Μια φορά κι’ έναν καιρό οι καλοί χριστιανοί Ευρωπαίοι αναζητώντας πλούτο κι άλλο πλούτο έστειλαν χριστιανούς να τον αναζητήσουν στα πέρατα του κόσμου. Αφού γύρω από την Ευρώπη για την πίστη και τον Θεό τους, έσφαξαν και λεηλάτησαν λαούς, είπαν να πάνε και παραπέρα γιατί κάποια παλιά γραφτά έλεγαν για μακρινούς τόπους που οι πολιτείες ήταν χρυσαφένιες και το χρυσάφι το κλότσαγες στις αλάνες.
Οι καλοί χριστιανοί, που πήγαν να φέρουν τον πλούτο στους βασιλιάδες τους, βρήκαν μια νέα γη και την ονόμασαν Αμερική. Δεν άφησαν πουλί πετούμενο όρθιο για του Χριστού την πίστη την αγία και άρχισαν να φέρνουν χρυσάφι και πλούτο αμύθητο στους αφεντάδες τους. Οι βασιλιάδες μετά για να τα έχουν καλά μοιρασμένα και να μη βγάζουν τα μάτια τους μεταξύ τους χώρισαν όλη την Αμερική σε κράτη δηλαδή σε χώρες και τις διαφέντευαν.
Την Νότια Αμερική την είχαν όσοι βασιλιάδες μίλαγαν τραγουδιστά και δεν έλεγαν Σίγμα, αλλά Θίγμα, π.χ “μόνο ο Χριστόθ Θώζει”. Την Βόρεια Αμερική όπου ήταν και πιο δύσκολη γιατί ζούσαν από παλιά κάτι άγριοι άθεοι που τους έλεγαν Ινδιάνους, την ανέλαβαν οι βασιλιάδες που κατάγονταν από την Αλεμανία αλλά ζούσαν στην χώρα των Τεϊοποτών.
Στα νότια με συνοπτικές διαδικασίες τούς έκαναν καλούς χριστιανούς και δουλευταράδες, ενώ στα βόρεια παρ’ όλο τον βαρύ και προχωρημένο εξοπλισμό που μετέφεραν οι άγριοι δεν έλεγαν να γίνουν καλοί χριστιανοί. Τους πήρε κάμποσο καιρό παραπάνω και τους εξαφάνισαν με σφαγές και γενοκτονίες. Τι να την έκαναν την ζωή χωρίς τον καλό Χριστούλη;
Εκεί λοιπόν, στα βόρεια όπου ο πλούτος ήταν και μπόλικος άρχισαν να μακελεύονται μεταξύ τους γιατί είχαν πλακώσει και κάτι τύποι που τους λέγανε Τουλιπάνθρωπους και κάτι άλλοι νηστικοί από την άλλη την Ευρώπη την φτωχιά, που πήραν των οματιών τους και πήγαν να βρουν ψωμί. Χαμός γινότανε και αφού ξεπάστρεψαν τους άγριους, άρχισαν να ξεπαστρεύονται μεταξύ τους. Οι βασιλιάδες ανησύχησαν όχι για το αίμα που έρεε ποτάμι αλλά γιατί μειώθηκαν τα κέρδη και έμαθαν πως αυτοί οι νέοι άποικοι κράταγαν και πλούτο για τον εαυτό τους. Τότε αποφάσισαν να τους κάνουν ένα μεγάλο κράτος. Και τα κατάφεραν. Αφού τους έβαλαν επίσημα να αλληλοσφαχτούν, τους έδωσαν και πατρίδα και πίστη σε μια σημαία διότι ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι μαζεμένο εκεί.
Αποφάσισαν μάλιστα να έχουν και πολίτευμα την Δημοκρατία για να νομίζουν πως οι ίδιοι αποφασίζουν για τις τύχες τους δηλαδή τον πλούτο. Μετά από κάποιες δυσκολίες κατάφεραν να πιστεύουν πως αυτή είναι η πατρίδα τους και πως είναι ελεύθεροι να απολαμβάνουν τον πλούτο με ένα κόλπο που το ονόμασαν Αμερικάνικο όνειρο. Η χώρα άνθισε και ο πλούτος έρεε προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι βασιλιάδες ευχαριστημένοι άρχισαν να κοιτάνε προς όλες τις μεριές του πλανήτη. Τα ήθελαν όλα. Τώρα μπορούσαν να τα έχουν πιο εύκολα γιατί και πλούτος υπήρχε και αμέτρητος στρατός αφού διέθεταν και μια ολάκερη χώρα που πίστευε στην δημοκρατία και ήταν διατεθειμένη να την επιβάλει παντού.
Ξαμόλησαν την νέα χώρα με την καινούρια πίστη που την έλεγαν δημοκρατία και άρχισαν να σφάζουν από πιγκουΐνο Αλάσκας μέχρι πυγμαίο Ανταρκτικής. Φώναζαν οι σφαγμένοι λαοί, υπέφεραν οι γδαρμένοι αλλά η δημοκρατία-πλούτος πάνω απ’ όλα.
Όμως δεν ήξεραν πως την απόφαση την είχαν πάρει οι βασιλιάδες γιατί τόσα χρόνια η δημοκρατία της νέας χώρας καλά κέρδη έφερνε αλλά ήταν και πάρα πολύ κοστοβόρα. Ήταν και οι “δημοκρατικές διαδικασίες” χρονοβόρες για τις επεμβάσεις σε άλλα μέρη, ήταν και κάτι νέοι παίχτες που φάνηκαν στον πλανήτη και ήθελαν πλούτο, ήταν και αυτοί που νόμιζαν πως μπορούν να φωνάζουν εντός των τειχών, ήταν πολλά που έπρεπε να αλλάξουν.
Δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο, αυτόν τον τρόπο που χρησιμοποιούν οι βασιλιάδες αιώνες τώρα.-
Οι καλοί χριστιανοί, που πήγαν να φέρουν τον πλούτο στους βασιλιάδες τους, βρήκαν μια νέα γη και την ονόμασαν Αμερική. Δεν άφησαν πουλί πετούμενο όρθιο για του Χριστού την πίστη την αγία και άρχισαν να φέρνουν χρυσάφι και πλούτο αμύθητο στους αφεντάδες τους. Οι βασιλιάδες μετά για να τα έχουν καλά μοιρασμένα και να μη βγάζουν τα μάτια τους μεταξύ τους χώρισαν όλη την Αμερική σε κράτη δηλαδή σε χώρες και τις διαφέντευαν.
Την Νότια Αμερική την είχαν όσοι βασιλιάδες μίλαγαν τραγουδιστά και δεν έλεγαν Σίγμα, αλλά Θίγμα, π.χ “μόνο ο Χριστόθ Θώζει”. Την Βόρεια Αμερική όπου ήταν και πιο δύσκολη γιατί ζούσαν από παλιά κάτι άγριοι άθεοι που τους έλεγαν Ινδιάνους, την ανέλαβαν οι βασιλιάδες που κατάγονταν από την Αλεμανία αλλά ζούσαν στην χώρα των Τεϊοποτών.
Στα νότια με συνοπτικές διαδικασίες τούς έκαναν καλούς χριστιανούς και δουλευταράδες, ενώ στα βόρεια παρ’ όλο τον βαρύ και προχωρημένο εξοπλισμό που μετέφεραν οι άγριοι δεν έλεγαν να γίνουν καλοί χριστιανοί. Τους πήρε κάμποσο καιρό παραπάνω και τους εξαφάνισαν με σφαγές και γενοκτονίες. Τι να την έκαναν την ζωή χωρίς τον καλό Χριστούλη;
Εκεί λοιπόν, στα βόρεια όπου ο πλούτος ήταν και μπόλικος άρχισαν να μακελεύονται μεταξύ τους γιατί είχαν πλακώσει και κάτι τύποι που τους λέγανε Τουλιπάνθρωπους και κάτι άλλοι νηστικοί από την άλλη την Ευρώπη την φτωχιά, που πήραν των οματιών τους και πήγαν να βρουν ψωμί. Χαμός γινότανε και αφού ξεπάστρεψαν τους άγριους, άρχισαν να ξεπαστρεύονται μεταξύ τους. Οι βασιλιάδες ανησύχησαν όχι για το αίμα που έρεε ποτάμι αλλά γιατί μειώθηκαν τα κέρδη και έμαθαν πως αυτοί οι νέοι άποικοι κράταγαν και πλούτο για τον εαυτό τους. Τότε αποφάσισαν να τους κάνουν ένα μεγάλο κράτος. Και τα κατάφεραν. Αφού τους έβαλαν επίσημα να αλληλοσφαχτούν, τους έδωσαν και πατρίδα και πίστη σε μια σημαία διότι ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι μαζεμένο εκεί.
Αποφάσισαν μάλιστα να έχουν και πολίτευμα την Δημοκρατία για να νομίζουν πως οι ίδιοι αποφασίζουν για τις τύχες τους δηλαδή τον πλούτο. Μετά από κάποιες δυσκολίες κατάφεραν να πιστεύουν πως αυτή είναι η πατρίδα τους και πως είναι ελεύθεροι να απολαμβάνουν τον πλούτο με ένα κόλπο που το ονόμασαν Αμερικάνικο όνειρο. Η χώρα άνθισε και ο πλούτος έρεε προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι βασιλιάδες ευχαριστημένοι άρχισαν να κοιτάνε προς όλες τις μεριές του πλανήτη. Τα ήθελαν όλα. Τώρα μπορούσαν να τα έχουν πιο εύκολα γιατί και πλούτος υπήρχε και αμέτρητος στρατός αφού διέθεταν και μια ολάκερη χώρα που πίστευε στην δημοκρατία και ήταν διατεθειμένη να την επιβάλει παντού.
Ξαμόλησαν την νέα χώρα με την καινούρια πίστη που την έλεγαν δημοκρατία και άρχισαν να σφάζουν από πιγκουΐνο Αλάσκας μέχρι πυγμαίο Ανταρκτικής. Φώναζαν οι σφαγμένοι λαοί, υπέφεραν οι γδαρμένοι αλλά η δημοκρατία-πλούτος πάνω απ’ όλα.
Όμως δεν ήξεραν πως την απόφαση την είχαν πάρει οι βασιλιάδες γιατί τόσα χρόνια η δημοκρατία της νέας χώρας καλά κέρδη έφερνε αλλά ήταν και πάρα πολύ κοστοβόρα. Ήταν και οι “δημοκρατικές διαδικασίες” χρονοβόρες για τις επεμβάσεις σε άλλα μέρη, ήταν και κάτι νέοι παίχτες που φάνηκαν στον πλανήτη και ήθελαν πλούτο, ήταν και αυτοί που νόμιζαν πως μπορούν να φωνάζουν εντός των τειχών, ήταν πολλά που έπρεπε να αλλάξουν.
Δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο, αυτόν τον τρόπο που χρησιμοποιούν οι βασιλιάδες αιώνες τώρα.-
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου