Σύμφωνα με τον Δημόκριτο, ακόμα και η ψυχή αποτελείται από άτομα: από τα λεπτοφυέστερα και πιο ευκίνητα άτομα, που ο Δημόκριτος ονομάζει «άτομα της φωτιάς»· αυτό που εμείς χαρακτηρίζουμε συναισθήματα και επιθυμίες είναι οι κινήσεις των ατόμων της φωτιάς. Αλλά με βάση αυτή την αυστηρά υλιστική ψυχολογία ο Δημόκριτος ανέπτυξε μια έντονα ιδεαλιστική ηθική. Οι αισθησιακές απολαύσεις, λέει, σημαίνουν για την αληθινά ηθική συμπεριφορά ό,τι και οι αισθητηριακές εντυπώσεις για την αληθινή γνώση· η ευτυχία και η δυστυχία δεν εξαρτώνται από εξωτερικά πράγματα, αλλά από τον δαίμονα που φωλιάζει στα στήθια μας· οι θεοί δεν δίνουν στους ανθρώπους παρά μόνον αγαθά, αλλά η ανθρώπινη μωρία τα μετατρέπει σε δεινά. Ο Δημόκριτος εντοπίζει την αληθινή μακαριότητα στην ολιγάρκεια, στην αγνότητα της πράξης και του φρονήματος, στην καλλιέργεια του πνεύματος, που «στην ευτυχία είναι στολίδι, στη δυστυχία καταφύγιο», και πάνω απ’ όλα σ’ εκείνη την κατάσταση της χαρμόσυνης ψυχικής ηρεμίας, που τη χαρακτηρίζει με το ωραίο όνομα γαλήνη· την κατάσταση δηλαδή όπου η ψυχή είναι ατάραχη σαν την ακύμαντη θάλασσα.
Ο Δημόκριτος διδάσκει, ακόμα, ότι όποιος αδικεί είναι πιο δυστυχισμένος από αυτόν που αδικείται και ότι δεν πρέπει απλώς να μην κάνει κανείς το κακό, αλλά και να μη θέλει να το κάνει· πρέπει να ντρέπεται κανείς τον εαυτό του περισσότερο απ’ ό,τι τους άλλους και ν’ αποφεύγει το άδικο, αδιάφορο αν αυτό το ξέρει κάποιος ή όχι —μια σκέψη που είναι σχεδόν καντιανή.
Αν τα συνοψίσουμε όλα αυτά, βλέπουμε ότι ο Δημόκριτος ήταν θεωρητικός υλιστής, αλλά όχι πρακτικός υλιστής, και ότι το σύστημά του ήταν υλιστικό, αλλά όχι ρεαλιστικό. Αυτές οι δύο έννοιες συγχέονται συχνά μεταξύ τους, γιατί στη νεότερη φιλοσοφία συνήθως συμπίπτουν. Έτσι, όπως είναι γνωστό, η λέξη «επικούρειος» δεν σημαίνει σήμερα μόνο τον οπαδό του δημοκρίτειου ατομισμού, αλλά και τον λάτρη των αισθησιακών ηδονών. Αλλά, τουλάχιστο για τον ίδιο τον Επίκουρο, αυτός ο ορισμός δεν αληθεύει. Ακόμα μεγαλύτερες παρανοήσεις υπάρχουν γύρω από το δεύτερο σκέλος. Μπορεί να είναι κανείς υλιστής, δηλαδή να πιστεύει ότι δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο παρά μόνον η ύλη, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι πιστεύει αναγκαία στην πραγματικότητα του κόσμου των φαινομένων. Αυτή η αστόχαστη, ρηχή αντίληψη χαρακτηρίζει μόνο μια ορισμένη τάση του υλισμού, τη σύγχρονη, επειδή όμως είναι η γνωστότερη τη θεωρούμε γενικά ως τη μοναδική. Το πειστικότερο παράδειγμα για το αντίθετο είναι ο Δημόκριτος. Οι δύο μοναδικές οντότητες που αναγνωρίζει ως πραγματικές, τα άτομα και ο κενός χώρος, δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά με τις αισθήσεις. Άλλωστε, ο Δημόκριτος λέει κατηγορηματικά: «το δεν ου μάλλον εστί ή το μηδέν», δηλαδή το σώμα, ο κόσμος των ατόμων (το «δεν») δεν είναι περισσότερο υπαρκτό απ’ ό,τι το μηδέν (ο κενός χώρος), και κάπου αλλού λέει: «Στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τίποτα, γιατί η αλήθεια κρύβεται στο βάθος». Επομένως, ο Δημόκριτος δεν ήταν μόνο φαινομενοκράτης, αλλά γενικά αγνωστικιστής, και επίσης (πράγμα που μας εκπλήσσει περισσότερο απ’ όλα, προκειμένου για έναν υλιστή) αντι-εμπειριοκράτης. Τονίζει ότι η γνήσια γνώμη δεν μπορεί ποτέ να προκύψει από τις παραπλανητικές εντυπώσεις των αισθήσεων, που μας απομακρύνουν από την αλήθεια, παρά μόνον από του στοχασμό. Έχει μεγάλη σημασία να συνειδητοποιήσουμε ότι η κοσμοαντίληψη, στην οποία βασίζεται ακόμα και σήμερα η ακριβής επιστήμη, δε διαμορφώθηκε με πειραματικό, αλλά με καθαρά θεωρητικό τρόπο. Τα άτομα είναι ιδέες και η δημοκρίτεια φυσική δεν είναι λιγότερο μεταφυσική απ’ ό,τι η πλατωνική και η αριστοτέλεια.
Ο Δημόκριτος δεν αναφέρεται ποτέ από τον Πλάτωνα, ενώ από τον Αριστοτέλη μνημονεύεται μόνον επικριτικά. Λέγεται μάλιστα ότι ο Πλάτων ήθελε ν’ αγοράσει όλα τα γραφτά του Δημόκριτου και να τα κάψει. Αυτός ο θρύλος επαληθεύθηκε, από την άποψη ότι ο πλατωνισμός καταβρόχθισε πράγματι τον δημοκριτισμό σαν μια σατανική αίρεση, γιατί η φιλοσοφία δεν είναι καθόλου πιο ανεξίγνωμη από την Εκκλησία. Ίσως απ’ όλες τις απώλειες αρχαίων έργων αυτή να είναι η πιο λυπηρή, γιατί δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Δημόκριτος ήταν ένα πνεύμα ισάξιο του Πλάτωνα· ο Κικέρων μάλιστα υποστηρίζει ότι ακόμα και από υφολογική άποψη έστεκε στο ίδιο επίπεδο. Οι μεταγενέστεροι περιορίζονται αναγκαστικά να διακρίνουν το αμυδρό περίγραμμα ενός εκπληκτικού φαινόμενου: ότι σ’ εκείνη την ευλογημένη εποχή τα δύο μοναδικά συνεπή και ολοκληρωμένα φιλοσοφικά συστήματα, ο ιδεαλισμός και ο υλισμός, διαμορφώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα από δύο μεγαλοφυΐες, χάρη στις οποίες απόκτησαν τόση στιβαρότητα και στιλπνότητα, ώστε λάμπουν ακόμα στο στερέωμα της ανθρώπινης σκέψης, το ένα σαν κοντινός και γνώριμος ήλιος, το άλλο σαν ένα μακρινό αστέρι, που μόνο το αιώνιο φως του μαρτυρεί την ύπαρξή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου