουμε γι’ αυτές τις βαθιές και ζωτικές δυνάμεις.
Οι ρομαντικές απόψεις είναι επίσης ισχυρές στις ψυχοθεραπευτικές ομάδες. Οι θεωρίες των Φρόυντ και Γιουνγκ μοιάζουν σύγχρονες, αλλά δεν είναι παρά τα παιδιά της ρομαντικής παράδοσης. Χωρίς τους ποιητικούς και καλλιτεχνικούς προδρόμους, η πίστη του Φρόυντ στη δυναμική του ασυνείδητου και η έρευνα του Γιουνγκ πάνω στα αρχέτυπα θα φαίνονταν σαν ανοησίες. Και όταν οι σύγχρονοι θεραπευτές μιλούν για αυτο-ενεργοποίηση, πρωτόγονες κραυγές, κάθαρση, μηχανισμούς άμυνας και αναγέννηση, κρατούν ζωντανές τις φλόγες της ηρωικής εποχής του ρομαντισμού. Θεωρούν πραγματικό το βαθύ εσωτερικό διάστημα του εαυτού.
Η ανακάλυψη της «προσωπικότητας»
Στην πραγματικότητα το όλο ζήτημα ξεκίνησε τον 18ο αιώνα, όταν, από μια διάθεση ρεαλισμού ανακαλύφθηκε, η έννοια της «προσωπικότητας» του ατόμου, σε αντιδιαστολή με το «ταμπεραμέντο» ή τον χαρακτήρα.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι «ο άνθρωπος είναι ο χαρακτήρας του» (Ηράκλειτος). Όμως ο χαρακτήρας σ’ αφήνει εκτεθειμένο στα μάτια του κόσμου. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί μια μάσκα, ένα προσωπείο, μια persona που θα κάλυπτε τις αδυναμίες του χαρακτήρα. Έτσι, με κύριο μοχλό την τέχνη, επινοήθηκε η οικοδόμηση ενός ψεύτικου, επίπλαστου Εγώ που θα κάλυπτε εξωραΐζοντας όλα τα κατώτερα στοιχεία. Αυτό αποκλήθηκε «δυτικός πολιτισμός».
Είναι η εποχή που στη ζωγραφική κυριαρχεί κατά κόρον η προσωπογραφία, προεξάρχοντος του Ζαν Ωγκύστ Ντομινίκ Ενγκρ. Στο προσκήνιο της ιστορίας εμφανίζεται το καθημερινό άτομο, γεμάτο κίνηση και άνεση, προβάλλοντας την κοινωνική του υπόσταση. Από τότε μέλημα των ζωγράφων έγινε η ανακάλυψη και η αποτύπωση στον καμβά των συναισθημάτων που πηγάζουν από τον σκοτεινό κόσμο της ψυχής. Όποιος έχει παρακολουθήσει σύγχρονο ψυχόδραμα, θα έχει διαπιστώσει μια ανάλογη προσπάθεια. Ο ψυχοθεραπευτής προσπαθεί απεγνωσμένα να βγάλει «προς τα έξω» πράγματα που πιστεύει ότι βρίσκονται φυλακισμένα στο υποσυνείδητο του υπό θεραπεία ατόμου.
Η περίοδος του μοντερνισμού
Παρ’ όλα αυτά, ο ρομαντισμός είχε συναισθανθεί ότι κάτω από το συνειδητό πεδίο της δημιουργικής δύναμης του ανθρώπου υπήρχε η πνευματική του δραστηριότητα. Όμως το κίνημα αυτό δεν κράτησε πολύ και σύντομα ρομάντζο και ρομαντισμός έγιναν κάτι σαν κρύα σούπα. Ο ρομαντισμός αντικαταστάθηκε από τις προοπτικές και τον τρόπο ζωής μιας άλλης αντίληψης που στην Ιστορία της Τέχνης ονομάζεται «μοντερνισμός».
Σαν πολιτιστικό κίνημα ο μοντερνισμός άρχισε κυρίως με τη βιομηχανοποίηση, τους παγκόσμιους πολέμους και τις μεγάλες προόδους της επιστήμης.
Οι τελευταίοι της ηρωικής γενιάς του ρομαντισμού, ο Γκόγια και ο Ντομιέ, καταγράφουν στους πίνακές τους την κατάρρευση της σταθερότητας της δικής τους εποχής, με όρους που ισχύουν για όλες τις περιόδους κοινωνικής αποσύνθεσης. Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, έναν αιώνα αργότερα, δεν θα φωτογραφηθεί παρά μια μόνο φορά, γιατί πίστευε ότι ο φακός της μηχανής «κλέβει την ψυχή». Όμως αυτή η αντίσταση δεν ήταν ικανή να αναχαιτίσει τους άνεμους της τεχνολογικής προόδου.
Στην επανάσταση που επήλθε, η γοητεία μετατοπίστηκε από το Εγώ του ατόμου, στις απαιτήσεις και τις ευκαιρίες που δημιουργούσε η τεχνολογία. Ήταν καιρός να «κατέβουν οι άνθρωποι στην επιχείρηση» και να «μπουν στον σταθερό δρόμο της προόδου». Οι επιστήμονες άρχισαν να κυριαρχούν στη θεμελιώδη τάξη του σύμπαντος, να δαμάζουν τις ενέργειες, να επινοούν μηχανές πτήσης, να θεραπεύουν ασθένειες και να γεμίζουν τα νοικοκυριά με κάθε είδους ανέσεις. Αυτός ο θαυμαστός καινούριος κόσμος έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι θα μπορούσε στ’ αλήθεια να εγκαθιδρυθεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, ένας επίγειος παράδεισος!
Φαινόταν ωσάν ο 19ος αιώνας να είχε αφήσει ανοιχτούς τους πυλώνες των φραγμάτων και τώρα ένα πελώριο, πολυποίκιλο ρεύμα, ολόκληρη θάλασσα καλλιτεχνικής δημιουργίας και επινοήσεων ξεχυνόταν πάνω στο ανθρώπινο γένος.
Παρακινούμενοι από μια τέτοια αισιοδοξία, οι διανοούμενοι επινόησαν τους κανόνες της διαδικασίας μέσω της οποίας θα μπορούσε να επιτευχθεί η πρόοδος σε ένα νέο πολιτισμικό φάσμα. Αφού οι επαναστάσεις δεν πηγάζουν από τις μάζες του λαού, οι λαϊκές συμβατικότητες εγκαταλείφθηκαν για χάρη του πειραματισμού.
Οι ζωγράφοι κλήθηκαν να εγκαταλείψουν τη μακραίωνη παράδοση σύμφωνα με την οποία οι πίνακες έπρεπε να βασίζονται σε όψεις του ορατού κόσμου. Έτσι, απέρριψαν τις φόρμες και άρχισαν να ερευνούν την αλληλεπίδραση των επιπέδων και των γραμμών μέσα στο χώρο.
Οι χορογράφοι κλήθηκαν να εγκαταλείψουν το κλασικό μπαλέτο και να ερευνήσουν τις στοιχειώδεις κινήσεις (που τώρα ορίζονται ως μοντέρνος χορός), ενώ οι ποιητές παρακινήθηκαν να αφήσουν το αίσθημα και να δώσουν έμφαση στις ιδιότητες της φόρμας. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική μείωσε το σχέδιο στα πιο λειτουργικά του στοιχεία, ενώ η μουσική εγκατέλειψε τη μελωδία και έγινε ατονική.
Το Εγώ: ένα άχρηστο εξάρτημα της μηχανής
Μέσω του μοντερνισμού, το ανθρώπινο Εγώ σιγά-σιγά επαναπροσδιορίστηκε. Η έμφαση μετατοπίστηκε από τις βαθιές και μυστηριώδεις διαδικασίες της ανθρώπινης συνείδησης, στο εδώ και τώρα. Ο βαθύς εσωτερικός κόσμος του ρομαντικού και το στοιχείο της φαντασίας έχασαν τη σπουδαιότητά τους. Πράγματι, οι αναλύσεις γύρω από ψυχές, πάθη, ηθικό θάρρος και έμπνευση άρχισαν να φαίνονται παλιές και ακατάλληλες –αν όχι νοσηρές– για τη ζωή στον υλικό κόσμο.
Για να επιβιώσει σε έναν περίπλοκο κόσμο, ο άνθρωπος έπρεπε να γίνει ρεαλιστής. Να αναπτύξει δηλαδή την οξεία παρατήρηση και έναν προσεκτικό, καχύποπτο νου. Τέτοιες ικανότητες είναι που μας επιτρέπουν να προοδεύσουμε!
Ενώ οι ρομαντικοί τοποθετούσαν το δράμα, το πάθος και την ένταση στο κέντρο της ύπαρξης, οι μοντερνιστές νοιάζονται για την αποτελεσματικότητα της δράσης, την μαλή και σταθερή λειτουργία μιας μηχανής –από το κράτος έως την επιχείρηση– καθώς και την πρόοδο προς ορισμένους στόχους.
Η διαφορά της στάσης τους απέναντι στον έρωτα είναι χαρακτηριστική. Για τους ρομαντικούς, ο έρωτας ήταν πανίσχυρος – ένας ικανός λόγος για να ζήσει κανείς ή να πεθάνει. Ήταν πηγή έμπνευσης και αιτία μεγάλων κατορθωμάτων. Επομένως, άξιζε να αφιερώσει κάποιος στον μικρό φτερωτό θεό μια ζωή – ή μια αιωνιότητα. Οι μοντερνιστές προσπάθησαν να αναπτύξουν μια τεχνολογία επιλογής ταιριαστών ζευγαριών μέσω κομπιούτερ. Το τυποποιημένο ερωτηματολόγιο σ’ αυτή την περίπτωση αντικαθιστά τον κεραυνοβόλο έρωτα.
Η φτώχεια της ψυχολογίας
Οι μοντερνιστικές απόψεις είναι ακόμη και σήμερα εμφανείς στο επάγγελμα του ψυχολόγου. Οι περισσότερες έρευνες σήμερα στηρίζονται στη δοξασία ότι οι ψυχολόγοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ικανότητα της παρατήρησης και της λογικής για να μάθουν τις θεμελιώδεις αρχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς και λειτουργίας.
Εξ ορισμού δεν υπάρχουν μυστηριώδη αποθέματα, όπως ψυχές, εμπνεύσεις, αισθήματα, επιθυμίες, αντιλήψεις, σκοποί κτλ. Ούτε και κακές δυνάμεις που κρύβονται μέσα στο άτομο. Όπως διακήρυξε ένας φημισμένος καθηγητής του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς της Βαλτιμόρης: «Ήρθε ο καιρός να ξεσκαρτάρει η ψυχολογία κάθε αναφορά προς τη συνείδηση…» (Γουότσον, 1913).
Για τους σύγχρονους ψυχολόγους, οι άνθρωποι είναι σαν μηχανές με input/output, βιολογικά κομπιούτερ που ό,τι κάνουν εξαρτάται από τις παραστάσεις που προσλαμβάνουν. Το βασικό ψυχολογικό συστατικό δεν είναι η ψυχή ή ο νους, αλλά η σκέψη ή μάλλον η γνωστική λειτουργία. Αν δεν καταλαβαίνετε τι σημαίνει γνωστική λειτουργία, σας λέμε ότι είναι ένας όρος δανεισμένος από τη μηχανική των κομπιούτερ.
Με αυξημένη την ικανότητα να προβλέπουν και να ελέγχουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, οι ψυχολόγοι πίστεψαν ότι μπορούν να αναπτύξουν προγράμματα που θα αλλάζουν ή θα διορθώνουν τα άτομα. Έτσι, μπορούν να «κατασκευάζονται» αγαθές προσωπικότητες, σαν τα καλά αυτοκίνητα, μέσω των μεθόδων της κοινωνικής μηχανικής.
Αν τα άτομα ξεστρατίζουν, οι θεραπευτές, σαν τους μηχανικούς, μπορούν να τα επαναφέρουν στον ίσιο δρόμο (αφού βέβαια τα κλείσουν για ένα διάστημα σε κάποιο άσυλο). Η τροποποίηση της συμπεριφοράς και η θεραπεία της γνωστικής λειτουργίας –βασικές τεχνολογίες επιδιόρθωσης του ανθρώπινου μηχανισμού– προσδιορίζουν πλέον στη γλώσσα του μοντερνισμού αυτό που κάποτε αποκαλούσαν Εαυτό.
Απέναντι σε τέτοιες απόψεις που βλέπουν τον άνθρωπο με εξαρτημένα αντανακλαστικά σαν τον σκύλο του Παβλόφ, ταιριάζει ίσως αυτό που ειπώθηκε κάποτε: «Το αποτέλεσμα, όπως θα έμπαινε στον πειρασμό να πει ένας κυνικός παρατηρητής, είναι ότι η ψυχολογία, αφού παζάρεψε πρώτα την ψυχή της και έχασε κατόπιν τα λογικά της, τώρα που αντιμετωπίζει ένα πρόωρο τέλος, έχει χάσει και κάθε συνείδηση!» (Σερ Σύριλ Μπαρτ, 1962).
Ένοικοι σε άδειο σπίτι…
Ο μοντερνισμός άρχισε καταρρέει σαν πολιτιστικό κίνημα. Νέες πολιτισμικές συνθήκες εμφανίστηκαν, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως μεταμοντέρνες. Σύμφωνα με αυτές, όχι μόνο η ψυχή, το πάθος και η δημιουργικότητα παύουν να θεωρούνται κέντρα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά το ίδιο ισχύει και για τη λογική σκέψη και τον ικανοποιητικό έλεγχο των πράξεών μας. Αυτό σημαίνει ότι σιγά-σιγά χάνουμε την πεποίθηση ότι υπάρχει μια συνεκτική αναγνωρίσιμη υπόσταση πίσω από τη μάσκα της προσωπικότητας. Όσο πιο πολύ ψάχνουμε, τόσο δυσκολότερο είναι να βρούμε «κάποιον μέσα εκεί».
Το μεταμοντέρνο κίνημα απορρίπτει τόσο τον ρομαντισμό, όσο και την modernité. Ποια όμως είναι η κινητήρια δύναμη πίσω απ’ αυτή τη νέα μετατόπιση προς το μεταμοντέρνο; Σίγουρα ένας βασικός παράγοντας είναι η τεχνολογία, ακριβέστερα μια σειρά τεχνολογιών που διευρύνουν τη γκάμα της ζωής και μας τροφοδοτούν με κοινωνικές σχέσεις, άμεσες και έμμεσες. Το τηλέφωνο, το αυτοκίνητο, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, οι κινηματογραφικές ταινίες, οι εκδόσεις, οι μηχανές φωτοαντιγράφων, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, οι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας, οι αεροπορικές μεταφορές, οι δορυφορικές εκπομπές, τα βίντεο, τα κομπιούτερ, τα τάμπλετ, η κινητή τηλεφωνία και το διαδίκτυο, όλα αυτά έχουν εμφανιστεί μέσα στα τελευταία πενήντα χρόνια και θεωρούνται πλέον βασικά για μια φυσιολογική ζωή.
Αλλά ποια η σχέση αυτής της έκρηξης με το Εγώ, με το ποιοι είμαστε και τι αντιπροσωπεύουμε; Με ποιο τρόπο υπονομεύει την πίστη σε ένα ρομαντικό εσωτερικό ή σε ένα γνωστικό κέντρο του εαυτού;
Για να επιβιώσει σ’ έναν περίπλοκο κόσμο, ο άνθρωπος έπρεπε να αναπτύξει την παρατηρητικότητα και να γίνει πονηρός και εκμεταλλευτής. «Ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν!»
Το κυρίαρχο γνώρισμα της εποχής που διανύουμε είναι η συνοίκηση του εαυτού, δηλαδή η απορρόφηση των άλλων στον εαυτό μας. Μπορεί κάποιος να το εκφράσει λέγοντας ότι «χρωματίζεται από τους άλλους». Το γεγονός είναι ότι καθημερινά δεχόμαστε από τα ΜΜΕ έναν καταιγισμό εντυπώσεων που δεν μας αφήνουν αδιάφορους. Αλλά αυτό είναι απαραίτητο, γιατί μόνο μέσω συνεχούς έκθεσης στους άλλους αυξάνουμε γρήγορα την γκάμα των εκτιμήσεων, των αντιλήψεων και των δυνατοτήτων δράσης που είναι διαθέσιμες σε μας.
Μέσω των φίλων, των γνωστών, των μελών της οικογένειας, των social media κτλ., βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε μυριάδες δυνατότητες για βίωση μαζί με τις αντίθετες μορφές τους. Για να παραφράσουμε τον ποιητή Ουίτμαν, «περιέχουμε μέσα μας αμέτρητα πλήθη».
Κάτω από ένα τέτοιο μπαράζ εντυπώσεων και πληροφοριών, η αίσθηση ενός επικεντρωμένου Εγώ ουσιαστικά καταρρέει. Είναι πρακτικά αδύνατο να είσαι ο εαυτός σου υφιστάμενος τις απαιτήσεις ενός πολλαπλού περιβάλλοντος.
Ας σκεφτούμε λίγο τον σημερινό άνθρωπο, ο οποίος οφείλει ταυτόχρονα να δείχνει επαγγελματική ευθύνη, ρομαντική ευαισθησία, σκληρότητα στον ανταγωνισμό και αφοσίωση στην οικογένεια. Πρέπει να είναι έμπειρος στα σπορ, στην πολιτική, στους υπολογιστές, στο χρηματιστήριο, στη μηχανική, στην ποιότητα των τροφίμων και στα καλά κρασιά. Πρέπει να συντηρεί έναν κύκλο φίλων, να έχει εξοχικό, πολυτελή σχέδια διακοπών και ένα εντυπωσιακό αυτοκίνητο – όλα αυτά αν θέλει να επιβιώσει σε έναν όλο και πιο περίπλοκο κόσμο. Έτσι, τρέχει από το ένα μέρος στο άλλο, από το ένα πρόσωπο στα άλλο και από τη μια κατάσταση στην άλλη, αλλάζοντας συμπεριφορές, ντύσιμο, απόψεις και εκτιμήσεις. Μέσα στο χάος των αλληλοσυγκρουόμενων προσωπείων, πώς να εντοπίσει κανείς το «αληθινό» Εγώ πίσω από τις μάσκες;
Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο οι κοινωνικές τεχνολογίες υπονομεύουν την πεποίθηση στο βαθύ ή ουσιαστικό Εγώ είναι μέσω της επανάληψης των εικόνων. Οι αναρίθμητες αναπαραγωγές των τρόπων ζωής μέσα από τα social media και την τηλεόραση μειώνουν σιγά-σιγά την αυθεντικότητά τους.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση του έρωτα. Σύμφωνα με τα παραδοσιακά πρότυπα, οι εκφράσεις αγάπης, πάθους και επιθυμίας πρέπει να είναι αυθόρμητες εκρήξεις από τα βάθη του εαυτού: δυναμικά ορμέμφυτα που ξαφνικά ξεσπούν και εκδηλώνονται.
Πόσες φορές άραγε δεν έχετε δει τέτοιες σκηνές στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο, στα μυθιστορήματα, στα περιοδικά και στη ζωή γενικά! Ξέρετε καλά πια όλα τα λόγια, τις κινήσεις των ματιών, του στόματος, τις χειρονομίες και τις στάσεις. Και όμως! Με όλες αυτές τις επαναλήψεις, η αυθεντικότητα χάνεται. Η ουσία μετατρέπεται σε στυλ. Το αποτέλεσμα είναι να χάνετε την πίστη στις ρομαντικές εκφράσεις. Τα λόγια στέκονται στο λαιμό: «Πού είμαι τώρα; Στο Χόλυγουντ, σε σαπουνόπερα ή σε φτηνό αισθηματικό μυθιστόρημα;» αναρωτιέται κανείς.
Το ίδιο ισχύει και για τις θρησκευτικές εκδηλώσεις, το πένθος, τον υποτιθέμενο ενθουσιασμό και τις πολιτικές διαμαρτυρίες. Με τη συνεχή επανάληψη, η ρητορική γίνεται πραγματικότητα και η πραγματικότητα καταντάει ρητορική.
Τι μένει μετά το Εγώ;
Αν η μεταμοντέρνα ζωή είναι λιγότερο εκφραστική, είναι επίσης και λιγότερο εγωκεντρική. Η πίστη σε ένα μοναδικό, συνεκτικό και σταθερό Εγώ συνδεόταν στενά με την απληστία, τον εγωισμό και την ιδιοτέλεια. «Αν είμαι κάτι ξεχωριστό από σας», λέει η λογική, «τότε είναι προτιμότερη η δική μου ευημερία από τη δική σας». Αυτή τουλάχιστον ήταν η αντίληψη που επικρατούσε μόλις λίγα χρόνια πριν. Αλλά καθώς οι κοινωνικές τεχνολογίες διευρύνονται, η πίστη στο χωριστό αυτοκατευθυνόμενο άτομο εξασθενίζει. Συνειδητοποιούμε ότι όλες οι εκφράσεις, οι πίστεις, οι αξίες, οι σκέψεις και οι επιθυμίες είναι κληροδοτήματα από άλλα άτομα, μικρά δώρα που περνούν από τη ζωή μας.
Με τη συνεχή επανάληψη των εικόνων, η ρητορική γίνεται πραγματικότητα και η πραγματικότητα καταντάει ρητορική.
Ωστόσο, αν τα ενδιαφέροντά μας μετατοπιστούν από το εσωτερικό και το εξωτερικό προς τις σχέσεις, αρχίζει να αναφαίνεται μια νέα σπίθα αισιοδοξίας. Ζούμε σε μια κοινωνία όπου ο ανταγωνισμός, οι συγκρούσεις και οι έριδες αφθονούν ανάμεσα σε φυλετικές και εθνικές ομάδες, στα θρησκευτικά δόγματα, στις επιχειρήσεις, σε άντρες και γυναίκες, πλούσιους και φτωχούς.
Το ίδιο ισχύει και σε πλανητικό επίπεδο όπου Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί, Άραβες και Εβραίοι, Σέρβοι και Κροάτες, Ινδοί και Πακιστανοί, μαύροι και λευκοί, πλούσιες και φτωχές χώρες, τρώγονται μεταξύ τους. Αυτές οι συγκρούσεις ακολουθούν μια γνώριμη λογική: κάθε ομάδα πιστεύει ότι είναι μοναδική και ανεξάρτητη και ότι πρέπει να διασφαλίσει τα δικαιώματα και τα προνόμιά της έναντι όλων των άλλων. Οι σημερινές συγκρούσεις βασίζονται πραγματικά στο ίδιο σκεπτικό που παραδοσιακά χαρακτηρίζει τις αντιλήψεις για το Εγώ.
Αν οι κοινωνικές τεχνολογίες σπάσουν την αντίληψη του χωριστικού Εγώ, μπορούμε να ελπίζουμε ότι το ίδιο θα συμβεί σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο;
Καθώς οι τεχνολογίες αυξάνουν τις επαφές μας με ανθρώπους από άλλα μονοπάτια ζωής, με άλλα συστήματα αξιών και άλλους πολιτισμούς, αναγκαζόμαστε να διευρύνουμε την αντίληψη και να βαθύνουμε την κατανόησή μας.
Καθώς δημιουργούμε σχέσεις στον τομέα των επιχειρήσεων, των κυβερνήσεων, της εκπαίδευσης και των τεχνών, προάγουμε την ιδέα της αμοιβαίας εξάρτησης. Έτσι στο τέλος, καθώς οι κοινωνικές τεχνολογίες απλώνονται, θα μπορέσουμε να μετακινηθούμε από ένα εγωκεντρικό σύστημα πίστεων και αξιών, στη συνείδησή μιας αδιαχώριστης σχέσης με τους άλλους.
Ίσως τότε η μεταμοντέρνα σκέψη μας να συνεισφέρει στην αποκατάσταση της υγείας του πλανήτη, κάνοντάς τον έναν καλύτερο τόπο για να ζήσουμε εμείς και οι απόγονοί μας.
ΟΤΑΝ ακούμε την ομιλία ενός πολιτικού ηγέτη, γνωρίζουμε ότι γράφηκε από μια ομάδα ειδικών. Σκεφτόμαστε τις πολιτικές υποσχέσεις και εξαγγελίες, και ξέρουμε ότι χρειάστηκαν πολλές ώρες μελέτης για να δημιουργηθούν αυτές οι ελπιδοφόρες προοπτικές.
Άλλες φορές παρακολουθούμε στην τηλεόραση μερικούς επώνυμους που διακηρύσσουν ότι θα «τα πουν όλα», όμως ξέρουμε ότι ακόμα και οι πιο σοβαρές αποκαλύψεις μυστικών είναι υπολογισμένες σοφά για την επιτυχία των στόχων τους. Σε μια διαφήμιση, όταν ακούμε τον εκπρόσωπο μιας εταιρείας να μιλάει για ένα προϊόν, δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι κάθε συλλαβή του είναι σχεδιασμένη για να «πουλήσει». Και όταν παρακολουθούμε μια διάλεξη ή ομιλία, ξέρουμε πάλι ότι κάθε κίνηση του ομιλητή και κάθε λέξη του είναι προσεκτικά μελετημένη.
Όλα είναι σχεδιασμένα και ετοιμάζονται από τα πριν. Όμως κάπου πίσω από αυτές τις μάσκες πιστεύουμε ότι βρίσκεται ένα πραγματικό πρόσωπο, το Εγώ, κι ότι το παίξιμο του ρόλου είναι μια προσποίηση.
Μερικοί πιστεύουν ότι για χάρη της κοινωνίας θα έπρεπε να απορρίψουμε τους ρόλους και να φερόμαστε όπως είμαστε πραγματικά. Ένα από τα ατού της εκλογής του προέδρου Τραμπ ήταν ότι εμφανίστηκε στον κόσμο με το αληθινό του πρόσωπο.
Αν λοιπόν αμφιβάλλετε ότι υπάρχει πραγματικά κάποιο Εγώ πίσω από τη μάσκα, αν αισθάνεστε ότι η μάσκα δεν είναι κάποιο τεχνητό προσωπείο αλλά αποτελεί γνήσιο τμήμα του ατόμου, αν είστε της άποψης ότι «ένα άτομο όπως φαίνεται έτσι και είναι», τότε εισέρχεστε στον θαυμαστό κόσμο της μετα-μεταμοντέρνας συνείδησης!
Η Εποχή της Αβεβαιότητας
Επειδή αυτό το θέμα –αν δηλαδή η μάσκα κρύβει το Εγώ, ή μάσκα και Εγώ είναι ενιαία– έχει μεγάλο αντίκτυπο στη ζωή μας, καλό θα είναι να το αναλύσουμε περισσότερο. Εδώ και καιρό έχουν διαμορφωθεί δύο τύποι ανθρώπων. Από τη μια μεριά είναι αυτός που πιστεύει στη σταθερή οντότητα του Εγώ. Από την άλλη εκείνος που θεωρεί ότι «καθετί είναι εικόνα».
Ο πρώτος τύπος, όπου ανήκουν και οι περισσότεροι άνθρωποι, δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς πρόγραμμα. Προτιμά έναν τακτικό και συγκροτημένο τρόπο ζωής, και του αρέσουν η αξιοπιστία και οι μακροχρόνιες δεσμεύσεις. Συνήθως ασχολείται με πράγματα που του παρέχουν μια αίσθηση ασφάλειας και επανάπαυσης. Ανατριχιάζει με τη σκέψη ότι μπορεί κάποτε να χάσει εκείνα που αποτελούν τις σταθερές αξίες της ζωής του – οικογένεια, αμάξι, δουλειά, φίλους κτλ. Επειδή φοβάται την αποσταθεροποίηση, θα τον ακούσετε να ζητάει να αντικατασταθούν τα προσωποπαγή κόμματα με κόμματα αρχών. Αν και ο τύπος αυτός θεωρείται προσγειωμένος, το γεγονός ότι θέλει να μετέχει σ’ ένα σταθερό κύκλωμα ζωής, δίχως κλυδωνισμούς, τον κάνει ελάχιστα προσαρμοστικό σε μια κοινωνία που υφίσταται ραγδαίες μεταβολές.
O δεύτερος τύπος είναι αυτός του μεταμοντέρνου ανθρώπου – του ανθρώπου της κοινωνίας της πληροφορίας. O άνθρωπος αυτός διακρίνεται για την ικανότητά του στην αντιμετώπιση συνθηκών που απαιτούν υψηλό βαθμό εγρήγορσης. Επειδή δεν έχει ένα σταθερό τόπο να πατήσει, μοιάζει περισσότερο με ένα είδος «συνειδησιακού χορευτή». Ωστόσο, δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ουτοπιστής. Γνωρίζει ότι οι εποχές έχουν αλλάξει· ότι δεν ζούμε πια στα χρόνια που ο κόσμος έδινε μεγάλη αξία στον παραδοσιακό και σταθερό τρόπο ζωής· ότι βρισκόμαστε στην Εποχή της Αβεβαιότητας· ότι οι προοπτικές είναι σκοτεινές και καμιά «ασφάλεια ζωής» δεν είναι ικανή να εξοβελίσει τον κίνδυνο.
Παρ’ όλα αυτά, όσο οδυνηρό κι αν είναι, συνεχίζει να αμφιβάλλει για την επάρκεια των παλιών παραδόσεων μπροστά στις σκληρές απαιτήσεις του παρόντος.
Η πίστη στο Εγώ οδήγησε τους ρομαντικούς σε ηρωικές πράξεις, κατοπινά όμως γέννησε τον εγωκεντρισμό. Ο σύγχρονος άνθρωπος διδάχτηκε να βλέπει και να αντιμετωπίζει τον κόσμο μόνο μέσα από το Εγώ του.
Η ανάγκη μιας νέας προοπτικής
Αναπολώντας το πρόσφατο παρελθόν –καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν συμβεί κοσμογονικές αλλαγές σε λαούς και κράτη– παρατηρούμε ότι η ανατροπή πολιτικών και πολιτιστικών καθεστώτων δεν ήταν ένα παροδικό κύμα, αλλά αποτέλεσμα μιας συνεχούς μεταβολής που τώρα φτάνει σε συγκλονιστικές διαστάσεις. Ιδεώδη, θεσμοί και αξίες –και μαζί τους και οι άνθρωποι– έχουν πάρει την κατηφόρα. Από την κρίση αυτή δεν φαίνεται να υπάρχει τρόπος διαφυγής. Καθημερινά συνειδητοποιούμε πως όχι μόνο χάνουμε την ταυτότητά μας, αλλά και τη συνεκτική και συμβατική ζωή που συνδεόταν μ’ αυτή.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: μπορεί να μπει κάποιο φρένο σ’ αυτόν τον ξεπεσμό με την εκδήλωση μιας υγιούς αντίδρασης; Αν είμαστε αρκετά ψύχραιμοι και τυχεροί, μπορεί να δημιουργήσουμε κάποια νέα προοπτική με ευτυχή κατάληξη; Ακόμη κι αν γύρω μας η κρίση βαθαίνει, θα μπορέσουμε να νιώσουμε σιγουριά όχι από τον εαυτό μας ή τα πράγματα, αλλά μέσα από τη σχέση μας με τους άλλους.
Πριν εξετάσουμε αυτή τη νέα προοπτική, είναι ανάγκη να δούμε πώς προέκυψε ιστορικά η τάση που έχουμε να στηριζόμαστε είτε στους θεσμούς είτε στους ανθρώπους.
Προϋπόθεση για να αναπτυχθεί αυτή η τάση, ήταν η πίστη ότι θεσμοί και πρόσωπα, οποιεσδήποτε μεταβολές κι αν εμφανίσουν, αποτελούν μια επικεντρωμένη οντότητα.
Ας πάρουμε ένα κράτος. Τι είναι εκείνο που το κρατάει σε συνοχή, παρέχοντάς του μια συγκεκριμένη ιστορική κατεύθυνση; Ή ας πάρουμε τον άνθρωπο. Τι είναι αυτό που κρατάει σε συνοχή την προσωπικότητά του; Η απάντηση που έχει δοθεί από παλιά είναι ότι στον άνθρωπο υπάρχει μια κινούσα δύναμη – μια ισχυρή και σταθερή οντότητα που αποκαλούμε ψυχή ή Εαυτό. Παρακάτω θα δούμε πώς προέκυψε αυτή η πίστη και γιατί οι σχετικές με αυτό το ζήτημα παραδόσεις, όσο αξιοσέβαστες κι αν είναι, τελούν εδώ και πολύ καιρό υπό αμφισβήτηση.
Μοντερνισμός, μεταμοντέρνο και μετα-μεταμοντερνισμός
Ο μεταμοντερνισμός προέκυψε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ως αντίδραση στις αντιληπτές αδυναμίες του μοντερνισμού, του οποίου τα ριζοσπαστικά καλλιτεχνικά έργα είχαν συσχετιστεί με τον ολοκληρωτισμό ή είχαν εξομοιωθεί με την κυρίαρχη κουλτούρα.
Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού που ονομάζουμε τώρα μεταμοντερνισμό μπορούν να ανιχνευθούν στη δεκαετία του 1940, κυρίως στο έργο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ωστόσο, οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι ο μεταμοντερνισμός άρχισε να ανταγωνίζεται τον μοντερνισμό στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και απέκτησε υπεροχή πάνω του στη δεκαετία του 1960. Από τότε, ο μεταμοντερνισμός υπήρξε η κυρίαρχη, αν και όχι αδιαμφισβήτητη, δύναμη στην τέχνη, τη λογοτεχνία, τις ταινίες, τη μουσική, το δράμα, την αρχιτεκτονική, την ιστορία και τη φιλοσοφία.
Τα χαρακτηριστικά του μεταμοντερνισμού είναι συνήθως το λεπτό ειρωνικό παιχνίδι, οι αναφορές σε πολλαπλά αφηγηματικά επίπεδα, ο μεταφυσικός σκεπτικισμός, ο εκμηδενισμός της δυτικής κουλτούρας, μια προτίμηση του εικονικού σε βάρος του πραγματικού (ή ακριβέστερα, η θεμελιώδης αμφισβήτηση του τι είναι πραγματικό), ενώ με την ελεύθερη αλληλεπίδραση των εικονικών, ατελείωτα αναπαραγόμενων ενδείξεων, η πρόκληση μιας συνειδησιακής κατάστασης παρόμοιας με αυτή της σχιζοφρένειας.
Αλλά ενώ ο μεταμοντερνισμός θεωρεί πως όλα είναι εικόνες και ότι η λογική είναι μια μάσκα του παραλόγου, ο μετα-μεταμοντερνισμός επιδιώκει να μετριάσει την κυρίαρχη λογική με την καταβύθιση στον κόσμο των αρχετύπων του Καρλ Γιουνγκ, την ψυχολογία gestalt και υπερβατικές φιλοσοφίες όπως ο Ταοϊσμός.
Το Εγώ του ρομαντικού
Η πρώτη από αυτές τις παραδόσεις είναι ο ρομαντισμός, που έφτασε στο αποκορύφωμά του κατά τον 19ο αιώνα. Κυρίως από αυτή την παράδοση αντλούμε την πεποίθηση για ένα βαθύ και σταθερό κέντρο της οντότητάς μας, ένα κέντρο που φιλοξενεί τον ζωτικό πυρήνα της ίδιας της ζωής. Οι ποιητές Σέλλεϋ, Κητς και Μπάυρον, οι μουσικοί Μπετόβεν, Μπραμς και Σοπέν και μια πλειάδα φιλοσόφων, ζωγράφων, αρχιτεκτόνων, θεολόγων κ.ά., δημιούργησαν όλοι τους το ζωντανό πορτρέτο του ρομαντικού εαυτού.
Ήταν μια επιβλητική περιγραφή των ισχυρών δυνάμεων που υποτίθεται πως είναι θαμμένες κάτω από την επιφάνεια της συνείδησης, στο εσωτερικό της ύπαρξής μας.
Αυτές οι δυνάμεις κάποτε καθόριζαν το άτομο και του παρείχαν τον ουσιαστικό λόγο ύπαρξής του. Για μερικούς οι δυνάμεις αυτές ταυτίζονταν με την ψυχή, άλλοι τις έβλεπαν ως φλογερά πάθη, ενώ για άλλους ήταν απλώς σκοτεινές και επικίνδυνες.
Για όλους όμως οι δυνάμεις ήταν θαυμάσιες και η έκφρασή τους (στον έρωτα, την πίστη και τη φιλία) ήταν αποτελεσματική, αν όχι ηρωική. Εξαιτίας της δύναμης αυτών των παθών, μπορούσε κανείς να δοκιμάσει βαθιά θλίψη για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου και μια τέτοια αίσθηση νοσταλγίας ή συνειδησιακών τύψεων που η αυτοκτονία φάνταζε ως η μόνη επιλογή. Ακόμη, το βαθιά εσωτερικό εθεωρείτο πηγή έμπνευσης, δημιουργικότητας, ευφυΐας, ηθικού θάρρους.
Ο ρομαντισμός έχει εμφανή παρουσία και στον σύγχρονο πολιτισμό. Στα περισσότερα δυτικά κράτη, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα, οι αυτοκτονίες κυρίως νέων ανθρώπων, όπως και το καταφύγιο στα ναρκωτικά είναι ένα καθημερινό συμβάν.
Ο ρομαντισμός κυριαρχεί παντού: στα λαϊκά τραγούδια, στις σαπουνόπερες και τα ριάλιτι της τηλεόρασης και στα επικά φιλμ τύπου “Ο τελευταίος των Μοϊκανών” ή “Ο τελευταίος Σαμουράι”. Το ρομαντικό λεξιλόγιο είναι σημαντικό στην αγάπη, στις ερωτοτροπίες, στους γάμους, στις κηδείες και στις επαναστάσεις. Και αν μας ρωτήσει κανείς τι κάνει τη ζωή μας άξια να τη ζούμε, οι περισσότεροι θα μιλήσουμε γι’ αυτές τις βαθιές και ζωτικές δυνάμεις.
Οι ρομαντικές απόψεις είναι επίσης ισχυρές στις ψυχοθεραπευτικές ομάδες. Οι θεωρίες των Φρόυντ και Γιουνγκ μοιάζουν σύγχρονες, αλλά δεν είναι παρά τα παιδιά της ρομαντικής παράδοσης. Χωρίς τους ποιητικούς και καλλιτεχνικούς προδρόμους, η πίστη του Φρόυντ στη δυναμική του ασυνείδητου και η έρευνα του Γιουνγκ πάνω στα αρχέτυπα θα φαίνονταν σαν ανοησίες. Και όταν οι σύγχρονοι θεραπευτές μιλούν για αυτο-ενεργοποίηση, πρωτόγονες κραυγές, κάθαρση, μηχανισμούς άμυνας και αναγέννηση, κρατούν ζωντανές τις φλόγες της ηρωικής εποχής του ρομαντισμού. Θεωρούν πραγματικό το βαθύ εσωτερικό διάστημα του εαυτού.
Η ανακάλυψη της «προσωπικότητας»
Στην πραγματικότητα το όλο ζήτημα ξεκίνησε τον 18ο αιώνα, όταν, από μια διάθεση ρεαλισμού ανακαλύφθηκε, η έννοια της «προσωπικότητας» του ατόμου, σε αντιδιαστολή με το «ταμπεραμέντο» ή τον χαρακτήρα.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι «ο άνθρωπος είναι ο χαρακτήρας του» (Ηράκλειτος). Όμως ο χαρακτήρας σ’ αφήνει εκτεθειμένο στα μάτια του κόσμου. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί μια μάσκα, ένα προσωπείο, μια persona που θα κάλυπτε τις αδυναμίες του χαρακτήρα. Έτσι, με κύριο μοχλό την τέχνη, επινοήθηκε η οικοδόμηση ενός ψεύτικου, επίπλαστου Εγώ που θα κάλυπτε εξωραΐζοντας όλα τα κατώτερα στοιχεία. Αυτό αποκλήθηκε «δυτικός πολιτισμός».
Είναι η εποχή που στη ζωγραφική κυριαρχεί κατά κόρον η προσωπογραφία, προεξάρχοντος του Ζαν Ωγκύστ Ντομινίκ Ενγκρ. Στο προσκήνιο της ιστορίας εμφανίζεται το καθημερινό άτομο, γεμάτο κίνηση και άνεση, προβάλλοντας την κοινωνική του υπόσταση. Από τότε μέλημα των ζωγράφων έγινε η ανακάλυψη και η αποτύπωση στον καμβά των συναισθημάτων που πηγάζουν από τον σκοτεινό κόσμο της ψυχής. Όποιος έχει παρακολουθήσει σύγχρονο ψυχόδραμα, θα έχει διαπιστώσει μια ανάλογη προσπάθεια. Ο ψυχοθεραπευτής προσπαθεί απεγνωσμένα να βγάλει «προς τα έξω» πράγματα που πιστεύει ότι βρίσκονται φυλακισμένα στο υποσυνείδητο του υπό θεραπεία ατόμου.
Η περίοδος του μοντερνισμού
Παρ’ όλα αυτά, ο ρομαντισμός είχε συναισθανθεί ότι κάτω από το συνειδητό πεδίο της δημιουργικής δύναμης του ανθρώπου υπήρχε η πνευματική του δραστηριότητα. Όμως το κίνημα αυτό δεν κράτησε πολύ και σύντομα ρομάντζο και ρομαντισμός έγιναν κάτι σαν κρύα σούπα. Ο ρομαντισμός αντικαταστάθηκε από τις προοπτικές και τον τρόπο ζωής μιας άλλης αντίληψης που στην Ιστορία της Τέχνης ονομάζεται «μοντερνισμός».
Σαν πολιτιστικό κίνημα ο μοντερνισμός άρχισε κυρίως με τη βιομηχανοποίηση, τους παγκόσμιους πολέμους και τις μεγάλες προόδους της επιστήμης.
Οι τελευταίοι της ηρωικής γενιάς του ρομαντισμού, ο Γκόγια και ο Ντομιέ, καταγράφουν στους πίνακές τους την κατάρρευση της σταθερότητας της δικής τους εποχής, με όρους που ισχύουν για όλες τις περιόδους κοινωνικής αποσύνθεσης. Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, έναν αιώνα αργότερα, δεν θα φωτογραφηθεί παρά μια μόνο φορά, γιατί πίστευε ότι ο φακός της μηχανής «κλέβει την ψυχή». Όμως αυτή η αντίσταση δεν ήταν ικανή να αναχαιτίσει τους άνεμους της τεχνολογικής προόδου.
Στην επανάσταση που επήλθε, η γοητεία μετατοπίστηκε από το Εγώ του ατόμου, στις απαιτήσεις και τις ευκαιρίες που δημιουργούσε η τεχνολογία. Ήταν καιρός να «κατέβουν οι άνθρωποι στην επιχείρηση» και να «μπουν στον σταθερό δρόμο της προόδου». Οι επιστήμονες άρχισαν να κυριαρχούν στη θεμελιώδη τάξη του σύμπαντος, να δαμάζουν τις ενέργειες, να επινοούν μηχανές πτήσης, να θεραπεύουν ασθένειες και να γεμίζουν τα νοικοκυριά με κάθε είδους ανέσεις. Αυτός ο θαυμαστός καινούριος κόσμος έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι θα μπορούσε στ’ αλήθεια να εγκαθιδρυθεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, ένας επίγειος παράδεισος!
Φαινόταν ωσάν ο 19ος αιώνας να είχε αφήσει ανοιχτούς τους πυλώνες των φραγμάτων και τώρα ένα πελώριο, πολυποίκιλο ρεύμα, ολόκληρη θάλασσα καλλιτεχνικής δημιουργίας και επινοήσεων ξεχυνόταν πάνω στο ανθρώπινο γένος.
Παρακινούμενοι από μια τέτοια αισιοδοξία, οι διανοούμενοι επινόησαν τους κανόνες της διαδικασίας μέσω της οποίας θα μπορούσε να επιτευχθεί η πρόοδος σε ένα νέο πολιτισμικό φάσμα. Αφού οι επαναστάσεις δεν πηγάζουν από τις μάζες του λαού, οι λαϊκές συμβατικότητες εγκαταλείφθηκαν για χάρη του πειραματισμού.
Οι ζωγράφοι κλήθηκαν να εγκαταλείψουν τη μακραίωνη παράδοση σύμφωνα με την οποία οι πίνακες έπρεπε να βασίζονται σε όψεις του ορατού κόσμου. Έτσι, απέρριψαν τις φόρμες και άρχισαν να ερευνούν την αλληλεπίδραση των επιπέδων και των γραμμών μέσα στο χώρο.
Οι χορογράφοι κλήθηκαν να εγκαταλείψουν το κλασικό μπαλέτο και να ερευνήσουν τις στοιχειώδεις κινήσεις (που τώρα ορίζονται ως μοντέρνος χορός), ενώ οι ποιητές παρακινήθηκαν να αφήσουν το αίσθημα και να δώσουν έμφαση στις ιδιότητες της φόρμας. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική μείωσε το σχέδιο στα πιο λειτουργικά του στοιχεία, ενώ η μουσική εγκατέλειψε τη μελωδία και έγινε ατονική.
Το Εγώ: ένα άχρηστο εξάρτημα της μηχανής
Μέσω του μοντερνισμού, το ανθρώπινο Εγώ σιγά-σιγά επαναπροσδιορίστηκε. Η έμφαση μετατοπίστηκε από τις βαθιές και μυστηριώδεις διαδικασίες της ανθρώπινης συνείδησης, στο εδώ και τώρα. Ο βαθύς εσωτερικός κόσμος του ρομαντικού και το στοιχείο της φαντασίας έχασαν τη σπουδαιότητά τους. Πράγματι, οι αναλύσεις γύρω από ψυχές, πάθη, ηθικό θάρρος και έμπνευση άρχισαν να φαίνονται παλιές και ακατάλληλες –αν όχι νοσηρές– για τη ζωή στον υλικό κόσμο.
Για να επιβιώσει σε έναν περίπλοκο κόσμο, ο άνθρωπος έπρεπε να γίνει ρεαλιστής. Να αναπτύξει δηλαδή την οξεία παρατήρηση και έναν προσεκτικό, καχύποπτο νου. Τέτοιες ικανότητες είναι που μας επιτρέπουν να προοδεύσουμε!
Ενώ οι ρομαντικοί τοποθετούσαν το δράμα, το πάθος και την ένταση στο κέντρο της ύπαρξης, οι μοντερνιστές νοιάζονται για την αποτελεσματικότητα της δράσης, την μαλή και σταθερή λειτουργία μιας μηχανής –από το κράτος έως την επιχείρηση– καθώς και την πρόοδο προς ορισμένους στόχους.
Η διαφορά της στάσης τους απέναντι στον έρωτα είναι χαρακτηριστική. Για τους ρομαντικούς, ο έρωτας ήταν πανίσχυρος – ένας ικανός λόγος για να ζήσει κανείς ή να πεθάνει. Ήταν πηγή έμπνευσης και αιτία μεγάλων κατορθωμάτων. Επομένως, άξιζε να αφιερώσει κάποιος στον μικρό φτερωτό θεό μια ζωή – ή μια αιωνιότητα. Οι μοντερνιστές προσπάθησαν να αναπτύξουν μια τεχνολογία επιλογής ταιριαστών ζευγαριών μέσω κομπιούτερ. Το τυποποιημένο ερωτηματολόγιο σ’ αυτή την περίπτωση αντικαθιστά τον κεραυνοβόλο έρωτα.
Η φτώχεια της ψυχολογίας
Οι μοντερνιστικές απόψεις είναι ακόμη και σήμερα εμφανείς στο επάγγελμα του ψυχολόγου. Οι περισσότερες έρευνες σήμερα στηρίζονται στη δοξασία ότι οι ψυχολόγοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ικανότητα της παρατήρησης και της λογικής για να μάθουν τις θεμελιώδεις αρχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς και λειτουργίας.
Εξ ορισμού δεν υπάρχουν μυστηριώδη αποθέματα, όπως ψυχές, εμπνεύσεις, αισθήματα, επιθυμίες, αντιλήψεις, σκοποί κτλ. Ούτε και κακές δυνάμεις που κρύβονται μέσα στο άτομο. Όπως διακήρυξε ένας φημισμένος καθηγητής του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς της Βαλτιμόρης: «Ήρθε ο καιρός να ξεσκαρτάρει η ψυχολογία κάθε αναφορά προς τη συνείδηση…» (Γουότσον, 1913).
Για τους σύγχρονους ψυχολόγους, οι άνθρωποι είναι σαν μηχανές με input/output, βιολογικά κομπιούτερ που ό,τι κάνουν εξαρτάται από τις παραστάσεις που προσλαμβάνουν. Το βασικό ψυχολογικό συστατικό δεν είναι η ψυχή ή ο νους, αλλά η σκέψη ή μάλλον η γνωστική λειτουργία. Αν δεν καταλαβαίνετε τι σημαίνει γνωστική λειτουργία, σας λέμε ότι είναι ένας όρος δανεισμένος από τη μηχανική των κομπιούτερ.
Με αυξημένη την ικανότητα να προβλέπουν και να ελέγχουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, οι ψυχολόγοι πίστεψαν ότι μπορούν να αναπτύξουν προγράμματα που θα αλλάζουν ή θα διορθώνουν τα άτομα. Έτσι, μπορούν να «κατασκευάζονται» αγαθές προσωπικότητες, σαν τα καλά αυτοκίνητα, μέσω των μεθόδων της κοινωνικής μηχανικής.
Αν τα άτομα ξεστρατίζουν, οι θεραπευτές, σαν τους μηχανικούς, μπορούν να τα επαναφέρουν στον ίσιο δρόμο (αφού βέβαια τα κλείσουν για ένα διάστημα σε κάποιο άσυλο). Η τροποποίηση της συμπεριφοράς και η θεραπεία της γνωστικής λειτουργίας –βασικές τεχνολογίες επιδιόρθωσης του ανθρώπινου μηχανισμού– προσδιορίζουν πλέον στη γλώσσα του μοντερνισμού αυτό που κάποτε αποκαλούσαν Εαυτό.
Απέναντι σε τέτοιες απόψεις που βλέπουν τον άνθρωπο με εξαρτημένα αντανακλαστικά σαν τον σκύλο του Παβλόφ, ταιριάζει ίσως αυτό που ειπώθηκε κάποτε: «Το αποτέλεσμα, όπως θα έμπαινε στον πειρασμό να πει ένας κυνικός παρατηρητής, είναι ότι η ψυχολογία, αφού παζάρεψε πρώτα την ψυχή της και έχασε κατόπιν τα λογικά της, τώρα που αντιμετωπίζει ένα πρόωρο τέλος, έχει χάσει και κάθε συνείδηση!» (Σερ Σύριλ Μπαρτ, 1962).
Ένοικοι σε άδειο σπίτι…
Ο μοντερνισμός άρχισε καταρρέει σαν πολιτιστικό κίνημα. Νέες πολιτισμικές συνθήκες εμφανίστηκαν, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως μεταμοντέρνες. Σύμφωνα με αυτές, όχι μόνο η ψυχή, το πάθος και η δημιουργικότητα παύουν να θεωρούνται κέντρα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά το ίδιο ισχύει και για τη λογική σκέψη και τον ικανοποιητικό έλεγχο των πράξεών μας. Αυτό σημαίνει ότι σιγά-σιγά χάνουμε την πεποίθηση ότι υπάρχει μια συνεκτική αναγνωρίσιμη υπόσταση πίσω από τη μάσκα της προσωπικότητας. Όσο πιο πολύ ψάχνουμε, τόσο δυσκολότερο είναι να βρούμε «κάποιον μέσα εκεί».
Το μεταμοντέρνο κίνημα απορρίπτει τόσο τον ρομαντισμό, όσο και την modernité. Ποια όμως είναι η κινητήρια δύναμη πίσω απ’ αυτή τη νέα μετατόπιση προς το μεταμοντέρνο; Σίγουρα ένας βασικός παράγοντας είναι η τεχνολογία, ακριβέστερα μια σειρά τεχνολογιών που διευρύνουν τη γκάμα της ζωής και μας τροφοδοτούν με κοινωνικές σχέσεις, άμεσες και έμμεσες. Το τηλέφωνο, το αυτοκίνητο, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, οι κινηματογραφικές ταινίες, οι εκδόσεις, οι μηχανές φωτοαντιγράφων, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, οι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας, οι αεροπορικές μεταφορές, οι δορυφορικές εκπομπές, τα βίντεο, τα κομπιούτερ, τα τάμπλετ, η κινητή τηλεφωνία και το διαδίκτυο, όλα αυτά έχουν εμφανιστεί μέσα στα τελευταία πενήντα χρόνια και θεωρούνται πλέον βασικά για μια φυσιολογική ζωή.
Αλλά ποια η σχέση αυτής της έκρηξης με το Εγώ, με το ποιοι είμαστε και τι αντιπροσωπεύουμε; Με ποιο τρόπο υπονομεύει την πίστη σε ένα ρομαντικό εσωτερικό ή σε ένα γνωστικό κέντρο του εαυτού;
Για να επιβιώσει σ’ έναν περίπλοκο κόσμο, ο άνθρωπος έπρεπε να αναπτύξει την παρατηρητικότητα και να γίνει πονηρός και εκμεταλλευτής. «Ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν!»
Το κυρίαρχο γνώρισμα της εποχής που διανύουμε είναι η συνοίκηση του εαυτού, δηλαδή η απορρόφηση των άλλων στον εαυτό μας. Μπορεί κάποιος να το εκφράσει λέγοντας ότι «χρωματίζεται από τους άλλους». Το γεγονός είναι ότι καθημερινά δεχόμαστε από τα ΜΜΕ έναν καταιγισμό εντυπώσεων που δεν μας αφήνουν αδιάφορους. Αλλά αυτό είναι απαραίτητο, γιατί μόνο μέσω συνεχούς έκθεσης στους άλλους αυξάνουμε γρήγορα την γκάμα των εκτιμήσεων, των αντιλήψεων και των δυνατοτήτων δράσης που είναι διαθέσιμες σε μας.
Μέσω των φίλων, των γνωστών, των μελών της οικογένειας, των social media κτλ., βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε μυριάδες δυνατότητες για βίωση μαζί με τις αντίθετες μορφές τους. Για να παραφράσουμε τον ποιητή Ουίτμαν, «περιέχουμε μέσα μας αμέτρητα πλήθη».
Κάτω από ένα τέτοιο μπαράζ εντυπώσεων και πληροφοριών, η αίσθηση ενός επικεντρωμένου Εγώ ουσιαστικά καταρρέει. Είναι πρακτικά αδύνατο να είσαι ο εαυτός σου υφιστάμενος τις απαιτήσεις ενός πολλαπλού περιβάλλοντος.
Ας σκεφτούμε λίγο τον σημερινό άνθρωπο, ο οποίος οφείλει ταυτόχρονα να δείχνει επαγγελματική ευθύνη, ρομαντική ευαισθησία, σκληρότητα στον ανταγωνισμό και αφοσίωση στην οικογένεια. Πρέπει να είναι έμπειρος στα σπορ, στην πολιτική, στους υπολογιστές, στο χρηματιστήριο, στη μηχανική, στην ποιότητα των τροφίμων και στα καλά κρασιά. Πρέπει να συντηρεί έναν κύκλο φίλων, να έχει εξοχικό, πολυτελή σχέδια διακοπών και ένα εντυπωσιακό αυτοκίνητο – όλα αυτά αν θέλει να επιβιώσει σε έναν όλο και πιο περίπλοκο κόσμο. Έτσι, τρέχει από το ένα μέρος στο άλλο, από το ένα πρόσωπο στα άλλο και από τη μια κατάσταση στην άλλη, αλλάζοντας συμπεριφορές, ντύσιμο, απόψεις και εκτιμήσεις. Μέσα στο χάος των αλληλοσυγκρουόμενων προσωπείων, πώς να εντοπίσει κανείς το «αληθινό» Εγώ πίσω από τις μάσκες;
Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο οι κοινωνικές τεχνολογίες υπονομεύουν την πεποίθηση στο βαθύ ή ουσιαστικό Εγώ είναι μέσω της επανάληψης των εικόνων. Οι αναρίθμητες αναπαραγωγές των τρόπων ζωής μέσα από τα social media και την τηλεόραση μειώνουν σιγά-σιγά την αυθεντικότητά τους.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση του έρωτα. Σύμφωνα με τα παραδοσιακά πρότυπα, οι εκφράσεις αγάπης, πάθους και επιθυμίας πρέπει να είναι αυθόρμητες εκρήξεις από τα βάθη του εαυτού: δυναμικά ορμέμφυτα που ξαφνικά ξεσπούν και εκδηλώνονται.
Πόσες φορές άραγε δεν έχετε δει τέτοιες σκηνές στην τηλεόραση, στον κινηματογράφο, στα μυθιστορήματα, στα περιοδικά και στη ζωή γενικά! Ξέρετε καλά πια όλα τα λόγια, τις κινήσεις των ματιών, του στόματος, τις χειρονομίες και τις στάσεις. Και όμως! Με όλες αυτές τις επαναλήψεις, η αυθεντικότητα χάνεται. Η ουσία μετατρέπεται σε στυλ. Το αποτέλεσμα είναι να χάνετε την πίστη στις ρομαντικές εκφράσεις. Τα λόγια στέκονται στο λαιμό: «Πού είμαι τώρα; Στο Χόλυγουντ, σε σαπουνόπερα ή σε φτηνό αισθηματικό μυθιστόρημα;» αναρωτιέται κανείς.
Το ίδιο ισχύει και για τις θρησκευτικές εκδηλώσεις, το πένθος, τον υποτιθέμενο ενθουσιασμό και τις πολιτικές διαμαρτυρίες. Με τη συνεχή επανάληψη, η ρητορική γίνεται πραγματικότητα και η πραγματικότητα καταντάει ρητορική.
Τι μένει μετά το Εγώ;
Αν η μεταμοντέρνα ζωή είναι λιγότερο εκφραστική, είναι επίσης και λιγότερο εγωκεντρική. Η πίστη σε ένα μοναδικό, συνεκτικό και σταθερό Εγώ συνδεόταν στενά με την απληστία, τον εγωισμό και την ιδιοτέλεια. «Αν είμαι κάτι ξεχωριστό από σας», λέει η λογική, «τότε είναι προτιμότερη η δική μου ευημερία από τη δική σας». Αυτή τουλάχιστον ήταν η αντίληψη που επικρατούσε μόλις λίγα χρόνια πριν. Αλλά καθώς οι κοινωνικές τεχνολογίες διευρύνονται, η πίστη στο χωριστό αυτοκατευθυνόμενο άτομο εξασθενίζει. Συνειδητοποιούμε ότι όλες οι εκφράσεις, οι πίστεις, οι αξίες, οι σκέψεις και οι επιθυμίες είναι κληροδοτήματα από άλλα άτομα, μικρά δώρα που περνούν από τη ζωή μας.
Με τη συνεχή επανάληψη των εικόνων, η ρητορική γίνεται πραγματικότητα και η πραγματικότητα καταντάει ρητορική.
Ωστόσο, αν τα ενδιαφέροντά μας μετατοπιστούν από το εσωτερικό και το εξωτερικό προς τις σχέσεις, αρχίζει να αναφαίνεται μια νέα σπίθα αισιοδοξίας. Ζούμε σε μια κοινωνία όπου ο ανταγωνισμός, οι συγκρούσεις και οι έριδες αφθονούν ανάμεσα σε φυλετικές και εθνικές ομάδες, στα θρησκευτικά δόγματα, στις επιχειρήσεις, σε άντρες και γυναίκες, πλούσιους και φτωχούς.
Το ίδιο ισχύει και σε πλανητικό επίπεδο όπου Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί, Άραβες και Εβραίοι, Σέρβοι και Κροάτες, Ινδοί και Πακιστανοί, μαύροι και λευκοί, πλούσιες και φτωχές χώρες, τρώγονται μεταξύ τους. Αυτές οι συγκρούσεις ακολουθούν μια γνώριμη λογική: κάθε ομάδα πιστεύει ότι είναι μοναδική και ανεξάρτητη και ότι πρέπει να διασφαλίσει τα δικαιώματα και τα προνόμιά της έναντι όλων των άλλων. Οι σημερινές συγκρούσεις βασίζονται πραγματικά στο ίδιο σκεπτικό που παραδοσιακά χαρακτηρίζει τις αντιλήψεις για το Εγώ.
Αν οι κοινωνικές τεχνολογίες σπάσουν την αντίληψη του χωριστικού Εγώ, μπορούμε να ελπίζουμε ότι το ίδιο θα συμβεί σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο;
Καθώς οι τεχνολογίες αυξάνουν τις επαφές μας με ανθρώπους από άλλα μονοπάτια ζωής, με άλλα συστήματα αξιών και άλλους πολιτισμούς, αναγκαζόμαστε να διευρύνουμε την αντίληψη και να βαθύνουμε την κατανόησή μας.
Καθώς δημιουργούμε σχέσεις στον τομέα των επιχειρήσεων, των κυβερνήσεων, της εκπαίδευσης και των τεχνών, προάγουμε την ιδέα της αμοιβαίας εξάρτησης. Έτσι στο τέλος, καθώς οι κοινωνικές τεχνολογίες απλώνονται, θα μπορέσουμε να μετακινηθούμε από ένα εγωκεντρικό σύστημα πίστεων και αξιών, στη συνείδησή μιας αδιαχώριστης σχέσης με τους άλλους.
Ίσως τότε η μεταμοντέρνα σκέψη μας να συνεισφέρει στην αποκατάσταση της υγείας του πλανήτη, κάνοντάς τον έναν καλύτερο τόπο για να ζήσουμε εμείς και οι απόγονοί μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου