«Έλληνας θα πει να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο: στάθι και οίκτιρον Σταμάτα και δάκρυσε, γιατί δεν ζω πια. Και όχι να σκαλίζεις πάνω σε σταυρούς κορακίστικα λόγια και νοήματα:προσδοκώ ανάσταση νεκρών. Έλληνας θα πει το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα. Και όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου.
Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κόχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σαν βερέμης. Ακόμη και ο Ελύτης, καθώς εγέρασε το ρίξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη. Έλληνας θα πει όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη θάλασσα. Και σαν πεθαίνεις, να μαζεύονται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί και να σε τραγουδάνε». Δ. Λιαντίνης
Το σημαντικό για τον Χριστιανισμό, δεν είναι ο Χριστός, αλλά η Εκκλησία
Η άποψή μου για τη θρησκεία είναι ίδια μ’ αυτή του Λουκρήτιου. Τη θεωρώ ως μια ασθένεια που γεννήθηκε από τον φόβο και ως πηγή ανείπωτης δυστυχίας στην ανθρώπινη φυλή. Δεν μπορώ, ωστόσο, ν’ αρνηθώ ότι έχει κάνει κάποιες συνεισφορές στον πολιτισμό. Βοήθησε τον πρώτο καιρό για τον καθορισμό του ημερολογίου, και αυτό προκάλεσε τους Αιγύπτιους ιερείς στο να καταγράψουν τις εκλείψεις με τόση προσοχή, ώστε με την πάροδο του χρόνου έγιναν ικανοί να τις προβλέπουν. Αυτές τις υπηρεσίες, είμαι έτοιμος να τις αναγνωρίσω, αλλά δεν ξέρω οποιεσδήποτε άλλες.
Η λέξη «θρησκεία» χρησιμοποιείται σήμερα με μια πολύ χαλαρή αίσθηση. Μερικοί άνθρωποι, κάτω από την επίδραση του ακραίου Προτεσταντισμού, χρησιμοποιούν τη λέξη για να υποδηλώσουν οποιεσδήποτε σοβαρές, προσωπικές πεποιθήσεις ως προς το ήθος ή τη φύση του σύμπαντος. Αυτή η χρήση της λέξης είναι μάλλον ανιστόρητη. Η θρησκεία είναι πρωτίστως ένα κοινωνικό φαινόμενο. Οι εκκλησίες μπορούν να έχουν την καταγωγή τους σε διδασκάλους με ισχυρές ατομικές πεποιθήσεις, αλλά πολύ σπάνια αυτοί είχαν επηρεάσει τις εκκλησίες που είχαν ιδρύσει, ενώ οι εκκλησίες είχαν τεράστια επιρροή επί των κοινοτήτων στις οποίες άνθησαν.
Να πάρουμε την περίπτωση που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα μέλη του δυτικού πολιτισμού: Η διδασκαλία του Ιησού, όπως εμφανίζεται στα Ευαγγέλια, έχει εξαιρετικά μικρή σχέση με την ηθική των χριστιανών. Το πιο σημαντικό πράγμα για τον Χριστιανισμό, από κοινωνικής και ιστορικής απόψεως, δεν είναι ο Χριστός, αλλά η Εκκλησία, και αν κρίνουμε τον Χριστιανισμό ως μια κοινωνική δύναμη, δεν πρέπει να πάμε στα Ευαγγέλια για το υλικό μας. Ο Χριστός δίδαξε ότι πρέπει να δώσετε τα αγαθά σας στους φτωχούς, ότι ΔΕΝ πρέπει να αγωνίζεστε, ότι ΔΕΝ πρέπει να πηγαίνετε στην εκκλησία και ότι ΔΕΝ πρέπει να τιμωρείτε τη μοιχεία.
Ούτε οι καθολικοί, ούτε οι προτεστάντες έχουν δείξει κάποια ισχυρή επιθυμία να ακολουθούν τη διδασκαλία του σε οποιαδήποτε από αυτές τις απόψεις. Μερικοί από τους φραγκισκανούς, είναι η αλήθεια, προσπάθησαν να διδάξουν το δόγμα της αποστολικής φτώχειας, αλλά ο πάπας τους καταδίκασε και το δόγμα τους θεωρήθηκε αιρετικό. Ή, πάλι, λάβετε υπόψιν ότι ένα τέτοιο κείμενο, όπως το «Μην κρίνετε για να μην κριθείτε» και αναρωτηθείτε τι επιρροή είχε, πάνω στην Ιερά Εξέταση και στην Κου Κλουξ Κλαν.
Ό,τι είναι η αλήθεια για τον Χριστιανισμό είναι εξίσου αλήθεια και για τον Βουδισμό. Ο Βούδας ήταν αξιαγάπητος και φωτισμένος· στο νεκροκρέβατό του, γέλασε με τους μαθητές του, που υποστήριζαν την άποψη ότι ήταν αθάνατος. Αλλά η βουδιστική ιεροσύνη -όπως υπάρχει, για παράδειγμα, στο Θιβέτ- έχει γίνει σκοταδιστική, τυραννική, και σκληρή στον μέγιστο βαθμό.
Δεν υπάρχει τίποτα τυχαίο, σε σχέση μ’ αυτή τη διαφορά, μεταξύ μιας εκκλησίας και του ιδρυτή της. Κοντά στην απόλυτη αλήθεια, που υποτίθεται ότι πρέπει να περιέχεται στα λεγόμενα ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, υπάρχει ένα σώμα εμπειρογνωμόνων για να ερμηνεύσει τα λόγια του, και αυτοί οι εμπειρογνώμονες αποκτούν την δύναμη του αλάνθαστου, δεδομένου ότι κρατούν το κλειδί για την αλήθεια. Όπως και κάθε άλλη προνομιούχα κάστα, χρησιμοποιούν τη δύναμή τους προς όφελός τους. Είναι όμως, από μια άποψη, χειρότερη από οποιαδήποτε άλλη προνομιακή κάστα, δεδομένου ότι η δική τους δουλειά είναι να αναπτύξουν μια αναλλοίωτη αλήθεια, που αποκαλύπτεται μια για πάντα με απόλυτη τελειότητα, έτσι ώστε να γίνονται αναγκαστικά αντίπαλοι σε κάθε πνευματική και ηθική πρόοδο.
Η Εκκλησία αντιτέθηκε στον Γαλιλαίο και στον Δαρβίνο. Στις ημέρες μας αντιτίθεται στον Φρόιντ. Στις μέρες του απόγειου της εξουσίας της, πήγε σε περαιτέρω αντίθεση με την πνευματική ζωή. Ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας, έγραψε σε έναν συγκεκριμένο επίσκοπο, μια επιστολή, η οποία άρχιζε ως εξής: «Μια αναφορά έφτασε σ’ εμάς, την οποία δεν μπορούμε να αναφέρουμε, χωρίς να σημειώσουμε με κόκκινο χρώμα, ότι εσύ δίδαξες γραμματική σε ορισμένους φίλους». Ο επίσκοπος ήταν υποχρεωμένος, από την αρχιερατική αρχή, να απόσχει από αυτήν την κακή εργασία, και η λατινικότητα δεν ανέκαμψε μέχρι την Αναγέννηση. Όχι μόνο πνευματικώς, αλλά και ηθικώς, η θρησκεία είναι ολέθρια. Εννοώ με αυτό, ότι διδάσκει τους ηθικούς κώδικες που Δ Ε Ν είναι ευνοϊκοί για την ανθρώπινη ευτυχία.
Όταν τέθηκε ένα δημοψήφισμα στη Γερμανία, με το ερώτημα, εάν οι έκπτωτοι των βασιλικών οίκων θα έπρεπε ακόμη να μπορούν να απολαμβάνουν την περιουσία τους, οι εκκλησίες στη Γερμανία δήλωσαν επίσημα ότι ενδεχόμενη στέρηση, θα ήταν αντίθετη προς την διδασκαλία του Χριστιανισμού. Η Εκκλησία, όπως όλοι γνωρίζουν, αντιτάχθηκε στην κατάργηση της δουλείας και σε όσους τολμούσαν να την θίξουν, όπως επίσης και στις μέρες μας, αντιτίθεται σε κάθε κίνηση προς την οικονομική δικαιοσύνη, πέραν μερικών, καλά διαφημιζόμενων, εξαιρέσεων. Ο πάπας καταδίκασε επισήμως τον Σοσιαλισμό.
Χριστιανισμός και σεξ
Οπωσδήποτε, το χειρότερο χαρακτηριστικό της χριστιανικής θρησκείας είναι η στάση της απέναντι στο σεξ –μια στάση τόσο μακάβρια και αφύσικη, που μπορεί να κατανοηθεί μόνο όταν λαμβάνεται υπόψιν σε σχέση με την αρρώστια του πολιτισμένου κόσμου την εποχή της παρακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ακούμε μερικές φορές, να λέγεται ότι ο Χριστιανισμός βελτίωσε την κατάσταση της γυναίκας. Αυτή είναι μία απ’ τις πιο εξώφθαλμες διαστροφές της ιστορίας, που θα μπορούσαν να γίνουν. Είναι αδύνατον, οι γυναίκες να απολαμβάνουν μια ανεκτή θέση σε μια κοινωνία όπου θεωρείται μεγίστης σημασίας η συμμόρφωσή τους με έναν πολύ αυστηρό κώδικα ηθικής. Οι μοναχοί πάντα θεωρούσαν την γυναίκα ως πειρασμό και εμπνευστή βρόμικων επιθυμιών.
Η διδασκαλία της Εκκλησίας ήταν -και ακόμα είναι- ότι η παρθενία είναι καλύτερη, αλλά για όσους την βρίσκουν αδύνατη, ο γάμος είναι επιτρεπτός. «Είναι καλύτερα να παντρευτείς απ’ το να καείς», όπως το θέτει ο απόστολος Παύλος. Κάνοντας τον γάμο αιώνιο και θέτοντας την σφραγίδα της γνώσης τής «ars amandi» (τέχνη της αγάπης), η Εκκλησία έκανε ότι μπορούσε για να εξασφαλίσει ότι η μόνη μορφή σεξ που θα επιτρεπόταν, θα περιλάμβανε πολύ λίγη ευχαρίστηση αλλά πολύ πόνο. Η εναντίωση στον έλεγχο των γεννήσεων (άμβλωση και αντισύλληψη) έχει στην πραγματικότητα το ίδιο κίνητρο: Εάν μια γυναίκα γεννά ένα παιδί τον χρόνο, μέχρι να πεθάνει εξουθενωμένη, δεν θα αντλεί πολλή ευχαρίστηση απ’ τον έγγαμο βίο της· ως εκ τούτου, ο έλεγχος των γεννήσεων πρέπει ν’ αποθαρρύνεται.
Η αντίληψη της αμαρτίας, η οποία συνδέεται με τη χριστιανική ηθική, κάνει υπερβολικά μεγάλη ζημιά, δεδομένου ότι παρέχει στους ανθρώπους μια διέξοδο για τον σαδισμό τους, για τον οποίον πιστεύουν ότι είναι θεμιτός, ακόμη και ευγενής. Πάρτε για παράδειγμα το ζήτημα της πρόληψης της σύφιλης. Είναι γνωστό ότι εάν ληφθούν κατάλληλα μέτρα εκ των προτέρων, ο κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας μπορεί να γίνει αμελητέος. Οι χριστιανοί όμως εναντιώνονται στη διάδοση αυτής της γνώσης, επειδή θεωρούν καλό οι αμαρτωλοί να τιμωρούνται.
Είναι τόσο ισχυρή αυτή η πίστη, που επιθυμούν να δουν την τιμωρία των αμαρτωλών να επεκτείνεται στις γυναίκες και τα παιδιά τους. Στις μέρες μας, υπάρχουν στον κόσμο πολλές χιλιάδες παιδιά που υποφέρουν από εγγενή κληρονομική σύφιλη, τα οποία δεν θα είχαν γεννηθεί εάν δεν υπήρχε η επιθυμία των χριστιανών να τιμωρηθούν οι αμαρτωλοί. Δεν μπορώ να καταλάβω, πως δόγματα τα οποία μας οδηγούν σε τέτοια διαβολική σκληρότητα, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν καλή επίδραση στην ηθική.
Δεν είναι μόνο η στάση των χριστιανών απέναντι στην σεξουαλική συμπεριφορά, αλλά και η αντιμετώπιση της γνώσης των σεξουαλικών θεμάτων, που είναι επικίνδυνη για την ανθρώπινη ευημερία. Καθένας που έχει κάνει τον κόπο να μελετήσει το θέμα με αμερόληπτο πνεύμα, ξέρει ότι η τεχνητή άγνοια που προσπαθούν να επιβάλλουν στα παιδιά οι ορθόδοξοι χριστιανοί, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για τη σωματική και την ψυχική υγεία, και προκαλεί σε όσους αντλούν τη γνώση τους μέσα από «ακατάλληλες» συζητήσεις, όπως κάνουν τα περισσότερα παιδιά, μία αντίληψη που θεωρεί το σεξ, απρεπές και γελοίο.
Δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει κάποια άμυνα, απέναντι στη θέση, ότι η γνώση είναι ανεπιθύμητη. Δεν θα έβαζα εμπόδια στον τρόπο αύξησης της γνώσης σε οποιονδήποτε και σε οποιαδήποτε ηλικία. Αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση της σεξουαλικής γνώσης, υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά επιχειρήματα και με βαρύνουσα σημασία υπέρ της, παρά για οποιαδήποτε άλλη γνώση. Ένα άτομο είναι πολύ πιο απίθανο να συμπεριφερθεί συνετά όταν είναι ανίδεο για κάτι, παρά όταν καθοδηγείται, και είναι γελοίο να αποδίδουμε στους νέους μια αίσθηση αμαρτίας, επειδή έχουν μια φυσική περιέργεια για ένα σημαντικό ζήτημα.
Κάθε αγόρι δείχνει ενδιαφέρον για τα τρένα. Ας υποθέσουμε, ότι του λέγαμε πως το ενδιαφέρον για τα τρένα είναι κακό· ας υποθέσουμε, ότι κρατούσαμε δεμένα τα μάτια του όποτε βρισκόταν μέσα σε τρένο ή σιδηροδρομικό σταθμό· ας υποθέσουμε, ότι δεν επιτρέπαμε ποτέ να αναφερθεί η λέξη «τρένο» όταν ήταν μπροστά και διατηρούσαμε ένα αδιαπέραστο μυστήριο, ως προς τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρεται απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Το αποτέλεσμα δε θα ήταν ότι θα πάψει να ενδιαφέρεται για τα τρένα· αντιθέτως, θα ενδιαφερθεί περισσότερο από ποτέ, αλλά θα έχει μια νοσηρή αίσθηση αμαρτίας, επειδή το ενδιαφέρον του, τού έχει παρουσιαστεί ως κάτι ακατάλληλο.
Κάθε αγόρι θα μπορούσε με αυτόν τον τρόπο να γίνει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, νευρασθενικό. Αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει με το ζήτημα του σεξ, αλλά δεδομένου ότι το σεξ είναι πιο ενδιαφέρον απ’ τα τρένα, τα αποτελέσματα είναι χειρότερα. Σχεδόν κάθε ενήλικος, σε μια χριστιανική κοινότητα, είναι λίγο ή πολύ νευρικά ασθενής, ως αποτέλεσμα του ταμπού για την σεξουαλική γνώση κατά τα νεανικά του χρόνια.
Η αίσθηση της αμαρτίας που εμφυτεύεται, έτσι τεχνητά, είναι μια από τις αιτίες της σκληρότητας, δειλίας και βλακείας, στην μετέπειτα ζωή του. Δεν υπάρχει καμιά λογική βάση, κανενός είδους ή φύσεως, για να κρατάμε ένα παιδί στην άγνοια για οτιδήποτε επιθυμεί να γνωρίζει, είτε για το σεξ είτε για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Και ποτέ δεν θα έχουμε έναν πνευματικώς υγιή πληθυσμό, μέχρι να αναγνωριστεί αυτό το γεγονός κι εφαρμοστεί στην προσχολική εκπαίδευση των παιδιών, πράγμα το οποίο είναι αδύνατον, όσο η Εκκλησία είναι σε θέση να ελέγχει την εκπαιδευτική πολιτική.
Αφήνοντας αυτές τις, σχετικά λεπτομερείς, ενστάσεις κατά μέρος, είναι σαφές ότι οι τα θεμελιώδη δόγματα του Χριστιανισμού απαιτούν μια μεγάλου βαθμού ηθική διαστροφή, προκειμένου να τα αποδεχτεί κάποιος. Ο κόσμος, μας λένε, δημιουργήθηκε από έναν Θεό που είναι και καλός και παντοδύναμος. Πριν δημιουργήσει τον κόσμο, προέβλεψε όλον τον πόνο και τη δυστυχία που θα περιείχε. Ως εκ τούτου, είναι υπεύθυνος για όλα αυτά. Είναι ανώφελο να υποστηρίζεται ότι ο πόνος σε αυτόν τον κόσμο, υπάρχει εξαιτίας της αμαρτίας. Κατ’ αρχάς, αυτό δεν είναι αληθές.
Δεν είναι η αμαρτία που προκαλεί την υπερχείλιση των ποταμών ή τις εκρήξεις των ηφαιστείων. Αλλά ακόμα και εάν ήταν αληθές, δεν θα έκανε καμμία διαφορά. Εάν επρόκειτο να κάνω ένα παιδί, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι το παιδί θα γίνει ένας μανιακός ανθρωποκτόνος, τότε θα ήμουν υπεύθυνος για τα εγκλήματά του. Εάν ο Θεός γνώριζε εκ των προτέρων τις αμαρτίες για τις οποίες θα ήταν ένοχος ο άνθρωπος, τότε θα ήταν σαφώς υπεύθυνος για όλες τις συνέπειες αυτών των αμαρτιών, από τη στιγμή που αποφάσισε να δημιουργήσει τον άνθρωπο. Το συνηθισμένο χριστιανικό επιχείρημα είναι ότι ο πόνος στον κόσμο, αποτελεί κάθαρση για την αμαρτία κι ως εκ τούτου είναι καλό πράγμα.
Φυσικά, αυτό το επιχείρημα, είναι ένας εξορθολογισμός του σαδισμού, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι ένα πολύ φτωχό επιχείρημα. Θα προσκαλούσα οποιονδήποτε χριστιανό να με συνοδεύσει στους θαλάμους παίδων οποιουδήποτε νοσοκομείου, για να παρακολουθήσει τον πόνο που βιώνουν εκεί και τότε να συνεχίσει στηρίζει τον ισχυρισμό του, ότι τα εν λόγω παιδιά είναι τόσο ηθικά εγκαταλειμμένα, ώστε να αξίζουν αυτά που υποφέρουν. Για να πει ένας άνθρωπος κάτι τέτοιο, θα πρέπει να έχει καταστρέψει μέσα του, κάθε συναίσθημα ελέους και συμπόνιας. Θα πρέπει, εν ολίγοις, να γίνει τόσο κακός, όσο κι ο Θεός στον οποίον πιστεύει. Κανένας άνθρωπος, ο οποίος πιστεύει ότι αξίζει να πάσχει ο κόσμος, δεν μπορεί να κρατήσει τις ηθικές του αξίες αλώβητες, αφού πάντα θα πρέπει να βρίσκει δικαιολογίες για τον πόνο και την δυστυχία.
Εντονες ενστάσεις για τη θρησκεία
Οι ενστάσεις για τη θρησκεία είναι δύο ειδών: Πνευματική και ηθική. Η πνευματική ένσταση συνίσταται στο ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε πως η οποιαδήποτε θρησκεία πρεσβεύει την αλήθεια· η ηθική αντίρρηση έγκειται στο ότι οι θρησκευτικοί κανόνες χρονολογούνται από την εποχή που οι άνθρωποι ήταν πιο σκληροί από ότι είναι τώρα, και ως εκ τούτου, τείνουν να διαιωνίζουν απανθρωπιές, τις οποίες η ηθική συνείδηση της εποχής θα ξεπερνούσε διαφορετικά.
Να πάρουμε την πνευματική ένσταση πρώτα: Υπάρχει κάποια τάση στην πρακτική εποχή μας, να θεωρείται ότι δεν έχει σημασία εάν η θρησκευτική διδασκαλία εκφράζει την αλήθεια ή όχι, δεδομένου ότι το σημαντικό ερώτημα είναι το κατά πόσον είναι χρήσιμη. Ένα ερώτημα δεν μπορεί, ωστόσο, να κριθεί χωρίς το άλλο. Εάν πιστεύουμε την χριστιανική θρησκεία, οι αντιλήψεις μας για το τι είναι καλό, θα είναι διαφορετικές από ό,τι θα είναι εάν δεν την πιστεύουμε.
Ως εκ τούτου, για τους χριστιανούς, οι επιδράσεις του Χριστιανισμού μπορεί να φαίνονται καλές, ενώ για τους άπιστους μπορεί να φαίνονται κακές. Επιπλέον, η στάση που θα έπρεπε κανείς να πιστέψει, όπως και μια τέτοια πρόταση, ανεξάρτητα από το κατά πόσον υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία υπέρ της, είναι μια στάση η οποία παράγει εχθρότητα για τις αποδείξεις και μας αναγκάζει να κλείσουμε το μυαλό μας σε κάθε γεγονός που δεν ταιριάζει στις προκαταλήψεις μας.
Ένας βέβαιος τύπος επιστημονικής ειλικρίνειας, είναι μια πολύ σημαντική ποιότητα, και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να υπάρχει σχεδόν σε κανέναν άνθρωπο που φαντάζεται ότι υπάρχουν πράγματα που είναι καθήκον του να τα πιστέψει. Δεν μπορούμε, επομένως, πραγματικά ν’ αποφασίσουμε αν η θρησκεία κάνει καλό, χωρίς να ερευνήσουμε το ζήτημα, του κατά πόσον η θρησκεία είναι αληθινή. Για τους χριστιανούς, τους μουσουλμάνους και τους Εβραίους, το πιο θεμελιώδες ερώτημα που εμπλέκεται στην αλήθεια της θρησκείας, είναι η ύπαρξη του Θεού.
Κατά τις ημέρες, όπου η θρησκεία θριάμβευε, η λέξη «Θεός» είχε μια απόλυτα σαφή έννοια, αλλά ως αποτέλεσμα των επιθέσεων των ορθολογιστών, η λέξη γίνεται όλο και πιο χλωμή, σε σημείο που να είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι εννοούν, όταν ισχυρίζονται ότι πιστεύουν στον Θεό. Ας λάβουμε όμως υπόψιν, για τον σκοπό του επιχειρήματος, τον ορισμό του Μάθιου Άρνολντ: «Μία αιώνια δύναμη, όχι εμείς, που αποδίδει δικαιοσύνη». Ίσως μπορούμε να το κάνουμε ακόμα πιο ασαφές, εάν ρωτήσουμε από τους εαυτούς μας, αν έχουμε κανένα αποδεικτικό στοιχείο του σκοπού σε αυτό το σύμπαν, εκτός από τους σκοπούς των έμβιων όντων στην επιφάνεια αυτού του πλανήτη.
Το σύνηθες επιχείρημα των θρήσκων ανθρώπων για το θέμα αυτό, έχει περίπου ως εξής: «Εγώ και οι φίλοι μου, είμαστε άτομα εκπληκτικής νοημοσύνης και αρετής. Είναι μάλλον απίθανο, ότι τόση πολύ νοημοσύνη και αρετή, θα μπορούσαν να προκύψουν κατά τύχην. Επομένως, πρέπει να υπάρχει κάποιος, τουλάχιστον τόσο έξυπνος και ενάρετος, όπως είμαστε εμείς, ο οποίος έθεσε την κοσμικό μηχανισμό σε κίνηση, με σκοπό την παραγωγή μας».
Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν θεωρώ αυτό το επιχείρημα τόσο εντυπωσιακό, όσο εκείνοι που το χρησιμοποιούν. Το σύμπαν είναι μεγάλο· ακόμη κι αν θέλουμε να πιστέψουμε τον Έντινγκτον, πιθανώς να μην υπάρχουν πουθενά αλλού στο σύμπαν, όντα τόσο ευφυή, όσο οι άνθρωποι. Αν λάβετε υπόψιν το συνολικό ποσό της ύλης στον κόσμο και το συγκρίνετε με το ποσό που σχηματίζει τα σώματα των νοημόνων όντων, θα δείτε ότι αυτά φέρουν ένα σχεδόν απειροελάχιστο ποσοστό από την πρώτη. Κατά συνέπεια, ακόμα κι αν είναι εξαιρετικά απίθανο, ότι οι νόμοι των πιθανοτήτων θα παράγουν έναν οργανισμό με ικανή νοημοσύνη, πέρα από μια περιστασιακή επιλογή των ατόμων, ωστόσο, είναι πιθανόν ότι θα υπάρξει στο σύμπαν, ένας πολύ μικρός αριθμός τέτοιων οργανισμών που μπορούμε πράγματι να βρούμε.
Έπειτα πάλι, θεωρείται ως το αποκορύφωμα σε μια τέτοια μεγάλη διαδικασία, που πραγματικά δεν μου φαινόμαστε αρκετά θαυμάσιοι. Φυσικά, γνωρίζω ότι πολλοί ιερωμένοι είναι πολύ πιο θαυμάσιοι από ό,τι είμαι εγώ, και ότι δεν μπορώ να εκτιμήσω πλήρως, μέχρι τώρα, την αξία τους που ξεπερνά τη δική μου. Παρ ‘όλα αυτά, ακόμη και μετά την πραγματοποίηση παραχωρήσεων στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ, ότι η Παντοδυναμία λειτουργώντας μέσω της αιωνιότητας, θα μπορούσε να παράξει κάτι καλύτερο. Και τότε θα πρέπει να συλλογιστούμε το γεγονός, ότι ακόμη και το αποτέλεσμα αυτό είναι μόνο ένα πυροτέχνημα.
Η γη δεν θα παραμένει πάντα κατοικήσιμη· η ανθρώπινη φυλή θα εκλείψει, και αν η κοσμική διαδικασία δικαιολογείται, το ίδιο στη συνέχεια θα πρέπει να το πράξει αλλού, εκτός από την επιφάνεια του πλανήτη μας. Ακόμα όμως κι αν αυτό θα συμβεί, πρέπει να σταματήσει αργά ή γρήγορα. Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής καθιστά σχεδόν αδύνατον να αμφιβάλλει κάποιος, ότι το σύμπαν υπολειτουργεί, και ότι τελικά τίποτα, με ελάχιστο ενδιαφέρον, θα είναι δυνατόν οπουδήποτε.
Φυσικά, είναι ανοιχτό σε μας να πούμε, ότι όταν έρθει εκείνη η ώρα, ο Θεός θα επανεκκινήσει τον μηχανισμό και πάλι· αλλά αν δεν το πούμε αυτό, μπορούμε να βασίσουμε τον ισχυρισμό μας μόνο στην πίστη, και όχι επάνω σ’ ένα ίχνος επιστημονικών στοιχείων. Μέχρι στιγμής, όπως τα επιστημονικά στοιχεία δείχνουν, το σύμπαν πορεύεται με αργές φάσεις σε ένα κάπως θλιβερό αποτέλεσμα σε αυτή τη γη και θα πορευθεί με ακόμη πιο θλιβερές φάσεις, σε μια κατάσταση καθολικού θανάτου. Αν αυτό το θεωρήσουμε ως ένδειξη ενός σκοπού, το μόνο που μπορώ να πω, είναι ότι ο σκοπός αυτός, είναι ένας σκοπός που δεν μου κάνει αίσθηση. Δεν βλέπω κανέναν λόγο, ως εκ τούτου, να πιστεύουν σε οποιοδήποτε είδος θεού, οπωσδήποτε ασαφή και κυρίως εξασθενημένο. Αφήνω στη άκρη τα παλιά μεταφυσικά επιχειρήματα, αφού οι ίδιοι οι θρησκευτικοί απολογητές τα έχουν εγκαταλείψει.
Η ψυχή και η αθανασία
Η χριστιανική έμφαση στην ατομική ψυχή είχε μια βαθιά επίδραση πάνω στην δεοντολογία των χριστιανικών κοινοτήτων. Είναι ένα δόγμα, ουσιαστικά παρόμοιο με εκείνο των στωικών, που προέκυψε στις δικές τους κοινότητες, οι οποίοι δεν μπορούσαν πλέον να τρέφουν πολιτικές ελπίδες. Η φυσική ώθηση του δραστήριου προσώπου, αξιοπρεπούς χαρακτήρα, είναι να προσπαθήσει να κάνει το καλό, αλλά αν έχει στερηθεί κάθε πολιτική δύναμη και κάθε δυνατότητα να επηρεάζει τα γεγονότα, θα εκτρέπεται από τη φυσική πορεία του και θα αποφασίσει ότι το σημαντικό είναι να είναι καλός. Αυτό είναι που συνέβη στους πρώτους χριστιανούς. Οδήγησε σε μια αντίληψη της προσωπικής αγιότητας, ως κάτι τελείως ανεξάρτητο από την ευεργετική δράση, δεδομένου ότι αγιότητα έπρεπε να είναι κάτι που θα μπορούσε να επιτευχθεί από ανθρώπους που ήταν ανίκανοι να δράσουν.
Επομένως, η κοινωνική αρετή ήρθε ως εξαίρεση από την χριστιανική ηθική.
Στις μέρες μας, οι συμβατικοί χριστιανοί πιστεύουν, ότι ο μοιχός είναι περισσότερο κακός, από έναν πολιτικό που παίρνει μίζες, αν και ο τελευταίος, κατά πάσα πιθανότητα, κάνει χίλιες φορές περισσότερο κακό. Η μεσαιωνική αντίληψη της αρετής, όπως βλέπει κανείς σε φωτογραφίες τους, ήταν κάτι άνοστο, αδύναμο, και συναισθηματικό. Ο πιο ενάρετος άνθρωπος, ήταν ο άνθρωπος ο οποίος αποσύρθηκε από τον κόσμο· μόνο οι άνθρωποι της δράσης, που θεωρήθηκαν ως άγιοι, ήταν αυτοί που σπατάλησαν τη ζωή και την ουσία των ζητημάτων τους πολεμώντας τους Τούρκους, όπως ο άγιος Λουδοβίκος.
Η Εκκλησία ποτέ δεν θα θεωρούσε έναν άνθρωπο ως άγιο, επειδή μεταρρύθμισε τα οικονομικά, ή το ποινικό δίκαιο, ή το δικαστικό σώμα. Τέτοιες απλές συνεισφορές στην ευημερία του ανθρώπου, θα έπρεπε να θεωρούνται ως άνευ σημασίας. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένας άγιος, σε ολόκληρο το ημερολόγιο, του οποίου η αγιότητα οφείλεται στην εργασία για την κοινή ωφέλεια. Με αυτό τον διαχωρισμό, ανάμεσα στο κοινωνικό και στο ηθικό πρόσωπο, οδηγήθηκαν σε έναν αυξανόμενο διαχωρισμό μεταξύ ψυχής και του σώματος, κάτι το οποίο έχει επιβιώσει στη χριστιανική μεταφυσική και στα συστήματα που προέρχονται από τον Καρτέσιο.
Μπορεί κάποιος να πει, σε γενικές γραμμές, ότι το σώμα αποτελεί το κοινωνικό και δημόσιο μέρος ενός ανθρώπου, ενώ η ψυχή αποτελεί το ιδιωτικό κομμάτι. Δίνοντας έμφαση στην ψυχή, η χριστιανική ηθική έχει γίνει, η ίδια, τελείως ατομικιστική. Νομίζω ότι είναι σαφές, ότι το τελικό αποτέλεσμα όλων των αιώνων του Χριστιανισμού ήταν να κάνουν τους ανθρώπους πιο εγωιστικούς, πιο κλειστούς στους εαυτούς τους, απ’ ότι τους έκανε η φύση.
Τα ερεθίσματα που φέρνουν φυσικά έναν άνθρωπο έξω από τα τείχη του Εγώ του, είναι αυτά του ερωτισμού, της μητρότητας, του πατριωτισμού ή το ένστικτο της αγέλης. Το σεξ, η Εκκλησία έκανε ό,τι μπορούσε για να το επικρίνει και να το υποβαθμίσει· την οικογενειακή στοργή την επέκρινε ο ίδιος ο Χριστός και ο κύριος όγκος των οπαδών του· ο πατριωτισμός δεν μπόρεσε να βρει θέση μεταξύ των πληθυσμών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας· και η πολεμική εναντίον της οικογένειας στα Ευαγγέλια είναι ένα θέμα που δεν έχει λάβει την προσοχή που αξίζει. Η Εκκλησία αντιμετωπίζει τη μητέρα του Ιησού με ευλάβεια, αλλά ο ίδιος επέδειξε μικρό μέρος αυτής της στάσης. «Τί κοινό υπάρχει ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εσένα, γυναίκα;» (Κατά Ιωάννην, 2: 4)· αυτός είναι ο τρόπος του μιλώντας γι ‘αυτήν.
Λέει επίσης, ότι έχει έρθει για να θέσει τον άνδρα ενάντια στον πατέρα του, την κόρη ενάντια στη μητέρα της, και την νύφη εναντίον της πεθεράς, και ότι αυτοί που αγαπούν τον πατέρα και τη μητέρα τους περισσότερο απ’ αυτόν, δεν είναι άξιοι γι’ αυτόν (Κατά Ματθαίον, 10: 35-37). Όλα αυτά σημαίνουν τη διάλυση του βιολογικού συγγενικού δεσμού για το καλό της πίστης -μία στάση, η οποία είχε μεγάλη σχέση με τη μισαλλοδοξία που ήρθε στον κόσμο με την εξάπλωση του Χριστιανισμού.
Αυτό ο ατομικισμός κορυφώθηκε με το δόγμα της αθανασίας της ψυχής του ατόμου, που στο εξής απολαμβάνει ατελείωτη ευτυχία, ανάλογα με τις περιστάσεις. Η διαφορά της σημασίας αυτών των περιστάσεων, ήταν κάπως περίεργη. Για παράδειγμα, αν πεθάνετε, αμέσως μετά ένας ιερέας ραντίζει νερό επάνω σας, ενώ προφέρει ορισμένες λέξεις, που θα σας κληρονομήσουν αιώνια ευδαιμονία. Ενώ, αν μετά από μια μακρά και ενάρετη ζωή, σας έτυχε να πληγείτε από κεραυνό σε μια στιγμή που χρησιμοποιούσατε χυδαία γλώσσα, επειδή είχαν κοπεί τα κορδόνια σας, θα κληρονομούσατε αιώνια βάσανα.
Δεν λέω ότι οι σύγχρονοι προτεστάντες χριστιανοί πιστεύουν αυτό, ούτε ίσως και οι σύγχρονοι καθολικοί χριστιανοί, που δεν έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση στη Θεολογία· αλλά θα πω ότι αυτό είναι το ορθόδοξο δόγμα, το οποίο σταθερά πίστευαν μέχρι πρόσφατα. Οι Ισπανοί σε Μεξικό και Περού, συνήθιζαν να βαφτίζουν τα βρέφη των Ινδιάνων και στη συνέχεια συνέτριβαν τα κεφάλια τους. Αυτό σήμαινε, ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα εξασφαλιζόταν πως αυτά τα βρέφη θα πήγαιναν στον Παράδεισο. Κανένας ορθόδοξος χριστιανός δεν μπορεί να βρει, μια οποιαδήποτε λογική αιτία για την καταδίκη της δράσης τους, αν και όλοι το κάνουν σήμερα. Με άπειρους τρόπους, το δόγμα της προσωπικής αθανασίας στη χριστιανική μορφή της, είχε καταστροφικές συνέπειες πάνω στην ηθική, και ο μεταφυσικός χωρισμός της ψυχής και του σώματος, είχε καταστροφικές συνέπειες πάνω στη φιλοσοφία.
Οι πηγές της μισαλλοδοξίας
Η μισαλλοδοξία που εξαπλώθηκε σ’ όλον τον κόσμο με την έλευση του Χριστιανισμού, είναι ένα από τα πιο περίεργα χαρακτηριστικά, λόγω, νομίζω, της εβραϊκής πίστης στην δικαιοσύνη και στην αποκλειστική αλήθεια του εβραϊκού Θεού. Το γιατί οι Εβραίοι θα έπρεπε να είχαν αυτές τις ιδιαιτερότητες, δεν το ξέρω. Μοιάζουν να έχουν αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας, ως αντίδραση εναντίον της προσπάθειας απορρόφησης των Εβραίων σε αλλοδαπούς πληθυσμούς.
Ωστόσο, μπορεί να είναι και το ότι οι Εβραίοι, και ειδικότερα οι προφήτες, έδωσαν έμφαση στην προσωπική δικαιοσύνη και την ιδέα ότι είναι κακό να ανεχθούν οποιαδήποτε θρησκεία, εκτός από μία. Οι δύο αυτές ιδέες είχαν μια εξαιρετικά καταστροφική συνέπεια στην δυτική ιστορία. Η Εκκλησία δημιουργήθηκε, κατά ένα μεγάλο μέρος, εξ αιτίας του διωγμού των χριστιανών από το ρωμαϊκό κράτος, πριν από την εποχή του Κωνσταντίνου. Αυτές οι διώξεις, όμως, ήταν ασήμαντες, διαλείπουσες και εντελώς πολιτικές. Διαχρονικά, από την εποχή του Κωνσταντίνου μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, οι χριστιανοί ήταν πολύ πιο έντονα διωκόμενοι από άλλους χριστιανούς, από ότι ήταν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες.
Πριν από την άνοδο του Χριστιανισμού, αυτή η διάθεση καταδίωξης ήταν άγνωστη στον αρχαίο κόσμο, πλην των Ιουδαίων. Αν διαβάσετε, για παράδειγμα, τον Ηρόδοτο, θα βρείτε μια μειλίχια και ανεκτική παρουσίαση των συνηθειών των ξένων εθνών που επισκέφθηκε. Μερικές φορές, είναι αλήθεια, ένα παράδοξο βάρβαρο έθιμο μπορεί να τον εκπλήσσει, αλλά σε γενικές γραμμές είναι δεκτικός στους ξένους θεούς και τα ξένα έθιμα. Δεν έχει το άγχος να αποδείξει ότι οι άνθρωποι που αποκαλούν τον Δία με άλλο όνομα, θα υποφέρουν με αιώνια τιμωρία και θα έπρεπε να καταδικαστούν σε θάνατο, προκειμένου η τιμωρία τους να μπορεί να αρχίσει το συντομότερο δυνατόν. Αυτή η στάση δεσμεύτηκε από τους χριστιανούς.
Είναι αλήθεια, ότι οι σύγχρονοι χριστιανοί είναι λιγότερο ισχυροί, αλλά αυτό δεν οφείλεται στον Χριστιανισμό· οφείλεται στις γενιές των ελεύθερα σκεπτόμενων ανθρώπων, οι οποίοι από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα, έχουν κάνει τους χριστιανούς να ντρέπονται για πολλές από τις παραδοσιακές πεποιθήσεις τους. Είναι διασκεδαστικό να ακούς τους σύγχρονους χριστιανούς να σου λένε, πόσο πράος και ορθολογικός είναι ο Χριστιανισμός, αγνοώντας το γεγονός, ότι αυτή η πραότητα και ο ορθολογισμός της, οφείλεται στη διδασκαλία των ανθρώπων, που κατά τις ημέρες τους, εκδιώχθηκαν από όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς.
Κανείς δεν πιστεύει σήμερα, ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε το 4004 π.κ.ε. αλλά όχι πολύ καιρό πριν, ο σκεπτικισμός σε αυτό το σημείο θεωρήθηκε ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Ο προ-προ-παππούς μου, αφού παρατήρησε το βάθος της λάβας στις πλαγιές της Αίτνας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος πρέπει να είναι μεγαλύτερος, ηλικιακά, απ’ ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί υποστήριζαν και δημοσίευσε την άποψή του σε ένα βιβλίο. Γι’ αυτό το αδίκημα, απομονώθηκε από την κομητεία και εξοστρακίστηκε από την κοινωνία. Αν αυτός ο άνθρωπος, βρισκόταν σε πιο ταπεινές περιστάσεις, η τιμωρία του θα ήταν αναμφίβολα πιο σοβαρή. Δεν αποτελεί εύσημο για τους ορθόδοξους χριστιανούς, το ότι δεν πιστεύουν πλέον όλες τις ανοησίες που πίστευαν 150 χρόνια πριν. Ο βαθμιαίος ευνουχισμός του χριστιανικού δόγματος έχει πραγματοποιηθεί, παρά την σθεναρή αντίσταση, και μόνο ως αποτέλεσμα των επιθέσεων από τους ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους.
Το δόγμα της ελεύθερης βούλησης
Η στάση των χριστιανών σχετικά με το θέμα του φυσικού νόμου έχει καταστεί, περιέργως, αμφιταλαντεύσιμη και αβέβαιη. Υπήρχε, αφ’ ενός, το δόγμα της ελεύθερης βούλησης, στο οποίο πίστευε, η μεγάλη πλειοψηφία των χριστιανών· και το δόγμα αυτό απαιτούσε, ότι οι πράξεις των ανθρώπων, τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να υπόκεινται στους φυσικούς νόμους. Υπήρξε, αφ’ ετέρου, ιδιαίτερα κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, μια πίστη στον Θεό, ως Νομοθέτη και του φυσικού νόμου, ως ένα από τα βασικά αποδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης ενός Δημιουργού.
Στην εποχή μας, η αντίρρηση ως προς τη κυριαρχία του νόμου προς όφελος της ελεύθερης βούλησης έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή εντονότερα, από την πίστη στον φυσικό νόμο που παρέχει απόδειξη για την ύπαρξη ενός Νομοθέτη. Οι υλιστές, χρησιμοποίησαν τους νόμους της Φυσικής για να αποδείξουν ή να επιχειρήσουν να δείξουν, ότι οι κινήσεις των ανθρώπινων σωμάτων καθορίζονται μηχανικά, και ότι, συνεπώς, όλα όσα λέμε και κάθε αλλαγή θέσης που επηρεάζουμε, εμπίπτουν στη σφαίρα της ενδεχόμενης ελεύθερης βούλησης. Εάν αυτό είναι έτσι, οτιδήποτε μπορεί να παραμείνει για την απρόσκοπτη θέλησή μας, έχει μικρή αξία.
Εάν, όταν ένας άνθρωπος γράφει ένα ποίημα ή διαπράττει φόνο, οι σωματικές κινήσεις περιλαμβάνονται στην πράξη του, αποτέλεσμα καθαρά από φυσικά αίτια, θα φαινόταν παράλογο να του στήσουμε ένα άγαλμα στη μία περίπτωση, και να τον κρεμάσουμε στην άλλη. Μπορεί σε ορισμένα μεταφυσικά συστήματα να παραμένει μια περιοχή της καθαρής σκέψης, στην οποία η βούληση θα είναι ελεύθερη, αλλά, εφόσον μπορεί να επικοινωνούν με άλλα, μόνο μέσω της σωματικής κίνησης, η κυριαρχία της ελευθερίας θα είναι κάτι που δεν θα μπορούσε να είναι το θέμα της επικοινωνίας και ποτέ δεν θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε σημασία από κοινωνική άποψη.
Στη συνέχεια, και πάλι, η εξέλιξη είχε μια σημαντική επιρροή επάνω στους χριστιανούς, που το έχουν αποδεχτεί. Έχουν δει, ότι δεν θα κάνουν αξιώσεις εκ μέρους του ανθρώπου, που είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες που γίνονται για λογαριασμό των άλλων μορφών ζωής. Ως εκ τούτου, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ελεύθερη βούληση στον άνθρωπο, έχουν αντιταχθεί σε κάθε προσπάθεια εξήγησης της συμπεριφοράς της ζώσας ύλης, από την άποψη των φυσικών και χημικών νόμων. Η θέση του Καρτέσιου, υπό την έννοια ότι όλα τα κατώτερα ζώα είναι αυτόματα, δεν βρίσκει πλέον την εύνοια των φιλελεύθερων θεολόγων.
Το δόγμα της συνέχειας, τους καθιστά διατεθειμένους να πάνε ένα βήμα παραπέρα ακόμα και να υποστηρίζουν ότι ακόμη και αυτό που ονομάζεται νεκρή ύλη, δεν είναι σταθερή για να διέπεται η συμπεριφορά της από αναλλοίωτους νόμους. Φαίνονται να έχουν παραβλέψει το γεγονός ότι, αν καταργηθεί η κυριαρχία του νόμου, θα καταργηθεί επίσης, η δυνατότητα των θαυμάτων, δεδομένου ότι τα θαύματα είναι πράξεις του Θεού, που αντιβαίνουν στους νόμους που διέπουν τα συνηθισμένα φαινόμενα. Μπορώ, όμως, να φανταστώ την σύγχρονη φιλελεύθερη Θεολογία, να υποστηρίζει με έναν αέρα εμβρίθειας, ότι όλη η δημιουργία είναι ένα θαύμα, έτσι ώστε δεν χρειάζεται πλέον να πιαστεί από ορισμένα περιστατικά, ως εξαιρετικές αποδείξεις της θείας επέμβασης.
Υπό την επίδραση αυτής της αντίδρασης, έναντι των φυσικών νόμων, ορισμένοι χριστιανοί απολογητές εποφθαλμιούν τις τελευταίες θεωρίες του ατόμου, οι οποίες τείνουν να αποδείξουν ότι οι φυσικοί νόμοι, που έχουμε μέχρι τώρα πιστέψει, έχουν μόνο κατά προσέγγιση και μέσο όρο αλήθειας, όπως εφαρμόστηκαν σε μεγάλο αριθμό ατόμων, ενώ το ατομικό ηλεκτρόνιο συμπεριφέρεται, λίγο πολύ, όπως θέλει. Δική μου πεποίθηση είναι, ότι αυτή είναι μια προσωρινή φάση, και ότι οι φυσικοί εγκαίρως θ’ ανακαλύψουν νόμους που θα διέπουν μικροσκοπικά φαινόμενα, αν και αυτοί οι νόμοι ενδέχεται να διαφέρουν σημαντικά από εκείνους των παραδοσιακών φυσικών.
Ωστόσο, αυτό που αξίζει να παρατηρήσουμε, είναι ότι για τα σύγχρονα δόγματα, τα μικροσκοπικά φαινόμενα δεν έχουν καμία σχέση με οτιδήποτε είναι πρακτικής σημασίας. Ορατές κινήσεις, και μάλιστα όλες οι κινήσεις που κάνουν οποιαδήποτε διαφορά για τον καθέναν, περιλαμβάνουν τόσο μεγάλο αριθμό ατόμων που έρχονται, το ίδιο καλά, και στο πεδίο εφαρμογής των παλαιών νόμων. Για να γράψουμε ένα ποίημα ή να διαπράξουμε έναν φόνο (επιστροφή στην προηγούμενη υπόθεσή μας), είναι απαραίτητο να μετακινήσουμε μια αξιόλογη μάζα μελανιού ή μολύβδου.
Τα ηλεκτρόνια που συνθέτουν το μελάνι, μπορεί να χορεύουν ελεύθερα γύρω από την αίθουσα χορού τους, αλλά η αίθουσα χορού ως ακέραιη που είναι, κινείται σύμφωνα με τους παλιούς νόμους της Φυσικής, και αυτό από μόνο του είναι ό,τι αφορά τον ποιητή και τον εκδότη του. Τα σύγχρονα δόγματα, ως εκ τούτου, δεν έχουν αξιόλογη σχέση με τα οποιαδήποτε προβλήματα του ανθρώπινου ενδιαφέροντος, με τα οποία ο θεολόγος ανησυχεί.
Κατά συνέπεια, το ερώτημα της ελεύθερης βούλησης, παραμένει ακριβώς εκεί που ήταν. Ό,τι μπορεί να θεωρηθεί σχετικά μ’ αυτό, ως θέμα έσχατης μεταφυσικής, είναι αρκετά σαφές ότι κανείς δεν το πιστεύει στην πράξη. Ο καθένας πίστευε πάντα, ότι είναι δυνατόν να εκπαιδεύσει τον χαρακτήρα· ο καθένας ήξερε πάντοτε ότι το αλκοόλ ή το όπιο θα έχουν κάποια συγκεκριμένη επίπτωση στη συμπεριφορά. Ο απόστολος της ελεύθερης βούλησης, υποστηρίζει ότι ένας άνθρωπος μπορεί με την δύναμη της θέλησης να αποφεύγει τη μέθη, αλλά δεν υποστηρίζει ότι, ένας μεθυσμένος άνθρωπος μπορεί να πει «άσπρη πέτρα ξέξασπρη», το ίδιο καθαρά, όπως εάν ήταν νηφάλιος.
Και όλοι όσοι έχουν κάνει ποτέ με παιδιά, γνωρίζουν ότι μια κατάλληλη διατροφή βοηθά περισσότερο στο να τα κάνει ενάρετα, από το πλέον εύγλωττο κήρυγμα στον κόσμο. Το ένα αποτέλεσμα που έχει το δόγμα της ελεύθερης βούλησης στην πράξη, είναι να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να ακολουθήσουν την γνώση της κοινής λογικής, στο ορθολογικό συμπεράσμά τους. Όταν ένας άνθρωπος ενεργεί με τρόπους που μας ενοχλούν, τον θεωρούμε κακοήθη, και αρνούμαστε να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι η ενοχλητική του συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα προγενέστερων αιτίων που, αν τα ακολουθήσετε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, θα σας πάνε πέρα από τη στιγμή της γέννησής του και, συνεπώς, σε συμβάντα για τα οποία δεν μπορεί να ευθύνεται, όπως κι αν βάλουμε να δουλέψει η φαντασία.
Κανένας άνθρωπος δεν αντιμετωπίζει ένα αυτοκίνητο, τόσο ανόητα όπως ο ίδιος αντιμετωπίζει ένα άλλο ανθρώπινο ον. Όταν το αυτοκίνητο δεν προχωρά, δεν αποδίδει την ενοχλητική συμπεριφορά του στην αμαρτία· δεν λέει: «Είσαι ένα κακό αυτοκίνητο, και δεν θα σου βάλω βενζίνη, μέχρι να προχωρήσεις». Προσπαθεί ν’ ανακαλύψει ποιο είναι το λάθος και να το διορθώσει. Ένας ανάλογος τρόπος αντιμετώπισης των ανθρώπων, ωστόσο, θεωρείται ότι είναι αντίθετος προς τις αλήθειες της άγιας θρησκείας μας. Και αυτό ισχύει ακόμη και στη θεραπεία των μικρών παιδιών.
Πολλά παιδιά έχουν κακές συνήθειες οι οποίες διαιωνίζονται από τιμωρία, αλλά μάλλον θα τις προσπερνούσαν αν έμεναν απαρατήρητες. Παρ ‘όλα αυτά, οι νοσηλεύτριες, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, θεωρούν ότι είναι σωστό να επιβάλουν τιμωρία, αν και με τον τρόπο αυτόν, διατρέχουν τον κίνδυνο να προκαλέσουν παραφροσύνη. Όταν έχει προκληθεί παραφροσύνη, αυτό αναφέρεται στα δικαστήρια ως απόδειξη της βλαπτικότητας της συνήθειας -όχι για τιμωρία. (Αναφέρομαι σε μια πρόσφατη ποινική δίωξη για βωμολοχία στην πόλη της Νέας Υόρκης).
Οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα της εκπαίδευσης, έχουν έρθει σε πολύ μεγάλο βαθμό, μέσα από τα σχέδια παραφρόνων και διανοητικά καθυστερημένων, επειδή δεν έχουν κριθεί ηθικά υπεύθυνοι για τις αποτυχίες τους και, ως εκ τούτου, αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη επιστημονικότητα από τα φυσιολογικά παιδιά. Μέχρι πολύ πρόσφατα κρίνονταν ότι, εάν ένα παιδί δεν μπορούσε να μάθει το μάθημά του, η κατάλληλη θεραπεία ήταν ραβδισμός ή μαστίγωμα. Αυτή η άποψη, έχει σχεδόν εξαφανιστεί στη θεραπεία των παιδιών, αλλά επιβιώνει στο ποινικό δίκαιο.
Είναι προφανές, ότι ένας άνθρωπος με μια ροπή προς το έγκλημα πρέπει να σταματήσει, αλλά έτσι πρέπει κι ένας άνθρωπος που λύσσα έχει και θέλει να δαγκώσει τους ανθρώπους, αν και κανείς δεν τον θεωρεί ηθικά υπεύθυνο. Ένας άνθρωπος που υποφέρει από πανούκλα πρέπει να απομονώνεται μέχρι να θεραπευθεί, αν και κανείς δεν τον θεωρεί κακό. Το ίδιο πράγμα πρέπει να γίνει με έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει μια τάση για την πλαστογραφία, αλλά δεν πρέπει να υπάρχει περισσότερη ιδέα περί ενοχής την μία περίπτωση σε σχέση με την άλλη. Και αυτό είναι μόνο η κοινή λογική, αν και είναι μια μορφή κοινής λογικής, στην οποία αντιτίθενται η χριστιανική ηθική και η μεταφυσική.
Για να κρίνουμε την ηθική επιρροή ενός θεσμού σε μια κοινότητα, πρέπει να εξετάσουμε το είδος της δυναμικής που ενσωματώνεται στον θεσμό και τον βαθμό στον οποίο ο θεσμός αυξάνει την αποτελεσματικότητα της δυναμικής στην εν λόγω κοινότητα. Μερικές φορές αυτή η δυναμική είναι προφανής, μερικές φορές είναι πιο κρυφή. Μια λέσχη ορειβατών, για παράδειγμα, προφανώς ενσωματώνει την τάση για περιπέτεια, και ωθεί την κοινωνία να ενσαρκώνει την τάση προς τη γνώση.
Η οικογένεια, ως θεσμός, ενσαρκώνει τη ζήλια και το γονική συναίσθημα· μια ομάδα ποδοσφαίρου ή ένα πολιτικό κόμμα εκφράζει την τάση προς την κατεύθυνση του ανταγωνισμού, αλλά οι δύο μεγαλύτεροι κοινωνικοί θεσμοί -δηλαδή, η Εκκλησία και το κράτος- είναι πιο πολύπλοκοι στα ψυχολογικά κίνητρά τους. Ο πρωταρχικός σκοπός του κράτους, είναι σαφώς η ασφάλεια, εναντίον αμφότερων, τόσο των εγχώριων εγκληματιών, όσο και των εξωτερικών εχθρών. Είναι ριζωμένο στην τάση των παιδιών να κουλουριάζονται όταν φοβούνται και να αναζητούν ένα ενήλικο πρόσωπο που θα τους δώσει μια αίσθηση ασφάλειας.
Η Εκκλησία έχει πιο σύνθετη προέλευση. Αναμφίβολα, η σημαντικότερη πηγή της θρησκείας είναι ο φόβος. Αυτό μπορεί να το δει κάποιος στις μέρες μας, δεδομένου πως οτιδήποτε προκαλεί συναγερμό κινδύνου, είναι ικανό να στρέψει τις σκέψεις των ανθρώπων στον Θεό. Μάχη, λοιμός και ναυάγιο, όλα τείνουν να κάνουν τους ανθρώπους θρήσκους. Η θρησκεία έχει, ωστόσο, κι άλλες εφέσεις πλην της τρομοκρατίας· απευθύνεται ειδικά στον ανθρώπινο αυτοσεβασμό μας.
Εάν ο Χριστιανισμός είναι η αλήθεια, οι άνθρωποι δεν είναι θλιβεροί, σαν τα σκουλήκια, όπως φαίνονται να είναι· παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τον Δημιουργό του σύμπαντος, ο οποίος μένει ικανοποιημένος με αυτούς όταν συμπεριφέρονται καλά και δυσαρεστείται όταν συμπεριφέρονται άσχημα. Αυτό είναι μια μεγάλη φιλοφρόνηση. Δεν πρέπει ν’ ασχολούμαστε με τη μελέτη μιας φωλιάς μυρμηγκιών, για να μάθουμε ποια από τα μυρμήγκια εκτελούν το καθήκον τους, και δεν θα πρέπει να σκεφτόμαστε, βεβαίως, να διαχωρίσουμε τα μεμονωμένα μυρμήγκια που ήταν απρόσεκτα και να τα βάλουμε στη φωτιά.
Αν ο Θεός το κάνει αυτό για εμάς, είναι μια φιλοφρόνηση για την σημασία μας· και είναι ακόμη μια ευχάριστη φιλοφρόνηση αν απονέμει, για το καλό μας, αιώνια ευτυχία στον Παράδεισο. Στη συνέχεια, υπάρχει η συγκριτική σύγχρονη αντίληψη, ότι η κοσμική εξέλιξη είναι σχεδιασμένη για να επιφέρει το είδος των αποτελεσμάτων που αποκαλούμε «καλό» -δηλαδή, το είδος των αποτελεσμάτων που μας δίνουν ευχαρίστηση. Εδώ πάλι, είναι κολακευτικό να υποθέσουμε ότι το σύμπαν ελέγχεται από ένα ον που συμμερίζεται τις προτιμήσεις και τις προκαταλήψεις μας.
Η ιδέα της δικαιοσύνης
Η τρίτη ψυχολογική τάση που είναι ενσωματωμένη στη θρησκεία, είναι αυτή που έχει οδηγήσει στην αντίληψη της δικαιοσύνης. Γνωρίζω ότι πολλοί ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι, αντιμετωπίζουν αυτή την αντίληψη με μεγάλο σεβασμό και υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να διατηρηθεί, παρά την παρακμή της δογματικής θρησκείας. Δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί τους σε αυτό το σημείο. Η ψυχολογική ανάλυση της ιδέας της δικαιοσύνης, μου φαίνεται ότι δείχνει, πως έχει τις ρίζες της σε ανεπιθύμητα πάθη και δεν θα έπρεπε να ενισχυθεί από την επίσημη έγκριση της λογικής.
Δικαιοσύνη και αδικία πρέπει να να λαμβάνονται υπόψιν μαζί· είναι αδύνατον να τονιστεί το ένα χωρίς να τονιστεί και το άλλο επίσης. Τώρα, τι είναι «αδικία» στην πράξη; Είναι, στην πράξη, η συμπεριφορά του είδους, που είναι δυσάρεστη στην αγέλη. Αποκαλώντας την, «αδικία», και με την διευθέτηση ενός πολύπλοκου συστήματος της ηθικής γύρω από αυτή την αντίληψη, η αγέλη δικαιολογεί την επιβολή τιμωρίας πάνω στα διάφορα πράγματα που αντιπαθεί η ίδια, ενώ την ίδια στιγμή, δεδομένου ότι η αγέλη είναι δίκαιη εξ ορισμού, ενισχύει την δική της αυτοεκτίμηση, την ίδια στιγμή, όταν αφήνει χαλαρή την τάση της στην σκληρότητα. Αυτή είναι η ψυχολογία του λιντσαρίσματος, και των άλλων τρόπων με τους οποίους οι εγκληματίες τιμωρούνται. Η ουσία της αντίληψης της δικαιοσύνης, λοιπόν, είναι να προσφέρει μια διέξοδο για τον σαδισμό υπό τον σκληρό μανδύα της δικαιοσύνης.
Αλλά, θα ειπωθεί, ο απολογισμός που δόθηκε για τη δικαιοσύνη είναι εξ ολοκλήρου ανεφάρμοστος στους Εβραίους προφήτες, ο οποίοι, τέλος πάντων, κατά την άποψή σας, εφηύραν την ιδέα. Υπάρχει αλήθεια σε αυτό: Η δικαιοσύνη στο στόμα των Εβραίων προφητών σημαίνει ό,τι εγκρίθηκε από αυτούς και τον Γιαχβέ. Βρίσκει κανείς την ίδια στάση που εκφράζεται στην «Πράξεις των αποστόλων», όπου οι απόστολοι γράφουν: «Φάνηκε εύλογο στο Άγιο Πνεύμα και σε μας…» (Πράξεις, 15: 28). Αυτό το είδος της προσωπικής βεβαιότητας ως προς τις προτιμήσεις και τις απόψεις του Θεού δεν μπορεί, ωστόσο, να αποτελέσει τη βάση του οποιουδήποτε θεσμού.
Αυτή ήταν πάντα η δυσκολία, με την οποία ο Προτεσταντισμός έπρεπε να αγωνισθεί: Ένας νέος προφήτης μπορούσε να υποστηρίζει ότι η αποκάλυψή του ήταν πιο αυθεντική από αυτές των προκατόχων του, και δεν υπήρχε τίποτα στη γενική θεώρηση του Προτεσταντισμού να δείξει ότι ο ισχυρισμός αυτός ήταν άκυρος. Ως εκ τούτου, ο Προτεσταντισμός χωρίζεται σε αναρίθμητες αιρέσεις, που αποδυναμώνει η μία την άλλη· και υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι σε εκατό χρόνια, ο Καθολικισμός θα είναι ο μόνος μάχιμος εκπρόσωπος της χριστιανικής πίστης.
Στην Καθολική Εκκλησία, η έμπνευση, όπως αυτή που απολάμβαναν οι προφήτες, έχει τη θέση της· αλλά αναγνωρίζεται ότι φαινόμενα που μοιάζουν μάλλον σαν γνήσια θεϊκή έμπνευση, μπορεί να είναι εμπνευσμένα από τον Διάβολο, και είναι δουλειά της Εκκλησίας να τα ξεχωρίσει, όπως είναι δουλειά των ειδημόνων της τέχνης να διακρίνουν έναν αυθεντικό Λεονάρντο Ντα Βίντσι, από μια πλαστογραφία. Με τον τρόπο αυτό, ταυτοχρόνως, θεσμοθετείται η αποκάλυψη. Δικαιοσύνη, είναι αυτό που η Εκκλησία εγκρίνει, και αδικία είναι αυτό που αποδοκιμάζει. Έτσι, το ουσιαστικό μέρος της αντίληψης της δικαιοσύνης είναι η αιτιολόγηση της αντιπάθειας της αγέλης.
Φαίνεται, επομένως, ότι οι τρεις ανθρώπινες παρορμήσεις που ενσωματώνονται στη θρησκεία, είναι ο φόβος, η έπαρση και το μίσος. Ο σκοπός της θρησκείας, μπορεί κανείς να πει κάποιος, είναι να δώσει έναν αέρα σεβασμού σε αυτά τα πάθη, με την προϋπόθεση ότι λειτουργούν σε ορισμένα κανάλια. Είναι επειδή, αυτά τα πάθη καθιστούν, στο σύνολό τους, για την ανθρώπινη δυστυχία, τη θρησκεία μια δύναμη για το κακό, δεδομένου ότι επιτρέπει στους ανθρώπους να επιδοθούν στα πάθη, χωρίς αυτοσυγκράτηση, αλλά όπου για την κύρωσή τους μπορούν, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό, να τα ελέγχουν.
Μπορώ να φανταστώ σε αυτό το σημείο μια ένσταση, όχι απαραίτητα από ορθόδοξους πιστούς, αλλά παρ ‘όλα αυτά, αξίζει να εξεταστεί. Το μίσος και ο φόβος, μπορεί να ειπωθεί, είναι ουσιώδη χαρακτηριστικά του ανθρώπου· η ανθρωπότητα πάντα τα αισθάνονταν και πάντοτε θα τα αισθάνεται. Το καλύτερο που μπορείτε να κάνετε μ’ αυτά, μπορώ να πω, είναι να τα κατευθύνετε σε ορισμένα κανάλια τα οποία είναι λιγότερο επιβλαβή, από ορισμένα άλλα κανάλια.
Ένας χριστιανός θεολόγος, μπορεί να πει ότι η θεραπεία τους από την Εκκλησία, είναι ανάλογη με τη θεραπεία της ερωτικής παρόρμησης, την οποία αποδοκιμάζει. Επιχειρεί να καταστήσει αβλαβή την λαγνεία, περιορίζοντάς την μέσα στα όρια του γάμου. Έτσι, μπορεί να ειπωθεί, πως εάν οι άνθρωποι θα πρέπει αναπόφευκτα να αισθάνονται μίσος, είναι καλύτερα να κατευθύνεται αυτό το μίσος ενάντια σε εκείνους που είναι πραγματικά επιβλαβείς, και αυτό είναι ό,τι ακριβώς κάνει η Εκκλησία με την αντίληψη που έχει για την δικαιοσύνη.
Σ’ αυτόν τον ισχυρισμό υπάρχουν δύο απαντήσεις: Μία σχετικά επιφανειακή και μία που οδηγεί στην ρίζα του ζητήματος. Η επιφανειακή απάντηση είναι ότι η αντίληψη της Εκκλησίας για την δικαιοσύνη δεν είναι η καλύτερη δυνατή· η βασική απάντηση είναι ότι το μίσος και ο φόβος μπορούν, με την σημερινή ψυχολογική γνώση μας και την βιομηχανική τεχνική μας, να εξαλειφθούν τελείως από την ανθρώπινη ζωή.
Να πάρουμε την πρώτη περίπτωση, πρώτα. Η αντίληψη της Εκκλησίας για την δικαιοσύνη, είναι κοινωνικά ανεπιθύμητη για διάφορους λόγους -πρώτον και κύριον, για την απαξίωση της νοημοσύνης και της επιστήμης. Αυτό το ελάττωμα κληρονομείται από τα Ευαγγέλια. Ο Χριστός μάς λέει να γίνουμε σαν τα μικρά παιδιά, αλλά τα μικρά παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν τον διαφορικό λογισμό, ή τις αρχές της οικονομίας, ή τις σύγχρονες μεθόδους για την καταπολέμηση ασθενειών. Η απόκτηση τέτοιων γνώσεων, δεν εντάσσεται στο καθήκον μας, σύμφωνα με την Εκκλησία.
Η Εκκλησία δεν ισχυρίζεται πλέον ότι η γνώση είναι από μόνη της αμαρτωλή -αν και το έπραξε στις μέρες της παντοδυναμίας της-, αλλά η απόκτηση της γνώσης, ακόμη και αν δεν είναι αμαρτωλή, είναι επικίνδυνη, διότι μπορεί να οδηγήσει στην υπεροψία του νου, και ως εκ τούτου στην αμφισβήτηση του χριστιανικού δόγματος. Πάρτε, για παράδειγμα, δύο ανθρώπους, όπου ο ένας εκ των οποίων έχει εξαλείψει τον κίτρινο πυρετό, σε κάποια τροπική περιοχή, αλλά στην πορεία της εργασίας του, έχει περιστασιακές σχέσεις με γυναίκες με τις οποίες δεν είναι παντρεμένος· ενώ ο άλλος είναι αργόσχολος και οκνηρός, γεννώντας ένα παιδί κάθε χρόνο, ώσπου η γυναίκα του πεθαίνει από την εξάντληση και αναλαμβάνει ο ίδιος την φροντίδα των παιδιών του, απ’ τα οποία, τα μισά πεθαίνουν από αίτια που είναι αδύνατον να προληφθούν, αλλά αυτός όμως ποτέ δεν επιδίδεται σε παράνομη ερωτική επαφή.
Κάθε καλός χριστιανός θα πρέπει να υποστηρίξει ότι ο δεύτερος από αυτούς τους άνδρες είναι πιο ενάρετος από τον πρώτο. Μια τέτοια στάση είναι, φυσικά, δεισιδαιμονική και σε πλήρη αντίθεση με την λογική. Κάτι ακόμη αναπόφευκτο αυτού του παραλογισμού, είναι το ότι η αποφυγή της αμαρτίας θεωρείται πιο σημαντική από τις θετικές αξίες, και η σημασία της γνώσης ως μια βοήθεια για μια ωφέλιμη ζωή δεν αναγνωρίζεται.
Η δεύτερη και πιο ουσιαστική ένσταση, που ασκείται στην αξιοποίηση του φόβου και του μίσους από την Εκκλησία, είναι ότι αυτά τα συναισθήματα μπορεί τώρα να εξαλειφθούν, σχεδόν εξ ολοκλήρου, από την ανθρώπινη φύση, με εκπαιδευτικές, οικονομικές, και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι η βάση, αφού οι άνθρωποι που νιώθουν μίσος και φόβος, θαυμάζουν, επίσης, αυτά τα συναισθήματα και επιθυμούν να τα διαιωνίζουν, αν και αυτός ο θαυμασμός και η επιθυμία πιθανότατα είναι ασυναίσθητα, όπως είναι στους κοινούς χριστιανούς.
Μια εκπαίδευση σχεδιασμένη για την εξάλειψη του φόβου δεν είναι καθόλου δύσκολο να δημιουργηθεί. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μεταχειριζόμαστε το παιδί με ευγένεια, να το βάλουμε σε ένα περιβάλλον, όπου η πρωτοβουλία είναι δυνατή χωρίς καταστροφικά αποτελέσματα, και να το σώσουμε από την επαφή με ενήλικες που έχουν παράλογες φοβίες, όπως το σκοτάδι, τα ποντίκια, ή την κοινωνική επανάσταση. Ένα παιδί, επίσης, θα πρέπει να μην υπόκειται σε αυστηρή τιμωρία, ή σε απειλές, ή σε σοβαρές και υπέρμετρες επιπλήξεις.
Για να σώσουμε ένα παιδί από το μίσος, είναι ένα κάπως πιο πολύπλοκο εγχείρημα. Οι καταστάσεις που προκαλούν τη ζήλοτυπία πρέπει, πολύ προσεκτικά, να αποφεύγονται μέσω της ευσυνείδητης και ακριβούς δικαιοσύνης, μεταξύ διαφορετικών παιδιών. Ένα παιδί πρέπει να αισθάνεται το ίδιο, το αντικείμενο της ένθερμης στοργής εκ μέρους ορισμένων, τουλάχιστον, ενηλίκων με τους οποίους έχει να κάνει, και δεν πρέπει να αποθαρρύνεται να επιδίδεται σε φυσικές δραστηριότητες και να εκφράζει τις απορίες του, εκτός όταν υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή του ή τίθεται θέμα υγείας. Ειδικότερα, δεν πρέπει να υπάρχουν προκαταλήψεις για την γνώση ερωτικών θεμάτων, ή για συζητήσεις θεμάτων, που οι παραδοσιακοί άνθρωποι θεωρούν ακατάλληλες. Αν αυτοί οι απλοί κανόνες εφαρμόζονται από την αρχή, το παιδί θα είναι άφοβο και φιλικό.
Οπωσδήποτε, με την είσοδο στην ενήλικη ζωή, ένα νεαρό άτομο, τόσο μορφωμένο, θα βρει τον εαυτό του βυθισμένο σε έναν κόσμο γεμάτον αδικία, γεμάτον σκληρότητα, γεμάτον εξαθλίωση που μπορεί να προληφθεί. Η αδικία, η σκληρότητα και η δυστυχία που υπάρχουν στον σύγχρονο κόσμο είναι μια κληρονομιά από το παρελθόν, και βασική πηγή τους είναι οι οικονομικές συνθήκες, αφού ο ανταγωνισμός ζωής και θανάτου για τα μέσα διαβίωσης, ήταν στο παρελθόν αναπόφευκτος. Δεν είναι όμως αναπόφευκτος στην εποχή μας. Με την παρούσα βιομηχανική τεχνική μας, μπορούμε, αν θέλουμε, να παρέχουμε μια ανεκτή διαβίωση για όλους.
Θα μπορούσαμε επίσης να εξασφαλίσουμε, ότι ο πληθυσμός του πλανήτη θα πρέπει να είναι στάσιμος, αν δεν παρεμποδιζόμασταν από την πολιτική επιρροή των εκκλησιών που προτιμούν πόλεμο, επιδημία και έλλειψη αντισύλληψης. Η γνώση υπάρχει, με την οποία η καθολική ευτυχία μπορεί να επιτευχθεί· το βασικό εμπόδιο για τη χρησιμοποίησή της για τον σκοπό αυτό, είναι η διδασκαλία της θρησκείας. Η θρησκεία αποτρέπει τα παιδιά μας από το να έχουν μια ορθολογιστική εκπαίδευση· η θρησκεία μάς εμποδίζει από την απομάκρυνση των βασικών αιτιών του πολέμου· η θρησκεία μάς αποτρέπει από την ηθικό δίδαγμα της επιστημονικής συνεργασίας, σε αντικατάσταση των παλαιών άγριων δογμάτων της αμαρτίας και της τιμωρίας. Είναι πιθανόν ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται στο κατώφλι μιας χρυσής εποχής, αλλά, αν είναι έτσι, θα πρέπει πρώτα να σκοτώσει τον δράκο που φυλάει την πόρτα, κι αυτός ο δράκος είναι η θρησκεία.
Επιστήμη και θρησκεία
Η διαμάχη μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, που άρχισε να οξύνεται τον δέκατο έκτο αιώνα, έχει συνεχιστεί, με διάφορες μορφές, μέχρι τις μέρες μας. Συγκρινόμενη με άλλους πολέμους, έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Σε κάθε μάχη ανεξαιρέτως νίκησε η επιστήμη· αλλά όταν, κατά συνέπεια, η θρησκεία εκκένωσε περιοχές που μέχρι τότε διεκδικούσε, οι μαχητές της εξήγησαν με αβρότητα ότι η διεκδίκηση δεν είχε έρεισμα και ότι η πραγματική επικράτεια της θρησκείας παρέμενε αλώβητη.
Αποτέλεσμα ήταν μια βαθύτατη αλλαγή στον χαρακτήρα της θρησκείας, η οποία έγινε βαθμηδόν πνευματικότερη, ηθικότερη, και λιγότερο δογματική. Όσον αφορά την επιστήμη, κάθε νέος κλάδος επαγωγικής γνώσης ήταν αναγκασμένος να αγωνιστεί σκληρά για την ύπαρξή του· ωστόσο, όταν κατέκτησε την ελευθερία του συχνά συμμάχησε με τη θρησκεία για να επιτεθεί εναντίον νέων επιστημών που δεν είχαν ακόμη το κύρος του νικητή. Η διαδικασία αυτή, στη θρησκεία και στην επιστήμη, συνεχίζεται ακόμη σήμερα.
Η επίθεση της επιστήμης εναντίον των δογμάτων, που ήσαν καθολικώς αποδεκτά στον χριστιανικό κόσμο στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα, έχει προχωρήσει, σε γενικές γραμμές, από τα έξω προς τα μέσα, αρχίζοντας με τα ουράνια, στη συνέχεια με τη γεωλογική ιστορία της γης, ύστερα με την προέλευση των μορφών της ζωής, ακολούθως με το ανθρώπινο σώμα, και τέλος με τον ανθρώπινο νου. Θα ξεκινήσω με μια σύντομη επισκόπηση αυτής της ιστορίας και ύστερα θα προσπαθήσω να ξεδιαλύνω τα ουσιώδη της διαμάχης καθώς αυτή εξελίσσεται σήμερα.
Ας δούμε πρώτα τι πίστευαν οι χριστιανοί προτού η επιστήμη αρχίσει τις επιθέσεις.
Υποστήριζαν ότι η γη είναι το κέντρο του σύμπαντος και περιβάλλεται από τα διάφορα ουράνια σώματα· πέρα από αυτά είναι ο έβδομος ουρανός, ενδιαίτημα του Θεού και των αγγέλων. Ό,τι βρίσκεται στους ουρανούς, από τη σελήνη και πάνω, είναι άφθαρτο· τα πράγματα που φθείρονται και πεθαίνουν είναι κάτω από τη σελήνη, αντίληψη από την οποία προέκυψε η λέξη «υποσελήνιος» (sublunary). Το σύμπαν δημιουργήθηκε προ έξι χιλιάδων περίπου ετών. !!!
Ο επίσκοπος Άσερ καθόρισε την ακριβή χρονολογία, το 4004 π.κ.ε., και ο Δρ Λάιτφουτ, αντιπρύτανις του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, ήταν ακόμη πιο ακριβής όταν αποφάνθηκε ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε στις 23 Οκτωβρίου, στις 9 το πρωί. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσή του και του έδωσε ελεύθερη βούληση, μολονότι είχε προβλέψει ότι η ελεύθερη βούληση θα οδηγούσε τους ανθρώπους στην αμαρτία και ότι η δικαιοσύνη θα απαιτούσε την τιμωρία των αμαρτωλών. Είπε στον Αδάμ και στην Εύα να μη φάνε τον καρπό ενός συγκεκριμένου δέντρου, αλλά εκείνοι τον έφαγαν· γι’ αυτό τους το έγκλημα, αυτοί και οι απόγονοί τους αξίζουν την αιώνιο τιμωρία στο πυρ της Κολάσεως.
Αφού περίμενε 4004 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων εξολόθρευσε όλα τα ανθρώπινα όντα εκτός από οκτώ σε έναν κατακλυσμό, ο Θεός, στο άπειρο έλεός του, αποφάσισε να μην πάνε μερικοί άνθρωποι στην Κόλαση αλλά η τιμωρία την οποία άξιζαν να επιβληθεί στον Θεό Υιό. Ορισμένοι από αυτούς που πίστεψαν ότι αυτό συνέβη πήγαν στον Παράδεισο αντί για την Κόλαση. Η αλήθεια για όλα τα θέματα θρησκευτικής σημασίας κατατίθεται στη Βίβλο, ή μπορεί να συναχθεί από όσα εκεί λέγονται, διότι η Βίβλος είναι ο λόγος του Θεού, τον οποίο υπαγόρευσε ο ίδιος στους συγγραφείς της.
Πολύ λίγα από αυτά είναι πιστευτά από τους σημερινούς χριστιανούς. Το δόγμα της ακαταμάχητης άγνοιας έχει κάνει ακόμη και ρωμαιοκαθολικούς να πιστεύουν ότι η σωτηρία είναι δυνατή ακόμη και εκτός Εκκλησίας. Η κοπερνίκειος αστρονομία είναι γενικώς αποδεκτή. Η χρονολογία 4004 π.κ.ε. εγκαταλείφτηκε κατ’ εντολήν των γεωλόγων. Οι περισσότεροι μορφωμένοι χριστιανοί δεν δέχονται πια την κυριολεκτική αλήθεια όλων όσα λέει η Βίβλος. Είναι γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να γίνει κληρικός της Εκκλησίας της Αγγλίας χωρίς να δώσει καταφατική απάντηση στην ερώτηση «Πιστεύεις ειλικρινά σε όλα όσα λέει η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη;», αλλά αναγνωρίζεται ότι όσοι δίνουν αυτή την απάντηση δεν είναι αναγκαίο να θεωρούνται απολύτως ειλικρινείς.
Οι σύγχρονοι χριστιανοί αγανακτούν αν κανείς υποθέσει ότι πιστεύουν ακόμη τις αρχαίες συνταγές, αλλά δεν αναγνωρίζουν επαρκώς ότι μόνο η πίεση της επιστήμης τους οδήγησε στη σημερινή, συγκριτικά έλλογη θέση. Είναι ουσιώδες για τη θρησκεία, καθώς την εννοούμε στη Δύση, να υποστηρίζει ότι το σύμπαν έχει έναν σκοπό που αφορά στον Άνθρωπο. Το ισχυρότερο πλήγμα σε αυτή την πεποίθηση ήταν και το πρώτο, η κοπερνίκειος αστρονομία. Αν το σύμπαν δημιουργήθηκε σε σχέση με τον άνθρωπο, είναι φυσικό ότι η γη στην οποία ενοικεί θα είναι το κέντρο του κόσμου.
Έγινε αντιληπτό όχι μόνο ότι αυτό δεν ισχύει, αλλά και ότι ο ήλιος είναι το κέντρο εκείνου του μέρους του κόσμου που είναι η γειτονιά μας, και ότι επίσης ο ήλιος είναι πολύ μεγαλύτερος από τη γη, και ότι είναι ένα μόνο αστέρι ανάμεσα σε αναρίθμητα, μυριάδες άστρα. Κάποιοι Έλληνες (ο Αρίσταρχος), που ήσαν μαθητές του Πυθαγόρα, είχαν διδάξει ότι η γη περιστρέφεται καθημερινώς γύρω από τον εαυτό της και ετησίως γύρω από τον ήλιο. Αλλά η άποψη αυτή δεν έγινε ευρέως αποδεκτή στην αρχαιότητα και ξεχάστηκε ωσότου ο Κοπέρνικος την επανέφερε. Πολύ συνετά, δεν εξέδωσε το βιβλίο του ωσότου ήταν έτοιμος να πεθάνει· το πρώτο αντίτυπο το πήρε στα χέρια του στο νεκροκρέβατο το 1543.
Καθώς ο Κοπέρνικος, τουλάχιστον σύμφωνα με το σημείωμα του εκδότη, δεν απέδειξε τη θεωρία του, αλλά διατύπωσε απλώς μια ενδιαφέρουσα υπόθεση, διέφυγε την επίσημη καταδίκη ωσότου ο Κέπλερ και ο Γαλιλαίος προσκόμισαν αποδείξεις. Ωστόσο, από την πρώτη στιγμή η αντίσταση των θρησκευτικών ηγετών στη νέα αστρονομία ήταν σφοδρή. Άλλωστε, δεν λέγεται στον 92° Ψαλμό ότι «Ό Κύριος εστερέωσεν την οικουμένην, ήτις ου σαλευθήσσεται»;
Ο Λούθηρος είπε: Οι άνθρωποι ακούνε έναν τυχάρπαστο αστρολόγο που προσπαθεί να τους αποδείξει ότι η γη είναι που κινείται, όχι οι ουρανοί ή το στερέωμα, ο ήλιος και η σελήνη. Όποιος θέλει να κάνει τον έξυπνο εφευρίσκει ένα νέο σύστημα, που υποτίθεται ότι είναι το καλύτερο από όλα τα συστήματα. Αυτός ο ανόητος θέλει να αντιστρέφει ολόκληρη την επιστήμη της αστρονομίας. Αλλά οι ιερές Γραφές μάς λένε ότι ο Ιησούς του Ναυή διέταξε τον ήλιο να σταθεί ακίνητος, όχι τη γη.
Και ο Καλβίνος είπε: «Ποιος θα τολμήσει να θέσει την αυθεντία του Κοπέρνικου πάνω από αυτήν του Αγίου Πνεύματος;». Αλλά σε γενικές γραμμές ο Κοπέρνικος δεν προσέλκυσε την προσοχή. Δεν προσκόμισε αποδείξεις για τη θεωρία του και, ως εκ τούτου, μπορούσαν να τον αγνοήσουν. Οι εργασίες του Γαλιλαίου ήταν που έκαναν την Καθολική Εκκλησία να αποκηρύξει ως αιρετική την κοπερνίκειο θεωρία, πρώτα το 1616 και ξανά το 1633. Η σφοδρότητα της επίθεσης ήταν μεγάλη.
Ο Ιησουίτης Ιντσόφερ, από τους πρωτοστάτες της αντίδρασης, είπε το 1631: Η άποψη για την κίνηση της γης είναι η απεχθέστερη από όλες τις αιρέσεις, η κακοηθέστερη, η πιο σκανδαλώδης. Η ακινησία της γης είναι τριπλά ιερή. Επιχειρήματα κατά της αθανασίας της ψυχής, της ύπαρξης του Θεού και της ενσάρκωσης του Λόγου, είναι πιο ανεκτά από το επιχείρημα ότι η γη κινείται.
Νομίζω ότι αυτός ο κληρικός είχε δίκιο, από τη δική του πλευρά. Τίποτα δεν υπονόμευσε τόσο την θεμελιώδη χριστιανική πεποίθηση ότι ο άνθρωπος είναι ο σκοπός της Δημιουργίας όσο η Αστρονομία. Ωστόσο, ο Νεύτωνας επέτυχε να συνδυάσει την ευσέβεια με την κοπερνίκειο θεωρία, εφόσον υποστήριζε ότι οι πλανήτες τέθηκαν σε αρχική τροχιά από -το χέρι του Θεού. Ο Λαπλάς, που δεν είχε ανάγκη την υπόθεση περί του Θεού, έκανε το επόμενο βήμα διατυπώνοντας την θεωρία του γαλαξιακού νεφελώματος, σύμφωνα με την οποία σχηματίστηκαν οι πλανήτες. Ίσως να δημιούργησε ο Θεός το νεφέλωμα, αλλά τούτο φαίνεται να είναι ένας πολύ πλάγιος τρόπος του Παντοδύναμου για να φτάσει στον άνθρωπο.
Μετά την Αστρονομία ήρθε η Γεωλογία
Τα απολιθώματα, και ενδείξεις ότι τα βουνά ήταν κάποτε κάτω από το νερό, θεωρήθηκαν ότι αποδεικνύουν τον Κατακλυσμό. Βαθμιαία όμως διαπιστώθηκε ότι η γη είναι πολύ πιο παλιά από όσο πιστευόταν. Οι «Αρχές της Γεωλογίας» του Τσαρλς Λάιελ, που εκδόθηκαν το 1830, ανέπτυξαν την εξελικτική θεωρία της Γεωλογίας και έπεισαν σχεδόν όλους τους επιστήμονες ότι χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να σχηματιστούν τα πετρώματα στην επιφάνεια της γης και ότι τα εξαλειφθέντα είδη της χλωρίδας και της πανίδας δεν είναι δυνατόν να χάθηκαν τόσο πρόσφατα όσο λέγεται ότι συνέβη ο Κατακλυσμός. Οι θεολόγοι αποκήρυξαν τον Λάιελ και για κάμποσο καιρό εθεωρείτο άνθρωπος κακοήθης, αλλά η εποχή των νομίμων διώξεων είχε πια παρέλθει.
Το επόμενο -και πολύ σημαντικό- βήμα ήταν η εφαρμογή της θεωρίας της εξέλιξης στην καταγωγή των ειδών. Ο Αριστοτέλης και η «Γένεση» συμφωνούσαν ότι τα διαφορετικά είδη είχαν δημιουργηθεί το καθένα ξεχωριστά, και η άποψη αυτή, αν και όχι αδιαφιλονίκητη, ήταν αποδεκτή από τους περισσότερους βιολόγους μέχρι τη δημοσίευση του βιβλίου του Δαρβίνου το 1859. Η θεωρία του Δαρβίνου έφτασε στους θεολόγους και στο αμόρφωτο κοινό ως η θεωρία που λέει ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο. Αυτό είναι απαράδεκτο. Η ψυχή των ανθρώπων είναι αιώνια, των πιθήκων δεν είναι.
Οι άνθρωποι έχουν μέσα τους την θεία αίσθηση του καλού και του κακού, ενώ οι πίθηκοι οδηγούνται μόνο από το ένστικτο. Αν οι άνθρωποι εξελίχτηκαν σταδιακά από τον πίθηκο, πότε ακριβώς απέκτησαν αυτά τα θεολογικώς σπουδαία χαρακτηριστικά; Ο επίσκοπος Γουίλμπερφορς εξαπέλυσε μύδρους εναντίον του Δαρβινισμού στη Βρετανική Εταιρεία το 1860 (η θεωρία της φυσικής επιλογής είναι απολύτως ασύμβατη με τον Λόγο του Θεού) αλλά εις μάτην· οι άνθρωποι δεν φοβούνταν πια τη δυσαρέσκεια της Εκκλησίας και η εξέλιξη των ζώων και των φυτών έγινε γρήγορα η γενικώς αποδεκτή θεωρία μεταξύ των βιολόγων.
Το χάσμα που δημιούργησε η Θεολογία μεταξύ του ανθρώπου και των κατώτερων ζώων σκιαγραφείται παραστατικά στη στάση του Πάπα Πίου IX έναντι της «Εταιρείας για την προστασία των ζώων από την σκληρότητα». Όταν ο Λόρδος Ότο Ράσελ τού ζήτησε να υποστηρίξει τους σκοπούς της εταιρείας, εκείνος απάντησε: «Αυτή η Εταιρεία δεν μπορεί να τύχει της υποστήριξης της Αγίας Έδρας, διότι έχει ιδρυθεί πάνω σε ένα θεολογικό σφάλμα, ήτοι ότι οι χριστιανοί έχουν καθήκον έναντι των ζώων». Ο οπαδός της εξελικτικής θεωρίας ήταν δύσκολο να υιοθετήσει τέτοια στάση, διότι δεν μπορεί να υπάρξει σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ του ανθρώπου και των ζώων.
Η αντικατάσταση της δεισιδαιμονίας από την επιστήμη στη θεραπεία του ανθρώπινου σώματος ήταν μια βαθμιαία διαδικασία. Στον Μεσαίωνα, η πανώλη εθεωρείτο μαρτυρία της θείας δυσαρέσκειας· μέχρι πρόσφατα, οι ψυχικές νόσοι αποδίδονταν σε δαιμόνια, όπως στα Ευαγγέλια. Πολλά οφείλονταν στη μαγεία και, μέχρι τα τέλη του δέκατου έβδομου αιώνα, αμέτρητες άκακες γυναίκες παραδόθηκαν στην πυρά. Ο Τόμας Μπράουν βοήθησε το 1641, ως δικαστής, να απαγχονιστούν δύο μάγισσες και σχεδόν έναν αιώνα αργότερα ο Γουέσλεϊ υποστήριξε ότι «το να αγνοήσουμε τη μαγεία σημαίνει να αγνοήσουμε τη Βίβλο».
Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Γουέσλεϊ είχε δίκιο, διότι η Βίβλος λέει «φαρμακούς ου περιποιήσετε». Οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι χριστιανοί, που πιστεύουν ακόμη ότι η Βίβλος είναι ηθικά ανεκτίμητη, έχουν την τάση να ξεχνούν αυτά τα κείμενα και τα εκατομμύρια των αθώων θυμάτων που είχαν μαρτυρικό θάνατο επειδή, κάποτε, οι άνθρωποι δέχθηκαν ανεπιφύλακτα τη Βίβλο ως οδηγό συμπεριφοράς.
Η χρήση νάρκωσης στην Ιατρική, αρχικά θεωρήθηκε ασεβής, ιδιαίτερα στη γέννα, διότι η Βίβλος αποφάνθηκε ότι οι ωδίνες του τοκετού είναι τιμωρία για το αμάρτημα της Εύας. Το 1591, μια Σκοτσέζα ονόματι Γιούφαμ Μάκαλεϊν, κάηκε στην πυρά διότι αναζήτησε ανακούφιση από τους πόνους του τοκετού· και τον δέκατο ένατο αιώνα η χρήση του χλωροφόρμιου από τον Σίμπσον καταδικάστηκε από πολλούς ιερείς.
Ο Σίμπσον μπόρεσε να τους πείσει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να ναρκώσουμε άνδρες, διότι ο Θεός αποκοίμισε τον Αδάμ όταν «έλαβε μίαν των πλευρών αυτού» για να φτιάξει την Εύα· πολλοί όμως παρέμειναν αμετάπειστοι ως προς τους πόνους των γυναικών. Όσον αφορά τις ψυχικές παθήσεις, η πίστη στα δαιμόνια έκανε εύλογο τον βασανισμό των ασθενών για να εξοστρακιστεί ο δαίμονας. Η παρεμπόδιση του ύπνου ήταν συνήθης θεραπευτική αγωγή. Ακόμη και ο βασιλιάς της Αγγλίας Γεώργιος Γ’, όταν ήταν ανισόρροπος, έτρωγε ξύλο για να γίνει καλά. Μόνο στις μέρες μας η έλλογη θεραπεία των ψυχικών παθήσεων άρχισε να εφαρμόζεται.
Οι επιστήμες που ασχολούνται με την ψυχική ζωή του ανθρώπου, ήσαν οι τελευταίες που αναπτύχθηκαν και οι επιθέσεις τους εναντίον των θρησκευτικών πεποιθήσεων μόλις τώρα αρχίζουν. Οι ιστορικές επιστήμες έχουν δείξει ότι η «Γένεση», όχι μόνο δεν έχει ιστορική βάση αλλά και ότι έχει δανειστεί πολλά από τους βαβυλωνιακούς μύθους. Η κριτική έχει αποσαθρώσει την Βίβλο. Η Ανθρωπολογία έχει καταστήσει σαφές ότι πολλά στοιχεία της χριστιανικής ορθοδοξίας είναι επιβιώσεις πρωτόγονων αντιλήψεων. Αλλά καμμία από αυτές τις επιστήμες δεν είναι τόσο ολέθρια για τους σύγχρονους χριστιανούς όσο η επιστημονική ψυχολογία, καθόσον φαίνεται να αποδεικνύει ότι η παραδοσιακή έννοια της αμαρτίας είναι αβάσιμη.
Αρετή και αμαρτία είναι έννοιες που εξαρτώνται από την ελεύθερη βούληση· καθώς συνειδητοποιούμε τις αιτίες της συμπεριφοράς, οι έννοιες αυτές εξαφανίζονται. Είναι σύνηθες σήμερα, ακόμη και από τους φιλελεύθερους χριστιανούς, να συνιστάται μια επιεικής αντιμετώπιση του εγκλήματος (δηλ. της κοινωνικά απαράδεκτης συμπεριφοράς) με το σκεπτικό ότι είναι παράγωγο των κοινωνικών συνθηκών. Αλλά αυτοί που χρησιμοποιούν αυτό το επιχείρημα δεν αντιλαμβάνονται, κατά κανόνα, το εύρος του. Η κοινωνικά απαράδεκτη συμπεριφορά είναι επίσης παράγωγο προγενέστερων αιτιών. Ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου προσδιορίζεται από την βιολογία του, την κληρονομικότητα, το διαιτολόγιο, τους αδένες του, την παιδεία του, κ.λπ. Και αυτά είναι, οπωσδήποτε στα κρίσιμα χρόνια της παιδικής ηλικίας, πέρα από τον έλεγχό του.
Αν μεγαλώνοντας γίνει ένας άνθρωπος που κάνει κακό, δεν φταίει αυτός· αν πάλι γίνει ένας άνθρωπος που κάνει καλό, τούτο οφείλεται εξίσου σε αιτίες έξω από αυτόν. Δεν εννοώ ότι οι προσπάθειές του δεν είναι βασικοί κρίκοι στην αιτιώδη αλυσίδα που προσδιορίζει τις πράξεις του· αυτό που εννοώ είναι ότι οι ίδιες οι προσπάθειές του οφείλονται σε προγενέστερες περιστάσεις που τον έκαναν να είναι αυτός που είναι. Αν ο Θεός σχεδίασε τον κόσμο, ο Καλβίνος είχε δίκιο να λέει ότι μερικοί άνθρωποι είναι καταδικασμένοι εκ των προτέρων να είναι ενάρετοι και άλλοι να είναι κακοί· αλλά θα ήταν άδικο να επιβραβεύουμε τους μεν και να τιμωρούμε τους δε.
Ούτε το ποινικό μας δίκαιο, το οποίο, όπως εξελίχτηκε ιστορικά, είναι μια απόπειρα μίμησης της θείας δικαιοσύνης, φαίνεται να εμπνέεται από την έννοια της «αντάξιας τιμωρίας». Είναι φανερό ότι θα θέλαμε να μην εγκληματούν οι άνθρωποι, όπως θα θέλαμε να μη διαδίδουν τη χολέρα. Σε αυτούς που έχουν νοσήσει με χολέρα δεν τους επιτρέπουμε να κυκλοφορούν ελεύθερα, αλλά δεν τους θεωρούμε κακούς. Παρόμοια, μπορεί να είμαστε υποχρεωμένοι να περιορίσουμε την ελευθερία ενός εγκληματία, αλλά δεν θα έπρεπε να τον κατακρίνουμε, όπως δεν κατακρίνουμε τον χολεριασμένο.
Η θεωρία ότι οι πράξεις μας έχουν προγενέστερες αιτίες φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να έχει περισσότερες συνέπειες από όσες πράγματι έχει. Δεν εξυπακούεται ότι δεν χρειάζεται να καταβάλουμε προσπάθειες, αφού οι προσπάθειές μας αποτελούν αιτίες των πράξεών μας, όσο κι αν με τη σειρά τους έχουν άλλες αιτίες. Δεν έχει σχέση με το τι είναι ευκταίο. Δεν εξυπακούεται ότι πρέπει να αφήσουμε ελεύθερους τους ανθρώπους να διαπράττουν κοινωνικά απαράδεκτες πράξεις.
Το μόνο που υποστηρίζει είναι ότι, όταν φτιάχνουμε τους νόμους και το εθιμικό δίκαιο, θα πρέπει να στοχεύουμε στην κοινωνικά ευκταία διαγωγή, και ότι η τιμωρία αυτών που συμπεριφέρονται με τρόπο δυσάρεστο για τους άλλους δικαιολογείται μόνον ως πρόληψη, όχι επειδή οι κακοί αξίζουν την τιμωρία. Στην ορθόδοξη θεολογία η Κόλαση δεν αναμορφώνει τους αμαρτωλούς, αιτιολογείται μόνο στη βάση ότι η τιμωρία τούς πρέπει. Αυτή η αντίληψη είναι ανεπιστημονική.
Στην προτεσταντική ηθική η έννοια της «συνείδησης» έχει παίξει σπουδαίο ρόλο. Υποτίθεται ότι ο Θεός αποκαλύπτει σε κάθε ανθρώπινη καρδιά τι είναι καλό και τι κακό- αν δεν θέλουμε να αμαρτήσουμε, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να ακούμε τη φωνή μέσα μας. Ατυχώς, η συνείδηση λέει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Στον ένα λέει ότι πρέπει να πολεμήσει για τη χώρα του όταν ο εχθρός την απειλήσει, στον άλλο ότι η συμμετοχή στον πόλεμο είναι κακό. Στον Γεώργιο τον Γ’, είπε ότι ο όρκος που έδωσε όταν στέφθηκε βασιλεύς δεν του επέτρεπε την απονομή πλήρων δικαιωμάτων στους καθολικούς, στον Γεώργιο τον Δ’ δεν είπε τίποτα τέτοιο.
Άλλους τους οδηγεί στην επιδοκιμασία της λεηλασίας των πλούσιων από τους φτωχούς, την οποία υποστηρίζουν οι κομμουνιστές, και άλλους στην επιδοκιμασία της εκμετάλλευσης των φτωχών από τους πλούσιους, την οποία ασκούν οι καπιταλιστές. Κατά συνέπεια, η συνείδηση αποτυγχάνει ως οδηγός των πράξεών μας. Επιστημονικά, η συνείδηση είναι το συσσωρευμένο βάρος που οφείλεται σε αποδοκιμασία η οποία βιώθηκε ή φαντασιώθηκε στο παρελθόν, ιδιαίτερα στην παιδική ηλικία. Δεν έχει θεία καταγωγή, είναι παράγωγο της εκπαίδευσης, και μπορεί να διδαχθεί ως επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία κατά την κρίση των εκπαιδευτών.
Με όσα είπα προϋποθέτω τον ντετερμινισμό, θεωρώ δηλαδή ότι υπάρχουν επιστημονικοί νόμοι που μας επιτρέπουν, τουλάχιστον κατά προσέγγιση, να συνάγουμε ύστερα συμβάντα από προγενέστερα. Αυτή η προϋπόθεση ισχύει και στην επιστήμη και στην καθημερινή ζωή, μολονότι έχει αμφισβητηθεί θεολογικά και μεταφυσικά. Για πρώτη φορά μετά τον δέκατο έβδομο αιώνα υπάρχει μία σχολή φυσικών που την αμφισβητεί. Ο Έντινγκτον, κύριος εκπρόσωπος αυτής της σχολής, υποστηρίζει ότι η προφανής κανονικότητα που παρατηρείται στον μακρόκοσμο είναι θέμα μέσων όρων και δεν παρατηρείται στον μικρόκοσμο των ατόμων.
Αυτή η άποψη βασίζεται στην Κβαντομηχανική
Σύμφωνα με την κβαντική θεωρία, τα άτομα υφίστανται αλλαγές που συμβαίνουν σε χρόνους απροσδιόριστους και οι οποίες μπορεί να είναι μία από πολλές δυνατότητες. Μεταξύ ενός μεγάλου αριθμού ατόμων, ένα ποσοστό ατόμων που είναι δύσκολο να εντοπιστούν, σε δεδομένη στιγμή, υφίστανται κάποια από τις ενδεχόμενες αλλαγές, ακριβώς όπως κάποιο ποσοστό ατόμων του πληθυσμού θα πάθουν ιλαρά, ένα άλλο ποσοστό καρκίνο, κ.ο.κ. Αλλά προς το παρόν δεν γνωρίζουμε τίποτα που να μας καθιστά ικανούς να προσδιορίσουμε τη συμπεριφορά ενός συγκεκριμένου ατόμου, το μόνο που μπορούμε είναι να απαριθμήσουμε τις ενδεχόμενες αλλαγές.
Σε αυτή τη βάση, λέγεται ότι τα άτομα διαθέτουν κάτι σαν ελεύθερη βούληση, και ότι, σε έναν εγκέφαλο, μπορεί να υπάρχει μια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας η οποία θα προκαλέσει μια μετρήσιμη διαφορά στο αποτέλεσμα αν το δεδομένο άτομο επιλέξει αυτή την πορεία αντί μιας άλλης. Έτσι, ο Έντινγκτον παρακάμπτει την πεποίθηση ότι οι σωματικές μας ενέργειες ελέγχονται από τους νόμους της Φυσικής.
Εναντίον αυτής της άποψης θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί την αυθεντία· ο Αϊνστάιν, για παράδειγμα, πιστεύει στην αυστηρή αιτιοκρατία. Αλλά νομίζω ότι μπορούμε να είμαστε σαφέστεροι. Οι κβαντικοί νόμοι της συμπεριφοράς των ατόμων άρχισαν να μελετώνται το 1913· οι περισσότερες γνώσεις μας σχετικά με αυτούς αποκτήθηκαν μετά το 1925. Είναι φυσικό να μην τους γνωρίζουμε στην εντέλεια. Ένας νέος νόμος θα μπορούσε να δείξει ότι η συμπεριφορά των ατόμων είναι ντετερμινιστική. Ποιός μπορεί να ισχυριστεί ότι ένας τέτοιος νόμος δεν θα ανακαλυφθεί τα επόμενα χρόνια;
Αλλά, παραπέρα, αν τα άτομα απολαμβάνουν πράγματι κάποια, μέχρις ενός βαθμού, ιδιότροπη συμπεριφορά, αυτό έχει ευχάριστες συνέπειες; Δεν νομίζω. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, αν πράγματι δεν υπάρχουν νόμοι που να προσδιορίζουν ποια ακριβώς από ενδεχόμενες ενέργειες θα ακολουθήσει ένα άτομο, δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι εν γένει θα κάνει πράγματα που θα έχουν μάλλον αυτό το αποτέλεσμα και όχι το άλλο. Απλώς δεν γνωρίζουμε τι θα κάνει.
Ο Έντινγκτον μάλλον φαντάζεται -φυσικά, όχι ρητά- ότι αν τα άτομα κάνουν ό,τι θέλουν, θα κάνουν αυτό που θέλει αυτός. Αλλά δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι τα γούστα τους συμπίπτουν με τα δικά του και η γνήσια ιδιοτροπία δεν είναι συμβατή με τα γούστα γενικώς. Η ιδιοτροπία είναι μία έννοια που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, δεδομένου ότι όλες μας οι πράξεις έχουν κίνητρα και είναι, ως εκ τούτου, ντετερμινιστικές, όχι ιδιότροπες. Όσοι ενασμενίζονται να πιστεύουν ότι η φύση είναι λίγο-πολύ άνομη, μάλλον δεν αντιλαμβάνονται τι συνεπάγεται αυτή η άποψη.
Υπάρχει ένα ακόμη επιχείρημα εναντίον της πρακτικής εφαρμογής την οποία θέλει να συναγάγει ο Έντινγκτον από την ιδιοτροπία των ατόμων: Η ύπαρξη νόμων αιτιότητας στη συμπεριφορά των ατόμων και των ζώων. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται επισταμένη επιστημονική έρευνα. Αν αμφισβητείτε αυτά που λέω, θα σας συμβούλευα να τραβήξετε τη μύτη καθενός που συναντάτε στο δρόμο. Όταν πέσετε σε κάποιον που θα σας πει «Α, ευχαριστώ πάρα πολύ, σας παρακαλώ το ξανακάνετε;», τότε θα αρχίσω να σκέφτομαι ότι ίσως η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν υπόκειται σε νόμους. Στο μεταξύ, η αδυναμία της πρόβλεψης έχει επαρκώς εξηγηθεί, όπου υπάρχει, με την πολυπλοκότητα των φαινομένων.
Υπάρχουν κάποιοι, ιδιαίτερα βιολόγοι, που πρεσβεύουν ακόμη ότι βλέπουν σκοπό στην πορεία της φύσης. Λένε ότι το γαλαξιακό νεφέλωμα, ο σχηματισμός των πλανητών, τα εκατομμύρια χρόνια στη διάρκεια των οποίων η γη ψύχθηκε, και οι αιώνες των αιώνων στη διάρκεια των οποίων εξελίχτηκαν οι πρωτόγονες μορφές της ζωής, ήσαν ένα πρελούδιο για τη θριαμβική άνθιση την οποία παρατηρούμε σήμερα.
Ο σκοπός του Θεού τελικά αποκαλύφθηκε, με τον Χίτλερ και τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, με τους ανθρώπους που παρασκεύασαν δηλητηριώδη αέρια και τους πολιτικούς που απεργάζονται τον τρόμο του πολέμου. Ή, αν αυτό δεν συνιστά την πλήρη αποκάλυψη, μπορούμε να ελπίζουμε για το μέλλον στην εμφάνιση ηγετών που είναι ακόμη πιο ηγετικοί και δικτατόρων που είναι ακόμη πιο δικτατορικοί. Ακόμη και αν αυτή η ολοκλήρωση θεωρηθεί επαρκής, με τόσο μακρύ πρόλογο τι θα πούμε για τον επίλογο;
Η γη θα παγώσει και η ζωή θα εκλείψει
Μπορεί για λίγο να υπάρχει ζωή κάπου αλλού, αλλά το σύμπαν τείνει προς μία ενιαία θερμοκρασία και είμαστε αναγκασμένοι να υποθέσουμε ότι στο τέλος δεν θα υπάρχει ζωή πουθενά. Ούτως ή άλλως, δεν θα υπάρχει τίποτα να θρηνήσουμε και κανένας για να θρηνήσει. Αλλά το αποτέλεσμα, θα έλεγε κανείς, θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να χρειαστεί να δημιουργηθεί ο κόσμος. Αυτή η απόπειρα ενός αργόσχολου και παντοδύναμου όντος, δεν μου φαίνεται και τόσο επιτυχής. Αλλά, καθώς λέει η Βίβλος, άγνωστες οι βουλές του Κυρίου.
Το σύμπαν, καθώς το αποκαλύπτει η επιστήμη, είναι πολύ παλιό και πολύ μεγάλο. Ο πλανήτης μας, για πολύν καιρό αφότου αποχωρίστηκε από τον ήλιο, ήταν τόσο ζεστός που δεν μπορούσε να στηρίξει τη ζωή. Μετά από αναρίθμητους αιώνες, εμφανίστηκαν οι χημικοί συνδυασμοί που αποκαλούμε ζώσα ύλη και άρχισαν να γίνονται όλο και πιο πολύπλοκοι σύμφωνα με τους κοινούς χημικούς νόμους. Τελικά, με την ανάπτυξη των δομών, τα ζώντα σώματα διαμόρφωσαν εκείνη τη σχέση του παρόντος προς το παρελθόν που αποκαλούμε συνείδηση.
Αυτοί οι μικροί συνειδητοί σβώλοι στην επιφάνεια ενός μικροσκοπικού πλανήτη φαντάστηκαν κάποτε ότι είναι ο σκοπός του σύμπαντος κόσμου. Ήσαν τόσο ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους ώστε σκέφτηκαν ότι μόνο ένας παντοδύναμος Θεός θα μπορούσε να τους έχει δημιουργήσει και μόνο η δημιουργία τους θα μπορούσε να ικανοποιήσει τη θεία παντοδυναμία. Δεν γνωρίζω αν ο κόσμος δημιουργήθηκε από μία θεότητα, αλλά αν πράγματι είναι έτσι, δεν μπορώ να θεωρήσω τον άνθρωπο αποκορύφωμα της δημιουργίας και ειλικρινά ελπίζω ότι σε μια άλλη γωνιά του σύμπαντος υπάρχουν όντα πιο νοήμονα, πιο ελεήμονα και λιγότερο επηρμένα.
Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κόχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σαν βερέμης. Ακόμη και ο Ελύτης, καθώς εγέρασε το ρίξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη. Έλληνας θα πει όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη θάλασσα. Και σαν πεθαίνεις, να μαζεύονται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί και να σε τραγουδάνε». Δ. Λιαντίνης
Το σημαντικό για τον Χριστιανισμό, δεν είναι ο Χριστός, αλλά η Εκκλησία
Η άποψή μου για τη θρησκεία είναι ίδια μ’ αυτή του Λουκρήτιου. Τη θεωρώ ως μια ασθένεια που γεννήθηκε από τον φόβο και ως πηγή ανείπωτης δυστυχίας στην ανθρώπινη φυλή. Δεν μπορώ, ωστόσο, ν’ αρνηθώ ότι έχει κάνει κάποιες συνεισφορές στον πολιτισμό. Βοήθησε τον πρώτο καιρό για τον καθορισμό του ημερολογίου, και αυτό προκάλεσε τους Αιγύπτιους ιερείς στο να καταγράψουν τις εκλείψεις με τόση προσοχή, ώστε με την πάροδο του χρόνου έγιναν ικανοί να τις προβλέπουν. Αυτές τις υπηρεσίες, είμαι έτοιμος να τις αναγνωρίσω, αλλά δεν ξέρω οποιεσδήποτε άλλες.
Η λέξη «θρησκεία» χρησιμοποιείται σήμερα με μια πολύ χαλαρή αίσθηση. Μερικοί άνθρωποι, κάτω από την επίδραση του ακραίου Προτεσταντισμού, χρησιμοποιούν τη λέξη για να υποδηλώσουν οποιεσδήποτε σοβαρές, προσωπικές πεποιθήσεις ως προς το ήθος ή τη φύση του σύμπαντος. Αυτή η χρήση της λέξης είναι μάλλον ανιστόρητη. Η θρησκεία είναι πρωτίστως ένα κοινωνικό φαινόμενο. Οι εκκλησίες μπορούν να έχουν την καταγωγή τους σε διδασκάλους με ισχυρές ατομικές πεποιθήσεις, αλλά πολύ σπάνια αυτοί είχαν επηρεάσει τις εκκλησίες που είχαν ιδρύσει, ενώ οι εκκλησίες είχαν τεράστια επιρροή επί των κοινοτήτων στις οποίες άνθησαν.
Να πάρουμε την περίπτωση που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα μέλη του δυτικού πολιτισμού: Η διδασκαλία του Ιησού, όπως εμφανίζεται στα Ευαγγέλια, έχει εξαιρετικά μικρή σχέση με την ηθική των χριστιανών. Το πιο σημαντικό πράγμα για τον Χριστιανισμό, από κοινωνικής και ιστορικής απόψεως, δεν είναι ο Χριστός, αλλά η Εκκλησία, και αν κρίνουμε τον Χριστιανισμό ως μια κοινωνική δύναμη, δεν πρέπει να πάμε στα Ευαγγέλια για το υλικό μας. Ο Χριστός δίδαξε ότι πρέπει να δώσετε τα αγαθά σας στους φτωχούς, ότι ΔΕΝ πρέπει να αγωνίζεστε, ότι ΔΕΝ πρέπει να πηγαίνετε στην εκκλησία και ότι ΔΕΝ πρέπει να τιμωρείτε τη μοιχεία.
Ούτε οι καθολικοί, ούτε οι προτεστάντες έχουν δείξει κάποια ισχυρή επιθυμία να ακολουθούν τη διδασκαλία του σε οποιαδήποτε από αυτές τις απόψεις. Μερικοί από τους φραγκισκανούς, είναι η αλήθεια, προσπάθησαν να διδάξουν το δόγμα της αποστολικής φτώχειας, αλλά ο πάπας τους καταδίκασε και το δόγμα τους θεωρήθηκε αιρετικό. Ή, πάλι, λάβετε υπόψιν ότι ένα τέτοιο κείμενο, όπως το «Μην κρίνετε για να μην κριθείτε» και αναρωτηθείτε τι επιρροή είχε, πάνω στην Ιερά Εξέταση και στην Κου Κλουξ Κλαν.
Ό,τι είναι η αλήθεια για τον Χριστιανισμό είναι εξίσου αλήθεια και για τον Βουδισμό. Ο Βούδας ήταν αξιαγάπητος και φωτισμένος· στο νεκροκρέβατό του, γέλασε με τους μαθητές του, που υποστήριζαν την άποψη ότι ήταν αθάνατος. Αλλά η βουδιστική ιεροσύνη -όπως υπάρχει, για παράδειγμα, στο Θιβέτ- έχει γίνει σκοταδιστική, τυραννική, και σκληρή στον μέγιστο βαθμό.
Δεν υπάρχει τίποτα τυχαίο, σε σχέση μ’ αυτή τη διαφορά, μεταξύ μιας εκκλησίας και του ιδρυτή της. Κοντά στην απόλυτη αλήθεια, που υποτίθεται ότι πρέπει να περιέχεται στα λεγόμενα ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, υπάρχει ένα σώμα εμπειρογνωμόνων για να ερμηνεύσει τα λόγια του, και αυτοί οι εμπειρογνώμονες αποκτούν την δύναμη του αλάνθαστου, δεδομένου ότι κρατούν το κλειδί για την αλήθεια. Όπως και κάθε άλλη προνομιούχα κάστα, χρησιμοποιούν τη δύναμή τους προς όφελός τους. Είναι όμως, από μια άποψη, χειρότερη από οποιαδήποτε άλλη προνομιακή κάστα, δεδομένου ότι η δική τους δουλειά είναι να αναπτύξουν μια αναλλοίωτη αλήθεια, που αποκαλύπτεται μια για πάντα με απόλυτη τελειότητα, έτσι ώστε να γίνονται αναγκαστικά αντίπαλοι σε κάθε πνευματική και ηθική πρόοδο.
Η Εκκλησία αντιτέθηκε στον Γαλιλαίο και στον Δαρβίνο. Στις ημέρες μας αντιτίθεται στον Φρόιντ. Στις μέρες του απόγειου της εξουσίας της, πήγε σε περαιτέρω αντίθεση με την πνευματική ζωή. Ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας, έγραψε σε έναν συγκεκριμένο επίσκοπο, μια επιστολή, η οποία άρχιζε ως εξής: «Μια αναφορά έφτασε σ’ εμάς, την οποία δεν μπορούμε να αναφέρουμε, χωρίς να σημειώσουμε με κόκκινο χρώμα, ότι εσύ δίδαξες γραμματική σε ορισμένους φίλους». Ο επίσκοπος ήταν υποχρεωμένος, από την αρχιερατική αρχή, να απόσχει από αυτήν την κακή εργασία, και η λατινικότητα δεν ανέκαμψε μέχρι την Αναγέννηση. Όχι μόνο πνευματικώς, αλλά και ηθικώς, η θρησκεία είναι ολέθρια. Εννοώ με αυτό, ότι διδάσκει τους ηθικούς κώδικες που Δ Ε Ν είναι ευνοϊκοί για την ανθρώπινη ευτυχία.
Όταν τέθηκε ένα δημοψήφισμα στη Γερμανία, με το ερώτημα, εάν οι έκπτωτοι των βασιλικών οίκων θα έπρεπε ακόμη να μπορούν να απολαμβάνουν την περιουσία τους, οι εκκλησίες στη Γερμανία δήλωσαν επίσημα ότι ενδεχόμενη στέρηση, θα ήταν αντίθετη προς την διδασκαλία του Χριστιανισμού. Η Εκκλησία, όπως όλοι γνωρίζουν, αντιτάχθηκε στην κατάργηση της δουλείας και σε όσους τολμούσαν να την θίξουν, όπως επίσης και στις μέρες μας, αντιτίθεται σε κάθε κίνηση προς την οικονομική δικαιοσύνη, πέραν μερικών, καλά διαφημιζόμενων, εξαιρέσεων. Ο πάπας καταδίκασε επισήμως τον Σοσιαλισμό.
Χριστιανισμός και σεξ
Οπωσδήποτε, το χειρότερο χαρακτηριστικό της χριστιανικής θρησκείας είναι η στάση της απέναντι στο σεξ –μια στάση τόσο μακάβρια και αφύσικη, που μπορεί να κατανοηθεί μόνο όταν λαμβάνεται υπόψιν σε σχέση με την αρρώστια του πολιτισμένου κόσμου την εποχή της παρακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ακούμε μερικές φορές, να λέγεται ότι ο Χριστιανισμός βελτίωσε την κατάσταση της γυναίκας. Αυτή είναι μία απ’ τις πιο εξώφθαλμες διαστροφές της ιστορίας, που θα μπορούσαν να γίνουν. Είναι αδύνατον, οι γυναίκες να απολαμβάνουν μια ανεκτή θέση σε μια κοινωνία όπου θεωρείται μεγίστης σημασίας η συμμόρφωσή τους με έναν πολύ αυστηρό κώδικα ηθικής. Οι μοναχοί πάντα θεωρούσαν την γυναίκα ως πειρασμό και εμπνευστή βρόμικων επιθυμιών.
Η διδασκαλία της Εκκλησίας ήταν -και ακόμα είναι- ότι η παρθενία είναι καλύτερη, αλλά για όσους την βρίσκουν αδύνατη, ο γάμος είναι επιτρεπτός. «Είναι καλύτερα να παντρευτείς απ’ το να καείς», όπως το θέτει ο απόστολος Παύλος. Κάνοντας τον γάμο αιώνιο και θέτοντας την σφραγίδα της γνώσης τής «ars amandi» (τέχνη της αγάπης), η Εκκλησία έκανε ότι μπορούσε για να εξασφαλίσει ότι η μόνη μορφή σεξ που θα επιτρεπόταν, θα περιλάμβανε πολύ λίγη ευχαρίστηση αλλά πολύ πόνο. Η εναντίωση στον έλεγχο των γεννήσεων (άμβλωση και αντισύλληψη) έχει στην πραγματικότητα το ίδιο κίνητρο: Εάν μια γυναίκα γεννά ένα παιδί τον χρόνο, μέχρι να πεθάνει εξουθενωμένη, δεν θα αντλεί πολλή ευχαρίστηση απ’ τον έγγαμο βίο της· ως εκ τούτου, ο έλεγχος των γεννήσεων πρέπει ν’ αποθαρρύνεται.
Η αντίληψη της αμαρτίας, η οποία συνδέεται με τη χριστιανική ηθική, κάνει υπερβολικά μεγάλη ζημιά, δεδομένου ότι παρέχει στους ανθρώπους μια διέξοδο για τον σαδισμό τους, για τον οποίον πιστεύουν ότι είναι θεμιτός, ακόμη και ευγενής. Πάρτε για παράδειγμα το ζήτημα της πρόληψης της σύφιλης. Είναι γνωστό ότι εάν ληφθούν κατάλληλα μέτρα εκ των προτέρων, ο κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας μπορεί να γίνει αμελητέος. Οι χριστιανοί όμως εναντιώνονται στη διάδοση αυτής της γνώσης, επειδή θεωρούν καλό οι αμαρτωλοί να τιμωρούνται.
Είναι τόσο ισχυρή αυτή η πίστη, που επιθυμούν να δουν την τιμωρία των αμαρτωλών να επεκτείνεται στις γυναίκες και τα παιδιά τους. Στις μέρες μας, υπάρχουν στον κόσμο πολλές χιλιάδες παιδιά που υποφέρουν από εγγενή κληρονομική σύφιλη, τα οποία δεν θα είχαν γεννηθεί εάν δεν υπήρχε η επιθυμία των χριστιανών να τιμωρηθούν οι αμαρτωλοί. Δεν μπορώ να καταλάβω, πως δόγματα τα οποία μας οδηγούν σε τέτοια διαβολική σκληρότητα, μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν καλή επίδραση στην ηθική.
Δεν είναι μόνο η στάση των χριστιανών απέναντι στην σεξουαλική συμπεριφορά, αλλά και η αντιμετώπιση της γνώσης των σεξουαλικών θεμάτων, που είναι επικίνδυνη για την ανθρώπινη ευημερία. Καθένας που έχει κάνει τον κόπο να μελετήσει το θέμα με αμερόληπτο πνεύμα, ξέρει ότι η τεχνητή άγνοια που προσπαθούν να επιβάλλουν στα παιδιά οι ορθόδοξοι χριστιανοί, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για τη σωματική και την ψυχική υγεία, και προκαλεί σε όσους αντλούν τη γνώση τους μέσα από «ακατάλληλες» συζητήσεις, όπως κάνουν τα περισσότερα παιδιά, μία αντίληψη που θεωρεί το σεξ, απρεπές και γελοίο.
Δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει κάποια άμυνα, απέναντι στη θέση, ότι η γνώση είναι ανεπιθύμητη. Δεν θα έβαζα εμπόδια στον τρόπο αύξησης της γνώσης σε οποιονδήποτε και σε οποιαδήποτε ηλικία. Αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση της σεξουαλικής γνώσης, υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά επιχειρήματα και με βαρύνουσα σημασία υπέρ της, παρά για οποιαδήποτε άλλη γνώση. Ένα άτομο είναι πολύ πιο απίθανο να συμπεριφερθεί συνετά όταν είναι ανίδεο για κάτι, παρά όταν καθοδηγείται, και είναι γελοίο να αποδίδουμε στους νέους μια αίσθηση αμαρτίας, επειδή έχουν μια φυσική περιέργεια για ένα σημαντικό ζήτημα.
Κάθε αγόρι δείχνει ενδιαφέρον για τα τρένα. Ας υποθέσουμε, ότι του λέγαμε πως το ενδιαφέρον για τα τρένα είναι κακό· ας υποθέσουμε, ότι κρατούσαμε δεμένα τα μάτια του όποτε βρισκόταν μέσα σε τρένο ή σιδηροδρομικό σταθμό· ας υποθέσουμε, ότι δεν επιτρέπαμε ποτέ να αναφερθεί η λέξη «τρένο» όταν ήταν μπροστά και διατηρούσαμε ένα αδιαπέραστο μυστήριο, ως προς τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρεται απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Το αποτέλεσμα δε θα ήταν ότι θα πάψει να ενδιαφέρεται για τα τρένα· αντιθέτως, θα ενδιαφερθεί περισσότερο από ποτέ, αλλά θα έχει μια νοσηρή αίσθηση αμαρτίας, επειδή το ενδιαφέρον του, τού έχει παρουσιαστεί ως κάτι ακατάλληλο.
Κάθε αγόρι θα μπορούσε με αυτόν τον τρόπο να γίνει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, νευρασθενικό. Αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει με το ζήτημα του σεξ, αλλά δεδομένου ότι το σεξ είναι πιο ενδιαφέρον απ’ τα τρένα, τα αποτελέσματα είναι χειρότερα. Σχεδόν κάθε ενήλικος, σε μια χριστιανική κοινότητα, είναι λίγο ή πολύ νευρικά ασθενής, ως αποτέλεσμα του ταμπού για την σεξουαλική γνώση κατά τα νεανικά του χρόνια.
Η αίσθηση της αμαρτίας που εμφυτεύεται, έτσι τεχνητά, είναι μια από τις αιτίες της σκληρότητας, δειλίας και βλακείας, στην μετέπειτα ζωή του. Δεν υπάρχει καμιά λογική βάση, κανενός είδους ή φύσεως, για να κρατάμε ένα παιδί στην άγνοια για οτιδήποτε επιθυμεί να γνωρίζει, είτε για το σεξ είτε για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Και ποτέ δεν θα έχουμε έναν πνευματικώς υγιή πληθυσμό, μέχρι να αναγνωριστεί αυτό το γεγονός κι εφαρμοστεί στην προσχολική εκπαίδευση των παιδιών, πράγμα το οποίο είναι αδύνατον, όσο η Εκκλησία είναι σε θέση να ελέγχει την εκπαιδευτική πολιτική.
Αφήνοντας αυτές τις, σχετικά λεπτομερείς, ενστάσεις κατά μέρος, είναι σαφές ότι οι τα θεμελιώδη δόγματα του Χριστιανισμού απαιτούν μια μεγάλου βαθμού ηθική διαστροφή, προκειμένου να τα αποδεχτεί κάποιος. Ο κόσμος, μας λένε, δημιουργήθηκε από έναν Θεό που είναι και καλός και παντοδύναμος. Πριν δημιουργήσει τον κόσμο, προέβλεψε όλον τον πόνο και τη δυστυχία που θα περιείχε. Ως εκ τούτου, είναι υπεύθυνος για όλα αυτά. Είναι ανώφελο να υποστηρίζεται ότι ο πόνος σε αυτόν τον κόσμο, υπάρχει εξαιτίας της αμαρτίας. Κατ’ αρχάς, αυτό δεν είναι αληθές.
Δεν είναι η αμαρτία που προκαλεί την υπερχείλιση των ποταμών ή τις εκρήξεις των ηφαιστείων. Αλλά ακόμα και εάν ήταν αληθές, δεν θα έκανε καμμία διαφορά. Εάν επρόκειτο να κάνω ένα παιδί, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι το παιδί θα γίνει ένας μανιακός ανθρωποκτόνος, τότε θα ήμουν υπεύθυνος για τα εγκλήματά του. Εάν ο Θεός γνώριζε εκ των προτέρων τις αμαρτίες για τις οποίες θα ήταν ένοχος ο άνθρωπος, τότε θα ήταν σαφώς υπεύθυνος για όλες τις συνέπειες αυτών των αμαρτιών, από τη στιγμή που αποφάσισε να δημιουργήσει τον άνθρωπο. Το συνηθισμένο χριστιανικό επιχείρημα είναι ότι ο πόνος στον κόσμο, αποτελεί κάθαρση για την αμαρτία κι ως εκ τούτου είναι καλό πράγμα.
Φυσικά, αυτό το επιχείρημα, είναι ένας εξορθολογισμός του σαδισμού, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι ένα πολύ φτωχό επιχείρημα. Θα προσκαλούσα οποιονδήποτε χριστιανό να με συνοδεύσει στους θαλάμους παίδων οποιουδήποτε νοσοκομείου, για να παρακολουθήσει τον πόνο που βιώνουν εκεί και τότε να συνεχίσει στηρίζει τον ισχυρισμό του, ότι τα εν λόγω παιδιά είναι τόσο ηθικά εγκαταλειμμένα, ώστε να αξίζουν αυτά που υποφέρουν. Για να πει ένας άνθρωπος κάτι τέτοιο, θα πρέπει να έχει καταστρέψει μέσα του, κάθε συναίσθημα ελέους και συμπόνιας. Θα πρέπει, εν ολίγοις, να γίνει τόσο κακός, όσο κι ο Θεός στον οποίον πιστεύει. Κανένας άνθρωπος, ο οποίος πιστεύει ότι αξίζει να πάσχει ο κόσμος, δεν μπορεί να κρατήσει τις ηθικές του αξίες αλώβητες, αφού πάντα θα πρέπει να βρίσκει δικαιολογίες για τον πόνο και την δυστυχία.
Εντονες ενστάσεις για τη θρησκεία
Οι ενστάσεις για τη θρησκεία είναι δύο ειδών: Πνευματική και ηθική. Η πνευματική ένσταση συνίσταται στο ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε πως η οποιαδήποτε θρησκεία πρεσβεύει την αλήθεια· η ηθική αντίρρηση έγκειται στο ότι οι θρησκευτικοί κανόνες χρονολογούνται από την εποχή που οι άνθρωποι ήταν πιο σκληροί από ότι είναι τώρα, και ως εκ τούτου, τείνουν να διαιωνίζουν απανθρωπιές, τις οποίες η ηθική συνείδηση της εποχής θα ξεπερνούσε διαφορετικά.
Να πάρουμε την πνευματική ένσταση πρώτα: Υπάρχει κάποια τάση στην πρακτική εποχή μας, να θεωρείται ότι δεν έχει σημασία εάν η θρησκευτική διδασκαλία εκφράζει την αλήθεια ή όχι, δεδομένου ότι το σημαντικό ερώτημα είναι το κατά πόσον είναι χρήσιμη. Ένα ερώτημα δεν μπορεί, ωστόσο, να κριθεί χωρίς το άλλο. Εάν πιστεύουμε την χριστιανική θρησκεία, οι αντιλήψεις μας για το τι είναι καλό, θα είναι διαφορετικές από ό,τι θα είναι εάν δεν την πιστεύουμε.
Ως εκ τούτου, για τους χριστιανούς, οι επιδράσεις του Χριστιανισμού μπορεί να φαίνονται καλές, ενώ για τους άπιστους μπορεί να φαίνονται κακές. Επιπλέον, η στάση που θα έπρεπε κανείς να πιστέψει, όπως και μια τέτοια πρόταση, ανεξάρτητα από το κατά πόσον υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία υπέρ της, είναι μια στάση η οποία παράγει εχθρότητα για τις αποδείξεις και μας αναγκάζει να κλείσουμε το μυαλό μας σε κάθε γεγονός που δεν ταιριάζει στις προκαταλήψεις μας.
Ένας βέβαιος τύπος επιστημονικής ειλικρίνειας, είναι μια πολύ σημαντική ποιότητα, και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να υπάρχει σχεδόν σε κανέναν άνθρωπο που φαντάζεται ότι υπάρχουν πράγματα που είναι καθήκον του να τα πιστέψει. Δεν μπορούμε, επομένως, πραγματικά ν’ αποφασίσουμε αν η θρησκεία κάνει καλό, χωρίς να ερευνήσουμε το ζήτημα, του κατά πόσον η θρησκεία είναι αληθινή. Για τους χριστιανούς, τους μουσουλμάνους και τους Εβραίους, το πιο θεμελιώδες ερώτημα που εμπλέκεται στην αλήθεια της θρησκείας, είναι η ύπαρξη του Θεού.
Κατά τις ημέρες, όπου η θρησκεία θριάμβευε, η λέξη «Θεός» είχε μια απόλυτα σαφή έννοια, αλλά ως αποτέλεσμα των επιθέσεων των ορθολογιστών, η λέξη γίνεται όλο και πιο χλωμή, σε σημείο που να είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι εννοούν, όταν ισχυρίζονται ότι πιστεύουν στον Θεό. Ας λάβουμε όμως υπόψιν, για τον σκοπό του επιχειρήματος, τον ορισμό του Μάθιου Άρνολντ: «Μία αιώνια δύναμη, όχι εμείς, που αποδίδει δικαιοσύνη». Ίσως μπορούμε να το κάνουμε ακόμα πιο ασαφές, εάν ρωτήσουμε από τους εαυτούς μας, αν έχουμε κανένα αποδεικτικό στοιχείο του σκοπού σε αυτό το σύμπαν, εκτός από τους σκοπούς των έμβιων όντων στην επιφάνεια αυτού του πλανήτη.
Το σύνηθες επιχείρημα των θρήσκων ανθρώπων για το θέμα αυτό, έχει περίπου ως εξής: «Εγώ και οι φίλοι μου, είμαστε άτομα εκπληκτικής νοημοσύνης και αρετής. Είναι μάλλον απίθανο, ότι τόση πολύ νοημοσύνη και αρετή, θα μπορούσαν να προκύψουν κατά τύχην. Επομένως, πρέπει να υπάρχει κάποιος, τουλάχιστον τόσο έξυπνος και ενάρετος, όπως είμαστε εμείς, ο οποίος έθεσε την κοσμικό μηχανισμό σε κίνηση, με σκοπό την παραγωγή μας».
Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν θεωρώ αυτό το επιχείρημα τόσο εντυπωσιακό, όσο εκείνοι που το χρησιμοποιούν. Το σύμπαν είναι μεγάλο· ακόμη κι αν θέλουμε να πιστέψουμε τον Έντινγκτον, πιθανώς να μην υπάρχουν πουθενά αλλού στο σύμπαν, όντα τόσο ευφυή, όσο οι άνθρωποι. Αν λάβετε υπόψιν το συνολικό ποσό της ύλης στον κόσμο και το συγκρίνετε με το ποσό που σχηματίζει τα σώματα των νοημόνων όντων, θα δείτε ότι αυτά φέρουν ένα σχεδόν απειροελάχιστο ποσοστό από την πρώτη. Κατά συνέπεια, ακόμα κι αν είναι εξαιρετικά απίθανο, ότι οι νόμοι των πιθανοτήτων θα παράγουν έναν οργανισμό με ικανή νοημοσύνη, πέρα από μια περιστασιακή επιλογή των ατόμων, ωστόσο, είναι πιθανόν ότι θα υπάρξει στο σύμπαν, ένας πολύ μικρός αριθμός τέτοιων οργανισμών που μπορούμε πράγματι να βρούμε.
Έπειτα πάλι, θεωρείται ως το αποκορύφωμα σε μια τέτοια μεγάλη διαδικασία, που πραγματικά δεν μου φαινόμαστε αρκετά θαυμάσιοι. Φυσικά, γνωρίζω ότι πολλοί ιερωμένοι είναι πολύ πιο θαυμάσιοι από ό,τι είμαι εγώ, και ότι δεν μπορώ να εκτιμήσω πλήρως, μέχρι τώρα, την αξία τους που ξεπερνά τη δική μου. Παρ ‘όλα αυτά, ακόμη και μετά την πραγματοποίηση παραχωρήσεων στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ, ότι η Παντοδυναμία λειτουργώντας μέσω της αιωνιότητας, θα μπορούσε να παράξει κάτι καλύτερο. Και τότε θα πρέπει να συλλογιστούμε το γεγονός, ότι ακόμη και το αποτέλεσμα αυτό είναι μόνο ένα πυροτέχνημα.
Η γη δεν θα παραμένει πάντα κατοικήσιμη· η ανθρώπινη φυλή θα εκλείψει, και αν η κοσμική διαδικασία δικαιολογείται, το ίδιο στη συνέχεια θα πρέπει να το πράξει αλλού, εκτός από την επιφάνεια του πλανήτη μας. Ακόμα όμως κι αν αυτό θα συμβεί, πρέπει να σταματήσει αργά ή γρήγορα. Ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής καθιστά σχεδόν αδύνατον να αμφιβάλλει κάποιος, ότι το σύμπαν υπολειτουργεί, και ότι τελικά τίποτα, με ελάχιστο ενδιαφέρον, θα είναι δυνατόν οπουδήποτε.
Φυσικά, είναι ανοιχτό σε μας να πούμε, ότι όταν έρθει εκείνη η ώρα, ο Θεός θα επανεκκινήσει τον μηχανισμό και πάλι· αλλά αν δεν το πούμε αυτό, μπορούμε να βασίσουμε τον ισχυρισμό μας μόνο στην πίστη, και όχι επάνω σ’ ένα ίχνος επιστημονικών στοιχείων. Μέχρι στιγμής, όπως τα επιστημονικά στοιχεία δείχνουν, το σύμπαν πορεύεται με αργές φάσεις σε ένα κάπως θλιβερό αποτέλεσμα σε αυτή τη γη και θα πορευθεί με ακόμη πιο θλιβερές φάσεις, σε μια κατάσταση καθολικού θανάτου. Αν αυτό το θεωρήσουμε ως ένδειξη ενός σκοπού, το μόνο που μπορώ να πω, είναι ότι ο σκοπός αυτός, είναι ένας σκοπός που δεν μου κάνει αίσθηση. Δεν βλέπω κανέναν λόγο, ως εκ τούτου, να πιστεύουν σε οποιοδήποτε είδος θεού, οπωσδήποτε ασαφή και κυρίως εξασθενημένο. Αφήνω στη άκρη τα παλιά μεταφυσικά επιχειρήματα, αφού οι ίδιοι οι θρησκευτικοί απολογητές τα έχουν εγκαταλείψει.
Η ψυχή και η αθανασία
Η χριστιανική έμφαση στην ατομική ψυχή είχε μια βαθιά επίδραση πάνω στην δεοντολογία των χριστιανικών κοινοτήτων. Είναι ένα δόγμα, ουσιαστικά παρόμοιο με εκείνο των στωικών, που προέκυψε στις δικές τους κοινότητες, οι οποίοι δεν μπορούσαν πλέον να τρέφουν πολιτικές ελπίδες. Η φυσική ώθηση του δραστήριου προσώπου, αξιοπρεπούς χαρακτήρα, είναι να προσπαθήσει να κάνει το καλό, αλλά αν έχει στερηθεί κάθε πολιτική δύναμη και κάθε δυνατότητα να επηρεάζει τα γεγονότα, θα εκτρέπεται από τη φυσική πορεία του και θα αποφασίσει ότι το σημαντικό είναι να είναι καλός. Αυτό είναι που συνέβη στους πρώτους χριστιανούς. Οδήγησε σε μια αντίληψη της προσωπικής αγιότητας, ως κάτι τελείως ανεξάρτητο από την ευεργετική δράση, δεδομένου ότι αγιότητα έπρεπε να είναι κάτι που θα μπορούσε να επιτευχθεί από ανθρώπους που ήταν ανίκανοι να δράσουν.
Επομένως, η κοινωνική αρετή ήρθε ως εξαίρεση από την χριστιανική ηθική.
Στις μέρες μας, οι συμβατικοί χριστιανοί πιστεύουν, ότι ο μοιχός είναι περισσότερο κακός, από έναν πολιτικό που παίρνει μίζες, αν και ο τελευταίος, κατά πάσα πιθανότητα, κάνει χίλιες φορές περισσότερο κακό. Η μεσαιωνική αντίληψη της αρετής, όπως βλέπει κανείς σε φωτογραφίες τους, ήταν κάτι άνοστο, αδύναμο, και συναισθηματικό. Ο πιο ενάρετος άνθρωπος, ήταν ο άνθρωπος ο οποίος αποσύρθηκε από τον κόσμο· μόνο οι άνθρωποι της δράσης, που θεωρήθηκαν ως άγιοι, ήταν αυτοί που σπατάλησαν τη ζωή και την ουσία των ζητημάτων τους πολεμώντας τους Τούρκους, όπως ο άγιος Λουδοβίκος.
Η Εκκλησία ποτέ δεν θα θεωρούσε έναν άνθρωπο ως άγιο, επειδή μεταρρύθμισε τα οικονομικά, ή το ποινικό δίκαιο, ή το δικαστικό σώμα. Τέτοιες απλές συνεισφορές στην ευημερία του ανθρώπου, θα έπρεπε να θεωρούνται ως άνευ σημασίας. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένας άγιος, σε ολόκληρο το ημερολόγιο, του οποίου η αγιότητα οφείλεται στην εργασία για την κοινή ωφέλεια. Με αυτό τον διαχωρισμό, ανάμεσα στο κοινωνικό και στο ηθικό πρόσωπο, οδηγήθηκαν σε έναν αυξανόμενο διαχωρισμό μεταξύ ψυχής και του σώματος, κάτι το οποίο έχει επιβιώσει στη χριστιανική μεταφυσική και στα συστήματα που προέρχονται από τον Καρτέσιο.
Μπορεί κάποιος να πει, σε γενικές γραμμές, ότι το σώμα αποτελεί το κοινωνικό και δημόσιο μέρος ενός ανθρώπου, ενώ η ψυχή αποτελεί το ιδιωτικό κομμάτι. Δίνοντας έμφαση στην ψυχή, η χριστιανική ηθική έχει γίνει, η ίδια, τελείως ατομικιστική. Νομίζω ότι είναι σαφές, ότι το τελικό αποτέλεσμα όλων των αιώνων του Χριστιανισμού ήταν να κάνουν τους ανθρώπους πιο εγωιστικούς, πιο κλειστούς στους εαυτούς τους, απ’ ότι τους έκανε η φύση.
Τα ερεθίσματα που φέρνουν φυσικά έναν άνθρωπο έξω από τα τείχη του Εγώ του, είναι αυτά του ερωτισμού, της μητρότητας, του πατριωτισμού ή το ένστικτο της αγέλης. Το σεξ, η Εκκλησία έκανε ό,τι μπορούσε για να το επικρίνει και να το υποβαθμίσει· την οικογενειακή στοργή την επέκρινε ο ίδιος ο Χριστός και ο κύριος όγκος των οπαδών του· ο πατριωτισμός δεν μπόρεσε να βρει θέση μεταξύ των πληθυσμών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας· και η πολεμική εναντίον της οικογένειας στα Ευαγγέλια είναι ένα θέμα που δεν έχει λάβει την προσοχή που αξίζει. Η Εκκλησία αντιμετωπίζει τη μητέρα του Ιησού με ευλάβεια, αλλά ο ίδιος επέδειξε μικρό μέρος αυτής της στάσης. «Τί κοινό υπάρχει ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εσένα, γυναίκα;» (Κατά Ιωάννην, 2: 4)· αυτός είναι ο τρόπος του μιλώντας γι ‘αυτήν.
Λέει επίσης, ότι έχει έρθει για να θέσει τον άνδρα ενάντια στον πατέρα του, την κόρη ενάντια στη μητέρα της, και την νύφη εναντίον της πεθεράς, και ότι αυτοί που αγαπούν τον πατέρα και τη μητέρα τους περισσότερο απ’ αυτόν, δεν είναι άξιοι γι’ αυτόν (Κατά Ματθαίον, 10: 35-37). Όλα αυτά σημαίνουν τη διάλυση του βιολογικού συγγενικού δεσμού για το καλό της πίστης -μία στάση, η οποία είχε μεγάλη σχέση με τη μισαλλοδοξία που ήρθε στον κόσμο με την εξάπλωση του Χριστιανισμού.
Αυτό ο ατομικισμός κορυφώθηκε με το δόγμα της αθανασίας της ψυχής του ατόμου, που στο εξής απολαμβάνει ατελείωτη ευτυχία, ανάλογα με τις περιστάσεις. Η διαφορά της σημασίας αυτών των περιστάσεων, ήταν κάπως περίεργη. Για παράδειγμα, αν πεθάνετε, αμέσως μετά ένας ιερέας ραντίζει νερό επάνω σας, ενώ προφέρει ορισμένες λέξεις, που θα σας κληρονομήσουν αιώνια ευδαιμονία. Ενώ, αν μετά από μια μακρά και ενάρετη ζωή, σας έτυχε να πληγείτε από κεραυνό σε μια στιγμή που χρησιμοποιούσατε χυδαία γλώσσα, επειδή είχαν κοπεί τα κορδόνια σας, θα κληρονομούσατε αιώνια βάσανα.
Δεν λέω ότι οι σύγχρονοι προτεστάντες χριστιανοί πιστεύουν αυτό, ούτε ίσως και οι σύγχρονοι καθολικοί χριστιανοί, που δεν έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση στη Θεολογία· αλλά θα πω ότι αυτό είναι το ορθόδοξο δόγμα, το οποίο σταθερά πίστευαν μέχρι πρόσφατα. Οι Ισπανοί σε Μεξικό και Περού, συνήθιζαν να βαφτίζουν τα βρέφη των Ινδιάνων και στη συνέχεια συνέτριβαν τα κεφάλια τους. Αυτό σήμαινε, ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα εξασφαλιζόταν πως αυτά τα βρέφη θα πήγαιναν στον Παράδεισο. Κανένας ορθόδοξος χριστιανός δεν μπορεί να βρει, μια οποιαδήποτε λογική αιτία για την καταδίκη της δράσης τους, αν και όλοι το κάνουν σήμερα. Με άπειρους τρόπους, το δόγμα της προσωπικής αθανασίας στη χριστιανική μορφή της, είχε καταστροφικές συνέπειες πάνω στην ηθική, και ο μεταφυσικός χωρισμός της ψυχής και του σώματος, είχε καταστροφικές συνέπειες πάνω στη φιλοσοφία.
Οι πηγές της μισαλλοδοξίας
Η μισαλλοδοξία που εξαπλώθηκε σ’ όλον τον κόσμο με την έλευση του Χριστιανισμού, είναι ένα από τα πιο περίεργα χαρακτηριστικά, λόγω, νομίζω, της εβραϊκής πίστης στην δικαιοσύνη και στην αποκλειστική αλήθεια του εβραϊκού Θεού. Το γιατί οι Εβραίοι θα έπρεπε να είχαν αυτές τις ιδιαιτερότητες, δεν το ξέρω. Μοιάζουν να έχουν αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας, ως αντίδραση εναντίον της προσπάθειας απορρόφησης των Εβραίων σε αλλοδαπούς πληθυσμούς.
Ωστόσο, μπορεί να είναι και το ότι οι Εβραίοι, και ειδικότερα οι προφήτες, έδωσαν έμφαση στην προσωπική δικαιοσύνη και την ιδέα ότι είναι κακό να ανεχθούν οποιαδήποτε θρησκεία, εκτός από μία. Οι δύο αυτές ιδέες είχαν μια εξαιρετικά καταστροφική συνέπεια στην δυτική ιστορία. Η Εκκλησία δημιουργήθηκε, κατά ένα μεγάλο μέρος, εξ αιτίας του διωγμού των χριστιανών από το ρωμαϊκό κράτος, πριν από την εποχή του Κωνσταντίνου. Αυτές οι διώξεις, όμως, ήταν ασήμαντες, διαλείπουσες και εντελώς πολιτικές. Διαχρονικά, από την εποχή του Κωνσταντίνου μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, οι χριστιανοί ήταν πολύ πιο έντονα διωκόμενοι από άλλους χριστιανούς, από ότι ήταν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες.
Πριν από την άνοδο του Χριστιανισμού, αυτή η διάθεση καταδίωξης ήταν άγνωστη στον αρχαίο κόσμο, πλην των Ιουδαίων. Αν διαβάσετε, για παράδειγμα, τον Ηρόδοτο, θα βρείτε μια μειλίχια και ανεκτική παρουσίαση των συνηθειών των ξένων εθνών που επισκέφθηκε. Μερικές φορές, είναι αλήθεια, ένα παράδοξο βάρβαρο έθιμο μπορεί να τον εκπλήσσει, αλλά σε γενικές γραμμές είναι δεκτικός στους ξένους θεούς και τα ξένα έθιμα. Δεν έχει το άγχος να αποδείξει ότι οι άνθρωποι που αποκαλούν τον Δία με άλλο όνομα, θα υποφέρουν με αιώνια τιμωρία και θα έπρεπε να καταδικαστούν σε θάνατο, προκειμένου η τιμωρία τους να μπορεί να αρχίσει το συντομότερο δυνατόν. Αυτή η στάση δεσμεύτηκε από τους χριστιανούς.
Είναι αλήθεια, ότι οι σύγχρονοι χριστιανοί είναι λιγότερο ισχυροί, αλλά αυτό δεν οφείλεται στον Χριστιανισμό· οφείλεται στις γενιές των ελεύθερα σκεπτόμενων ανθρώπων, οι οποίοι από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα, έχουν κάνει τους χριστιανούς να ντρέπονται για πολλές από τις παραδοσιακές πεποιθήσεις τους. Είναι διασκεδαστικό να ακούς τους σύγχρονους χριστιανούς να σου λένε, πόσο πράος και ορθολογικός είναι ο Χριστιανισμός, αγνοώντας το γεγονός, ότι αυτή η πραότητα και ο ορθολογισμός της, οφείλεται στη διδασκαλία των ανθρώπων, που κατά τις ημέρες τους, εκδιώχθηκαν από όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς.
Κανείς δεν πιστεύει σήμερα, ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε το 4004 π.κ.ε. αλλά όχι πολύ καιρό πριν, ο σκεπτικισμός σε αυτό το σημείο θεωρήθηκε ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Ο προ-προ-παππούς μου, αφού παρατήρησε το βάθος της λάβας στις πλαγιές της Αίτνας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος πρέπει να είναι μεγαλύτερος, ηλικιακά, απ’ ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί υποστήριζαν και δημοσίευσε την άποψή του σε ένα βιβλίο. Γι’ αυτό το αδίκημα, απομονώθηκε από την κομητεία και εξοστρακίστηκε από την κοινωνία. Αν αυτός ο άνθρωπος, βρισκόταν σε πιο ταπεινές περιστάσεις, η τιμωρία του θα ήταν αναμφίβολα πιο σοβαρή. Δεν αποτελεί εύσημο για τους ορθόδοξους χριστιανούς, το ότι δεν πιστεύουν πλέον όλες τις ανοησίες που πίστευαν 150 χρόνια πριν. Ο βαθμιαίος ευνουχισμός του χριστιανικού δόγματος έχει πραγματοποιηθεί, παρά την σθεναρή αντίσταση, και μόνο ως αποτέλεσμα των επιθέσεων από τους ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους.
Το δόγμα της ελεύθερης βούλησης
Η στάση των χριστιανών σχετικά με το θέμα του φυσικού νόμου έχει καταστεί, περιέργως, αμφιταλαντεύσιμη και αβέβαιη. Υπήρχε, αφ’ ενός, το δόγμα της ελεύθερης βούλησης, στο οποίο πίστευε, η μεγάλη πλειοψηφία των χριστιανών· και το δόγμα αυτό απαιτούσε, ότι οι πράξεις των ανθρώπων, τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να υπόκεινται στους φυσικούς νόμους. Υπήρξε, αφ’ ετέρου, ιδιαίτερα κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, μια πίστη στον Θεό, ως Νομοθέτη και του φυσικού νόμου, ως ένα από τα βασικά αποδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης ενός Δημιουργού.
Στην εποχή μας, η αντίρρηση ως προς τη κυριαρχία του νόμου προς όφελος της ελεύθερης βούλησης έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή εντονότερα, από την πίστη στον φυσικό νόμο που παρέχει απόδειξη για την ύπαρξη ενός Νομοθέτη. Οι υλιστές, χρησιμοποίησαν τους νόμους της Φυσικής για να αποδείξουν ή να επιχειρήσουν να δείξουν, ότι οι κινήσεις των ανθρώπινων σωμάτων καθορίζονται μηχανικά, και ότι, συνεπώς, όλα όσα λέμε και κάθε αλλαγή θέσης που επηρεάζουμε, εμπίπτουν στη σφαίρα της ενδεχόμενης ελεύθερης βούλησης. Εάν αυτό είναι έτσι, οτιδήποτε μπορεί να παραμείνει για την απρόσκοπτη θέλησή μας, έχει μικρή αξία.
Εάν, όταν ένας άνθρωπος γράφει ένα ποίημα ή διαπράττει φόνο, οι σωματικές κινήσεις περιλαμβάνονται στην πράξη του, αποτέλεσμα καθαρά από φυσικά αίτια, θα φαινόταν παράλογο να του στήσουμε ένα άγαλμα στη μία περίπτωση, και να τον κρεμάσουμε στην άλλη. Μπορεί σε ορισμένα μεταφυσικά συστήματα να παραμένει μια περιοχή της καθαρής σκέψης, στην οποία η βούληση θα είναι ελεύθερη, αλλά, εφόσον μπορεί να επικοινωνούν με άλλα, μόνο μέσω της σωματικής κίνησης, η κυριαρχία της ελευθερίας θα είναι κάτι που δεν θα μπορούσε να είναι το θέμα της επικοινωνίας και ποτέ δεν θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε σημασία από κοινωνική άποψη.
Στη συνέχεια, και πάλι, η εξέλιξη είχε μια σημαντική επιρροή επάνω στους χριστιανούς, που το έχουν αποδεχτεί. Έχουν δει, ότι δεν θα κάνουν αξιώσεις εκ μέρους του ανθρώπου, που είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες που γίνονται για λογαριασμό των άλλων μορφών ζωής. Ως εκ τούτου, προκειμένου να εξασφαλισθεί η ελεύθερη βούληση στον άνθρωπο, έχουν αντιταχθεί σε κάθε προσπάθεια εξήγησης της συμπεριφοράς της ζώσας ύλης, από την άποψη των φυσικών και χημικών νόμων. Η θέση του Καρτέσιου, υπό την έννοια ότι όλα τα κατώτερα ζώα είναι αυτόματα, δεν βρίσκει πλέον την εύνοια των φιλελεύθερων θεολόγων.
Το δόγμα της συνέχειας, τους καθιστά διατεθειμένους να πάνε ένα βήμα παραπέρα ακόμα και να υποστηρίζουν ότι ακόμη και αυτό που ονομάζεται νεκρή ύλη, δεν είναι σταθερή για να διέπεται η συμπεριφορά της από αναλλοίωτους νόμους. Φαίνονται να έχουν παραβλέψει το γεγονός ότι, αν καταργηθεί η κυριαρχία του νόμου, θα καταργηθεί επίσης, η δυνατότητα των θαυμάτων, δεδομένου ότι τα θαύματα είναι πράξεις του Θεού, που αντιβαίνουν στους νόμους που διέπουν τα συνηθισμένα φαινόμενα. Μπορώ, όμως, να φανταστώ την σύγχρονη φιλελεύθερη Θεολογία, να υποστηρίζει με έναν αέρα εμβρίθειας, ότι όλη η δημιουργία είναι ένα θαύμα, έτσι ώστε δεν χρειάζεται πλέον να πιαστεί από ορισμένα περιστατικά, ως εξαιρετικές αποδείξεις της θείας επέμβασης.
Υπό την επίδραση αυτής της αντίδρασης, έναντι των φυσικών νόμων, ορισμένοι χριστιανοί απολογητές εποφθαλμιούν τις τελευταίες θεωρίες του ατόμου, οι οποίες τείνουν να αποδείξουν ότι οι φυσικοί νόμοι, που έχουμε μέχρι τώρα πιστέψει, έχουν μόνο κατά προσέγγιση και μέσο όρο αλήθειας, όπως εφαρμόστηκαν σε μεγάλο αριθμό ατόμων, ενώ το ατομικό ηλεκτρόνιο συμπεριφέρεται, λίγο πολύ, όπως θέλει. Δική μου πεποίθηση είναι, ότι αυτή είναι μια προσωρινή φάση, και ότι οι φυσικοί εγκαίρως θ’ ανακαλύψουν νόμους που θα διέπουν μικροσκοπικά φαινόμενα, αν και αυτοί οι νόμοι ενδέχεται να διαφέρουν σημαντικά από εκείνους των παραδοσιακών φυσικών.
Ωστόσο, αυτό που αξίζει να παρατηρήσουμε, είναι ότι για τα σύγχρονα δόγματα, τα μικροσκοπικά φαινόμενα δεν έχουν καμία σχέση με οτιδήποτε είναι πρακτικής σημασίας. Ορατές κινήσεις, και μάλιστα όλες οι κινήσεις που κάνουν οποιαδήποτε διαφορά για τον καθέναν, περιλαμβάνουν τόσο μεγάλο αριθμό ατόμων που έρχονται, το ίδιο καλά, και στο πεδίο εφαρμογής των παλαιών νόμων. Για να γράψουμε ένα ποίημα ή να διαπράξουμε έναν φόνο (επιστροφή στην προηγούμενη υπόθεσή μας), είναι απαραίτητο να μετακινήσουμε μια αξιόλογη μάζα μελανιού ή μολύβδου.
Τα ηλεκτρόνια που συνθέτουν το μελάνι, μπορεί να χορεύουν ελεύθερα γύρω από την αίθουσα χορού τους, αλλά η αίθουσα χορού ως ακέραιη που είναι, κινείται σύμφωνα με τους παλιούς νόμους της Φυσικής, και αυτό από μόνο του είναι ό,τι αφορά τον ποιητή και τον εκδότη του. Τα σύγχρονα δόγματα, ως εκ τούτου, δεν έχουν αξιόλογη σχέση με τα οποιαδήποτε προβλήματα του ανθρώπινου ενδιαφέροντος, με τα οποία ο θεολόγος ανησυχεί.
Κατά συνέπεια, το ερώτημα της ελεύθερης βούλησης, παραμένει ακριβώς εκεί που ήταν. Ό,τι μπορεί να θεωρηθεί σχετικά μ’ αυτό, ως θέμα έσχατης μεταφυσικής, είναι αρκετά σαφές ότι κανείς δεν το πιστεύει στην πράξη. Ο καθένας πίστευε πάντα, ότι είναι δυνατόν να εκπαιδεύσει τον χαρακτήρα· ο καθένας ήξερε πάντοτε ότι το αλκοόλ ή το όπιο θα έχουν κάποια συγκεκριμένη επίπτωση στη συμπεριφορά. Ο απόστολος της ελεύθερης βούλησης, υποστηρίζει ότι ένας άνθρωπος μπορεί με την δύναμη της θέλησης να αποφεύγει τη μέθη, αλλά δεν υποστηρίζει ότι, ένας μεθυσμένος άνθρωπος μπορεί να πει «άσπρη πέτρα ξέξασπρη», το ίδιο καθαρά, όπως εάν ήταν νηφάλιος.
Και όλοι όσοι έχουν κάνει ποτέ με παιδιά, γνωρίζουν ότι μια κατάλληλη διατροφή βοηθά περισσότερο στο να τα κάνει ενάρετα, από το πλέον εύγλωττο κήρυγμα στον κόσμο. Το ένα αποτέλεσμα που έχει το δόγμα της ελεύθερης βούλησης στην πράξη, είναι να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να ακολουθήσουν την γνώση της κοινής λογικής, στο ορθολογικό συμπεράσμά τους. Όταν ένας άνθρωπος ενεργεί με τρόπους που μας ενοχλούν, τον θεωρούμε κακοήθη, και αρνούμαστε να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι η ενοχλητική του συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα προγενέστερων αιτίων που, αν τα ακολουθήσετε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, θα σας πάνε πέρα από τη στιγμή της γέννησής του και, συνεπώς, σε συμβάντα για τα οποία δεν μπορεί να ευθύνεται, όπως κι αν βάλουμε να δουλέψει η φαντασία.
Κανένας άνθρωπος δεν αντιμετωπίζει ένα αυτοκίνητο, τόσο ανόητα όπως ο ίδιος αντιμετωπίζει ένα άλλο ανθρώπινο ον. Όταν το αυτοκίνητο δεν προχωρά, δεν αποδίδει την ενοχλητική συμπεριφορά του στην αμαρτία· δεν λέει: «Είσαι ένα κακό αυτοκίνητο, και δεν θα σου βάλω βενζίνη, μέχρι να προχωρήσεις». Προσπαθεί ν’ ανακαλύψει ποιο είναι το λάθος και να το διορθώσει. Ένας ανάλογος τρόπος αντιμετώπισης των ανθρώπων, ωστόσο, θεωρείται ότι είναι αντίθετος προς τις αλήθειες της άγιας θρησκείας μας. Και αυτό ισχύει ακόμη και στη θεραπεία των μικρών παιδιών.
Πολλά παιδιά έχουν κακές συνήθειες οι οποίες διαιωνίζονται από τιμωρία, αλλά μάλλον θα τις προσπερνούσαν αν έμεναν απαρατήρητες. Παρ ‘όλα αυτά, οι νοσηλεύτριες, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, θεωρούν ότι είναι σωστό να επιβάλουν τιμωρία, αν και με τον τρόπο αυτόν, διατρέχουν τον κίνδυνο να προκαλέσουν παραφροσύνη. Όταν έχει προκληθεί παραφροσύνη, αυτό αναφέρεται στα δικαστήρια ως απόδειξη της βλαπτικότητας της συνήθειας -όχι για τιμωρία. (Αναφέρομαι σε μια πρόσφατη ποινική δίωξη για βωμολοχία στην πόλη της Νέας Υόρκης).
Οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα της εκπαίδευσης, έχουν έρθει σε πολύ μεγάλο βαθμό, μέσα από τα σχέδια παραφρόνων και διανοητικά καθυστερημένων, επειδή δεν έχουν κριθεί ηθικά υπεύθυνοι για τις αποτυχίες τους και, ως εκ τούτου, αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη επιστημονικότητα από τα φυσιολογικά παιδιά. Μέχρι πολύ πρόσφατα κρίνονταν ότι, εάν ένα παιδί δεν μπορούσε να μάθει το μάθημά του, η κατάλληλη θεραπεία ήταν ραβδισμός ή μαστίγωμα. Αυτή η άποψη, έχει σχεδόν εξαφανιστεί στη θεραπεία των παιδιών, αλλά επιβιώνει στο ποινικό δίκαιο.
Είναι προφανές, ότι ένας άνθρωπος με μια ροπή προς το έγκλημα πρέπει να σταματήσει, αλλά έτσι πρέπει κι ένας άνθρωπος που λύσσα έχει και θέλει να δαγκώσει τους ανθρώπους, αν και κανείς δεν τον θεωρεί ηθικά υπεύθυνο. Ένας άνθρωπος που υποφέρει από πανούκλα πρέπει να απομονώνεται μέχρι να θεραπευθεί, αν και κανείς δεν τον θεωρεί κακό. Το ίδιο πράγμα πρέπει να γίνει με έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει μια τάση για την πλαστογραφία, αλλά δεν πρέπει να υπάρχει περισσότερη ιδέα περί ενοχής την μία περίπτωση σε σχέση με την άλλη. Και αυτό είναι μόνο η κοινή λογική, αν και είναι μια μορφή κοινής λογικής, στην οποία αντιτίθενται η χριστιανική ηθική και η μεταφυσική.
Για να κρίνουμε την ηθική επιρροή ενός θεσμού σε μια κοινότητα, πρέπει να εξετάσουμε το είδος της δυναμικής που ενσωματώνεται στον θεσμό και τον βαθμό στον οποίο ο θεσμός αυξάνει την αποτελεσματικότητα της δυναμικής στην εν λόγω κοινότητα. Μερικές φορές αυτή η δυναμική είναι προφανής, μερικές φορές είναι πιο κρυφή. Μια λέσχη ορειβατών, για παράδειγμα, προφανώς ενσωματώνει την τάση για περιπέτεια, και ωθεί την κοινωνία να ενσαρκώνει την τάση προς τη γνώση.
Η οικογένεια, ως θεσμός, ενσαρκώνει τη ζήλια και το γονική συναίσθημα· μια ομάδα ποδοσφαίρου ή ένα πολιτικό κόμμα εκφράζει την τάση προς την κατεύθυνση του ανταγωνισμού, αλλά οι δύο μεγαλύτεροι κοινωνικοί θεσμοί -δηλαδή, η Εκκλησία και το κράτος- είναι πιο πολύπλοκοι στα ψυχολογικά κίνητρά τους. Ο πρωταρχικός σκοπός του κράτους, είναι σαφώς η ασφάλεια, εναντίον αμφότερων, τόσο των εγχώριων εγκληματιών, όσο και των εξωτερικών εχθρών. Είναι ριζωμένο στην τάση των παιδιών να κουλουριάζονται όταν φοβούνται και να αναζητούν ένα ενήλικο πρόσωπο που θα τους δώσει μια αίσθηση ασφάλειας.
Η Εκκλησία έχει πιο σύνθετη προέλευση. Αναμφίβολα, η σημαντικότερη πηγή της θρησκείας είναι ο φόβος. Αυτό μπορεί να το δει κάποιος στις μέρες μας, δεδομένου πως οτιδήποτε προκαλεί συναγερμό κινδύνου, είναι ικανό να στρέψει τις σκέψεις των ανθρώπων στον Θεό. Μάχη, λοιμός και ναυάγιο, όλα τείνουν να κάνουν τους ανθρώπους θρήσκους. Η θρησκεία έχει, ωστόσο, κι άλλες εφέσεις πλην της τρομοκρατίας· απευθύνεται ειδικά στον ανθρώπινο αυτοσεβασμό μας.
Εάν ο Χριστιανισμός είναι η αλήθεια, οι άνθρωποι δεν είναι θλιβεροί, σαν τα σκουλήκια, όπως φαίνονται να είναι· παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τον Δημιουργό του σύμπαντος, ο οποίος μένει ικανοποιημένος με αυτούς όταν συμπεριφέρονται καλά και δυσαρεστείται όταν συμπεριφέρονται άσχημα. Αυτό είναι μια μεγάλη φιλοφρόνηση. Δεν πρέπει ν’ ασχολούμαστε με τη μελέτη μιας φωλιάς μυρμηγκιών, για να μάθουμε ποια από τα μυρμήγκια εκτελούν το καθήκον τους, και δεν θα πρέπει να σκεφτόμαστε, βεβαίως, να διαχωρίσουμε τα μεμονωμένα μυρμήγκια που ήταν απρόσεκτα και να τα βάλουμε στη φωτιά.
Αν ο Θεός το κάνει αυτό για εμάς, είναι μια φιλοφρόνηση για την σημασία μας· και είναι ακόμη μια ευχάριστη φιλοφρόνηση αν απονέμει, για το καλό μας, αιώνια ευτυχία στον Παράδεισο. Στη συνέχεια, υπάρχει η συγκριτική σύγχρονη αντίληψη, ότι η κοσμική εξέλιξη είναι σχεδιασμένη για να επιφέρει το είδος των αποτελεσμάτων που αποκαλούμε «καλό» -δηλαδή, το είδος των αποτελεσμάτων που μας δίνουν ευχαρίστηση. Εδώ πάλι, είναι κολακευτικό να υποθέσουμε ότι το σύμπαν ελέγχεται από ένα ον που συμμερίζεται τις προτιμήσεις και τις προκαταλήψεις μας.
Η ιδέα της δικαιοσύνης
Η τρίτη ψυχολογική τάση που είναι ενσωματωμένη στη θρησκεία, είναι αυτή που έχει οδηγήσει στην αντίληψη της δικαιοσύνης. Γνωρίζω ότι πολλοί ελεύθερα σκεπτόμενοι άνθρωποι, αντιμετωπίζουν αυτή την αντίληψη με μεγάλο σεβασμό και υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να διατηρηθεί, παρά την παρακμή της δογματικής θρησκείας. Δεν μπορώ να συμφωνήσω μαζί τους σε αυτό το σημείο. Η ψυχολογική ανάλυση της ιδέας της δικαιοσύνης, μου φαίνεται ότι δείχνει, πως έχει τις ρίζες της σε ανεπιθύμητα πάθη και δεν θα έπρεπε να ενισχυθεί από την επίσημη έγκριση της λογικής.
Δικαιοσύνη και αδικία πρέπει να να λαμβάνονται υπόψιν μαζί· είναι αδύνατον να τονιστεί το ένα χωρίς να τονιστεί και το άλλο επίσης. Τώρα, τι είναι «αδικία» στην πράξη; Είναι, στην πράξη, η συμπεριφορά του είδους, που είναι δυσάρεστη στην αγέλη. Αποκαλώντας την, «αδικία», και με την διευθέτηση ενός πολύπλοκου συστήματος της ηθικής γύρω από αυτή την αντίληψη, η αγέλη δικαιολογεί την επιβολή τιμωρίας πάνω στα διάφορα πράγματα που αντιπαθεί η ίδια, ενώ την ίδια στιγμή, δεδομένου ότι η αγέλη είναι δίκαιη εξ ορισμού, ενισχύει την δική της αυτοεκτίμηση, την ίδια στιγμή, όταν αφήνει χαλαρή την τάση της στην σκληρότητα. Αυτή είναι η ψυχολογία του λιντσαρίσματος, και των άλλων τρόπων με τους οποίους οι εγκληματίες τιμωρούνται. Η ουσία της αντίληψης της δικαιοσύνης, λοιπόν, είναι να προσφέρει μια διέξοδο για τον σαδισμό υπό τον σκληρό μανδύα της δικαιοσύνης.
Αλλά, θα ειπωθεί, ο απολογισμός που δόθηκε για τη δικαιοσύνη είναι εξ ολοκλήρου ανεφάρμοστος στους Εβραίους προφήτες, ο οποίοι, τέλος πάντων, κατά την άποψή σας, εφηύραν την ιδέα. Υπάρχει αλήθεια σε αυτό: Η δικαιοσύνη στο στόμα των Εβραίων προφητών σημαίνει ό,τι εγκρίθηκε από αυτούς και τον Γιαχβέ. Βρίσκει κανείς την ίδια στάση που εκφράζεται στην «Πράξεις των αποστόλων», όπου οι απόστολοι γράφουν: «Φάνηκε εύλογο στο Άγιο Πνεύμα και σε μας…» (Πράξεις, 15: 28). Αυτό το είδος της προσωπικής βεβαιότητας ως προς τις προτιμήσεις και τις απόψεις του Θεού δεν μπορεί, ωστόσο, να αποτελέσει τη βάση του οποιουδήποτε θεσμού.
Αυτή ήταν πάντα η δυσκολία, με την οποία ο Προτεσταντισμός έπρεπε να αγωνισθεί: Ένας νέος προφήτης μπορούσε να υποστηρίζει ότι η αποκάλυψή του ήταν πιο αυθεντική από αυτές των προκατόχων του, και δεν υπήρχε τίποτα στη γενική θεώρηση του Προτεσταντισμού να δείξει ότι ο ισχυρισμός αυτός ήταν άκυρος. Ως εκ τούτου, ο Προτεσταντισμός χωρίζεται σε αναρίθμητες αιρέσεις, που αποδυναμώνει η μία την άλλη· και υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι σε εκατό χρόνια, ο Καθολικισμός θα είναι ο μόνος μάχιμος εκπρόσωπος της χριστιανικής πίστης.
Στην Καθολική Εκκλησία, η έμπνευση, όπως αυτή που απολάμβαναν οι προφήτες, έχει τη θέση της· αλλά αναγνωρίζεται ότι φαινόμενα που μοιάζουν μάλλον σαν γνήσια θεϊκή έμπνευση, μπορεί να είναι εμπνευσμένα από τον Διάβολο, και είναι δουλειά της Εκκλησίας να τα ξεχωρίσει, όπως είναι δουλειά των ειδημόνων της τέχνης να διακρίνουν έναν αυθεντικό Λεονάρντο Ντα Βίντσι, από μια πλαστογραφία. Με τον τρόπο αυτό, ταυτοχρόνως, θεσμοθετείται η αποκάλυψη. Δικαιοσύνη, είναι αυτό που η Εκκλησία εγκρίνει, και αδικία είναι αυτό που αποδοκιμάζει. Έτσι, το ουσιαστικό μέρος της αντίληψης της δικαιοσύνης είναι η αιτιολόγηση της αντιπάθειας της αγέλης.
Φαίνεται, επομένως, ότι οι τρεις ανθρώπινες παρορμήσεις που ενσωματώνονται στη θρησκεία, είναι ο φόβος, η έπαρση και το μίσος. Ο σκοπός της θρησκείας, μπορεί κανείς να πει κάποιος, είναι να δώσει έναν αέρα σεβασμού σε αυτά τα πάθη, με την προϋπόθεση ότι λειτουργούν σε ορισμένα κανάλια. Είναι επειδή, αυτά τα πάθη καθιστούν, στο σύνολό τους, για την ανθρώπινη δυστυχία, τη θρησκεία μια δύναμη για το κακό, δεδομένου ότι επιτρέπει στους ανθρώπους να επιδοθούν στα πάθη, χωρίς αυτοσυγκράτηση, αλλά όπου για την κύρωσή τους μπορούν, τουλάχιστον σε κάποιον βαθμό, να τα ελέγχουν.
Μπορώ να φανταστώ σε αυτό το σημείο μια ένσταση, όχι απαραίτητα από ορθόδοξους πιστούς, αλλά παρ ‘όλα αυτά, αξίζει να εξεταστεί. Το μίσος και ο φόβος, μπορεί να ειπωθεί, είναι ουσιώδη χαρακτηριστικά του ανθρώπου· η ανθρωπότητα πάντα τα αισθάνονταν και πάντοτε θα τα αισθάνεται. Το καλύτερο που μπορείτε να κάνετε μ’ αυτά, μπορώ να πω, είναι να τα κατευθύνετε σε ορισμένα κανάλια τα οποία είναι λιγότερο επιβλαβή, από ορισμένα άλλα κανάλια.
Ένας χριστιανός θεολόγος, μπορεί να πει ότι η θεραπεία τους από την Εκκλησία, είναι ανάλογη με τη θεραπεία της ερωτικής παρόρμησης, την οποία αποδοκιμάζει. Επιχειρεί να καταστήσει αβλαβή την λαγνεία, περιορίζοντάς την μέσα στα όρια του γάμου. Έτσι, μπορεί να ειπωθεί, πως εάν οι άνθρωποι θα πρέπει αναπόφευκτα να αισθάνονται μίσος, είναι καλύτερα να κατευθύνεται αυτό το μίσος ενάντια σε εκείνους που είναι πραγματικά επιβλαβείς, και αυτό είναι ό,τι ακριβώς κάνει η Εκκλησία με την αντίληψη που έχει για την δικαιοσύνη.
Σ’ αυτόν τον ισχυρισμό υπάρχουν δύο απαντήσεις: Μία σχετικά επιφανειακή και μία που οδηγεί στην ρίζα του ζητήματος. Η επιφανειακή απάντηση είναι ότι η αντίληψη της Εκκλησίας για την δικαιοσύνη δεν είναι η καλύτερη δυνατή· η βασική απάντηση είναι ότι το μίσος και ο φόβος μπορούν, με την σημερινή ψυχολογική γνώση μας και την βιομηχανική τεχνική μας, να εξαλειφθούν τελείως από την ανθρώπινη ζωή.
Να πάρουμε την πρώτη περίπτωση, πρώτα. Η αντίληψη της Εκκλησίας για την δικαιοσύνη, είναι κοινωνικά ανεπιθύμητη για διάφορους λόγους -πρώτον και κύριον, για την απαξίωση της νοημοσύνης και της επιστήμης. Αυτό το ελάττωμα κληρονομείται από τα Ευαγγέλια. Ο Χριστός μάς λέει να γίνουμε σαν τα μικρά παιδιά, αλλά τα μικρά παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν τον διαφορικό λογισμό, ή τις αρχές της οικονομίας, ή τις σύγχρονες μεθόδους για την καταπολέμηση ασθενειών. Η απόκτηση τέτοιων γνώσεων, δεν εντάσσεται στο καθήκον μας, σύμφωνα με την Εκκλησία.
Η Εκκλησία δεν ισχυρίζεται πλέον ότι η γνώση είναι από μόνη της αμαρτωλή -αν και το έπραξε στις μέρες της παντοδυναμίας της-, αλλά η απόκτηση της γνώσης, ακόμη και αν δεν είναι αμαρτωλή, είναι επικίνδυνη, διότι μπορεί να οδηγήσει στην υπεροψία του νου, και ως εκ τούτου στην αμφισβήτηση του χριστιανικού δόγματος. Πάρτε, για παράδειγμα, δύο ανθρώπους, όπου ο ένας εκ των οποίων έχει εξαλείψει τον κίτρινο πυρετό, σε κάποια τροπική περιοχή, αλλά στην πορεία της εργασίας του, έχει περιστασιακές σχέσεις με γυναίκες με τις οποίες δεν είναι παντρεμένος· ενώ ο άλλος είναι αργόσχολος και οκνηρός, γεννώντας ένα παιδί κάθε χρόνο, ώσπου η γυναίκα του πεθαίνει από την εξάντληση και αναλαμβάνει ο ίδιος την φροντίδα των παιδιών του, απ’ τα οποία, τα μισά πεθαίνουν από αίτια που είναι αδύνατον να προληφθούν, αλλά αυτός όμως ποτέ δεν επιδίδεται σε παράνομη ερωτική επαφή.
Κάθε καλός χριστιανός θα πρέπει να υποστηρίξει ότι ο δεύτερος από αυτούς τους άνδρες είναι πιο ενάρετος από τον πρώτο. Μια τέτοια στάση είναι, φυσικά, δεισιδαιμονική και σε πλήρη αντίθεση με την λογική. Κάτι ακόμη αναπόφευκτο αυτού του παραλογισμού, είναι το ότι η αποφυγή της αμαρτίας θεωρείται πιο σημαντική από τις θετικές αξίες, και η σημασία της γνώσης ως μια βοήθεια για μια ωφέλιμη ζωή δεν αναγνωρίζεται.
Η δεύτερη και πιο ουσιαστική ένσταση, που ασκείται στην αξιοποίηση του φόβου και του μίσους από την Εκκλησία, είναι ότι αυτά τα συναισθήματα μπορεί τώρα να εξαλειφθούν, σχεδόν εξ ολοκλήρου, από την ανθρώπινη φύση, με εκπαιδευτικές, οικονομικές, και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι η βάση, αφού οι άνθρωποι που νιώθουν μίσος και φόβος, θαυμάζουν, επίσης, αυτά τα συναισθήματα και επιθυμούν να τα διαιωνίζουν, αν και αυτός ο θαυμασμός και η επιθυμία πιθανότατα είναι ασυναίσθητα, όπως είναι στους κοινούς χριστιανούς.
Μια εκπαίδευση σχεδιασμένη για την εξάλειψη του φόβου δεν είναι καθόλου δύσκολο να δημιουργηθεί. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μεταχειριζόμαστε το παιδί με ευγένεια, να το βάλουμε σε ένα περιβάλλον, όπου η πρωτοβουλία είναι δυνατή χωρίς καταστροφικά αποτελέσματα, και να το σώσουμε από την επαφή με ενήλικες που έχουν παράλογες φοβίες, όπως το σκοτάδι, τα ποντίκια, ή την κοινωνική επανάσταση. Ένα παιδί, επίσης, θα πρέπει να μην υπόκειται σε αυστηρή τιμωρία, ή σε απειλές, ή σε σοβαρές και υπέρμετρες επιπλήξεις.
Για να σώσουμε ένα παιδί από το μίσος, είναι ένα κάπως πιο πολύπλοκο εγχείρημα. Οι καταστάσεις που προκαλούν τη ζήλοτυπία πρέπει, πολύ προσεκτικά, να αποφεύγονται μέσω της ευσυνείδητης και ακριβούς δικαιοσύνης, μεταξύ διαφορετικών παιδιών. Ένα παιδί πρέπει να αισθάνεται το ίδιο, το αντικείμενο της ένθερμης στοργής εκ μέρους ορισμένων, τουλάχιστον, ενηλίκων με τους οποίους έχει να κάνει, και δεν πρέπει να αποθαρρύνεται να επιδίδεται σε φυσικές δραστηριότητες και να εκφράζει τις απορίες του, εκτός όταν υπάρχει κίνδυνος για τη ζωή του ή τίθεται θέμα υγείας. Ειδικότερα, δεν πρέπει να υπάρχουν προκαταλήψεις για την γνώση ερωτικών θεμάτων, ή για συζητήσεις θεμάτων, που οι παραδοσιακοί άνθρωποι θεωρούν ακατάλληλες. Αν αυτοί οι απλοί κανόνες εφαρμόζονται από την αρχή, το παιδί θα είναι άφοβο και φιλικό.
Οπωσδήποτε, με την είσοδο στην ενήλικη ζωή, ένα νεαρό άτομο, τόσο μορφωμένο, θα βρει τον εαυτό του βυθισμένο σε έναν κόσμο γεμάτον αδικία, γεμάτον σκληρότητα, γεμάτον εξαθλίωση που μπορεί να προληφθεί. Η αδικία, η σκληρότητα και η δυστυχία που υπάρχουν στον σύγχρονο κόσμο είναι μια κληρονομιά από το παρελθόν, και βασική πηγή τους είναι οι οικονομικές συνθήκες, αφού ο ανταγωνισμός ζωής και θανάτου για τα μέσα διαβίωσης, ήταν στο παρελθόν αναπόφευκτος. Δεν είναι όμως αναπόφευκτος στην εποχή μας. Με την παρούσα βιομηχανική τεχνική μας, μπορούμε, αν θέλουμε, να παρέχουμε μια ανεκτή διαβίωση για όλους.
Θα μπορούσαμε επίσης να εξασφαλίσουμε, ότι ο πληθυσμός του πλανήτη θα πρέπει να είναι στάσιμος, αν δεν παρεμποδιζόμασταν από την πολιτική επιρροή των εκκλησιών που προτιμούν πόλεμο, επιδημία και έλλειψη αντισύλληψης. Η γνώση υπάρχει, με την οποία η καθολική ευτυχία μπορεί να επιτευχθεί· το βασικό εμπόδιο για τη χρησιμοποίησή της για τον σκοπό αυτό, είναι η διδασκαλία της θρησκείας. Η θρησκεία αποτρέπει τα παιδιά μας από το να έχουν μια ορθολογιστική εκπαίδευση· η θρησκεία μάς εμποδίζει από την απομάκρυνση των βασικών αιτιών του πολέμου· η θρησκεία μάς αποτρέπει από την ηθικό δίδαγμα της επιστημονικής συνεργασίας, σε αντικατάσταση των παλαιών άγριων δογμάτων της αμαρτίας και της τιμωρίας. Είναι πιθανόν ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται στο κατώφλι μιας χρυσής εποχής, αλλά, αν είναι έτσι, θα πρέπει πρώτα να σκοτώσει τον δράκο που φυλάει την πόρτα, κι αυτός ο δράκος είναι η θρησκεία.
Επιστήμη και θρησκεία
Η διαμάχη μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, που άρχισε να οξύνεται τον δέκατο έκτο αιώνα, έχει συνεχιστεί, με διάφορες μορφές, μέχρι τις μέρες μας. Συγκρινόμενη με άλλους πολέμους, έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Σε κάθε μάχη ανεξαιρέτως νίκησε η επιστήμη· αλλά όταν, κατά συνέπεια, η θρησκεία εκκένωσε περιοχές που μέχρι τότε διεκδικούσε, οι μαχητές της εξήγησαν με αβρότητα ότι η διεκδίκηση δεν είχε έρεισμα και ότι η πραγματική επικράτεια της θρησκείας παρέμενε αλώβητη.
Αποτέλεσμα ήταν μια βαθύτατη αλλαγή στον χαρακτήρα της θρησκείας, η οποία έγινε βαθμηδόν πνευματικότερη, ηθικότερη, και λιγότερο δογματική. Όσον αφορά την επιστήμη, κάθε νέος κλάδος επαγωγικής γνώσης ήταν αναγκασμένος να αγωνιστεί σκληρά για την ύπαρξή του· ωστόσο, όταν κατέκτησε την ελευθερία του συχνά συμμάχησε με τη θρησκεία για να επιτεθεί εναντίον νέων επιστημών που δεν είχαν ακόμη το κύρος του νικητή. Η διαδικασία αυτή, στη θρησκεία και στην επιστήμη, συνεχίζεται ακόμη σήμερα.
Η επίθεση της επιστήμης εναντίον των δογμάτων, που ήσαν καθολικώς αποδεκτά στον χριστιανικό κόσμο στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα, έχει προχωρήσει, σε γενικές γραμμές, από τα έξω προς τα μέσα, αρχίζοντας με τα ουράνια, στη συνέχεια με τη γεωλογική ιστορία της γης, ύστερα με την προέλευση των μορφών της ζωής, ακολούθως με το ανθρώπινο σώμα, και τέλος με τον ανθρώπινο νου. Θα ξεκινήσω με μια σύντομη επισκόπηση αυτής της ιστορίας και ύστερα θα προσπαθήσω να ξεδιαλύνω τα ουσιώδη της διαμάχης καθώς αυτή εξελίσσεται σήμερα.
Ας δούμε πρώτα τι πίστευαν οι χριστιανοί προτού η επιστήμη αρχίσει τις επιθέσεις.
Υποστήριζαν ότι η γη είναι το κέντρο του σύμπαντος και περιβάλλεται από τα διάφορα ουράνια σώματα· πέρα από αυτά είναι ο έβδομος ουρανός, ενδιαίτημα του Θεού και των αγγέλων. Ό,τι βρίσκεται στους ουρανούς, από τη σελήνη και πάνω, είναι άφθαρτο· τα πράγματα που φθείρονται και πεθαίνουν είναι κάτω από τη σελήνη, αντίληψη από την οποία προέκυψε η λέξη «υποσελήνιος» (sublunary). Το σύμπαν δημιουργήθηκε προ έξι χιλιάδων περίπου ετών. !!!
Ο επίσκοπος Άσερ καθόρισε την ακριβή χρονολογία, το 4004 π.κ.ε., και ο Δρ Λάιτφουτ, αντιπρύτανις του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, ήταν ακόμη πιο ακριβής όταν αποφάνθηκε ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε στις 23 Οκτωβρίου, στις 9 το πρωί. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσή του και του έδωσε ελεύθερη βούληση, μολονότι είχε προβλέψει ότι η ελεύθερη βούληση θα οδηγούσε τους ανθρώπους στην αμαρτία και ότι η δικαιοσύνη θα απαιτούσε την τιμωρία των αμαρτωλών. Είπε στον Αδάμ και στην Εύα να μη φάνε τον καρπό ενός συγκεκριμένου δέντρου, αλλά εκείνοι τον έφαγαν· γι’ αυτό τους το έγκλημα, αυτοί και οι απόγονοί τους αξίζουν την αιώνιο τιμωρία στο πυρ της Κολάσεως.
Αφού περίμενε 4004 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων εξολόθρευσε όλα τα ανθρώπινα όντα εκτός από οκτώ σε έναν κατακλυσμό, ο Θεός, στο άπειρο έλεός του, αποφάσισε να μην πάνε μερικοί άνθρωποι στην Κόλαση αλλά η τιμωρία την οποία άξιζαν να επιβληθεί στον Θεό Υιό. Ορισμένοι από αυτούς που πίστεψαν ότι αυτό συνέβη πήγαν στον Παράδεισο αντί για την Κόλαση. Η αλήθεια για όλα τα θέματα θρησκευτικής σημασίας κατατίθεται στη Βίβλο, ή μπορεί να συναχθεί από όσα εκεί λέγονται, διότι η Βίβλος είναι ο λόγος του Θεού, τον οποίο υπαγόρευσε ο ίδιος στους συγγραφείς της.
Πολύ λίγα από αυτά είναι πιστευτά από τους σημερινούς χριστιανούς. Το δόγμα της ακαταμάχητης άγνοιας έχει κάνει ακόμη και ρωμαιοκαθολικούς να πιστεύουν ότι η σωτηρία είναι δυνατή ακόμη και εκτός Εκκλησίας. Η κοπερνίκειος αστρονομία είναι γενικώς αποδεκτή. Η χρονολογία 4004 π.κ.ε. εγκαταλείφτηκε κατ’ εντολήν των γεωλόγων. Οι περισσότεροι μορφωμένοι χριστιανοί δεν δέχονται πια την κυριολεκτική αλήθεια όλων όσα λέει η Βίβλος. Είναι γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να γίνει κληρικός της Εκκλησίας της Αγγλίας χωρίς να δώσει καταφατική απάντηση στην ερώτηση «Πιστεύεις ειλικρινά σε όλα όσα λέει η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη;», αλλά αναγνωρίζεται ότι όσοι δίνουν αυτή την απάντηση δεν είναι αναγκαίο να θεωρούνται απολύτως ειλικρινείς.
Οι σύγχρονοι χριστιανοί αγανακτούν αν κανείς υποθέσει ότι πιστεύουν ακόμη τις αρχαίες συνταγές, αλλά δεν αναγνωρίζουν επαρκώς ότι μόνο η πίεση της επιστήμης τους οδήγησε στη σημερινή, συγκριτικά έλλογη θέση. Είναι ουσιώδες για τη θρησκεία, καθώς την εννοούμε στη Δύση, να υποστηρίζει ότι το σύμπαν έχει έναν σκοπό που αφορά στον Άνθρωπο. Το ισχυρότερο πλήγμα σε αυτή την πεποίθηση ήταν και το πρώτο, η κοπερνίκειος αστρονομία. Αν το σύμπαν δημιουργήθηκε σε σχέση με τον άνθρωπο, είναι φυσικό ότι η γη στην οποία ενοικεί θα είναι το κέντρο του κόσμου.
Έγινε αντιληπτό όχι μόνο ότι αυτό δεν ισχύει, αλλά και ότι ο ήλιος είναι το κέντρο εκείνου του μέρους του κόσμου που είναι η γειτονιά μας, και ότι επίσης ο ήλιος είναι πολύ μεγαλύτερος από τη γη, και ότι είναι ένα μόνο αστέρι ανάμεσα σε αναρίθμητα, μυριάδες άστρα. Κάποιοι Έλληνες (ο Αρίσταρχος), που ήσαν μαθητές του Πυθαγόρα, είχαν διδάξει ότι η γη περιστρέφεται καθημερινώς γύρω από τον εαυτό της και ετησίως γύρω από τον ήλιο. Αλλά η άποψη αυτή δεν έγινε ευρέως αποδεκτή στην αρχαιότητα και ξεχάστηκε ωσότου ο Κοπέρνικος την επανέφερε. Πολύ συνετά, δεν εξέδωσε το βιβλίο του ωσότου ήταν έτοιμος να πεθάνει· το πρώτο αντίτυπο το πήρε στα χέρια του στο νεκροκρέβατο το 1543.
Καθώς ο Κοπέρνικος, τουλάχιστον σύμφωνα με το σημείωμα του εκδότη, δεν απέδειξε τη θεωρία του, αλλά διατύπωσε απλώς μια ενδιαφέρουσα υπόθεση, διέφυγε την επίσημη καταδίκη ωσότου ο Κέπλερ και ο Γαλιλαίος προσκόμισαν αποδείξεις. Ωστόσο, από την πρώτη στιγμή η αντίσταση των θρησκευτικών ηγετών στη νέα αστρονομία ήταν σφοδρή. Άλλωστε, δεν λέγεται στον 92° Ψαλμό ότι «Ό Κύριος εστερέωσεν την οικουμένην, ήτις ου σαλευθήσσεται»;
Ο Λούθηρος είπε: Οι άνθρωποι ακούνε έναν τυχάρπαστο αστρολόγο που προσπαθεί να τους αποδείξει ότι η γη είναι που κινείται, όχι οι ουρανοί ή το στερέωμα, ο ήλιος και η σελήνη. Όποιος θέλει να κάνει τον έξυπνο εφευρίσκει ένα νέο σύστημα, που υποτίθεται ότι είναι το καλύτερο από όλα τα συστήματα. Αυτός ο ανόητος θέλει να αντιστρέφει ολόκληρη την επιστήμη της αστρονομίας. Αλλά οι ιερές Γραφές μάς λένε ότι ο Ιησούς του Ναυή διέταξε τον ήλιο να σταθεί ακίνητος, όχι τη γη.
Και ο Καλβίνος είπε: «Ποιος θα τολμήσει να θέσει την αυθεντία του Κοπέρνικου πάνω από αυτήν του Αγίου Πνεύματος;». Αλλά σε γενικές γραμμές ο Κοπέρνικος δεν προσέλκυσε την προσοχή. Δεν προσκόμισε αποδείξεις για τη θεωρία του και, ως εκ τούτου, μπορούσαν να τον αγνοήσουν. Οι εργασίες του Γαλιλαίου ήταν που έκαναν την Καθολική Εκκλησία να αποκηρύξει ως αιρετική την κοπερνίκειο θεωρία, πρώτα το 1616 και ξανά το 1633. Η σφοδρότητα της επίθεσης ήταν μεγάλη.
Ο Ιησουίτης Ιντσόφερ, από τους πρωτοστάτες της αντίδρασης, είπε το 1631: Η άποψη για την κίνηση της γης είναι η απεχθέστερη από όλες τις αιρέσεις, η κακοηθέστερη, η πιο σκανδαλώδης. Η ακινησία της γης είναι τριπλά ιερή. Επιχειρήματα κατά της αθανασίας της ψυχής, της ύπαρξης του Θεού και της ενσάρκωσης του Λόγου, είναι πιο ανεκτά από το επιχείρημα ότι η γη κινείται.
Νομίζω ότι αυτός ο κληρικός είχε δίκιο, από τη δική του πλευρά. Τίποτα δεν υπονόμευσε τόσο την θεμελιώδη χριστιανική πεποίθηση ότι ο άνθρωπος είναι ο σκοπός της Δημιουργίας όσο η Αστρονομία. Ωστόσο, ο Νεύτωνας επέτυχε να συνδυάσει την ευσέβεια με την κοπερνίκειο θεωρία, εφόσον υποστήριζε ότι οι πλανήτες τέθηκαν σε αρχική τροχιά από -το χέρι του Θεού. Ο Λαπλάς, που δεν είχε ανάγκη την υπόθεση περί του Θεού, έκανε το επόμενο βήμα διατυπώνοντας την θεωρία του γαλαξιακού νεφελώματος, σύμφωνα με την οποία σχηματίστηκαν οι πλανήτες. Ίσως να δημιούργησε ο Θεός το νεφέλωμα, αλλά τούτο φαίνεται να είναι ένας πολύ πλάγιος τρόπος του Παντοδύναμου για να φτάσει στον άνθρωπο.
Μετά την Αστρονομία ήρθε η Γεωλογία
Τα απολιθώματα, και ενδείξεις ότι τα βουνά ήταν κάποτε κάτω από το νερό, θεωρήθηκαν ότι αποδεικνύουν τον Κατακλυσμό. Βαθμιαία όμως διαπιστώθηκε ότι η γη είναι πολύ πιο παλιά από όσο πιστευόταν. Οι «Αρχές της Γεωλογίας» του Τσαρλς Λάιελ, που εκδόθηκαν το 1830, ανέπτυξαν την εξελικτική θεωρία της Γεωλογίας και έπεισαν σχεδόν όλους τους επιστήμονες ότι χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να σχηματιστούν τα πετρώματα στην επιφάνεια της γης και ότι τα εξαλειφθέντα είδη της χλωρίδας και της πανίδας δεν είναι δυνατόν να χάθηκαν τόσο πρόσφατα όσο λέγεται ότι συνέβη ο Κατακλυσμός. Οι θεολόγοι αποκήρυξαν τον Λάιελ και για κάμποσο καιρό εθεωρείτο άνθρωπος κακοήθης, αλλά η εποχή των νομίμων διώξεων είχε πια παρέλθει.
Το επόμενο -και πολύ σημαντικό- βήμα ήταν η εφαρμογή της θεωρίας της εξέλιξης στην καταγωγή των ειδών. Ο Αριστοτέλης και η «Γένεση» συμφωνούσαν ότι τα διαφορετικά είδη είχαν δημιουργηθεί το καθένα ξεχωριστά, και η άποψη αυτή, αν και όχι αδιαφιλονίκητη, ήταν αποδεκτή από τους περισσότερους βιολόγους μέχρι τη δημοσίευση του βιβλίου του Δαρβίνου το 1859. Η θεωρία του Δαρβίνου έφτασε στους θεολόγους και στο αμόρφωτο κοινό ως η θεωρία που λέει ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο. Αυτό είναι απαράδεκτο. Η ψυχή των ανθρώπων είναι αιώνια, των πιθήκων δεν είναι.
Οι άνθρωποι έχουν μέσα τους την θεία αίσθηση του καλού και του κακού, ενώ οι πίθηκοι οδηγούνται μόνο από το ένστικτο. Αν οι άνθρωποι εξελίχτηκαν σταδιακά από τον πίθηκο, πότε ακριβώς απέκτησαν αυτά τα θεολογικώς σπουδαία χαρακτηριστικά; Ο επίσκοπος Γουίλμπερφορς εξαπέλυσε μύδρους εναντίον του Δαρβινισμού στη Βρετανική Εταιρεία το 1860 (η θεωρία της φυσικής επιλογής είναι απολύτως ασύμβατη με τον Λόγο του Θεού) αλλά εις μάτην· οι άνθρωποι δεν φοβούνταν πια τη δυσαρέσκεια της Εκκλησίας και η εξέλιξη των ζώων και των φυτών έγινε γρήγορα η γενικώς αποδεκτή θεωρία μεταξύ των βιολόγων.
Το χάσμα που δημιούργησε η Θεολογία μεταξύ του ανθρώπου και των κατώτερων ζώων σκιαγραφείται παραστατικά στη στάση του Πάπα Πίου IX έναντι της «Εταιρείας για την προστασία των ζώων από την σκληρότητα». Όταν ο Λόρδος Ότο Ράσελ τού ζήτησε να υποστηρίξει τους σκοπούς της εταιρείας, εκείνος απάντησε: «Αυτή η Εταιρεία δεν μπορεί να τύχει της υποστήριξης της Αγίας Έδρας, διότι έχει ιδρυθεί πάνω σε ένα θεολογικό σφάλμα, ήτοι ότι οι χριστιανοί έχουν καθήκον έναντι των ζώων». Ο οπαδός της εξελικτικής θεωρίας ήταν δύσκολο να υιοθετήσει τέτοια στάση, διότι δεν μπορεί να υπάρξει σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ του ανθρώπου και των ζώων.
Η αντικατάσταση της δεισιδαιμονίας από την επιστήμη στη θεραπεία του ανθρώπινου σώματος ήταν μια βαθμιαία διαδικασία. Στον Μεσαίωνα, η πανώλη εθεωρείτο μαρτυρία της θείας δυσαρέσκειας· μέχρι πρόσφατα, οι ψυχικές νόσοι αποδίδονταν σε δαιμόνια, όπως στα Ευαγγέλια. Πολλά οφείλονταν στη μαγεία και, μέχρι τα τέλη του δέκατου έβδομου αιώνα, αμέτρητες άκακες γυναίκες παραδόθηκαν στην πυρά. Ο Τόμας Μπράουν βοήθησε το 1641, ως δικαστής, να απαγχονιστούν δύο μάγισσες και σχεδόν έναν αιώνα αργότερα ο Γουέσλεϊ υποστήριξε ότι «το να αγνοήσουμε τη μαγεία σημαίνει να αγνοήσουμε τη Βίβλο».
Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Γουέσλεϊ είχε δίκιο, διότι η Βίβλος λέει «φαρμακούς ου περιποιήσετε». Οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι χριστιανοί, που πιστεύουν ακόμη ότι η Βίβλος είναι ηθικά ανεκτίμητη, έχουν την τάση να ξεχνούν αυτά τα κείμενα και τα εκατομμύρια των αθώων θυμάτων που είχαν μαρτυρικό θάνατο επειδή, κάποτε, οι άνθρωποι δέχθηκαν ανεπιφύλακτα τη Βίβλο ως οδηγό συμπεριφοράς.
Η χρήση νάρκωσης στην Ιατρική, αρχικά θεωρήθηκε ασεβής, ιδιαίτερα στη γέννα, διότι η Βίβλος αποφάνθηκε ότι οι ωδίνες του τοκετού είναι τιμωρία για το αμάρτημα της Εύας. Το 1591, μια Σκοτσέζα ονόματι Γιούφαμ Μάκαλεϊν, κάηκε στην πυρά διότι αναζήτησε ανακούφιση από τους πόνους του τοκετού· και τον δέκατο ένατο αιώνα η χρήση του χλωροφόρμιου από τον Σίμπσον καταδικάστηκε από πολλούς ιερείς.
Ο Σίμπσον μπόρεσε να τους πείσει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να ναρκώσουμε άνδρες, διότι ο Θεός αποκοίμισε τον Αδάμ όταν «έλαβε μίαν των πλευρών αυτού» για να φτιάξει την Εύα· πολλοί όμως παρέμειναν αμετάπειστοι ως προς τους πόνους των γυναικών. Όσον αφορά τις ψυχικές παθήσεις, η πίστη στα δαιμόνια έκανε εύλογο τον βασανισμό των ασθενών για να εξοστρακιστεί ο δαίμονας. Η παρεμπόδιση του ύπνου ήταν συνήθης θεραπευτική αγωγή. Ακόμη και ο βασιλιάς της Αγγλίας Γεώργιος Γ’, όταν ήταν ανισόρροπος, έτρωγε ξύλο για να γίνει καλά. Μόνο στις μέρες μας η έλλογη θεραπεία των ψυχικών παθήσεων άρχισε να εφαρμόζεται.
Οι επιστήμες που ασχολούνται με την ψυχική ζωή του ανθρώπου, ήσαν οι τελευταίες που αναπτύχθηκαν και οι επιθέσεις τους εναντίον των θρησκευτικών πεποιθήσεων μόλις τώρα αρχίζουν. Οι ιστορικές επιστήμες έχουν δείξει ότι η «Γένεση», όχι μόνο δεν έχει ιστορική βάση αλλά και ότι έχει δανειστεί πολλά από τους βαβυλωνιακούς μύθους. Η κριτική έχει αποσαθρώσει την Βίβλο. Η Ανθρωπολογία έχει καταστήσει σαφές ότι πολλά στοιχεία της χριστιανικής ορθοδοξίας είναι επιβιώσεις πρωτόγονων αντιλήψεων. Αλλά καμμία από αυτές τις επιστήμες δεν είναι τόσο ολέθρια για τους σύγχρονους χριστιανούς όσο η επιστημονική ψυχολογία, καθόσον φαίνεται να αποδεικνύει ότι η παραδοσιακή έννοια της αμαρτίας είναι αβάσιμη.
Αρετή και αμαρτία είναι έννοιες που εξαρτώνται από την ελεύθερη βούληση· καθώς συνειδητοποιούμε τις αιτίες της συμπεριφοράς, οι έννοιες αυτές εξαφανίζονται. Είναι σύνηθες σήμερα, ακόμη και από τους φιλελεύθερους χριστιανούς, να συνιστάται μια επιεικής αντιμετώπιση του εγκλήματος (δηλ. της κοινωνικά απαράδεκτης συμπεριφοράς) με το σκεπτικό ότι είναι παράγωγο των κοινωνικών συνθηκών. Αλλά αυτοί που χρησιμοποιούν αυτό το επιχείρημα δεν αντιλαμβάνονται, κατά κανόνα, το εύρος του. Η κοινωνικά απαράδεκτη συμπεριφορά είναι επίσης παράγωγο προγενέστερων αιτιών. Ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου προσδιορίζεται από την βιολογία του, την κληρονομικότητα, το διαιτολόγιο, τους αδένες του, την παιδεία του, κ.λπ. Και αυτά είναι, οπωσδήποτε στα κρίσιμα χρόνια της παιδικής ηλικίας, πέρα από τον έλεγχό του.
Αν μεγαλώνοντας γίνει ένας άνθρωπος που κάνει κακό, δεν φταίει αυτός· αν πάλι γίνει ένας άνθρωπος που κάνει καλό, τούτο οφείλεται εξίσου σε αιτίες έξω από αυτόν. Δεν εννοώ ότι οι προσπάθειές του δεν είναι βασικοί κρίκοι στην αιτιώδη αλυσίδα που προσδιορίζει τις πράξεις του· αυτό που εννοώ είναι ότι οι ίδιες οι προσπάθειές του οφείλονται σε προγενέστερες περιστάσεις που τον έκαναν να είναι αυτός που είναι. Αν ο Θεός σχεδίασε τον κόσμο, ο Καλβίνος είχε δίκιο να λέει ότι μερικοί άνθρωποι είναι καταδικασμένοι εκ των προτέρων να είναι ενάρετοι και άλλοι να είναι κακοί· αλλά θα ήταν άδικο να επιβραβεύουμε τους μεν και να τιμωρούμε τους δε.
Ούτε το ποινικό μας δίκαιο, το οποίο, όπως εξελίχτηκε ιστορικά, είναι μια απόπειρα μίμησης της θείας δικαιοσύνης, φαίνεται να εμπνέεται από την έννοια της «αντάξιας τιμωρίας». Είναι φανερό ότι θα θέλαμε να μην εγκληματούν οι άνθρωποι, όπως θα θέλαμε να μη διαδίδουν τη χολέρα. Σε αυτούς που έχουν νοσήσει με χολέρα δεν τους επιτρέπουμε να κυκλοφορούν ελεύθερα, αλλά δεν τους θεωρούμε κακούς. Παρόμοια, μπορεί να είμαστε υποχρεωμένοι να περιορίσουμε την ελευθερία ενός εγκληματία, αλλά δεν θα έπρεπε να τον κατακρίνουμε, όπως δεν κατακρίνουμε τον χολεριασμένο.
Η θεωρία ότι οι πράξεις μας έχουν προγενέστερες αιτίες φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να έχει περισσότερες συνέπειες από όσες πράγματι έχει. Δεν εξυπακούεται ότι δεν χρειάζεται να καταβάλουμε προσπάθειες, αφού οι προσπάθειές μας αποτελούν αιτίες των πράξεών μας, όσο κι αν με τη σειρά τους έχουν άλλες αιτίες. Δεν έχει σχέση με το τι είναι ευκταίο. Δεν εξυπακούεται ότι πρέπει να αφήσουμε ελεύθερους τους ανθρώπους να διαπράττουν κοινωνικά απαράδεκτες πράξεις.
Το μόνο που υποστηρίζει είναι ότι, όταν φτιάχνουμε τους νόμους και το εθιμικό δίκαιο, θα πρέπει να στοχεύουμε στην κοινωνικά ευκταία διαγωγή, και ότι η τιμωρία αυτών που συμπεριφέρονται με τρόπο δυσάρεστο για τους άλλους δικαιολογείται μόνον ως πρόληψη, όχι επειδή οι κακοί αξίζουν την τιμωρία. Στην ορθόδοξη θεολογία η Κόλαση δεν αναμορφώνει τους αμαρτωλούς, αιτιολογείται μόνο στη βάση ότι η τιμωρία τούς πρέπει. Αυτή η αντίληψη είναι ανεπιστημονική.
Στην προτεσταντική ηθική η έννοια της «συνείδησης» έχει παίξει σπουδαίο ρόλο. Υποτίθεται ότι ο Θεός αποκαλύπτει σε κάθε ανθρώπινη καρδιά τι είναι καλό και τι κακό- αν δεν θέλουμε να αμαρτήσουμε, το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να ακούμε τη φωνή μέσα μας. Ατυχώς, η συνείδηση λέει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Στον ένα λέει ότι πρέπει να πολεμήσει για τη χώρα του όταν ο εχθρός την απειλήσει, στον άλλο ότι η συμμετοχή στον πόλεμο είναι κακό. Στον Γεώργιο τον Γ’, είπε ότι ο όρκος που έδωσε όταν στέφθηκε βασιλεύς δεν του επέτρεπε την απονομή πλήρων δικαιωμάτων στους καθολικούς, στον Γεώργιο τον Δ’ δεν είπε τίποτα τέτοιο.
Άλλους τους οδηγεί στην επιδοκιμασία της λεηλασίας των πλούσιων από τους φτωχούς, την οποία υποστηρίζουν οι κομμουνιστές, και άλλους στην επιδοκιμασία της εκμετάλλευσης των φτωχών από τους πλούσιους, την οποία ασκούν οι καπιταλιστές. Κατά συνέπεια, η συνείδηση αποτυγχάνει ως οδηγός των πράξεών μας. Επιστημονικά, η συνείδηση είναι το συσσωρευμένο βάρος που οφείλεται σε αποδοκιμασία η οποία βιώθηκε ή φαντασιώθηκε στο παρελθόν, ιδιαίτερα στην παιδική ηλικία. Δεν έχει θεία καταγωγή, είναι παράγωγο της εκπαίδευσης, και μπορεί να διδαχθεί ως επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία κατά την κρίση των εκπαιδευτών.
Με όσα είπα προϋποθέτω τον ντετερμινισμό, θεωρώ δηλαδή ότι υπάρχουν επιστημονικοί νόμοι που μας επιτρέπουν, τουλάχιστον κατά προσέγγιση, να συνάγουμε ύστερα συμβάντα από προγενέστερα. Αυτή η προϋπόθεση ισχύει και στην επιστήμη και στην καθημερινή ζωή, μολονότι έχει αμφισβητηθεί θεολογικά και μεταφυσικά. Για πρώτη φορά μετά τον δέκατο έβδομο αιώνα υπάρχει μία σχολή φυσικών που την αμφισβητεί. Ο Έντινγκτον, κύριος εκπρόσωπος αυτής της σχολής, υποστηρίζει ότι η προφανής κανονικότητα που παρατηρείται στον μακρόκοσμο είναι θέμα μέσων όρων και δεν παρατηρείται στον μικρόκοσμο των ατόμων.
Αυτή η άποψη βασίζεται στην Κβαντομηχανική
Σύμφωνα με την κβαντική θεωρία, τα άτομα υφίστανται αλλαγές που συμβαίνουν σε χρόνους απροσδιόριστους και οι οποίες μπορεί να είναι μία από πολλές δυνατότητες. Μεταξύ ενός μεγάλου αριθμού ατόμων, ένα ποσοστό ατόμων που είναι δύσκολο να εντοπιστούν, σε δεδομένη στιγμή, υφίστανται κάποια από τις ενδεχόμενες αλλαγές, ακριβώς όπως κάποιο ποσοστό ατόμων του πληθυσμού θα πάθουν ιλαρά, ένα άλλο ποσοστό καρκίνο, κ.ο.κ. Αλλά προς το παρόν δεν γνωρίζουμε τίποτα που να μας καθιστά ικανούς να προσδιορίσουμε τη συμπεριφορά ενός συγκεκριμένου ατόμου, το μόνο που μπορούμε είναι να απαριθμήσουμε τις ενδεχόμενες αλλαγές.
Σε αυτή τη βάση, λέγεται ότι τα άτομα διαθέτουν κάτι σαν ελεύθερη βούληση, και ότι, σε έναν εγκέφαλο, μπορεί να υπάρχει μια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας η οποία θα προκαλέσει μια μετρήσιμη διαφορά στο αποτέλεσμα αν το δεδομένο άτομο επιλέξει αυτή την πορεία αντί μιας άλλης. Έτσι, ο Έντινγκτον παρακάμπτει την πεποίθηση ότι οι σωματικές μας ενέργειες ελέγχονται από τους νόμους της Φυσικής.
Εναντίον αυτής της άποψης θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί την αυθεντία· ο Αϊνστάιν, για παράδειγμα, πιστεύει στην αυστηρή αιτιοκρατία. Αλλά νομίζω ότι μπορούμε να είμαστε σαφέστεροι. Οι κβαντικοί νόμοι της συμπεριφοράς των ατόμων άρχισαν να μελετώνται το 1913· οι περισσότερες γνώσεις μας σχετικά με αυτούς αποκτήθηκαν μετά το 1925. Είναι φυσικό να μην τους γνωρίζουμε στην εντέλεια. Ένας νέος νόμος θα μπορούσε να δείξει ότι η συμπεριφορά των ατόμων είναι ντετερμινιστική. Ποιός μπορεί να ισχυριστεί ότι ένας τέτοιος νόμος δεν θα ανακαλυφθεί τα επόμενα χρόνια;
Αλλά, παραπέρα, αν τα άτομα απολαμβάνουν πράγματι κάποια, μέχρις ενός βαθμού, ιδιότροπη συμπεριφορά, αυτό έχει ευχάριστες συνέπειες; Δεν νομίζω. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, αν πράγματι δεν υπάρχουν νόμοι που να προσδιορίζουν ποια ακριβώς από ενδεχόμενες ενέργειες θα ακολουθήσει ένα άτομο, δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι εν γένει θα κάνει πράγματα που θα έχουν μάλλον αυτό το αποτέλεσμα και όχι το άλλο. Απλώς δεν γνωρίζουμε τι θα κάνει.
Ο Έντινγκτον μάλλον φαντάζεται -φυσικά, όχι ρητά- ότι αν τα άτομα κάνουν ό,τι θέλουν, θα κάνουν αυτό που θέλει αυτός. Αλλά δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι τα γούστα τους συμπίπτουν με τα δικά του και η γνήσια ιδιοτροπία δεν είναι συμβατή με τα γούστα γενικώς. Η ιδιοτροπία είναι μία έννοια που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, δεδομένου ότι όλες μας οι πράξεις έχουν κίνητρα και είναι, ως εκ τούτου, ντετερμινιστικές, όχι ιδιότροπες. Όσοι ενασμενίζονται να πιστεύουν ότι η φύση είναι λίγο-πολύ άνομη, μάλλον δεν αντιλαμβάνονται τι συνεπάγεται αυτή η άποψη.
Υπάρχει ένα ακόμη επιχείρημα εναντίον της πρακτικής εφαρμογής την οποία θέλει να συναγάγει ο Έντινγκτον από την ιδιοτροπία των ατόμων: Η ύπαρξη νόμων αιτιότητας στη συμπεριφορά των ατόμων και των ζώων. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται επισταμένη επιστημονική έρευνα. Αν αμφισβητείτε αυτά που λέω, θα σας συμβούλευα να τραβήξετε τη μύτη καθενός που συναντάτε στο δρόμο. Όταν πέσετε σε κάποιον που θα σας πει «Α, ευχαριστώ πάρα πολύ, σας παρακαλώ το ξανακάνετε;», τότε θα αρχίσω να σκέφτομαι ότι ίσως η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν υπόκειται σε νόμους. Στο μεταξύ, η αδυναμία της πρόβλεψης έχει επαρκώς εξηγηθεί, όπου υπάρχει, με την πολυπλοκότητα των φαινομένων.
Υπάρχουν κάποιοι, ιδιαίτερα βιολόγοι, που πρεσβεύουν ακόμη ότι βλέπουν σκοπό στην πορεία της φύσης. Λένε ότι το γαλαξιακό νεφέλωμα, ο σχηματισμός των πλανητών, τα εκατομμύρια χρόνια στη διάρκεια των οποίων η γη ψύχθηκε, και οι αιώνες των αιώνων στη διάρκεια των οποίων εξελίχτηκαν οι πρωτόγονες μορφές της ζωής, ήσαν ένα πρελούδιο για τη θριαμβική άνθιση την οποία παρατηρούμε σήμερα.
Ο σκοπός του Θεού τελικά αποκαλύφθηκε, με τον Χίτλερ και τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, με τους ανθρώπους που παρασκεύασαν δηλητηριώδη αέρια και τους πολιτικούς που απεργάζονται τον τρόμο του πολέμου. Ή, αν αυτό δεν συνιστά την πλήρη αποκάλυψη, μπορούμε να ελπίζουμε για το μέλλον στην εμφάνιση ηγετών που είναι ακόμη πιο ηγετικοί και δικτατόρων που είναι ακόμη πιο δικτατορικοί. Ακόμη και αν αυτή η ολοκλήρωση θεωρηθεί επαρκής, με τόσο μακρύ πρόλογο τι θα πούμε για τον επίλογο;
Η γη θα παγώσει και η ζωή θα εκλείψει
Μπορεί για λίγο να υπάρχει ζωή κάπου αλλού, αλλά το σύμπαν τείνει προς μία ενιαία θερμοκρασία και είμαστε αναγκασμένοι να υποθέσουμε ότι στο τέλος δεν θα υπάρχει ζωή πουθενά. Ούτως ή άλλως, δεν θα υπάρχει τίποτα να θρηνήσουμε και κανένας για να θρηνήσει. Αλλά το αποτέλεσμα, θα έλεγε κανείς, θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να χρειαστεί να δημιουργηθεί ο κόσμος. Αυτή η απόπειρα ενός αργόσχολου και παντοδύναμου όντος, δεν μου φαίνεται και τόσο επιτυχής. Αλλά, καθώς λέει η Βίβλος, άγνωστες οι βουλές του Κυρίου.
Το σύμπαν, καθώς το αποκαλύπτει η επιστήμη, είναι πολύ παλιό και πολύ μεγάλο. Ο πλανήτης μας, για πολύν καιρό αφότου αποχωρίστηκε από τον ήλιο, ήταν τόσο ζεστός που δεν μπορούσε να στηρίξει τη ζωή. Μετά από αναρίθμητους αιώνες, εμφανίστηκαν οι χημικοί συνδυασμοί που αποκαλούμε ζώσα ύλη και άρχισαν να γίνονται όλο και πιο πολύπλοκοι σύμφωνα με τους κοινούς χημικούς νόμους. Τελικά, με την ανάπτυξη των δομών, τα ζώντα σώματα διαμόρφωσαν εκείνη τη σχέση του παρόντος προς το παρελθόν που αποκαλούμε συνείδηση.
Αυτοί οι μικροί συνειδητοί σβώλοι στην επιφάνεια ενός μικροσκοπικού πλανήτη φαντάστηκαν κάποτε ότι είναι ο σκοπός του σύμπαντος κόσμου. Ήσαν τόσο ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους ώστε σκέφτηκαν ότι μόνο ένας παντοδύναμος Θεός θα μπορούσε να τους έχει δημιουργήσει και μόνο η δημιουργία τους θα μπορούσε να ικανοποιήσει τη θεία παντοδυναμία. Δεν γνωρίζω αν ο κόσμος δημιουργήθηκε από μία θεότητα, αλλά αν πράγματι είναι έτσι, δεν μπορώ να θεωρήσω τον άνθρωπο αποκορύφωμα της δημιουργίας και ειλικρινά ελπίζω ότι σε μια άλλη γωνιά του σύμπαντος υπάρχουν όντα πιο νοήμονα, πιο ελεήμονα και λιγότερο επηρμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου