Στο πλαίσιο της ανάπτυξης του συστήματος της ατομικής ψυχολογίας, ο Άλφρεντ Άντλερ, Αυστριακός ψυχίατρος και μαθητής του Φρόυντ που σταδιακά αποστασιοποιήθηκε από τις θεωρίες του δάσκαλού του, έκανε λόγο για συμπλέγματα κατωτερότητας και υπεροχής.
Πρέπει να διευκρινιστεί εξ αρχής η σημασία της έννοιας «σύμπλεγμα» όπως αυτή χρησιμοποιείται στα συμφραζόμενα της ατομικής ψυχολογίας.
Σύμφωνα με την ατομική ψυχολογία, οι δύο αυτές συναισθηματικές τάσεις συνδέονται εγγενώς μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρώνονται, ενώ δεν αποκλείεται ένα άτομο που έχει σύμπλεγμα κατωτερότητας να παρουσιάζει και ένα κρυμμένο σύμπλεγμα υπεροχής ή το αντίστροφο. Καθώς ο άνθρωπος σχηματίζει την άποψη ότι κάτι λείπει από τη ζωή του ή την προσωπικότητά του, αρχίζει να επιδιώκει την επιτυχία και έχει την τάση να προσπαθεί να είναι ανώτερος από τους άλλους.
Η επιδίωξη της υπεροχής φαίνεται πως δεν υποχωρεί ποτέ και παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της πορείας που θα ακολουθήσει στη ζωή του. Δεδομένου ότι το άτομο διαθέτει μία εσωτερική δημιουργική ροπή να πορεύεται προς τη συνεχή βελτίωση και την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου, που έχει θέσει από τα πρώιμα χρόνια της ζωής του, γίνεται αντιληπτό ότι το κίνητρο που τον ωθεί να κατευθύνεται προς τον συγκεκριμένο στόχο είναι η επιδίωξη της υπεροχής.
Ο Άντλερ υποστηρίζει ότι κάθε άνθρωπος έχει ένα αίσθημα κατωτερότητας, το οποίο σε ορισμένους λειτουργεί ως κίνητρο για την πραγματοποίηση θετικών αλλαγών στη ζωή τους, ενώ σε άλλους, το στοιχείο που τους τοποθετεί σε μειονεκτικότερη θέση συγκριτικά με τον κόσμο γύρω τους, μπορεί να μετατραπεί σε διαβρωτικό παράγοντα και να εμποδίσει την οποιαδήποτε εξελικτική τους πορεία.
Όταν το άτομο προσπαθεί να μεταβάλλει τα ελαττωματικά χαρακτηριστικά του και επιδιώκει την υπεροχή σε ένα θετικό πλαίσιο αυτοβελτίωσης και εξέλιξης, δείχνοντας παράλληλα ότι διαθέτει κοινωνικό συναίσθημα - ενδιαφέρεται δηλαδή να κάνει καλό στους συμπολίτες του και στην κοινωνία - το στοιχείο αυτό ακριβώς είναι που μετριάζει την επιδίωξη της υπεροχής του και τον τοποθετεί στη χρήσιμη πλευρά της ζωής.
Όταν, όμως, το άτομο θεωρεί ότι πρέπει να διαχειριστεί μία πιο δύσκολη κατάσταση από ότι οι άλλοι γύρω του και αρχίζει να επικεντρώνει την προσοχή του πιο πολύ στον εαυτό του, χάνει το ενδιαφέρον για τις κοινωνικές επαφές και καταστάσεις και υιοθετεί μία εσφαλμένη συμπεριφορά για την αντιμετώπιση του προβλήματος, η οποία δεν διευκολύνει με κανέναν τρόπο την επίλυσή του. Η αιτία της συμπεριφοράς αυτής μπορεί να εντοπιστεί στην αδυναμία του ατόμου να αντιληφθεί τη συνάρτηση της ζωής στο σύνολό της.
Όταν το άτομο σκέφτεται συνεχώς τα αρνητικά στοιχεία που θεωρεί ότι τον καθιστούν κατώτερο σε σχέση με τους διπλανούς του και ασχολείται ακατάπαυστα με το πώς θα ξεπεράσει τους άλλους, στρέφεται στην άχρηστη πλευρά της ζωής. Στο σημείο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι όταν γίνεται λόγος για την άχρηστη πλευρά της ζωής στην ατομική ψυχολογία, υποδηλώνεται ότι το άτομο στερείται κοινωνικού συναισθήματος, ότι είναι δηλαδή κοινωνικά απροσάρμοστος και δεν ενδιαφέρεται να λειτουργεί προσωπικά ως ωφέλιμο μέλος της κοινωνίας. Τη στιγμή, λοιπόν, που κατακλύζεται από σκέψεις που αφορούν τα μειονεκτικά χαρακτηριστικά του, είναι δυνατόν να δημιουργηθούν εντυπώσεις για την κατοχή εξαιρετικών ιδιοτήτων που, χωρίς κόπο και πραγματικό αγώνα, οδηγούν το άτομο να τοποθετήσει τον εαυτό του σε μια ανώτερη θέση συγκριτικά με τους άλλους γύρω του.
Μέσα από το σύμπλεγμα κατωτερότητας, δηλαδή, είναι δυνατόν να φύεται ένα σύμπλεγμα υπεροχής, το οποίο λειτουργεί σαν ένας τρόπος διαφυγής από το σύμπλεγμα κατωτερότητας, καθώς το άτομο φαντάζεται ότι υπερέχει, κάτι όμως που δεν αληθεύει. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και στους μεγαλομανείς, στους ανθρώπους δηλαδή που θεωρούν ότι είναι κάποια θεϊκή οντότητα η μία αυτοκρατορική προσωπικότητα. Οι άνθρωποι αυτοί περνούν τον καιρό τους εγκλωβισμένοι στην άχρηστη πλευρά της ζωής, σε έναν πλασματικό κόσμο που τον αντιλαμβάνονται ως αληθινό και που τους οδηγεί στην απομόνωση.
Ορισμένοι άνθρωποι ζουν με ευχαρίστηση στο φανταστικό τους κόσμο και αυτό συμβαίνει κυρίως όταν στερούνται το θάρρος. Καθώς δεν αισθάνονται ιδιαίτερα δυνατοί να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στο δρόμο τους, γίνονται φυγόπονοι, νομίζοντας πως με αυτή τη συνεχόμενη αποφυγή να εμπλακούν σε οποιαδήποτε μορφή αγώνα γίνονται πιο δυνατοί και πιο έξυπνοι από ό,τι είναι στην πραγματικότητα.
Ο Άντλερ θεωρούσε ότι η εγκληματικότητα δεν είναι η έκφραση κάποιας θεμελιακής διαφθοράς αλλά η εκδήλωση ενός συμπλέγματος υπεροχής. Σύμφωνα με την άποψη του, ένα παιδί που κλέβει μπορεί να έχει οδηγηθεί σε αυτή την πρακτική επειδή θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους υπόλοιπους, πιστεύει δηλαδή ότι μπορεί να εξαπατά τους άλλους χωρίς εκείνοι να αντιλαμβάνονται ότι τους κλέβει. Όταν ένας άνθρωπος είναι υπερόπτης και καυχάται υπερβολικά για τον εαυτό του, η συμπεριφορά του αυτή μπορεί να υποδηλώνει ότι αισθάνεται μειονεκτικά σε σχέση με τους υπόλοιπους και ότι θεωρεί πως δεν μπορεί να τους ανταγωνιστεί. Προκύπτει έτσι ένα κοινό στοιχείο που διαθέτουν τα συμπλέγματα κατωτερότητας και υπεροχής: και οι δύο αυτές συναισθηματικές τάσεις κατευθύνουν το άτομο προς την άχρηστη πλευρά της ζωής.
Σύμφωνα με την προσέγγιση της ατομικής ψυχολογίας, όταν ο θεραπευτής έχει να αντιμετωπίσει μία τέτοια κατάσταση δεν πρέπει να κατακρίνει το άτομο για την αδυναμία του να αντιληφθεί τη ρεαλιστική τάξη των πραγμάτων, πρέπει να αποδομήσει την αίσθηση του πελάτη του ότι είναι ανίκανος να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της ζωής του και να τον ενθαρρύνει συνεχώς να αγωνίζεται για την διαχείρισή τους. Τέλος, πρέπει να βρίσκει τρόπους να τον επηρεάσει θετικά ώστε να επιστρέψει στη χρήσιμη πλευρά της ζωής.
Πρέπει να διευκρινιστεί εξ αρχής η σημασία της έννοιας «σύμπλεγμα» όπως αυτή χρησιμοποιείται στα συμφραζόμενα της ατομικής ψυχολογίας.
Τι είναι το σύμπλεγμα κατωτερότητας - υπεροχής
Στην πρώιμη μορφή του, το σύμπλεγμα δεν είναι παρά μία απλή συναισθηματική διέγερση, η οποία στη συνέχεια αναπτύσσεται αρνητικά καθώς το άτομο αρχίζει να περιστρέφει ολόκληρη την ύπαρξή του και τη συμπεριφορά του γύρω από εκείνο το στοιχείο που του προκαλεί το αίσθημα κατωτερότητας ή υπεροχής. Κατά συνέπεια, ο όρος «σύμπλεγμα» υποδηλώνει ότι το αίσθημα κατωτερότητας ή υπεροχής εντοπίζεται σε υπερβολικό βαθμό.Σύμφωνα με την ατομική ψυχολογία, οι δύο αυτές συναισθηματικές τάσεις συνδέονται εγγενώς μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρώνονται, ενώ δεν αποκλείεται ένα άτομο που έχει σύμπλεγμα κατωτερότητας να παρουσιάζει και ένα κρυμμένο σύμπλεγμα υπεροχής ή το αντίστροφο. Καθώς ο άνθρωπος σχηματίζει την άποψη ότι κάτι λείπει από τη ζωή του ή την προσωπικότητά του, αρχίζει να επιδιώκει την επιτυχία και έχει την τάση να προσπαθεί να είναι ανώτερος από τους άλλους.
Η επιδίωξη της υπεροχής φαίνεται πως δεν υποχωρεί ποτέ και παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της πορείας που θα ακολουθήσει στη ζωή του. Δεδομένου ότι το άτομο διαθέτει μία εσωτερική δημιουργική ροπή να πορεύεται προς τη συνεχή βελτίωση και την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου, που έχει θέσει από τα πρώιμα χρόνια της ζωής του, γίνεται αντιληπτό ότι το κίνητρο που τον ωθεί να κατευθύνεται προς τον συγκεκριμένο στόχο είναι η επιδίωξη της υπεροχής.
Ο Άντλερ υποστηρίζει ότι κάθε άνθρωπος έχει ένα αίσθημα κατωτερότητας, το οποίο σε ορισμένους λειτουργεί ως κίνητρο για την πραγματοποίηση θετικών αλλαγών στη ζωή τους, ενώ σε άλλους, το στοιχείο που τους τοποθετεί σε μειονεκτικότερη θέση συγκριτικά με τον κόσμο γύρω τους, μπορεί να μετατραπεί σε διαβρωτικό παράγοντα και να εμποδίσει την οποιαδήποτε εξελικτική τους πορεία.
Όταν το άτομο προσπαθεί να μεταβάλλει τα ελαττωματικά χαρακτηριστικά του και επιδιώκει την υπεροχή σε ένα θετικό πλαίσιο αυτοβελτίωσης και εξέλιξης, δείχνοντας παράλληλα ότι διαθέτει κοινωνικό συναίσθημα - ενδιαφέρεται δηλαδή να κάνει καλό στους συμπολίτες του και στην κοινωνία - το στοιχείο αυτό ακριβώς είναι που μετριάζει την επιδίωξη της υπεροχής του και τον τοποθετεί στη χρήσιμη πλευρά της ζωής.
Όταν, όμως, το άτομο θεωρεί ότι πρέπει να διαχειριστεί μία πιο δύσκολη κατάσταση από ότι οι άλλοι γύρω του και αρχίζει να επικεντρώνει την προσοχή του πιο πολύ στον εαυτό του, χάνει το ενδιαφέρον για τις κοινωνικές επαφές και καταστάσεις και υιοθετεί μία εσφαλμένη συμπεριφορά για την αντιμετώπιση του προβλήματος, η οποία δεν διευκολύνει με κανέναν τρόπο την επίλυσή του. Η αιτία της συμπεριφοράς αυτής μπορεί να εντοπιστεί στην αδυναμία του ατόμου να αντιληφθεί τη συνάρτηση της ζωής στο σύνολό της.
Όταν το άτομο σκέφτεται συνεχώς τα αρνητικά στοιχεία που θεωρεί ότι τον καθιστούν κατώτερο σε σχέση με τους διπλανούς του και ασχολείται ακατάπαυστα με το πώς θα ξεπεράσει τους άλλους, στρέφεται στην άχρηστη πλευρά της ζωής. Στο σημείο αυτό, πρέπει να διευκρινιστεί ότι όταν γίνεται λόγος για την άχρηστη πλευρά της ζωής στην ατομική ψυχολογία, υποδηλώνεται ότι το άτομο στερείται κοινωνικού συναισθήματος, ότι είναι δηλαδή κοινωνικά απροσάρμοστος και δεν ενδιαφέρεται να λειτουργεί προσωπικά ως ωφέλιμο μέλος της κοινωνίας. Τη στιγμή, λοιπόν, που κατακλύζεται από σκέψεις που αφορούν τα μειονεκτικά χαρακτηριστικά του, είναι δυνατόν να δημιουργηθούν εντυπώσεις για την κατοχή εξαιρετικών ιδιοτήτων που, χωρίς κόπο και πραγματικό αγώνα, οδηγούν το άτομο να τοποθετήσει τον εαυτό του σε μια ανώτερη θέση συγκριτικά με τους άλλους γύρω του.
Μέσα από το σύμπλεγμα κατωτερότητας, δηλαδή, είναι δυνατόν να φύεται ένα σύμπλεγμα υπεροχής, το οποίο λειτουργεί σαν ένας τρόπος διαφυγής από το σύμπλεγμα κατωτερότητας, καθώς το άτομο φαντάζεται ότι υπερέχει, κάτι όμως που δεν αληθεύει. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται και στους μεγαλομανείς, στους ανθρώπους δηλαδή που θεωρούν ότι είναι κάποια θεϊκή οντότητα η μία αυτοκρατορική προσωπικότητα. Οι άνθρωποι αυτοί περνούν τον καιρό τους εγκλωβισμένοι στην άχρηστη πλευρά της ζωής, σε έναν πλασματικό κόσμο που τον αντιλαμβάνονται ως αληθινό και που τους οδηγεί στην απομόνωση.
Ορισμένοι άνθρωποι ζουν με ευχαρίστηση στο φανταστικό τους κόσμο και αυτό συμβαίνει κυρίως όταν στερούνται το θάρρος. Καθώς δεν αισθάνονται ιδιαίτερα δυνατοί να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στο δρόμο τους, γίνονται φυγόπονοι, νομίζοντας πως με αυτή τη συνεχόμενη αποφυγή να εμπλακούν σε οποιαδήποτε μορφή αγώνα γίνονται πιο δυνατοί και πιο έξυπνοι από ό,τι είναι στην πραγματικότητα.
Ο Άντλερ θεωρούσε ότι η εγκληματικότητα δεν είναι η έκφραση κάποιας θεμελιακής διαφθοράς αλλά η εκδήλωση ενός συμπλέγματος υπεροχής. Σύμφωνα με την άποψη του, ένα παιδί που κλέβει μπορεί να έχει οδηγηθεί σε αυτή την πρακτική επειδή θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους υπόλοιπους, πιστεύει δηλαδή ότι μπορεί να εξαπατά τους άλλους χωρίς εκείνοι να αντιλαμβάνονται ότι τους κλέβει. Όταν ένας άνθρωπος είναι υπερόπτης και καυχάται υπερβολικά για τον εαυτό του, η συμπεριφορά του αυτή μπορεί να υποδηλώνει ότι αισθάνεται μειονεκτικά σε σχέση με τους υπόλοιπους και ότι θεωρεί πως δεν μπορεί να τους ανταγωνιστεί. Προκύπτει έτσι ένα κοινό στοιχείο που διαθέτουν τα συμπλέγματα κατωτερότητας και υπεροχής: και οι δύο αυτές συναισθηματικές τάσεις κατευθύνουν το άτομο προς την άχρηστη πλευρά της ζωής.
Σύμφωνα με την προσέγγιση της ατομικής ψυχολογίας, όταν ο θεραπευτής έχει να αντιμετωπίσει μία τέτοια κατάσταση δεν πρέπει να κατακρίνει το άτομο για την αδυναμία του να αντιληφθεί τη ρεαλιστική τάξη των πραγμάτων, πρέπει να αποδομήσει την αίσθηση του πελάτη του ότι είναι ανίκανος να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της ζωής του και να τον ενθαρρύνει συνεχώς να αγωνίζεται για την διαχείρισή τους. Τέλος, πρέπει να βρίσκει τρόπους να τον επηρεάσει θετικά ώστε να επιστρέψει στη χρήσιμη πλευρά της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου