Πόσες φορές δεν έχουμε βρεθεί σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι όπου οι επιλογές ήταν δύο: Να κάνουμε ένα βήμα στο άγνωστο ή να παραμείνουμε στη γνωστή κατάσταση, ακόμα κι αν αυτή είναι μια κόλαση. Αυτό συμβαίνει τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Η ενεργειακή θεραπεύτρια, Caroline Myss, στο βιβλίο της «Γιατί οι άνθρωποι δεν θεραπεύονται και πώς μπορούν», μιλάει για το φόβο της αλλαγής. Η Caroline Myss, ασχολείται τα τελευταία 20 χρόνια με τη διερεύνηση των ψυχικών αιτιών των ασθενειών που εμφανίζουμε και έχει παρατηρήσει ότι πολλές φορές, κατανοούμε την αιτία του προβλήματος αλλά αρνούμαστε να αλλάξουμε. Γιατί; Γιατί το άγνωστο μπορεί να είναι πιο τρομακτικό και από μια δύσκολη – πλην όμως γνωστή – κατάσταση που ζούμε στο παρόν.
Σε κανένα δεν αρέσει η αλλαγή, και σε κανένα δεν αρέσει να αλλάζει ο ίδιος. Θέλουμε όλα να παραμένουν οικεία – κατά διαστροφικό τρόπο, ακόμη και σε πολύ δύσκολες καταστάσεις. Πιστεύουμε ότι ο “διάβολος που ξέρουμε είναι καλύτερος από αυτόν που δεν ξέρουμε”, κι έτσι βλέπουν οι περισσότεροι από εμάς τη διαδικασία της αλλαγής.
Αν και η αλλαγή είναι συνεχής και αναπόφευκτη, προτιμάμε να στρέφουμε την προσοχή μας – και μάλιστα ένα μεγάλο κομμάτι της – στο να εμποδίσουμε τις αλλαγές να συμβούν στη ζωή μας. Το να λες στους ανθρώπους να πάρουν την πρωτοβουλία για αλλαγές και να ανοίξουν τους ασκούς του Αιόλου που θα βγάλουν το καράβι τους από το ασφαλές του λιμάνι στην ταραγμένη θάλασσα, είναι σαν να τους ζητάς να καθίσουν σε αναμμένα κάρβουνα για ένα ολόκληρο απόγευμα. Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι η θεραπεία και η αλλαγή είναι ένα και το αυτό. Αποτελούνται από την ίδια ενέργεια, και δεν μπορούμε να επιζητούμε να θεραπεύσουμε μια ασθένεια χωρίς πρώτα να εξετάσουμε ποιες στάσεις και πρότυπα συμπεριφοράς πρέπει να αλλάξουν στη ζωή μας. Μόλις εντοπίσουμε αυτά τα χαρακτηριστικά, πρέπει να κάνουμε κάτι.
Αυτό απαιτεί να αναλάβουμε δράση, και η δράση φέρνει την αλλαγή. Πολλοί άνθρωποι καταφέρνουν να πείσουν τον εαυτό τους ότι το να κόψουν μια κακή συνήθεια ή να αρχίσουν τακτική φυσική άσκηση είναι αρκετή αλλαγή για να φέρει τη θεραπεία. Σίγουρα, αυτές οι αλλαγές στηρίζουν τη θεραπεία, αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, ελάχιστα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των πραγματικών θεμάτων που μπορεί να παρεμποδίζουν τη θεραπεία. Η θεραπεία προϋποθέτει εσωτερική όσο και εξωτερική αλλαγή. Προϋποθέτει να κάνουμε στον εαυτό μας ερωτήσεις όπως, “Με γεμίζει η ζωή που κάνω; Έχω δώσει τη δέουσα προσοχή στις προσωπικές μου ανάγκες, ή τόσο καιρό απλά προσπαθούσα να φροντίσω για τις ανάγκες των άλλων;”
Αυτές οι ερωτήσεις όχι μόνο κατευθύνουν την προσοχή μας σε εμάς τους ίδιους, αλλά και μας παρακινούν να αλλάξουμε κατεύθυνση στη ζωή μας, ακόμη και να μεταβάλουμε τη φύση μας. Σ΄ αυτό το σημείο, αρχίζουμε συνήθως να διαφωνούμε με τον εαυτό μας, λέγοντας ξανά και ξανά ότι απλά δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη φύση μας. “Έτσι ήμουν πάντα”, λέμε, “γιατί αυτός/αυτή είμαι”. Ο μύθος ότι η πραγματική αλλαγή είναι αδύνατη έχει διεισδύσει τόσο βαθιά μέσα μας όσο και το DNA μας. Οι πάντες και τα πάντα μοιάζουν να τον υποστηρίζουν, επειδή δεν θέλουμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας, όπως και δεν πιστεύουμε ότι οι άλλοι μπορούν να αλλάξουν.
Ακόμη κι όταν τρέφουμε την ελπίδα ότι κάποιος θα αλλάξει τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του, συνήθως αμφιβάλλουμε ότι μια τέτοια μεταμόρφωση μπορεί πραγματικά να επιτευχθεί. Για να φέρουμε την αλλαγή στα βάθη της ύπαρξής μας, πρέπει να παλέψουμε με εκείνα τα χαρακτηριστικά μέσα μας που είχαμε την τάση να αποφεύγουμε. Πολλές φορές δεν έχουμε καμία επίγνωση κάποιων κομματιών της προσωπικότητάς μας, είτε επειδή δεν θέλουμε να τα αναγνωρίσουμε είτε επειδή δεν δώσαμε ποτέ πολλή προσοχή στη σκιώδη μας πλευρά. Ανεξάρτητα από τους λόγους, πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε μια για πάντα.
Δεν είναι εύκολο έργο. Δεν μας αρέσει να βουτάμε στη σκοτεινή μας πλευρά, ούτε να φέρνουμε του φόβους και τα ελαττώματά μας στην επιφάνεια. Σπάνια σκεφτόμαστε ότι η αλλαγή του εαυτού μας μπορεί να είναι μια περιπέτεια, αλλά γιατί να μην είναι; Η ασθένεια συνδέεται τόσο στενά με τους φόβους και την αρνητική συμπεριφορά που μπορεί να φοβόμαστε τη θεραπεία τόσο όσο και την ίδια την αρρώστια. Η επίγνωση του πόσο πολύ και πόσο βαθιά πρέπει να αλλάξουμε είναι τόσο τρομακτική όσο και αληθινή.
Σε κανένα δεν αρέσει η αλλαγή, και σε κανένα δεν αρέσει να αλλάζει ο ίδιος. Θέλουμε όλα να παραμένουν οικεία – κατά διαστροφικό τρόπο, ακόμη και σε πολύ δύσκολες καταστάσεις. Πιστεύουμε ότι ο “διάβολος που ξέρουμε είναι καλύτερος από αυτόν που δεν ξέρουμε”, κι έτσι βλέπουν οι περισσότεροι από εμάς τη διαδικασία της αλλαγής.
Αν και η αλλαγή είναι συνεχής και αναπόφευκτη, προτιμάμε να στρέφουμε την προσοχή μας – και μάλιστα ένα μεγάλο κομμάτι της – στο να εμποδίσουμε τις αλλαγές να συμβούν στη ζωή μας. Το να λες στους ανθρώπους να πάρουν την πρωτοβουλία για αλλαγές και να ανοίξουν τους ασκούς του Αιόλου που θα βγάλουν το καράβι τους από το ασφαλές του λιμάνι στην ταραγμένη θάλασσα, είναι σαν να τους ζητάς να καθίσουν σε αναμμένα κάρβουνα για ένα ολόκληρο απόγευμα. Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι η θεραπεία και η αλλαγή είναι ένα και το αυτό. Αποτελούνται από την ίδια ενέργεια, και δεν μπορούμε να επιζητούμε να θεραπεύσουμε μια ασθένεια χωρίς πρώτα να εξετάσουμε ποιες στάσεις και πρότυπα συμπεριφοράς πρέπει να αλλάξουν στη ζωή μας. Μόλις εντοπίσουμε αυτά τα χαρακτηριστικά, πρέπει να κάνουμε κάτι.
Αυτό απαιτεί να αναλάβουμε δράση, και η δράση φέρνει την αλλαγή. Πολλοί άνθρωποι καταφέρνουν να πείσουν τον εαυτό τους ότι το να κόψουν μια κακή συνήθεια ή να αρχίσουν τακτική φυσική άσκηση είναι αρκετή αλλαγή για να φέρει τη θεραπεία. Σίγουρα, αυτές οι αλλαγές στηρίζουν τη θεραπεία, αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, ελάχιστα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των πραγματικών θεμάτων που μπορεί να παρεμποδίζουν τη θεραπεία. Η θεραπεία προϋποθέτει εσωτερική όσο και εξωτερική αλλαγή. Προϋποθέτει να κάνουμε στον εαυτό μας ερωτήσεις όπως, “Με γεμίζει η ζωή που κάνω; Έχω δώσει τη δέουσα προσοχή στις προσωπικές μου ανάγκες, ή τόσο καιρό απλά προσπαθούσα να φροντίσω για τις ανάγκες των άλλων;”
Αυτές οι ερωτήσεις όχι μόνο κατευθύνουν την προσοχή μας σε εμάς τους ίδιους, αλλά και μας παρακινούν να αλλάξουμε κατεύθυνση στη ζωή μας, ακόμη και να μεταβάλουμε τη φύση μας. Σ΄ αυτό το σημείο, αρχίζουμε συνήθως να διαφωνούμε με τον εαυτό μας, λέγοντας ξανά και ξανά ότι απλά δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη φύση μας. “Έτσι ήμουν πάντα”, λέμε, “γιατί αυτός/αυτή είμαι”. Ο μύθος ότι η πραγματική αλλαγή είναι αδύνατη έχει διεισδύσει τόσο βαθιά μέσα μας όσο και το DNA μας. Οι πάντες και τα πάντα μοιάζουν να τον υποστηρίζουν, επειδή δεν θέλουμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας, όπως και δεν πιστεύουμε ότι οι άλλοι μπορούν να αλλάξουν.
Ακόμη κι όταν τρέφουμε την ελπίδα ότι κάποιος θα αλλάξει τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του, συνήθως αμφιβάλλουμε ότι μια τέτοια μεταμόρφωση μπορεί πραγματικά να επιτευχθεί. Για να φέρουμε την αλλαγή στα βάθη της ύπαρξής μας, πρέπει να παλέψουμε με εκείνα τα χαρακτηριστικά μέσα μας που είχαμε την τάση να αποφεύγουμε. Πολλές φορές δεν έχουμε καμία επίγνωση κάποιων κομματιών της προσωπικότητάς μας, είτε επειδή δεν θέλουμε να τα αναγνωρίσουμε είτε επειδή δεν δώσαμε ποτέ πολλή προσοχή στη σκιώδη μας πλευρά. Ανεξάρτητα από τους λόγους, πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε μια για πάντα.
Δεν είναι εύκολο έργο. Δεν μας αρέσει να βουτάμε στη σκοτεινή μας πλευρά, ούτε να φέρνουμε του φόβους και τα ελαττώματά μας στην επιφάνεια. Σπάνια σκεφτόμαστε ότι η αλλαγή του εαυτού μας μπορεί να είναι μια περιπέτεια, αλλά γιατί να μην είναι; Η ασθένεια συνδέεται τόσο στενά με τους φόβους και την αρνητική συμπεριφορά που μπορεί να φοβόμαστε τη θεραπεία τόσο όσο και την ίδια την αρρώστια. Η επίγνωση του πόσο πολύ και πόσο βαθιά πρέπει να αλλάξουμε είναι τόσο τρομακτική όσο και αληθινή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου