[12] Ἐξιοῦσι δ᾽ ἐμοὶ καὶ Πείσωνι ἐπιτυγχάνει Μηλόβιός τε καὶ Μνησιθείδης ἐκ τοῦ ἐργαστηρίου ἀπιόντες, καὶ καταλαμβάνουσι πρὸς αὐταῖς ταῖς θύραις, καὶ ἐρωτῶσιν ὅποι βαδίζοιμεν· ὁ δ᾽ ἔφασκεν εἰς τὰ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ ἐμοῦ, ἵνα καὶ τὰ ἐν ἐκείνῃ τῇ οἰκίᾳ σκέψηται. ἐκεῖνον μὲν οὖν ἐκέλευον βαδίζειν, ἐμὲ δὲ μεθ᾽ αὑτῶν ἀκολουθεῖν εἰς Δαμνίππου.
[13] Πείσων δὲ προσελθὼν σιγᾶν μοι παρεκελεύετο καὶ θαρρεῖν, ὡς ἥξων ἐκεῖσε. καταλαμβάνομεν δὲ αὐτόθι Θέογνιν ἑτέρους φυλάττοντα· ᾧ παραδόντες ἐμὲ πάλιν ᾤχοντο. ἐν τοιούτῳ δ᾽ ὄντι μοι κινδυνεύειν ἐδόκει, ὡς τοῦ γε ἀποθανεῖν ὑπάρχοντος ἤδη.
[14] καλέσας δὲ Δάμνιππον λέγω πρὸς αὐτὸν τάδε, «ἐπιτήδειος μέν μοι τυγχάνεις ὤν, ἥκω δ᾽ εἰς τὴν σὴν οἰκίαν, ἀδικῶ δ᾽ οὐδέν, χρημάτων δ᾽ ἕνεκα ἀπόλλυμαι. σὺ οὖν ταῦτα πάσχοντί μοι πρόθυμον παράσχου τὴν σεαυτοῦ δύναμιν εἰς τὴν ἐμὴν σωτηρίαν». ὁ δ᾽ ὑπέσχετο ταῦτα ποιήσειν. ἐδόκει δ᾽ αὐτῷ βέλτιον εἶναι πρὸς Θέογνιν μνησθῆναι· ἡγεῖτο γὰρ ἅπαν ποιήσειν αὐτόν, εἴ τις ἀργύριον διδοίη.
[15] ἐκείνου δὲ διαλεγομένου Θεόγνιδι (ἔμπειρος γὰρ ὢν ἐτύγχανον τῆς οἰκίας, καὶ ᾔδειν ὅτι ἀμφίθυρος εἴη) ἐδόκει μοι ταύτῃ πειρᾶσθαι σωθῆναι, ἐνθυμουμένῳ ὅτι, ἐὰν μὲν λάθω, σωθήσομαι, ἐὰν δὲ ληφθῶ, ἡγούμην μέν, εἰ Θέογνις εἴη πεπεισμένος ὑπὸ τοῦ Δαμνίππου χρήματα λαβεῖν, οὐδὲν ἧττον ἀφεθήσεσθαι, εἰ δὲ μή, ὁμοίως ἀποθανεῖσθαι.
[16] ταῦτα διανοηθεὶς ἔφευγον, ἐκείνων ἐπὶ τῇ αὐλείῳ θύρᾳ τὴν φυλακὴν ποιουμένων· τριῶν δὲ θυρῶν οὐσῶν, ἃς ἔδει με διελθεῖν, ἅπασαι ἀνεῳγμέναι ἔτυχον. ἀφικόμενος δὲ εἰς Ἀρχένεω τοῦ ναυκλήρου ἐκεῖνον πέμπω εἰς ἄστυ, πευσόμενον περὶ τοῦ ἀδελφοῦ· ἥκων δὲ ἔλεγεν ὅτι Ἐρατοσθένης αὐτὸν ἐν τῇ ὁδῷ λαβὼν εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀπαγάγοι.
[17] καὶ ἐγὼ τοιαῦτα πεπυσμένος τῆς ἐπιούσης νυκτὸς διέπλευσα Μέγαράδε. Πολεμάρχῳ δὲ παρήγγειλαν οἱ τριάκοντα τοὐπ᾽ ἐκείνων εἰθισμένον παράγγελμα, πίνειν κώνειον, πρὶν τὴν αἰτίαν εἰπεῖν δι᾽ ἥντινα ἔμελλεν ἀποθανεῖσθαι· οὕτω πολλοῦ ἐδέησε κριθῆναι καὶ ἀπολογήσασθαι.
[18] καὶ ἐπειδὴ ἀπεφέρετο ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου τεθνεώς, τριῶν ἡμῖν οἰκιῶν οὐσῶν ‹ἐξ› οὐδεμιᾶς εἴασαν ἐξενεχθῆναι, ἀλλὰ κλεισίον μισθωσάμενοι προὔθεντο αὐτόν. καὶ πολλῶν ὄντων ἱματίων αἰτοῦσιν οὐδὲν ἔδοσαν εἰς τὴν ταφήν, ἀλλὰ τῶν φίλων ὁ μὲν ἱμάτιον ὁ δὲ προσκεφάλαιον ὁ δὲ ὅ τι ἕκαστος ἔτυχεν ἔδωκεν εἰς τὴν ἐκείνου ταφήν.
[19] καὶ ἔχοντες μὲν ἑπτακοσίας ἀσπίδας τῶν ἡμετέρων, ἔχοντες δὲ ἀργύριον καὶ χρυσίον τοσοῦτον, χαλκὸν δὲ καὶ κόσμον καὶ ἔπιπλα καὶ ἱμάτια γυναικεῖα ὅσα οὐδεπώποτε ᾤοντο κτήσεσθαι, καὶ ἀνδράποδα εἴκοσι καὶ ἑκατόν, ὧν τὰ μὲν βέλτιστα ἔλαβον, τὰ δὲ λοιπὰ εἰς τὸ δημόσιον ἀπέδοσαν, εἰς τοσαύτην ἀπληστίαν καὶ αἰσχροκέρδειαν ἀφίκοντο καὶ τοῦ τρόπου τοῦ αὐτῶν ἀπόδειξιν ἐποιήσαντο· τῆς γὰρ Πολεμάρχου γυναικὸς χρυσοῦς ἑλικτῆρας, οὓς ἔχουσα ἐτύγχανεν, ὅτε τὸ πρῶτον ἦλθον εἰς τὴν οἰκίαν, Μηλόβιος ἐκ τῶν ὤτων ἐξείλετο.
***
[12] Καθώς βγαίναμε εγώ και ο Πείσωνας, μας συναντάει ο Μηλόβιος με το Μνησιθείδη φεύγοντας από το εργαστήριο· μας βρίσκουν ακριβώς στην πόρτα και μας ρωτούν για πού πηγαίναμε· εκείνος είπε στου αδελφού μου, για να κάνει ένα έλεγχο και σ᾽ εκείνο το σπίτι. Εκείνου του είπαν να συνεχίσει και σ᾽ εμένα να τους ακολουθήσω στο σπίτι του Δάμνιππου.
[13] Ο Πείσωνας τότε με πλησίασε και με συμβούλεψε να σωπάσω και να έχω θάρρος, γιατί θα ερχόταν προς τα εκεί. Βρίσκουμε στου Δάμνιππου το Θέογνη να φρουρεί μερικούς άλλους· με παράδωσαν σ᾽ αυτόν και ξανάφυγαν. Στην κατάσταση που βρισκόμουν, αποφάσισα να το διακινδυνέψω, αφού ο θάνατός μου ήταν βέβαιος.
[14] Φώναξα το Δάμνιππο και του λέω: «Συμβαίνει να είσαι φίλος, και βρίσκομαι στο σπίτι σου· δεν έχω κάνει κακό και κινδυνεύω να χαθώ για τα χρήματά μου· στον κίνδυνο που βρίσκομαι, προσπάθησε, όσο σου είναι δυνατό, να με σώσεις». Μου υποσχέθηκε ότι θα το κάνει. Βρήκε όμως ότι ήταν σκόπιμο να μιλήσει στο Θέογνη· γιατί πίστευε ότι θα έκανε τα πάντα, αν του έδιναν χρήματα.
[15] Εκείνος λοιπόν συζητούσε με το Θέογνη. Εγώ, επειδή έτυχε να το ξέρω καλά το σπίτι και είχα υπόψη μου ότι είχε πόρτες και από τις δύο πλευρές, αποφάσισα να το εκμεταλλευτώ αυτό και να προσπαθήσω να σωθώ. Σκεφτόμουν ότι, αν ξεφύγω την προσοχή τους, θα γλιτώσω· αν πάλι με πιάσουν, έλπιζα ότι, αν βέβαια ο Δάμνιππος είχε πείσει το Θέογνη να πάρει χρήματα, θα με αφήσουν ελεύθερο, αν όχι, έτσι και αλλιώς θα πεθάνω.
[16] Με αυτές τις σκέψεις ξεκίνησα να φύγω, όσο εκείνοι φρουρούσαν μπροστά στην πόρτα της αυλής. Από τις τρεις πόρτες που έπρεπε να περάσω, όλες έτυχε να είναι ανοιχτές. Έφτασα στο σπίτι του Αρχέναου του καπετάνιου και τον έστειλα στην πόλη να μάθει τίποτε για τον αδελφό μου. Όταν γύρισε, μου είπε ότι τον είχε συλλάβει στο δρόμο ο Ερατοσθένης και τον οδήγησε στη φυλακή.
[17] Εγώ έπειτα από αυτές τις πληροφορίες, το ίδιο βράδυ πέρασα με το πλοίο στα Μέγαρα. Στον Πολέμαρχο οι Τριάντα έδωσαν το συνηθισμένο τους παράγγελμα: να πιει το κώνειο, προτού καν του ανακοινώσουν για ποιό λόγο έπρεπε να πεθάνει· τόσο μακριά τον κράτησαν από μια δίκη και μια απολογία.
[18] Και όταν τον μετέφεραν νεκρό από τη φυλακή, ενώ είχαμε τρία σπίτια, από κανένα δεν έδωσαν άδεια να γίνει η εκφορά του, παρά νοίκιασαν ένα παράπηγμα και τον απόθεσαν εκεί για την ταφή. Και ενώ είχαμε άφθονο ρουχισμό, όταν ζητήσαμε για την ταφή του, δε μας έδωσαν τίποτε, αλλά από τους φίλους μας άλλος έδωσε ένα ρούχο, άλλος ένα προσκεφάλι και άλλος ό,τι έτυχε να έχει, για να τον θάψουμε.
[19] Πήραν εφτακόσιες από τις ασπίδες μας, πήραν ασημένια και χρυσά νομίσματα πάμπολλα, χάλκινα σκεύη και κοσμήματα, έπιπλα και γυναικείο ρουχισμό σε ποσότητες που ποτέ τους δε φαντάζονταν να αποχτήσουν, και επιπρόσθετα εκατόν είκοσι δούλους· από αυτούς κράτησαν τους καλύτερους και τους υπόλοιπους τους παράδωσαν στο δημόσιο. Και όμως έφτασαν σε τέτοιο βαθμό απληστίας και αισχροκέρδειας, που έδειξαν ανοιχτά ποιοί πραγματικά είναι: κάτι χρυσά σκουλαρίκια, που έτυχε να φοράει η γυναίκα του Πολέμαρχου, μόλις μπήκε στο σπίτι ο Μηλόβιος, της τα έβγαλε από τα αυτιά.
[13] Πείσων δὲ προσελθὼν σιγᾶν μοι παρεκελεύετο καὶ θαρρεῖν, ὡς ἥξων ἐκεῖσε. καταλαμβάνομεν δὲ αὐτόθι Θέογνιν ἑτέρους φυλάττοντα· ᾧ παραδόντες ἐμὲ πάλιν ᾤχοντο. ἐν τοιούτῳ δ᾽ ὄντι μοι κινδυνεύειν ἐδόκει, ὡς τοῦ γε ἀποθανεῖν ὑπάρχοντος ἤδη.
[14] καλέσας δὲ Δάμνιππον λέγω πρὸς αὐτὸν τάδε, «ἐπιτήδειος μέν μοι τυγχάνεις ὤν, ἥκω δ᾽ εἰς τὴν σὴν οἰκίαν, ἀδικῶ δ᾽ οὐδέν, χρημάτων δ᾽ ἕνεκα ἀπόλλυμαι. σὺ οὖν ταῦτα πάσχοντί μοι πρόθυμον παράσχου τὴν σεαυτοῦ δύναμιν εἰς τὴν ἐμὴν σωτηρίαν». ὁ δ᾽ ὑπέσχετο ταῦτα ποιήσειν. ἐδόκει δ᾽ αὐτῷ βέλτιον εἶναι πρὸς Θέογνιν μνησθῆναι· ἡγεῖτο γὰρ ἅπαν ποιήσειν αὐτόν, εἴ τις ἀργύριον διδοίη.
[15] ἐκείνου δὲ διαλεγομένου Θεόγνιδι (ἔμπειρος γὰρ ὢν ἐτύγχανον τῆς οἰκίας, καὶ ᾔδειν ὅτι ἀμφίθυρος εἴη) ἐδόκει μοι ταύτῃ πειρᾶσθαι σωθῆναι, ἐνθυμουμένῳ ὅτι, ἐὰν μὲν λάθω, σωθήσομαι, ἐὰν δὲ ληφθῶ, ἡγούμην μέν, εἰ Θέογνις εἴη πεπεισμένος ὑπὸ τοῦ Δαμνίππου χρήματα λαβεῖν, οὐδὲν ἧττον ἀφεθήσεσθαι, εἰ δὲ μή, ὁμοίως ἀποθανεῖσθαι.
[16] ταῦτα διανοηθεὶς ἔφευγον, ἐκείνων ἐπὶ τῇ αὐλείῳ θύρᾳ τὴν φυλακὴν ποιουμένων· τριῶν δὲ θυρῶν οὐσῶν, ἃς ἔδει με διελθεῖν, ἅπασαι ἀνεῳγμέναι ἔτυχον. ἀφικόμενος δὲ εἰς Ἀρχένεω τοῦ ναυκλήρου ἐκεῖνον πέμπω εἰς ἄστυ, πευσόμενον περὶ τοῦ ἀδελφοῦ· ἥκων δὲ ἔλεγεν ὅτι Ἐρατοσθένης αὐτὸν ἐν τῇ ὁδῷ λαβὼν εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀπαγάγοι.
[17] καὶ ἐγὼ τοιαῦτα πεπυσμένος τῆς ἐπιούσης νυκτὸς διέπλευσα Μέγαράδε. Πολεμάρχῳ δὲ παρήγγειλαν οἱ τριάκοντα τοὐπ᾽ ἐκείνων εἰθισμένον παράγγελμα, πίνειν κώνειον, πρὶν τὴν αἰτίαν εἰπεῖν δι᾽ ἥντινα ἔμελλεν ἀποθανεῖσθαι· οὕτω πολλοῦ ἐδέησε κριθῆναι καὶ ἀπολογήσασθαι.
[18] καὶ ἐπειδὴ ἀπεφέρετο ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου τεθνεώς, τριῶν ἡμῖν οἰκιῶν οὐσῶν ‹ἐξ› οὐδεμιᾶς εἴασαν ἐξενεχθῆναι, ἀλλὰ κλεισίον μισθωσάμενοι προὔθεντο αὐτόν. καὶ πολλῶν ὄντων ἱματίων αἰτοῦσιν οὐδὲν ἔδοσαν εἰς τὴν ταφήν, ἀλλὰ τῶν φίλων ὁ μὲν ἱμάτιον ὁ δὲ προσκεφάλαιον ὁ δὲ ὅ τι ἕκαστος ἔτυχεν ἔδωκεν εἰς τὴν ἐκείνου ταφήν.
[19] καὶ ἔχοντες μὲν ἑπτακοσίας ἀσπίδας τῶν ἡμετέρων, ἔχοντες δὲ ἀργύριον καὶ χρυσίον τοσοῦτον, χαλκὸν δὲ καὶ κόσμον καὶ ἔπιπλα καὶ ἱμάτια γυναικεῖα ὅσα οὐδεπώποτε ᾤοντο κτήσεσθαι, καὶ ἀνδράποδα εἴκοσι καὶ ἑκατόν, ὧν τὰ μὲν βέλτιστα ἔλαβον, τὰ δὲ λοιπὰ εἰς τὸ δημόσιον ἀπέδοσαν, εἰς τοσαύτην ἀπληστίαν καὶ αἰσχροκέρδειαν ἀφίκοντο καὶ τοῦ τρόπου τοῦ αὐτῶν ἀπόδειξιν ἐποιήσαντο· τῆς γὰρ Πολεμάρχου γυναικὸς χρυσοῦς ἑλικτῆρας, οὓς ἔχουσα ἐτύγχανεν, ὅτε τὸ πρῶτον ἦλθον εἰς τὴν οἰκίαν, Μηλόβιος ἐκ τῶν ὤτων ἐξείλετο.
***
[12] Καθώς βγαίναμε εγώ και ο Πείσωνας, μας συναντάει ο Μηλόβιος με το Μνησιθείδη φεύγοντας από το εργαστήριο· μας βρίσκουν ακριβώς στην πόρτα και μας ρωτούν για πού πηγαίναμε· εκείνος είπε στου αδελφού μου, για να κάνει ένα έλεγχο και σ᾽ εκείνο το σπίτι. Εκείνου του είπαν να συνεχίσει και σ᾽ εμένα να τους ακολουθήσω στο σπίτι του Δάμνιππου.
[13] Ο Πείσωνας τότε με πλησίασε και με συμβούλεψε να σωπάσω και να έχω θάρρος, γιατί θα ερχόταν προς τα εκεί. Βρίσκουμε στου Δάμνιππου το Θέογνη να φρουρεί μερικούς άλλους· με παράδωσαν σ᾽ αυτόν και ξανάφυγαν. Στην κατάσταση που βρισκόμουν, αποφάσισα να το διακινδυνέψω, αφού ο θάνατός μου ήταν βέβαιος.
[14] Φώναξα το Δάμνιππο και του λέω: «Συμβαίνει να είσαι φίλος, και βρίσκομαι στο σπίτι σου· δεν έχω κάνει κακό και κινδυνεύω να χαθώ για τα χρήματά μου· στον κίνδυνο που βρίσκομαι, προσπάθησε, όσο σου είναι δυνατό, να με σώσεις». Μου υποσχέθηκε ότι θα το κάνει. Βρήκε όμως ότι ήταν σκόπιμο να μιλήσει στο Θέογνη· γιατί πίστευε ότι θα έκανε τα πάντα, αν του έδιναν χρήματα.
[15] Εκείνος λοιπόν συζητούσε με το Θέογνη. Εγώ, επειδή έτυχε να το ξέρω καλά το σπίτι και είχα υπόψη μου ότι είχε πόρτες και από τις δύο πλευρές, αποφάσισα να το εκμεταλλευτώ αυτό και να προσπαθήσω να σωθώ. Σκεφτόμουν ότι, αν ξεφύγω την προσοχή τους, θα γλιτώσω· αν πάλι με πιάσουν, έλπιζα ότι, αν βέβαια ο Δάμνιππος είχε πείσει το Θέογνη να πάρει χρήματα, θα με αφήσουν ελεύθερο, αν όχι, έτσι και αλλιώς θα πεθάνω.
[16] Με αυτές τις σκέψεις ξεκίνησα να φύγω, όσο εκείνοι φρουρούσαν μπροστά στην πόρτα της αυλής. Από τις τρεις πόρτες που έπρεπε να περάσω, όλες έτυχε να είναι ανοιχτές. Έφτασα στο σπίτι του Αρχέναου του καπετάνιου και τον έστειλα στην πόλη να μάθει τίποτε για τον αδελφό μου. Όταν γύρισε, μου είπε ότι τον είχε συλλάβει στο δρόμο ο Ερατοσθένης και τον οδήγησε στη φυλακή.
[17] Εγώ έπειτα από αυτές τις πληροφορίες, το ίδιο βράδυ πέρασα με το πλοίο στα Μέγαρα. Στον Πολέμαρχο οι Τριάντα έδωσαν το συνηθισμένο τους παράγγελμα: να πιει το κώνειο, προτού καν του ανακοινώσουν για ποιό λόγο έπρεπε να πεθάνει· τόσο μακριά τον κράτησαν από μια δίκη και μια απολογία.
[18] Και όταν τον μετέφεραν νεκρό από τη φυλακή, ενώ είχαμε τρία σπίτια, από κανένα δεν έδωσαν άδεια να γίνει η εκφορά του, παρά νοίκιασαν ένα παράπηγμα και τον απόθεσαν εκεί για την ταφή. Και ενώ είχαμε άφθονο ρουχισμό, όταν ζητήσαμε για την ταφή του, δε μας έδωσαν τίποτε, αλλά από τους φίλους μας άλλος έδωσε ένα ρούχο, άλλος ένα προσκεφάλι και άλλος ό,τι έτυχε να έχει, για να τον θάψουμε.
[19] Πήραν εφτακόσιες από τις ασπίδες μας, πήραν ασημένια και χρυσά νομίσματα πάμπολλα, χάλκινα σκεύη και κοσμήματα, έπιπλα και γυναικείο ρουχισμό σε ποσότητες που ποτέ τους δε φαντάζονταν να αποχτήσουν, και επιπρόσθετα εκατόν είκοσι δούλους· από αυτούς κράτησαν τους καλύτερους και τους υπόλοιπους τους παράδωσαν στο δημόσιο. Και όμως έφτασαν σε τέτοιο βαθμό απληστίας και αισχροκέρδειας, που έδειξαν ανοιχτά ποιοί πραγματικά είναι: κάτι χρυσά σκουλαρίκια, που έτυχε να φοράει η γυναίκα του Πολέμαρχου, μόλις μπήκε στο σπίτι ο Μηλόβιος, της τα έβγαλε από τα αυτιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου