Η λειτουργία της αθηναϊκής δημοκρατίας βασιζόταν στην υποστήριξη μεγάλου αριθμού πολιτών που ήταν πρόθυμοι να παρευρίσκονται στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας και να ασκούν καθήκοντα ενόρκων. Ο χώρος στην Πνύκα όμως δεν μπορούσε να χωρέσει ολόκληρο το σώμα των πολιτών και, αν και η σύνθεση της Εκκλησίας δεν ήταν σταθερή, υπήρχαν αναμφισβήτητα πολλοί, οι οποίοι δεν πήγαιναν ποτέ στη συνέλευση ή στα δικαστήρια[1], είτε επειδή δεν μπορούσαν είτε επειδή δεν ήθελαν. Η αποτελεσματική λειτουργία της αθηναϊκής πολιτείας στηριζόταν επίσης στο ενδιαφέρον των πολιτών που δεν αρκούνταν απλώς να ακούνε και να ψηφίζουν στην Εκκλησία και στα Δικαστήρια. Αυτοί οι πολίτες μπορούσαν να αναλάβουν ένα από τα πολλά κρατικά αξιώματα στα οποία η εκλογή γινόταν με κλήρο. Σ’ αυτά τα αξιώματα μπορούσε ν’ αποκτήσει κανείς κάποια πείρα και κάποια τιμή, ιδίως στις αρχοντιές. Αλλά η συλλογικότητα, η ετήσια θητεία και η απαγόρευση της δεύτερης θητείας περιόριζαν την εξουσία τους, ενώ η χρήση του κλήρου τους στερούσε από οποιαδήποτε πραγματική σημασία από την άποψη του πολιτικού κύρους[2].
Ένα φιλόδοξο άτομο θα προσπαθούσε μάλλον να αποκτήσει πείρα στη Βουλή ή να εκλεγεί μέλος μιας πρεσβείας που θα πήγαινε σε ειδική αποστολή ή μέλος μιας ειδικής επιτροπής που διοριζόταν για να ερευνήσει ένα συγκεκριμένο θέμα. Ή θα επιδίωκε ένα από τα αιρετά αξιώματα – ειδικότερα, να εκλεγεί στρατηγός ή (στα μέσα του 4ου αιώνα) μέλος της Επιτροπής του Ταμείου Εορτών. Ο πολίτης μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη γνώση, την πείρα και τη φήμη που αποκτούσε σε οποιοδήποτε από αυτά τα αξιώματα για να αυξήσει την ικανότητά του να πείθει την Εκκλησία. Η μεγαλύτερη ευκαιρία για πολλούς φιλόδοξους (φιλότιμους) άνδρες δινόταν από το ίσο δικαίωμα στον λόγο. Θα μπορούσε, με ή χωρίς επιχειρήματα, να προτείνει ένα ψήφισμα στη Βουλή ή στην Εκκλησία, θα μπορούσε (τον 4ο αιώνα) να προτείνει ένα νόμο ενώπιον των νομοθετών ή θα μπορούσε να ασκήσει δημόσια δίωξη στα Δικαστήρια. Θα μπορούσε να εκφράσει την άποψή του ή να δώσει συμβουλές στη Βουλή ή την Εκκλησία ή ως δικηγόρος (συνήγορος) να μιλήσει στο δικαστήριο. Όταν μιλούσε σε οποιοδήποτε από αυτά τα σώματα, ένας πολίτης ήταν από νομική άποψη ρήτωρ (ομιλητής ή αγορητής). Στην περίπτωση των Αττικών Ρητόρων, όμως, οι ρήτορες ήταν εκείνοι που μιλούσαν συχνά ή κατ’ επάγγελμα, ιδίως στην Εκκλησία[3]. Επίσης, ο όρος ρήτωρ μπορούσε να προκαλέσει διαφορετικές αντιδράσεις μεταξύ των Αθηναίων. Ο Δημοσθένης είχε επίγνωση αυτού του γεγονότος και ειδικότερα του γεγονότος ότι η λέξη μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως επίπληξη, γιατί θεωρούσε σημαντικό, στην επίθεσή του κατά του Μειδία, να προείπει την πιθανότητα ότι ο Μειδίας θα έλεγε γι’ αυτόν: «Αυτός είναι ρήτωρ». Ο Δημοσθένης αντέκρουε το επιχείρημα ως εξής:
Εάν ρήτωρ είναι κάποιος που σας δίνει τις συμβουλές που νομίζει ότι θα είναι προς όφελός σας, αλλά δεν σας ενοχλεί ούτε σας τρομοκρατεί, δεν θα καταφρονούσα…. αυτό τον τίτλο. Αν όμως ρήτωρ είναι ένας από τους ομιλητές που βλέπουμε μερικές φορές, άνδρες που δεν έχουν ντροπή και που έχουν πλουτίσει εις βάρος σας, δεν μπορώ να είμαι ένας απ’ αυτούς, γιατί ποτέ δεν πήρα τίποτα από σας και ξόδεψα για σας ολόκληρη την περιουσία μου εκτός από ένα μικρό μέρος της[4].
Η δημοκρατία απαιτούσε λοιπόν ενεργό συμμετοχή εκ μέρους των πολιτών που ήταν πρόθυμοι και ικανοί να αφιερώσουν μεγάλο μέρος του χρόνου τους στις δημόσιες υποθέσεις και για μερικά χρόνια, και να εξασφαλίσουν έτσι ένα στοιχείο συνέχειας και ηγεσίας[5]. Όμως υπάρχουν πολλές λεπτομερείς μαρτυρίες που υποδηλώνουν ότι οι κίνδυνοι της ηγεσίας ήταν εξίσου μεγάλοι με τις ανταμοιβές της[6]. Στο τρίτο τέταρτο του 5ου αιώνα, η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία συνδέονταν στενά μεταξύ τους. Στη δεκαετία του 420, η αναγκαιότητα της ικανότητας να πείθει κανείς την Εκκλησία γινόταν πιο φανερή και βλέπουμε την πρώτη ένδειξη εξειδίκευσης σε πολεμική και δημόσια ρητορεία και διάκρισης μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Αυτός ο διαχωρισμός έγινε πιο φανερός κατά το πρώτο μισό του 4ου αιώνα και, κατά το τρίτο τέταρτό του, μπορεί να θεωρηθεί τυπικός, αν όχι γενικός. Στα μέσα του 4ου αιώνα εμφανίστηκαν οι Επίτροποι του Ταμείου Εορτών[7]. Παρά τη φθίνουσα πολιτική δραστηριότητα των στρατηγών, κατά τον 4ο αιώνα μπορεί να αποτελούσαν, μαζί με τους κυριότερους ρήτορες και – από την ύστερη δεκαετία του 350 – τους Επιτρόπους του Ταμείου Εορτών (και άλλους που κατείχαν βασικά οικονομικά αξιώματα), την «πολιτική ηγεσία» της Αθήνας[8].
Οι περισσότεροι αξιωματούχοι – όπως ο γραμματέας της Βουλής και οι Εισπράκτορες (του δημόσιου χρήματος) (αποδέκται) – δεν πρέπει να υπολογίζονται μεταξύ των πολιτικών ηγετών. Αυτοί και οι δημόσιοι δούλοι αποτελούσαν μια γραμματεία με την στοιχειώδη έννοια της καταγραφής των αποφάσεων και των οικονομικών συναλλαγών, αλλά από καμία άποψη δεν έμοιαζαν με τις μεγάλες γραφειοκρατίες ή δημόσιες υπηρεσίες των σύγχρονων κρατών, που μερικές φορές φαίνεται να έχουν δική τους αυτονομία. Και, αν και η Βουλή ήταν πολύ σημαντικότερο σώμα στις συζητήσεις και στη διαμόρφωση της πολιτικής απ’ όσο αναγνωρίζεται, η ετήσια θητεία της και τα συνεχώς μεταβαλλόμενα μέλη της, καθώς και η σχέση της με την Εκκλησία, αποκλείουν οποιαδήποτε σύγκριση με την «Κυβέρνηση» ενός σύγχρονου κράτους. Το συμβούλιο των στρατηγών και η Επιτροπή του Ταμείου Εορτών μπορεί να ήταν κατά καιρούς σε θέση να ασκήσουν ισχυρή επιρροή. Όμως, η ψήφος της Εκκλησίας ήταν αποφασιστική – και ήταν αποφασιστική από πολύ πιο ρεαλιστική άποψη απ’ όσο είναι η ψήφος ενός κοινοβουλίου όπου, σε ποικίλο βαθμό, η κομματική πειθαρχία κάνει συχνά την ψηφοφορία απλή διατύπωση[9].
- Ηγέτες, «περιστασιακά προτείνοντες» και απλοί πολίτες τον 4ο αιώνα
Οι πρωτοβουλίες φαίνεται ότι προέρχονταν σε μεγάλο βαθμό από εξέχοντα άτομα. Όμως, είναι γνωστό ότι αυτοί οι άνθρωποι αντιμετωπίζονταν με αυστηρότητα αν η απόδοσή τους ή η πολιτική τους δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες των Αθηναίων. Ποιοι ακριβώς ήταν αυτοί οι κίνδυνοι και γιατί τα άτομα προσέβλεπαν στην ηγεσία; Πώς προσπαθούσαν να διατηρήσουν τη θέση τους; Ένα μεγάλο μέρος των λεπτομερών μαρτυριών που έχουμε στη διάθεσή μας προέρχεται από τον 4ο αιώνα, ενώ η αναθεώρηση των νόμων κατά την περίοδο μεταξύ 410 και 403 και οι εξελίξεις στον χαρακτήρα της ηγεσίας και στο δρόμο προς την εξουσία κάνουν τον 4ο αιώνα χαρακτηριστικό από πολλές απόψεις[10]. Επομένως, η εξέτασή μας θα προσανατολιστεί στα ογδόντα χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403 και τα διακεκριμένα άτομα που αφιέρωναν ολόκληρο το χρόνο τους ή ένα μεγάλο μέρος του στο δημόσιο βίο. Ειδικότερα, υπήρχαν πολίτες που ήταν πολύ δραστήριοι στην Εκκλησία και στα δικαστήρια: από αυτή την άποψη, όπως και οι επαγγελματίες στρατηγοί, μπορούν να θεωρηθούν «επαγγελματίες ηγέτες». Είναι πιθανόν να υπήρχε μόνο ένας από αυτούς σε κάθε περίοδο. Σε οποιαδήποτε πρυτανεία ένας Κέφαλος, ένας Καλλίστρατος, ένας Αριστοφών ή ένας Δημοσθένης μπορούσαν να μιλήσουν τουλάχιστον σε μία από τις συνελεύσεις της Εκκλησίας.
Ήταν όμως η ηγεσία στο δημόσιο βίο τόσο ατομική και προσωπική, όσο έχουν την τάση να υπονοούν οι αρχαίοι συγγραφείς; Αυτοί οι συγγραφείς γενικά, και όχι μόνο οι βιογράφοι όπως ο Πλούταρχος, είχαν την τάση να τονίζουν το ρόλο του ατόμου. Και εξαιτίας της κλίμακας και του χαρακτήρα της αθηναϊκής ζωής, το άτομο μπορεί να είχε, ή να αισθανόταν ότι είχε, μεγαλύτερη επιρροή απ’ όσο αισθάνονται τα άτομα στις μεγάλες, τεχνολογικές κοινωνίες. Όμως οι κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές παράμετροι μέσα στις οποίες δρούσαν τα άτομα ήταν σημαντικές στην Αθήνα, αν και οι περιορισμένες μαρτυρίες που έχουμε δεν μας επιτρέπουν συχνά να τις περιγράψουμε με ακρίβεια. Πάντως, μερικοί αρχαίοι συγγραφείς ανέφεραν ειδικά τη σημασία των υποστηρικτών ενός πολιτικού ηγέτη. Στο απλούστερο επίπεδο, χρησιμοποιούσαν φράσεις που μεταφράζονται στην κυριολεξία ως «εκείνοι που βρίσκονται γύρω από [ή, με] (τον Θρασύβουλο)» ή ιδιωματικά «οι υποστηρικτές του (Θρασύβουλου)» ή «(ο Θρασύβουλος) και οι υποστηρικτές του»[11]. Αυτοί οι υποστηρικτές δεν αποτελούσαν «κόμμα» με τη σύγχρονη έννοια ενός πολιτικού κόμματος με λίγο-πολύ σαφώς καθορισμένο πολιτικό πρόγραμμα και υψηλό βαθμό εσωτερικής οργάνωσης και πειθαρχίας. Ήταν βασικά προσωπικοί υποστηρικτές των ηγετικών φυσιογνωμιών.
Αυτές οι ηγετικές φυσιογνωμίες μπορεί να τηρούσαν παρόμοια στάση: το 396, για παράδειγμα, «ο Θρασύβουλος, ο Αίσιμος και ο Άνυτος και οι υποστηρικτές τους» ήταν πιο επιφυλακτικοί στη στάση τους απέναντι στη Σπάρτη από ό, τι «ο Επικράτης και ο Κέφαλος και οι υποστηρικτές τους»[12]. Ένας πολιτικός ηγέτης μπορούσε, επομένως, να συνεργάζεται αε συνεχή βάση με άλλους πολιτικούς ηγέτες, και ειδικότερα εκείνοι που ασχολούνταν κυρίως με στρατιωτικά ζητήματα ήταν πιθανό να θεωρήσουν ζωτικής σημασίας την υποστήριξη των ρητόρων στην Εκκλησία. Οι ρήτορες κέρδιζαν επίσης από τη σχέση τους με επιτυχημένους στρατιωτικούς διοικητές. Η αξία μιας τέτοιας αμοιβαίας υποστήριξης μπορεί να καταδειχθεί σαφώς κατά την περίοδο μεταξύ 373 και 367, όταν ο Καλλικράτης, ο Χαβρίας και ο Ιφικράτης φαίνεται να συνεργάστηκαν, κυρίως κατά του Τιμόθεου το 373. Αυτού του είδους οι συνεργασίες, που έχουν ονομαστεί για ευκολία «συμμαχίες», βασίζονταν στις παρόμοιες αντιδράσεις στα κύρια ζητήματα της εποχής και τις συνέπειες για την επιρροή των ατόμων στην Αθήνα[13]. Τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ήταν συχνά κρίσιμα. Αυτές οι προσωπικές συμμαχίες ήταν αξιοπρόσεκτες μάλλον για την ευκολία και την ταχύτητα με την οποία άλλαζαν παρά για τη διάρκειά τους. Δύσκολα θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι διαφορετικά λόγω του προσωπικού, ανταγωνιστικού χαρακτήρα της ηγεσίας και της απουσίας αυστηρής κομματικής οργάνωσης. Η σταδιοδρομία του Ιφικράτη, όπως θα δούμε, μπορεί να θεωρηθεί τυπική του προσωπικού, ρευστού χαρακτήρα των πολιτικών σχέσεων[14]. Ο Χάρης και ο Χαρίδημος και οι επαγγελματίες στρατιωτικοί ηγέτες, γενικά, επειδή βρίσκονταν τόσο μακριά από την Αθήνα, ήταν υποχρεωμένοι να στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στους ρήτορες για να φροντίζουν για τα συμφέροντά τους, και για μερικούς από αυτούς λεγόταν ότι αγόραζαν αυτή την υποστήριξη[15].
Ίσως αποτελεί υπερβολική ευκολία να διακρίνει κανείς πολιτικούς δεσμούς. Το γεγονός ότι ο Τιμόθεος εξελέγη στο συμβούλιο των στρατηγών το 378/7 μαζί με τον Καλλίστρατο και τον Χαβρία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι σ’ αυτό το σημείο και οι τρεις είχαν στενούς πολιτικούς δεσμούς (και αργότερα χώρισαν). Το 378 η απειλή της Σπάρτης ήταν σοβαρή και οι Αθηναίοι μπορεί κάλλιστα να αποφάσισαν να εκλέξουν και τους τρεις, ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους σχέσεις. Στο κάτω-κάτω, κατά την εκλογή στρατηγών οι Αθηναίοι δεν δίσταζαν να εκλέγουν άνδρες με πολύ διαφορετική στάση. Η γνωστότερη περίπτωση ήταν η εκλογή ως συναρχηγών του Αλκιβιάδη, βασικού υποστηρικτή της Σικελικής Εκστρατείας, και του Νικία που ήταν έντονα αντίθετος προς αυτήν, μαζί με τον «επαγγελματία» στρατηγό Λάμαχο. Επίσης, μεταξύ των απεσταλμένων που πήγαν στη Σπάρτη το 373 για να διαπραγματευθούν την ειρήνη, ήταν ο Σπαρτιάτης πρόξενος Καλλίας, ο αντισπαρτιάτης Αυτοκλής και ο Καλλίστρατος, που κατά τον Ξενοφώντα τηρούσε ουδέτερη στάση στις σχέσεις με τη Σπάρτη και τη Θήβα[16]. Ούτε οι δέκα απεσταλμένοι που στάλθηκαν το 346 για να διαπραγματευθούν την ειρήνη και αργότερα για να λάβουν τους όρκους του Φιλίππου Β’ είχαν όλοι τις ίδιες απόψεις: ασφαλώς το 343 ο Δημοσθένης και ο Αισχίνης τόνιζαν σε κάθε περίπτωση τις μεταξύ τους διαφορές[17]. Ίσως θα έπρεπε να ξεκινήσουμε με την υπόθεση ότι τα μέλη ενός συμβουλίου ή μιας πρεσβείας ήταν πιθανό να κάλυπταν πολύ διαφορετικές απόψεις παρά το ότι μοιράζονταν παρόμοιες απόψεις ή συνεργάζονταν πλήρως από πολιτική άποψη.
Είναι επίσης φανερό ότι υπήρχαν πολλοί άλλοι πολίτες που έπαιζαν ενεργό ρόλο στην Εκκλησία και στα άλλα σώματα, εκτός από τις γνωστότερες μορφές όπως ο Θρασύβουλος από τη Στειριά, ο Ανδροτίων ή ο Λυκούργος. Μερικοί πολίτες, λόγω περιορισμένης πολιτικής ικανότητας ή επειδή αφιέρωναν λιγότερο χρόνο στο δημόσιο βίο ή για άλλους λόγους, δεν έφτασαν στην κυρίαρχη θέση ενός Καλλιστράτου. Αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να ταυτιστούν ως μια δεύτερη ευρεία ομάδα στη σειρά της πολιτικής δραστηριότητας, αν και η διάκριση μεταξύ των δύο ομάδων δεν είναι σαφής[18]. Αυτές οι δύο ευρείες ομάδες πολιτικά ενεργών προσώπων ήταν με την ορολογία της εποχής εκείνης «οι ρήτορες» – οι πολίτες που μιλούσαν συχνά στην Εκκλησία. Μπορεί να ήταν 20 έως 30 σε κάθε περίοδο[19]. Η προθυμία για προσφορά συμβουλών ή απόψεων στην Εκκλησία ή για πρόταση για κάποια απόφαση δεν περιοριζόταν σ’ αυτές τις δύο ομάδες. Σε οποιαδήποτε συνεδρίαση της Εκκλησίας του Δήμου όπου παρίσταντο 6.000 πολίτες, ο αριθμός των πολιτών που είχαν μιλήσει τουλάχιστον σε μία προηγούμενη συνεδρίαση θα ήταν – όπως μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα – 200 ή 300 ή ίσως και περισσότεροι, όπως έχει υποστηρίξει ο Hansen.
Οποιοσδήποτε αριθμός είναι στην καλύτερη περίπτωση μια εκτίμηση, επειδή οι μαρτυρίες μας είναι πολύ αποσπασματικές. Ακόμη και από τη συγκριτικά καλά τεκμηριωμένη περίοδο μεταξύ 355 και 322, για παράδειγμα, έχουμε μόνο 181ψηφίσματα περίπου, όπου σώζεται το όνομα του προτείνοντος. Συνολικά περίπου 82 πολίτες είναι επωνύμως γνωστοί ως προτείνοντες, με τον Δημοσθένη να έχει προτείνει 39 ψηφίσματα και τον Δημάδη 21, αλλά, εξίσου σημαντικό, με 64 προτείνοντες με μόνο ένα γνωστό ψήφισμα. Εάν, λαμβάνοντας ως μέσο όρο 9 ψηφίσματα σε κάθε συνέλευση, θεωρήσουμε ένα ελάχιστο όριο 13.000 ψηφισμάτων σε κάθε περίοδο, τα σωζόμενα ψηφίσματα αντιπροσωπεύουν λιγότερο από 1,5% του συνόλου των προτάσεων που εγκρίθηκαν από την Εκκλησία[20]. Εάν είχαμε τα πλήρη στοιχεία των ψηφισμάτων της Εκκλησίας, ο αριθμός των προτεινόντων θα ήταν σαφώς πολύ μεγαλύτερος, αν και πρέπει να γίνει πρόβλεψη για πολύ δραστήριους πολιτικούς ηγέτες και για το ενδεχόμενο ελάσσονες ή άγνωστοι πολίτες να ήταν περισσότερο δραστήριοι απ’ όσο θα αναμενόταν. Ανεξάρτητα όμως από τον αριθμό των πολιτών που έκαναν προτάσεις, είναι φανερό ότι, αν και ένας μάλλον περιορισμένος αριθμός ρητόρων είχε την τάση να παίζει φανερό ρόλο στις συζητήσεις της Εκκλησίας, ο αριθμός των πολιτών που είχαν μιλήσει τουλάχιστον μία φορά στη συνέλευση ήταν οπωσδήποτε εκατοντάδες. Εκτός από τα δραστήρια στην πολιτική πρόσωπα, μερικά από τα οποία πρέπει να ήταν βουλευτές που υπέβαλλαν μια σύσταση για λογαριασμό της Βουλής, μερικοί θα ήταν υποστηρικτές πολιτικών ηγετών και μερικοί θα μπορούσαν να αναδυθούν ως σημαντικές ανεξάρτητες δημόσιες μορφές. Πολλοί όμως από αυτούς, ή ίσως και οι περισσότεροι, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθούν κοινοί πολίτες (ιδιώται) και ήταν ρήτορες μόνο με τη νομική έννοια των ανθρώπων που μιλούσαν στη συνέλευση και όχι με την πολιτική έννοια των τακτικών ή συχνών ομιλητών. Η δραστηριότητα της τρίτης αυτής ομάδας είναι μια εντυπωσιακή ένδειξη της προθυμίας των Αθηναίων να κάνουν κάτι περισσότερο από το να ψηφίζουν και να εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες που τους προσέφερε η δημοκρατία για συμμετοχή στις συζητήσεις της Εκκλησίας και διατύπωση αποφάσεων, αν και η προθυμία αυτή μπορεί να είχε αυξηθεί κατά την περίοδο που εξετάζουμε και να ήταν πολύ πιο έντονη σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια του 4ου αιώνα παρά στα είκοσι ή τριάντα χρόνια μετά το 450. Η σταθερότητα και η συνέχεια της αθηναϊκής πολιτικής όφειλε πολλά σ’ αυτούς τους «περιστασιακά προτείνοντες», που ο Αισχίνης παρουσίαζε ως χαρακτηριστικούς των δημοκρατιών, και στους πολίτες γενικότερα οι οποίοι, ως προς τη λήψη κρατικών αποφάσεων, ίσως ήταν καλύτερα ενημερωμένοι από τα περισσότερα σώματα πολιτών για τα θέματα που υποβάλλονταν στην κρίση τους και για τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της Αθήνας[21].
- Κυκλώματα στη δημόσια ζωή
Μπορεί τώρα να ρωτήσει κανείς σε ποιο βαθμό οι πιο δραστήριοι πολίτες ενεργούσαν από κοινού υπέρ των ηγετικών φυσιογνωμιών. Περί τα μέσα του 4ου αιώνα, ο Δημοσθένης αναφερόταν στο λόγο του κατά του Μειδία, στους «συντρόφους που υποστηρίζουν [στην κυριολεξία βρίσκονται γύρω από] τον Μειδία» (οι περί Μειδίαν εταίροι)[22]. Στην Αθήνα επικρατούσε προ πολλού η συνήθεια να συναντούνται οι εταίροι – «σύντροφοι» με περίπου την ίδια ηλικία και κοινωνική θέση – ή να δειπνούν μαζί κατά καιρούς. Σε περιόδους έντονης πολιτικής σύγκρουσης, οι πολιτικές δυνατότητες αυτών των κοινωνικών συγκεντρώσεων θα μπορούσαν να έρθουν στο προσκήνιο. Αυτές οι ομάδες εταίρων ή εταιρείαι με την έννοια των «πολιτικών λεσχών» έπαιζαν σημαντικό, αν και σκοτεινό, ρόλο στο δημόσιο βίο κατά την περίοδο που εξετάζουμε. Στη δεκαετία του 440, όπως είδαμε, ο Θουκυδίδης, ο αντίπαλος του Περικλή, έβαζε τους υποστηρικτές- του να κάθονται μαζί στην Εκκλησία για να έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα και, μέσα στην ευρύτερη ομάδα των υποστηρικτών του, ο Πλούταρχος αναγνώρισε αυτό που αποκάλεσε εταιρεία και που αποτελείτο από τους στενότερους οπαδούς τους[23]. Αλλά, ιδίως μέσα στην αναστάτωση που ακολούθησε την ήττα στη Σικελία και τους ελιγμούς που οδήγησαν στην κατάλυση της δημοκρατίας, οι εταιρείες έπαιξαν αποφασιστικό και ανοιχτά δημόσιο ρόλο. Κάτω από την επίδραση του Αντιφώντα και άλλων ακραίων ολιγαρχικών, οι εταιρείες έγιναν όργανα επανάστασης. Καθώς προχωρούσαν σε συνωμοσίες και βίαιη δράση, οι εταίροι κατέληξαν να θεωρούνται ολιγαρχικοί συνωμότες[24]. Μετά το 411, οι εταιρείες συνδέονταν συνήθως με ολιγαρχικές φατρίες. Κατά τον 4ο αιώνα οι πολιτικές τάσεις των εταιρειών είναι λιγότερο σαφείς. Συνδέονται συνήθως με πλούσιους και ισχυρούς άνδρες, και φαίνεται ότι υπήρχε μια καχυποψία και μια γενική προκατάληψη εναντίον των εταιρειών αυτών κατά τον 4ο αιώνα, αρκετή ώστε να την εκμεταλλευθεί ο Δημοσθένης στις επιθέσεις του κατά του Μειδία και των πλούσιων φίλων του[25].
Θα μπορούσε λοιπόν να σκεφτεί κανείς ότι οι εταιρείες, με την έννοια των πολιτικών λεσχών, ήταν οι πραγματικές υπόγειες δυνάμεις στην αθηναϊκή δημόσια ζωή σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε και το μέσο με το οποίο οι πολιτικοί ηγέτες οργάνωναν την υποστήριξή τους. Και είναι αλήθεια ότι και οι δύο όροι – επιτήδειος (στενός γνώριμος) και φίλος – φαίνεται να χρησιμοποιούνταν μερικές φορές ως λέξεις συνώνυμες ή στενά συγγενείς της λέξης εταίρος[26]. Αλλά τόσο αυτοί όσο και άλλοι όροι μπορούσαν να χρησιμοποιούνται χωρίς να υπονοούν πολιτικές λέσχες του τύπου που περιγράψαμε και αντί να υποθέσουμε ότι οι περισσότεροι υποστηρικτές των πολιτικών ηγετών ανήκαν σε εταιρείες, φαίνεται καλύτερο να υποθέσουμε ότι όλοι οι πολιτικοί ηγέτες χρειάζονταν υποστηρικτές που θα μπορούσαν να συναντώνται λιγότερο ή περισσότερο τακτικά και που, αν συναντιόνταν, δεν ενεργούσαν αναγκαστικά όπως εμφανίζονται να ενεργούν οι εταίροι. Φιλίες που αναπτύσσονταν στο γυμναστήριο και σε συμπόσια μπορούσαν να είναι ανεκτίμητες[27].
Δεν χρειάζεται λοιπόν να υποθέσουμε, όταν εξετάζουμε τον ρόλο και τις δραστηριότητες των υποστηρικτών ενός ηγέτη, ότι υπήρχε κάποιος βαθμός σαφούς οργάνωσης, αν και, όπου υπήρχε, οι πολιτικοί στόχοι θα μπορούσαν να επιτευχθούν πολύ ευκολότερα. Η υποστήριξη θα μπορούσε να κυμαίνεται από ανεπίσημες συζητήσεις με γείτονες και άλλους πολίτες μέχρι τη συντονισμένη δράση στα δικαστήρια, στις συζητήσεις στην Εκκλησία και στις εκλογές. Μπορούσε να προσλάβει τη μορφή κουτσομπολιού και φημολογίας – και οι Αθηναίοι πολίτες ήταν, στο κάτω-κάτω, σχετικά μικρή κοινότητα[28] – ή εκκλήσεων προς τους δικαστές. Η διαβεβαίωση ότι κατά το διορισμό των ενόρκων είχαν γίνει απόπειρες επηρεασμού τους φαίνεται να είναι κοινό επιχείρημα (τόπος). Και παρόλο που το γεγονός ότι ο Δημοσθένης προέβαλε αυτό τον ισχυρισμό σ’ ένα λόγο που δεν εκφωνήθηκε ποτέ δεν αποδεικνύει ότι η πρακτική αυτή ήταν πολύ συνηθισμένη· εντούτοις αντικατοπτρίζει την πιθανότητα αυτή η πρακτική να μην ήταν άγνωστη στις σημαντικές υποθέσεις και επομένως, όταν ο Δημοσθένης συνέτασσε το λόγο του θα μπορούσε να περιμένει ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός θα γινόταν πιστευτός[29]. Επιπλέον, ήταν πολύ δύσκολο να αντικρουστεί και πολύ περισσότερο να διαψευστεί ένας τέτοιος ισχυρισμός: καθώς συγκεντρώνονταν οι πιθανοί δικαστές, ασφαλώς θα γίνονταν συζητήσεις σχετικά με τις υποθέσεις που θα δικάζονταν εκείνη την ημέρα. Η συχνότητα και η αποτελεσματικότητα αυτής της πρακτικής και ιδίως άλλων πρακτικών που θα εξετάσουμε δεν πρέπει να υπερτιμάται. Ο Φιλοκλέων δεν αποτελούσε κατά κανένα τρόπο εξαίρεση όταν αισθανόταν ελεύθερος, ως δικαστής που έδινε τη μυστική ψήφο του, να μην κάνει τίποτα από όσα είπε ότι θα έκανε[30]. Στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα, οι συγκεντρωμένες προσπάθειες εναντίον ενός σώματος ενόρκων, και ιδίως εναντίον των μεγάλων σωμάτων που δίκαζαν σοβαρές κατηγορίες, ήταν ελάχιστα εφικτές, εφόσον οι ένορκοι ορίζονταν την ημέρα της δίκης. Παρόμοιες επιφυλάξεις πρέπει να ισχύουν και όταν εξετάζουμε τους επανειλημμένους υπαινιγμούς για τη διαφθορά των δικαστών. Οι μεταβολές στην οργάνωση του συστήματος των ενόρκων περιόρισε στο ελάχιστο τις πιθανότητες διαφθοράς, όπως εκείνη που έλεγε ότι είχε επιτύχει ο Άνυτος το 409[31]. Εντούτοις, το 388 – δηλαδή μετά την καθιέρωση της κατανομής του σώματος ενόρκων σ’ ένα συγκεκριμένο δικαστήριο την ίδια ημέρα – ο Λυσίας υπαινίχθηκε ότι οι συνεργάτες του Εργοκλέους διέδιδαν ότι είχαν δωροδοκήσει 2.100 δικαστές, αν και πρόσθετε ότι αυτό ήταν ανώφελο: ο Εργοκλής είχε καταδικαστεί σε θάνατο[32]. Ένα άτομο κατονομάστηκε περί το 402 από τον Ισοκράτη ως πράκτορας έτοιμος να δωροδοκήσει ενόρκους, ενώ το 345 ο Αισχίνης υπενθύμιζε στους ενόρκους την καταδίκη και εκτέλεση μερικών ανδρών με την κατηγορία της δωροδοκίας της Εκκλησίας και των δικαστηρίων[33]. Στο δικαστήριο ο Φίλος των Απατεώνων που σκιαγραφεί ο Θεόφραστος βοηθούσε τους απατεώνες παρατηρώντας σε όσους κάθονταν δίπλα του: «Ο άνθρωπος είναι ο σκύλος-φύλακας του λαού, γιατί αποτρέπει εκείνους που κάνουν το κακό», ή με το να κάθεται με ομάδες για να υποστηρίξει ύποπτες υποθέσεις. Τα χειροκροτήματα, οι φωνές και οι διακοπές, ατομικές ή συντονισμένες, θα μπορούσαν να είχαν κάποιο αποτέλεσμα[34].
Φίλοι ή συνεργάτες μπορούσαν να αναλάβουν τη δίωξη κάποιου αντιπάλου ενός πολιτικού ηγέτη ή των υποστηρικτών του. Επειδή ουσιαστικά δεν υπήρχε δημόσιος κατήγορος στην Αθήνα, αυτό ήταν πολύ σημαντικό[35]. Ας πάρουμε την περίπτωση του ποιητή Ξενοκλείδη. Το 369 είχε μιλήσει στην Εκκλησία κατά της πρότασης του Καλλιστράτου για παροχή βοήθειας στους Λακεδαιμονίους. Ο Ξενοκλείδης δεν πήγε στην εκστρατεία, μια και είχε δικαίωμα απαλλαγής, επειδή είχε αγοράσει το δικαίωμα είσπραξης του φόρου 2% επί των σιτηρών. Αργότερα ο Στέφανος, που λεγόταν ότι ήταν «τσιράκι» του Καλλιστράτου, άσκησε δίωξη κατά του Ξενοκλείδη με την κατηγορία ότι απέφυγε τη στρατιωτική υπηρεσία: ο ποιητής καταδικάστηκε και στερήθηκε τα πολιτικά δικαιώματά του[36]. Σε άλλες περιπτώσεις μπορούσε να ασκηθεί ανταγωγή από κάποιο συνεργάτη ή μισθωμένο πράκτορα εναντίον ενός κατηγόρου ή πιθανού κατηγόρου, και ο υπαινιγμός για μια τέτοια πρακτική έγινε τυποποιημένο επιχείρημα. Ο Δημοσθένης, για παράδειγμα, ισχυριζόταν ότι ο Μειδίας σκηνοθέτησε μια κατηγορία για λιποταξία εναντίον του και προσέλαβε ένα συκοφάντη, τον Ευκτήμονα, για να υποβάλει τη μήνυση, με μοναδικό σκοπό να τοιχοκολληθεί η κατηγορία για να τη δουν όλοι: «Ο Ευκτήμων από το Δήμο της Λουσιάς κατηγόρησε τον Δημοσθένη από το δήμο της Παιανίας για λιποταξία». Ένας τέτοιος υπαινιγμός μπορούσε να είναι πολύ βλαπτικός. Στην περίπτωση αυτή ο Ευκτήμων δεν προχώρησε στην κατηγορία και, όπως το τοποθέτησε ο Δημοσθένης, «έχασε την αξιοπιστία του»: για την ακρίβεια φαίνεται ότι ο Ευκτήμων έχασε το δικαίωμα να υποβάλει άλλη κατηγορία για λιποταξία και τιμωρήθηκε με πρόστιμο 1.000 δραχμών, αν και η μη πληρωμή του προστίμου θα είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων του[37]. Η οικονομική βοήθεια ή τα χρήματα ενός προσώπου μπορούσαν να βοηθήσουν στην πρόσληψη ενός επαγγελματία λογογράφου ή για την πρόσληψη μαρτύρων και κατηγόρων. Αυτή η βοήθεια μπορούσε να συμπληρώσει (ή να αντικαταστήσει) την πίεση ή τον εκφοβισμό για να αποθαρρύνει τους μελλοντικούς διώκτες ή να πείσει τους κατηγόρους να εγκαταλείψουν μια υπόθεση[38]. Οι φίλοι ή συνεργάτες μπορούσαν επίσης να καταθέσουν ή να αρνηθούν να καταθέσουν, ή να παροτρύνουν άλλους να μην καταθέσουν ως μάρτυρες, ή μπορούσαν να ψευδορκήσουν για να βοηθήσουν ένα φίλο ή να βλάψουν έναν εχθρό. Οι υπαινιγμοί για ψευδορκία, όπως μπορεί να υποψιαστεί κανείς από τη συχνότητά τους, γίνονταν εύκολα και δεν θα πρέπει να παίρνονταν τοις μετρητοίς. Για να αποθαρρυνθεί η ψευδορκία, τρεις καταδίκες ακολουθήθηκαν από στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων[39]. Φυσικά, θα μπορούσε κανείς να καταφύγει σε δίωξη ή σε ψευδορκία για μη πολιτικούς λόγους. Ο Δημοσθένης μιλάει, για παράδειγμα, για μια «συμμορία συκοφαντών», σκοπός των οποίων ήταν να αποκτήσουν χρήματα[40]. Τέλος, ένας πολίτης, κατά προτίμηση ένας πολίτης με θέση και επιρροή ή με πείρα ή ευγλωττία, θα μπορούσε να μιλήσει υπέρ ενός φίλου ή συνεργάτη του στα δικαστήρια. Το 341 ο Αισχίνης κάλεσε τον Εύβουλο να τον υπερασπίσει όταν κατηγορήθηκε για κακή συμπεριφορά κατά την πρεσβεία προς τον Φίλιππο Β΄ το 346, ενώ οι επαγγελματίες στρατιωτικοί διοικητές χρειάζονταν τη βοήθεια των φιλικά διακείμενων ρητόρων[41].
Οι περισσότερες από τις μεθόδους, νόμιμες ή διεφθαρμένες, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στα δικαστήρια, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και στην Εκκλησία. Η Πραξαγόρα, για παράδειγμα, είχε προειδοποιηθεί στις Εκκλησιάζουσες σχετικά με το πρόβλημα των διακοπών, αλλά οι Αθηναίες στην κωμωδία του Αριστοφάνη είχαν καταστρώσει καλά τα σχέδιά τους για να αποκτήσουν τον έλεγχο της Εκκλησίας – πηγαίνοντας στην Πνύκα ξημερώματα, προτού να φτάσουν οι άνδρες, και «καπελώνοντας» τη συνέλευση, διαλέγοντας προσεκτικά τις εισηγήτριες, καταστρώνοντας τακτικές σχετικά με το χειροκρότημα, τις διακοπές και την αντιμετώπιση των προσβολών[42]. Στο θεατρικό έργο, η τακτική αυτή, παρά τα κάποια ολισθήματα, ήταν πολύ επιτυχής. Στον πραγματικό κόσμο της Αθήνας οι συνωμοσίες και η δωροδοκία πριν και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης ήταν επίσης δυνατές και ήταν πιθανό να σημειώσουν κάποια επιτυχία, αφού, αντίθετα από τα δικαστήρια, το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφοριών γίνονταν δι’ ανατάσεως των χειρών[43]. Ήταν φυσικό να συγκεντρώνονται οι φίλοι και συνεργάτες σε μια περιοχή της Πνύκας και οι πολιτικοί ηγέτες μπορούσαν να το εκμεταλλευτούν αυτό και να κανονίσουν να καθίσουν οι υποστηρικτές τους μαζί. Έτσι μπορούσαν να συντονίζουν τις φωνές, τις παρεμβάσεις και τις διακοπές[44].0 Δημοσθένης το 343 ισχυρίστηκε ότι, τρία χρόνια νωρίτερα, τον είχαν εμποδίσει ν’ απαντήσει στην αισιόδοξη έκθεση του Αισχίνη σχετικά με την πρεσβεία προς τον Φίλιππο.
Σηκώθηκα και είπα ότι αυτό δεν το είχα ακούσει και προσπάθησα να υποβάλω την έκθεση που υπέβαλα στη Βουλή. Αλλά ο Αισχίνης και ο Φιλοκράτης στέκονταν δεξιά και αριστερά από μένα – φωνάζοντας, διακόπτοντας και τελικά καγχάζοντας. Δεν θέλατε να με ακούσετε και δεν θέλατε να πιστέψετε τίποτα εκτός από ό, τι είχε αναφέρει αυτός ο άνθρωπος. Και πρέπει να πω ότι το αίσθημά σας ήταν πολύ φυσικό. Γιατί πώς μπορούσε κανείς, γεμάτος με προσδοκία γι’ αυτά τα υπέροχα κέρδη, να δείξει υπομονή μ’ έναν ομιλητή που έλεγε ότι ποτέ δεν θα πραγματοποιούνταν ή που κατήγγειλε τη διαγωγή αυτών των ανδρών;
Στην ίδια περίπτωση ο Δημοσθένης ανέφερε και την «υπεροπτική παρατήρηση» του Φιλοκράτη: «Δεν είναι περίεργο, άνδρες Αθηναίοι, που ο Δημοσθένης και εγώ δεν έχουμε την ίδια γνώμη. Εκείνος πίνει νερό. Εγώ πίνω κρασί». «Εσείς όλοι γελάσατε», πρόσθεσε ο Δημοσθένης[45]. Φίλοι ή υποστηρικτές ή (αν δεχθούμε ότι υπήρχε κάποια αλήθεια στους υπαινιγμούς της εποχής) μισθωμένοι πράκτορες μπορούσαν επίσης να κάνουν προτάσεις ή να τις υποστηρίζουν, ή μπορούσαν να προσβάλλουν τις προτάσεις των αντιπάλων τους. Σ’ αυτό τον τομέα η συνεργασία μεταξύ ρητόρων και διοικητών μπορούσε να είναι ιδιαίτερα καρποφόρα. Με λίγα λόγια, η συμμετοχή των υποστηρικτών δεν ήταν μόνο αρνητική ή καταστρεπτική, ούτε αφορούσε μόνο την τρέχουσα συνεδρίαση. Μπορούσαν να βοηθήσουν, για παράδειγμα, στη συλλογή πληροφοριών και στην δημιουργία υποστήριξης για κάποια συγκεκριμένη πολιτική μεταξύ των φίλων και των γειτόνων τους. Στις σημαντικές συζητήσεις της Βουλής, οι φίλοι ή οι υποστηρικτές μπορούσαν να είναι ανεκτίμητοι, είτε κατά την εκλογή προσώπων ως πρέσβεων ή σε άλλες θέσεις είτε για την πρόταση και την υποστήριξη κάποιου μέτρου[46]
- Οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζαν οι στρατιωτικοί διοικητές
Αν και υπήρχαν εκτεταμένα δίκτυα στον αθηναϊκό δημόσιο βίο, οι «πολιτικοί ηγέτες» έδιναν τα στοιχεία της πρωτοβουλίας και της συνέχειας και αυτοί ήταν οι κύριοι στόχοι επίθεσης στα δικαστήρια και την Εκκλησία. Γιατί οι πολίτες της Αθήνας ήταν σαφώς πρόθυμοι να συμμεριστούν τη γνώμη που εξέφρασε ο Δείναρχος στην επίθεσή του κατά του Δημοσθένη το 323, ότι η καλή (και η κακή) τύχη μιας πόλης μπορούσε να αποδοθεί σε μία και μόνη αιτία – τους ηγέτες της: οι στρατηγοί της (Κόνων, Ιφικράτης, Χαβρίας και Τιμόθεος αναφέρονταν ως παραδείγματα γενναίων στρατηγών) και οι σύμβουλοί της (Αρχίνος και Κέφαλος (ηγέτες στην αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403) ως παραδείγματα καλών συμβούλων – εν αντιθέσει προς τον Δημοσθένη)[47].
Μπορούμε να εξετάσουμε πρώτα τους στρατηγούς. Συχνά οι ακριβείς κατηγορίες που αποδίδονταν στους στρατιωτικούς διοικητές δεν προσδιορίζονται στις σωζόμενες μαρτυρίες. Η μη συμμόρφωση προς τις οδηγίες της Εκκλησίας ή κάποια δράση που φαινόταν να υπερβαίνει τις οδηγίες ή να επηρεάζει δυσμενώς τα συμφέροντα της Αθήνας ήταν σε μερικές περιπτώσεις η βάση της δίωξης των στρατιωτικών διοικητών. Το 379/8, για παράδειγμα, δύο στρατηγοί που είχαν στρατοπεδεύσει στα σύνορα της Βοιωτίας έστειλαν στρατεύματα, ανταποκρινόμενοι στο αίτημα των εξόριστων Θηβαίων, που υποχρέωσαν τη φρουρά των Λακεδαιμονίων να αποσυρθεί από την Καδμεία. Φαίνεται πως οι στρατηγοί περίμεναν ότι ο Δήμος θα ενέκρινε τουλάχιστον τη δράση τους, αλλά οι Αθηναίοι δεν ήταν ακόμη έτοιμοι για ανοικτή ρήξη με τη Σπάρτη και, πιεζόμενοι από τη Σπάρτη, καταδίκασαν και τους δύο στρατηγούς: ο ένας εκτελέστηκε, ο άλλος, που συνειδητοποίησε τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε, διάλεξε την εξορία[48]. Εντούτοις, έπρεπε να παίρνονται πρωτοβουλίες κατά τις εκστρατείες, όχι μόνο όταν οι στρατηγοί ή οι διοικητές των μισθοφόρων, που ήταν στην υπηρεσία των Αθηναίων αλλά δρούσαν μακριά από την Αθήνα, δεν είχαν, όπως συνέβαινε συχνά, αρκετά κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν τις εκστρατείες τους και να πληρώσουν τους άνδρες που είχαν υπό τις διαταγές τους. Οι διοικητές «ζητούσαν» υποστήριξη από τους συμμάχους της Αθήνας στην περιοχή της επιχείρησης ή αποκτούσαν εφόδια, συχνά διά της βίας, από άλλα κράτη. Στην Εκκλησία οι ρήτορες συνήθιζαν να θρηνούν ή να καταγγέλλουν αυτές τις δραστηριότητες ως επιβλαβείς για τα αθηναϊκά συμφέροντα ή αντίθετες προς τις αποφάσεις του Δήμου[49]. Και μερικές φορές οι πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να δείχνουν ότι οι στρατιωτικοί διοικητές ήταν κράτος εν κράτει, αλλά μια ανάλυση των σχέσεων μεταξύ του Δήμου και των διοικητών αποκαλύπτει ότι η Εκκλησία επιδίωκε, και σε μεγάλο βαθμό κατόρθωνε, να ασκεί εποπτεία πάνω στους στρατηγούς και σε μικρότερο βαθμό στους διοικητές των μισθοφόρων που απασχολούσε[50].
Οι Αθηναίοι, όμως, περίμεναν κάτι περισσότερο από τους στρατηγούς τους από τη συμμόρφωση προς τις οδηγίες της Εκκλησίας. Περίμεναν και επιτυχία. Κάπως επιρρεπείς στις υψηλές προσδοκίες, οι Αθηναίοι πολίτες δεν ήταν καθόλου γενναιόδωροι απέναντι στην αποτυχία ή την ήττα. Επιτυχία ή οι υπηρεσίες κατά το παρελθόν μπορούσαν να επηρεάσουν ή και το αντίθετο: δεν αποτελούσαν κατά κανένα τρόπο εγγύηση κατά της καταδίκης[51]. Οι στρατηγοί, που κατά τον 4ο αιώνα φαίνονταν ότι είχαν αποτύχει ή ότι ήταν ανίκανοι καθώς και εκείνοι που δεν εκτελούσαν τις οδηγίες της Εκκλησίας, μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνταν κατά τον 5ο αιώνα. Ως αξιωματούχοι μπορούσαν, για παράδειγμα, να καθαιρεθούν ανά πάσα στιγμή στη διάρκεια της θητείας τους, όπως ο Τιμόθεος το 373 για καθυστέρηση στην εκτέλεση της εντολής να πλεύσει προς την Κέρκυρα, ή ο Αυτοκλής το 361 επειδή «πρόδωσε» τον Μιλτοκύθη[52]. Αλλά ένας στρατηγός που καθαιρείτο έπρεπε κανονικά να δικαστεί από δικαστήριο, αν και κατά την περίοδο πριν από το 360-355 η απόφαση μπορούσε να ληφθεί από την Εκκλησία: εάν αθωωνόταν μπορούσε (αλλά, όπως φαίνεται, αυτό δεν συνέβαινε αυτόματα) να αναλάβει τη διοίκησή του, αλλά αν καταδικαζόταν οι ένορκοι αποφάσιζαν τί έπρεπε να υποστεί ή να πληρώσει[53]. Η αποτυχία μπορούσε να οφείλεται, ή να αποδοθεί, σε προδοσία. Η λέξη προδοσία ουσιαστικά σήμαινε την παραίτηση από την προσπάθεια προκαταβολικά ή την εγκατάλειψη σε περίπτωση ανάγκης, και ένας από τους λόγους για τους οποίους μπορούσε να απαγγελθεί εισαγγελία (κατηγορία) ήταν «αν κάποιος πρόδιδε μια πόλη ή πλοία ή χερσαίες ή ναυτικές δυνάμεις»[54]. Αν και η προδοσία μπορούσε να είναι αποτέλεσμα δόλου, αβουλίας, ανωτέρας βίας ή άλλων αιτίων, φαίνεται ότι οι Αθηναίοι δεν ήθελαν να δεχθούν λόγους ή δικαιολογίες για την εγκατάλειψη εκ μέρους ενός διοικητή της θέσης του, αλλά έκριναν μάλλον από το πραγματικό αποτέλεσμα. Και κατά τον 4ο αιώνα πολλοί στρατηγοί κατηγορήθηκαν για προδοσία, που μπορεί να συνδεόταν και με άλλες κατηγορίες. Η προδοσία, η κατάχρηση και η δωροληψία ήταν, όπως είδαμε, οι λόγοι για τους οποίους ο Εργοκλής το 388κατηγορήθηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο και η περιουσία του δημεύθηκε[55].
Οι στρατηγοί ήταν ευάλωτοι ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της θητείας τους, γιατί στην κύρια συνέλευση κάθε πρυτανείας δεν ήταν μόνο υποχρεωμένοι να επιβεβαιώσουν το αξίωμά τους, αλλά και μπορούσαν να κατηγορηθούν[56]. Επομένως, η εισαγγελία ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη όταν έπρεπε να λυθεί ένα επείγον ζήτημα. Το ζήτημα κρινόταν από την Εκκλησία ή τα Δικαστήρια, αλλά μετά το 355 περίπου, πιθανόν μόνο από τα Δικαστήρια[57]. Επιπλέον, ένας πολίτης θα μπορούσε να σκεφτεί ευκολότερα να ακολουθήσει τη διαδικασία της καταγγελίας, επειδή ο πολίτης που υπέβαλλε την καταγγελία, σχεδόν σε ολόκληρη την περίοδο που εξετάζουμε, δεν υπέκειτο σε ποινή αντίθετα με εκείνους οι οποίοι κατέθεταν γραπτή κατηγορία (γραφή) και δεν συγκέντρωναν το ένα πέμπτο των ψήφων[58].
Κατά τα 81 χρόνια από το 403/2 μέχρι το 323/2 είναι γνωστοί περίπου 47 στρατηγοί που πιθανόν διώχθηκαν με σοβαρές κατηγορίες: συνολικά 30 υποθέσεις, αφού ο Τιμόθεος διώχθηκε τρεις φορές και ο Χαβρίας πιθανόν δύο. Οι περισσότεροι στρατηγοί κατηγορούνταν πιθανόν με τον τρόπο της εισαγγελίας αλλά χρησιμοποιούνταν επίσης ή ήταν διαθέσιμες οι ευθύνες, οι γραφές και οι καταγγελίες και άλλες διαδικασίες[59]. Στην περίοδο των 81 ετών θα υπήρχαν 810 ετήσιες θητείες, αν και ο πραγματικός αριθμός των ατόμων που κατείχαν το αξίωμα του στρατηγού θα ήταν πολύ μικρότερος. Ο Χαβρίας, ο Τιμόθεος, ο Ιφικράτης, ο Χάρης και ο Φιλοκλής, για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι κατείχαν το αξίωμα περισσότερο από δέκα φορές, εκτός από τις 45 Θητείες που αποδίδονται στον Φωκίωνα από τον Πλούταρχο. Ακόμη και έτσι, το γεγονός ότι γνωρίζουμε τα ονόματα λιγότερων από 80 στρατηγούς αποτελεί μέτρο των ελλείψεων που έχουμε στις σωζόμενες μαρτυρίες και θα ήταν άσκοπο να υποθέσουμε ότι έχουμε πλήρη στοιχεία για τις διώξεις[60]. Οποιαδήποτε θεωρία βασισμένη σε παρεκτάσεις από τόσο περιορισμένες μαρτυρίες είναι επικίνδυνη, αλλά η υπόθεση ότι, κατά μέσο όρο, ένας ή δύο στρατηγοί από κάθε συμβούλιο των δέκα, κατά την περίοδο μεταξύ 432 και 353, υπέκειτο σε εισαγγελία (εκτός από τις άλλες κατηγορίες) δεν φαίνεται πιστευτό, εάν λάβουμε υπόψιν το υψηλό ποσοστό κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο[61]. Παρά την έλλειψη μαρτυριών, φαίνεται απίθανο να ασκούνταν περισσότερες από μία περιστασιακές διώξεις για σοβαρές κατηγορίες σε περιόδους με ελάχιστη ή καθόλου στρατιωτική δραστηριότητα – π.χ. κατά τις περιόδους από το 403 ως το 395 ή από το 386 ως το 379[62]. Πρέπει να ληφθούν υπόψιν οι περιοχές ή οι περίοδοι μεγάλων δυσκολιών. Η Θρακική Χερσόνησος και ο Ελλήσποντος, για παράδειγμα, αποτελούσαν μια ιδιαίτερα ευαίσθητη και δύσκολη περιοχή για τους Αθηναίους, όπως τόνιζε ο Δημοσθένης στο λόγο του Περί Πρεσβείας. Απαρίθμησε τους στρατηγούς που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο ή σε βαρύ πρόστιμο για αδικήματα στην περιοχή – Εργόφιλος (362), Τιμόμαχος (360), Κηφισόδοτος (359) και «τον παλιό καιρό» ο Εργοκλής (388), ο Διονύσιος (387) «και άλλοι»[63]. Πιθανόν στους «άλλους τον παλιό καιρό» να περιλαμβάνονταν τρεις από τους συναδέλφους του Διονυσίου, αν και το «και άλλοι» ήταν ένα συνηθισμένο σχήμα λόγου, ενώ από το 360 περίπου μπορούμε να προσθέσουμε τον Θεότιμο, ο οποίος, μετά την απώλεια της Σηστού, εξορίστηκε και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο[64]. Αυτοί οι έξι αποτελούν σημαντικό στοιχείο στις 30 υποθέσεις. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψιν η χρονολογική διάσταση. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 360 και στις αρχές της δεκαετίας του 350 υπήρξε ένα πραγματικό κύμα διώξεων, που θα πρέπει ίσως να ερμηνευθεί όχι ως τυπικό ολόκληρης της περιόδου αλλά ως σημείο της αυξανόμενης απογοήτευσης του αθηναϊκού Δήμου για τις συνεχιζόμενες αποτυχίες των αθηναϊκών επιχειρήσεων στη Θράκη και το βόρειο Αιγαίο, και μάλιστα για τις αποτυχημένες προσπάθειες ανάκτησης της Αμφίπολης. Αυτές οι αποτυχίες γίνονταν έντονα αισθητές μετά την επιτυχία του Τιμόθεου στη Σάμο και την αναβίωση των αθηναϊκών φιλοδοξιών κατά τα μέσα της δεκαετίας του 360. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο υπερβολικά ενθουσιώδης Απολλόδωρος, πικραμένος από τις εμπειρίες του ως τριήραρχος, κατηγόρησε τον Τιμόμαχο, τον Μένωνα, τον Αυτοκλή, τον Τιμόθεο, έναν τριήραρχο και «πολλούς άλλους» (πιθανώς κανένας από τους «πολλούς άλλους» δεν ήταν στρατηγός). Ο Δημοσθένης (στο λόγο που έγραψε για την υπεράσπιση του Φορμίωνα εναντίον μιας κατηγορίας για δόλια κατάχρηση 20 ταλάντων που υπέβαλε ο Απολλόδωρος) περιέγραψε τον Απολλόδωρο ως συκοφάντη «που κατασκεύασε κακόβουλα αυτές τις δημόσιες κατηγορίες»[65]. Άλλοι στρατηγοί, που φαίνεται ότι καταδικάστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 360 και τις αρχές της δεκαετίας του 350, ήταν ο Καλλισθένης, ο Λεωσθένης (που κατά τον Αισχίνη θεωρείτο από μερικούς δεύτερος μετά τον Βαλλίστρατο στην ικανότητα να ομιλεί και που, όταν εξορίστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο και η περιουσία του δημεύθηκε) και ο Φίλων, καθώς και ο Εργόφιλος, ο Κηφισόδοτος και ο Θεότιμος που έχουν αναφερθεί ήδη αναφορικά με τη Θρακική Χερσόνησο και τον Ελλήσποντο[66].
Είναι επομένως σημαντικό να αναγνωρίσουμε τους παράγοντες που ενέπλεκαν προσωπικότητες και κρίσιμες χρονικές περιόδους σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Δεν αρνούμαστε ότι υπήρχαν και άλλοι Αθηναίοι σε διαφορετικές περιόδους που αναλάμβαναν τον άχαρο ρόλο του κατηγόρου – ή ότι αυτός ο ρόλος επιδιωκόταν από πολλούς, και ιδίως από τους αντιπάλους των στρατηγών[67]. Δεν ήταν κενή ρητορική όταν ο Δημοσθένης δήλωνε το 355 σχετικά με έναν από τους πιο επιτυχημένους στρατηγούς της Αθήνας:
Αν είχε χάσει μια πόλη ή 10 πλοία, αυτοί οι άνδρες θα τον είχαν κατηγορήσει για προδοσία, και αν είχε καταδικαστεί, θα είχε καταστραφεί για πάντα. Αλλά επειδή αντίθετα κατέλαβε 17 πόλεις, αιχμαλώτισε 70 πλοία και 3.000 αιχμαλώτους, πλήρωσε 110 τάλαντα στο θησαυροφυλάκιο και έστησε τόσα τρόπαια, δεν πρέπει να αμειφθεί γι’ αυτές τις υπηρεσίες; Επίσης, άνδρες Αθηναίοι, είναι φανερό ότι ο Χαβρίας στο διάστημα της ζωής του έκανε τα πάντα για χάρη σας και ότι δεν αντιμετώπισε το θάνατο στην υπηρεσία κάποιου άλλου[68].
Είτε πρόκειται για ρητορεία είτε όχι, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία σχετικά με το πόσο ευάλωτοι ήταν οι επιτυχημένοι στρατηγοί και πόσο πρόθυμοι ήταν οι αντίπαλοί τους ή άλλοι να προσπαθήσουν να εκμεταλλευθούν αυτό το γεγονός. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι ο Χαβρίας είχε πράγματι αντιμετωπίσει το θάνατο πολεμώντας για την Αθήνα – στη μάχη της Χίου το 356 – αλλά ως τριήραρχος και όχι ως στρατηγός και η διαγραφή του ονόματος του από τον κατάλογο των στρατηγών που δέχθηκαν τους όρκους των ευβοϊκών πόλεων το 357/6 δείχνει ότι είχε καθαιρεθεί από το συμβούλιο των στρατηγών το 357/6[69]. Μια ιστορία που προειδοποιεί.
Εν συντομία, έχουμε κάποιες μαρτυρίες σχετικά με τις απογοητεύσεις και τις δυσκολίες της δεκαετίας μετά το 365 και κάποιες μαρτυρίες για τις περιοχές που παρουσίαζαν ιδιαίτερη δυσκολία για τους Αθηναίους στρατηγούς τα 81 χρόνια μετά το 403. Κατά τη δεκαετία μετά το 355 οι Αθηναίοι ήταν και πάλι λιγότερο ριψοκίνδυνοι στην εξωτερική πολιτική τους και κατά την περίοδο μεταξύ 338 και 323 η υπεροχή των μακεδονικών όπλων πρέπει να είχε ως συνέπεια να υπάρξουν ελάχιστες ευκαιρίες για τη δίωξη Αθηναίων στρατηγών. Οι μαρτυρίες μας για την περίοδο των 81 ετών, όμως, είναι αποσπασματικές, ιδίως όσον αφορά τις διώξεις για λιγότερο σημαντικές κατηγορίες και τις ανεπιτυχείς διώξεις, ακόμη και εάν αρνηθούμε να δεχθούμε τον ισχυρισμό του Δημοσθένη ότι «όπως έχουν τα πράγματα… κάθε στρατηγός δικάζεται δύο ή τρεις φορές στη ζωή του στα δικαστήριά σας, αλλά ούτε ένας από αυτούς δεν τολμά να ριψοκινδυνέψει να πεθάνει στη μάχη κατά του εχθρού· όχι, ούτε μία φορά»[70]. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, ανεξάρτητα από τον μέσο αριθμό διώξεων για κάθε συμβούλιο δέκα στρατηγών (που πιθανόν ήταν πολύ μικρότερος από 2, ακόμη και αν λάβουμε υπόψιν όλες τις διαδικασίες και όχι μόνο την εισαγγελία), υπήρχαν περίοδοι υψηλής συγκέντρωσης.
Αλλά υπάρχουν δύο ακόμη σημαντικά ερωτήματα – πόσο υψηλό ήταν το ποσοστό καταδίκης και πόσο βαριές ήταν οι ποινές; Οι μαρτυρίες μας σχετικά με επιτυχείς διώξεις για σοβαρές κατηγορίες φαίνεται να συμπίπτουν γενικά με ατυχείς περιόδους ή επεισόδια της εξωτερικής ιστορίας της Αθήνας. Αυτό δεν είναι παράδοξο, τόσο για γενικούς λόγους όσο και επειδή οι μαρτυρίες για τις καταδίκες προέρχονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από τους Αττικούς Ρήτορες, γιατί οι ρήτορες θα τις τόνιζαν και θα συγκέντρωναν τις σχετικές προηγούμενες αποφάσεις για να υποστηρίξουν την υπόθεσή τους. Δεν πρέπει όμως να υποθέσουμε ότι δεν υπήρχαν άλλες επιτυχείς διώξεις, αλλά πιθανόν οι μαρτυρίες μας να είναι λιγότερο ανεπαρκείς όσον αφορά τον αριθμό των καταδικών για τις σοβαρότερες κατηγορίες. Εντούτοις, εκτός και αν οι μαρτυρίες είναι περισσότερο τυχαίες απ’ όσο φαίνονται, μία από τις πιο εντυπωσιακές πλευρές των επιθέσεων κατά των στρατηγών ήταν ο εξαιρετικά υψηλός κίνδυνος δίωξης και καταδίκης στη διάρκεια ορισμένων περιόδων, κατά τις οποίες η Αθήνα χρειαζόταν ή χρησιμοποιούσε περισσότερο τους πόρους της στρατιωτικής ηγεσίας, και μάλιστα κατά τις δεκαετίες του 360 και του 350. Εντυπωσιακό είναι επίσης το υψηλό ποσοστό καταδικών και η αυστηρότητα των ποινών. Από τις 30 γνωστές πιθανές διώξεις στρατηγών για σοβαρές κατηγορίες, 5 κατέληξαν πιθανόν σε αθώωση και η απόφαση για τρεις είναι άγνωστη. Από τις υπόλοιπες 22, ο Τιμόθεος (373) και ο Θρασύβουλος από τη Στειριά (388) και πιθανόν ο Χαβρίας (357/6) καθαιρέθηκαν χωρίς άλλη ποινή, και η ποινή που επιβλήθηκε σε τρεις άλλες είναι άγνωστη ή αβέβαιη. Η θανατική καταδίκη εκτελέστηκε για 4, και 5 δεν περίμεναν την απόφαση αλλά επέλεξαν την εξορία. Πρόστιμα επιβλήθηκαν σε τρεις (και πιθανόν σε άλλους δύο): ο ένας ήταν ο Κηφισόδοτος, ο οποίος το 359 απέφυγε την ποινή του θανάτου με διαφορά 3 ψήφων και καταδικάστηκε στο σημαντικό πρόστιμο των 5 ταλάντων, ένας άλλος ήταν ο Τιμόθεος ο οποίος το 356/5 τιμωρήθηκε με το εξοντωτικό πρόστιμο των 100 ταλάντων και αποσύρθηκε στη Χαλκίδα όπου πέθανε σε διάστημα 2 ή 3 ετών[71].
Με λίγα λόγια, οι στρατηγοί έπρεπε να δέχονται όχι μόνο την τιμή και τα άλλα οφέλη που προέκυπταν από την επιτυχία, αλλά και τις βαριές συνέπειες της αποτυχίας τους ή της πολιτικής ή των ενεργειών που απέτυχαν να κερδίσουν τη γενική υποστήριξη. Αυτή η κατάσταση δεν ήταν καινούργια τον 4ο αιώνα: ο Μιλτιάδης το 489, ο Περικλής το 430 και ο Θουκυδίδης το 424 είναι γνωστά παραδείγματα από τον 5ο αιώνα. Ο Νικίας το 413 είχε απόλυτη επίγνωση των πιθανών συνεπειών, αν εκείνος και οι συστράτηγοί του απέσυραν τις δυνάμεις τους από τις Συρακούσες χωρίς διαταγή, και προέβαλε το επιχείρημα ότι πολλοί από τους στρατιώτες που φώναζαν ότι βρίσκονταν σε απελπιστική θέση στις Συρακούσες θα φώναζαν το αντίθετο όταν γύριζαν στην Αθήνα, ότι δηλαδή ο στρατηγός είχε δωροδοκηθεί για να τους προδώσει και να αποχωρήσει[72]. Το 376, τη στιγμή της νίκης έξω από τη νήσο Νάξο, ο Χαβρίας θυμήθηκε την καταδίκη των στρατηγών στις Αργινούσες το 406: εάν είχε συνεχίσει την καταδίωξη θα είχε εξουδετερώσει τον πελοποννησιακό στόλο, αλλά άλλαξε πορεία για να περισυλλέξει τους ναυαγούς και τους νεκρούς[73]. Και δεν ήταν μόνον οι Αθηναίοι που μεταχειρίζονταν έτσι τους αποτυχημένους ή ανεξάρτητους ηγέτες. Σε διάστημα εκατό ετών, ξέρουμε επτά σημαντικά πρόσωπα που δικάστηκαν στη Σπάρτη – τον Κλεομένη το 494 περίπου, τον Λεωτυχίδα το 476, τον Παυσανία δύο φορές κατά τη δεκαετία του 470, τον Πλειστοάνακτα το 445, τον Άγι το 418, τον Γύλιππο το 405, τον Παυσανία το 403 και το 395. Μερικοί καταδικάστηκαν σε θάνατο, άλλοι εξορίστηκαν, άλλοι καταδικάστηκαν σε πρόστιμο, άλλοι αθωώθηκαν. Το 382 ο Φοιβίδας, ο οποίος με πρωτοβουλία του τοποθέτησε σπαρτιατική φρουρά στην Καδμεία των Θηβών, καθαιρέθηκε και καταδικάστηκε σε πρόστιμο, ενώ δύο από τους τρεις αρμοστές που παρέδωσαν την Καδμεία το 379 καταδικάστηκαν σε θάνατο και οι άλλοι σε πρόστιμο[74]. Το 378 ο Σφοδρίας ο οποίος, σε περίοδο ειρήνης, είχε εισβάλει στην Αττική με σκοπό να καταλάβει τον Πειραιά, απειλήθηκε με την ποινή του θανάτου: η κυνική αθώωση του Σφοδρία έφερε σε αμηχανία ακόμη και τον Ξενοφώντα[75].
- Η κατηγορία για παράνομη πρόταση
Εκτός από τους άνδρες που ήταν προικισμένοι στον στρατιωτικό τομέα, οι φιλόδοξοι πολίτες είχαν την τάση κατά τον 5ο αιώνα, και ολοένα και περισσότερο κατά τον 4ο, να μην επιζητούν αξιώματα ως δικαστές ή αξιωματούχοι με ετήσια θητεία και επομένως δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν. Η γραφή παρανόμων, ή κατηγορία για παράνομη πρόταση, ήταν ένα μέσο αντιμετώπισης των πολιτών που πρότειναν ψηφίσματα στην Εκκλησία αλλά δεν κατείχαν επίσημη θέση και ήταν ένας τρόπος για να εφαρμοσθεί στους ρήτορες η γενική αρχή της προσωπικής ευθύνης για δημόσιες πράξεις[76]. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό, επειδή κατά τον 4ο αιώνα υπήρχε μια αυξανόμενη τάση, αν και ίσως όχι τόσο γενική όσο θα ήθελε να πιστέψουμε ο Δημοσθένης, να αφήνουν οι ρήτορες ένα περιθώριο υποχώρησης σε περίπτωση που κάτι συνέβαινε. Κατά τον Δημοσθένη, κανείς από τους μεγάλους ρήτορες πριν από την εποχή του – και κατωνόμαζε τον Καλλίστρατο, τον Αριστοφώντα, τον Κέφαλο και τον Θρασύβουλο – δεν αφοσιώθηκε ποτέ σε κάποια δημόσια υπόθεση από την αρχή ως το τέλος· εκείνος που έκανε μια πρόταση δεν πήγαινε στην πρεσβεία και εκείνος που πήγαινε στην πρεσβεία δεν έκανε την πρόταση. Γιατί ο καθένας τους συνήθιζε να αφήνει κάποιο περιθώριο και ταυτόχρονα κάποιο παραθυράκι, για την περίπτωση που θα συνέβαινε κάτι[77].
Έτσι, ο πολιτικός ηγέτης μπορούσε να προσπαθήσει να προστατευτεί συμμετέχοντας είτε στη λήψη των αποφάσεων είτε στην υλοποίηση της πολιτικής, αλλά όχι και στα δυο.
Ο Δημοσθένης απέρριπτε την πρόδηλη αντίρρηση ότι έδειχνε να ισχυρίζεται ότι ήταν τόσο ισχυρότερος και τολμηρότερος από τους άλλους ώστε μπορούσε να κάνει τα πάντα μόνος του και έλεγε ότι παρέβλεπε την προσωπική του ασφάλεια λόγω του σοβαρού κινδύνου που απειλούσε την Αθήνα. Ο Αισχίνης έβλεπε το πράγμα μάλλον διαφορετικά. Υποστήριζε ότι ο Δημοσθένης, «κατάφερε να αποκτήσει τέτοια εξουσία (δυναστεία) ώστε να ανεβαίνει στο βήμα και να δηλώνει ότι θα πήγαινε ως πρέσβης όπου ήθελε, είτε τον έστελνες ή όχι…»[78].
Αν και ο Δημοσθένης υπερέβαλλε στην έκταση της προσέγγισης του «παραθύρου» πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο ρόλος του πρέσβη μπορούσε να είναι επικίνδυνος. Αυτό ίσχυε ιδίως όταν η Αθήνα δεν βρισκόταν σε ισχυρή διαπραγματευτική θέση και οι απεσταλμένοι ήταν πιθανόν να επιστρέψουν στην Αθήνα με προτάσεις ή εκθέσεις που ήταν απογοητευτικές ή απαράδεκτες για το σώμα των πολιτών. Ο ίδιος ο Δημοσθένης, όταν ασκούσε δίωξη κατά του Αισχίνη για κακή διαγωγή στην αποστολή προς τον Φίλιππο Β’ το 346, υπενθύμισε στους ενόρκους τις ποινές που είχαν επιβληθεί σε δύο περιπτώσεις κατά τα προηγούμενα πενήντα χρόνια. Το 392/1 ο Ανδοκίδης, ο Επικράτης, ο Κρατίνος και ο Ευβουλίδης διώχθηκαν από τον Καλλίστρατο για ανυπακοή στις οδηγίες και δωροληψία κατά την αποστολή τους στη Σπάρτη προκειμένου να συζητήσουν τους όρους της ειρήνης: καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο[79]. Το 367 δύο Αθηναίοι που στάλθηκαν ως πρέσβεις στα Σούσα απέτυχαν να πείσουν τον Πέρση βασιλέα να τροποποιήσει τους όρους της Πελοπιδείου Ειρήνης, που απαιτούσε να παροπλίσουν οι Αθηναίοι τον στόλο τους. Όταν γύρισαν στην Αθήνα, ο Λέων, υποκινούμενος πιθανόν από την επιθυμία να προστατέψει τον εαυτό του, κατηγόρησε τον συνάδελφό του Τιμαγόρα ότι αρνήθηκε να συνεργαστεί μαζί του, ότι συνεργάστηκε με τον Πελοπίδα και ότι δέχθηκε δώρα από τον Μεγάλο Βασιλέα. Ο Τιμαγόρας τιμωρήθηκε με την ποινή του θανάτου[80].
Ένας άλλος σημαντικός παράγων στην τάση να χρησιμοποιείται η γραφή παρανόμων ήταν η επίπονη διαδικασία κατά τον 4ο αιώνα για την αναθεώρηση των νόμων. Επειδή οι ρήτορες προσπαθούσαν να παρακάμψουν αυτή τη διαδικασία, οι αντίπαλοί τους προσέφευγαν στην κατηγορία για παράνομη πρόταση. Μερικές φορές ήταν απλώς ένα τέχνασμα παρακώλυσης. Πράγματι, εάν η πρόταση που προσβαλλόταν ήταν προβούλευμα που δεν είχε ψηφιστεί από την Εκκλησία, μια γραφή παρανόμων μπορούσε να εξαφανίσει εντελώς την πρόταση, αφού οι αποφάσεις της Βουλής ίσχυαν μόνο για ένα χρόνο. Έτσι οι προτάσεις του Αριστοκράτη να τιμηθεί ο Χαρίδημος (352/1) και του Κτησιφώντα να τιμηθεί ο Δημοσθένης (336) πάγωσαν[81]. Η γραφή παρανόμων κατέληξε να χρησιμοποιείται ως κύριο όπλο στον πολιτικό αγώνα και η συχνή προσφυγή σ’ αυτήν ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους τα δικαστήρια έγιναν συνηθισμένο πεδίο μάχης των Αθηναίων πολιτικών κατά τα μέσα του 4ου αιώνα. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις, πέρα από το λόγο του Αισχίνη Κατά Κτησιφώντος και του λόγου του Δημοσθένη Περί τον Στεφάνου, ότι οι τεχνικοί βάσεις μιας κατηγορίας για παράνομη πρόταση ήταν πιθανόν λιγότερο σημαντικές από την πολιτική κρίση των ενόρκων – για την κατάσταση, για έναν άνθρωπο και την πολιτική του όχι μόνο κατά το παρελθόν αλλά και κατά το παρόν, και για τις πολιτικές συνέπειες της καταδίκης ή της αθώωσης – και ότι γενικά η πολιτική εξίσωση ήταν σημαντική στους διαφόρους τύπους δημόσιων υποθέσεων οι οποίες κρίνονταν από τους δικαστές καθώς και εκείνων που αποφασίζονταν από την Εκκλησία. Πράγματι, ο αληθινός στόχος πολλών γραφών παρανόμων δεν ήταν ο προτείνων, αλλά ένα διακεκριμένο άτομο το οποίο τιμούσε η προσβαλλόμενη απόφαση – είτε επρόκειτο για ρήτορα όπως ο Δημοσθένης είτε για στρατηγό όπως ο Χαβρίας[82].
Η συχνότητα με την οποία οι πολιτικά ενεργοί πολίτες εκμεταλλεύονταν τη γραφή παρανόμων υποδηλώνεται από την καυχησιολογία του Αριστοφώντα (που αναφέρεται από τον Αισχίνη) ότι είχε απαλλαγεί 75 φορές από την κατηγορία της υποβολής παράνομης πρότασης. Στην άλλη άκρη του φάσματος βρισκόταν ο Κέφαλος, ο οποίος ισχυριζόταν ότι, αν και είχε προτείνει περισσότερα μέτρα από οποιονδήποτε άλλο, δεν είχε κατηγορηθεί ποτέ για παράνομη πρόταση. Ο Αισχίνης υποστήριζε ότι αυτό ήταν λόγος υπερηφάνειας, γιατί εκείνη την εποχή οι κατηγορίες δεν διατυπώνονταν μόνον από πολιτικούς αντιπάλους αλλά και από φίλους, εάν κάποιος είχε διαπράξει κάποιο σφάλμα εις βάρος του κράτους[83]. Αλλά δεν θα πρέπει να δεχθούμε αυτού του είδους τη ρητορεία. Και, όπως αντέκρουε αρκετά δικαιολογημένα ο Δημοσθένης, γιατί έπρεπε ένας άνθρωπος που είχε κατηγορηθεί συχνά αλλά ποτέ δεν είχε καταδικαστεί, να προσφέρεται περισσότερο σε επικρίσεις;[84] Πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε ότι, όποιοι και αν ήταν οι λόγοι για την «ανοσία» του Κεφάλου από τέτοιες διώξεις, η πολιτική του σταδιοδρομία – που όπως και εκείνη του Αριστοφώντα άρχισε γύρω στις αρχές του 4ου αιώνα – φαίνεται ότι διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του 370, ενώ ο Αριστοφών εξακολουθούσε να είναι εν ενεργεία κατά τη δεκαετία του 340[85]. Η προσφυγή στη γραφή παρανόμων φαίνεται ότι ήταν συχνότερη μετά το τέλος της συμμετοχής του Κεφάλου στο δημόσιο βίο. Πράγματι, ο ίδιος ο Αισχίνης παραπονιόταν το 330 ότι η γραφή παρανόμων είχε χάσει την αποτελεσματικότητά της[86]. Αλλά ο δισταγμός που έδειχναν ο Δημοσθένης και οι υποστηρικτές του στην πρόταση μέτρων τα οποία ίσως εναντιώνονταν στον νόμο που ρύθμιζε τη διάθεση των πλεονασμάτων του κράτους αποτελεί εν μέρει μέτρο της αποτελεσματικότητας αυτού του είδους της κατηγορίας και όχι απλώς της αντιδημοτικότητας μιας πρότασης που αφαιρούσε χρήματα από το Ταμείο Εορτών.
Η καταδίκη με την κατηγορία της πρότασης παράνομου ψηφίσματος θα μπορούσε να είχε ως αποτέλεσμα μια ποινή με καταστροφικές οικονομικές και πολιτικές συνέπειες. Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει κανένα γνωστό παράδειγμα επιβολής της ποινής του θανάτου και υπάρχουν μόνον υπαινιγμοί ότι θα μπορούσε να είναι κατάλληλη ποινή, αν και ο Δημοσθένης αναφέρει ότι κάποιος Εύδημος (κατά τα άλλα άγνωστος) θανατώθηκε το 382/1, όταν καταδικάστηκε βάσει της κατηγορίας της πρότασης ακατάλληλου νόμου[87]. Εκείνοι που κινούσαν τη διαδικασία της γραφής παρανόμων φαίνεται ότι είχαν στόχο να πείσουν το δικαστήριο να επιβάλει βαρύ πρόστιμο. Και κατά προτίμηση, όπως φαίνεται, ένα πρόστιμο τόσο μεγάλο ώστε ο κατηγορούμενος να μην μπορεί να το πληρώσει και, κατά συνέπεια, να χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα και να διπλασιάζεται το πρόστιμο. Γιατί τότε ο εναγόμενος έχανε τα δικαιώματα του ενεργού πολίτη και βρισκόταν γενικά σε ευάλωτη θέση[88]. Οι ένορκοι, αν είχαν καταδικάσει αυτόν που πρότεινε ψήφισμα, άκουγαν τις ποινές που πρότειναν ο κατήγορος και ο κατηγορούμενος. Μπορούσαν ακόμη και να αρκεστούν σε ένα συμβολικό πρόστιμο, όπως μπορεί να θεωρηθεί το πρόστιμο των 25 δραχμών που επιβλήθηκε στον Πολύευκτο (330- 324)[89]. Αλλά αυτό ήταν μάλλον σπάνιο. Ο εύπορος Απολλόδωρος εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του προς τους ενόρκους οι οποίοι το 349/8, αν και είχαν κρίνει ότι η πρότασή του να αποφασίζει η Εκκλησία κατά πόσον τα πλεονάζοντα χρήματα έπρεπε να πηγαίνουν στο Στρατιωτικό Ταμείο ή στο Ταμείο Εορτών ήταν παράνομη, όρισε τουλάχιστον την ποινή σε 1 τάλαντο και απέρριψε την πρόταση του Στεφάνου για ένα πρόστιμο 15 ταλάντων. Ο Απολλόδωρος παραπονιόταν ότι η πρόταση ήταν μια εσκεμμένη προσπάθεια να στερηθεί ο ίδιος και τα παιδιά του τα πολιτικά τους δικαιώματα, γιατί η περιουσία του άξιζε λιγότερο από 3 τάλαντα. Δεν είναι απαραίτητο να πιστέψουμε τον τελευταίο αυτό ισχυρισμό. Ήταν φυσικό να ισχυριστεί ότι είχε πληρώσει με δυσκολία το πρόστιμο[90]. Ένα πρόστιμο 5 ταλάντων επιβλήθηκε (335-330) στον Αριστογείτονα, που ήταν μια μάλλον διαβόητη παρά εξέχουσα φυσιογνωμία στη δεκαετία του 330 και του 320 και τον ονόμαζαν «ο σκύλος-φύλακας του Δήμου (ή της δημοκρατίας)»· μη μπορώντας να πληρώσει, έχασε τα πολιτικά του δικαιώματα[91]. Το 323 ο Δημάδης καταδικάστηκε σε πρόστιμο 10 ταλάντων για το ψήφισμά του που πρότεινε να αναγνωριστεί ο Αλέξανδρος (ο Μέγας) ως θεός· εάν, όπως φαίνεται πιθανό, κατηγορήθηκε για την υποβολή παράνομης πρότασης και όχι για ασέβεια, αυτή ήταν η μία από τις τρεις γραφές παρανόμων για τις οποίες καταδικάστηκε και είχαν ως συνέπεια να χάσει τα πολιτικά δικαιώματά του[92].
Δεν γνωρίζουμε άλλους εξέχοντες ρήτορες οι οποίοι να επηρεάστηκαν σοβαρά και άμεσα από την καταδίκη για παράνομη πρόταση. Η πρόταση του Θρασυβούλου για την απονομή της ιδιότητας του πολίτη σε όσους βοήθησαν στην αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403/2 απορρίφθηκε: αναφέρεται ότι του επιβλήθηκε πρόστιμο μιας δραχμής. Η πρόταση του Υπερείδη το 338 για απονομή της ιδιότητας του πολίτη στους μετοίκους, απελευθέρωση των δούλων και απόδοση των δικαιωμάτων τους σε πολίτες που τα είχαν στερηθεί, υποστηρίχθηκε από τους δικαστές. Και οι δύο προτάσεις συνεπάγονταν τη χαλάρωση ή την εγκατάλειψη παραδοσιακών και θεμελιωδών στοιχείων του χαρακτήρα της αθηναϊκής κοινωνίας και ασφαλώς θα είχαν καταγγελθεί, όποιος και αν τις είχε υποβάλει. Στην περίπτωση του Θρασυβούλου, ο ισχυρισμός του Αισχίνη για φιλία μεταξύ του Θρασυβούλου και του Αρχίνου, που κατηγόρησε τον συμμαχητή του για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, μπορεί να γίνει δεκτός εάν απορρίψουμε τη ρητορεία περί «παλιού καλού καιρού». Εάν, όπως ανέφερε ένας σχολιαστής, ο Θρασύβουλος τιμωρήθηκε με πρόστιμο μόνο μίας δραχμής, ίσως αυτή να ήταν η ποινή που πρότεινε ο Αρχίνος, αποφασισμένος να παγώσει την πρόταση αλλά αρκούμενος σε αυτό. Η επίθεση του Αριστογείτονα εναντίον της πρότασης του Υπερείδη υποδηλώνει έντονα την επιθυμία για επίθεση κατά του προτείνοντος στον ίδιο ή και σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο κατά της ίδιας της πρότασης[93]. Ασφαλώς λόγοι πολιτικής αντιζηλίας επικρατούσαν στην επίθεση κατά της πρότασης του Ανδροτίωνα το 356/5 για την απονομή στεφάνου στην απερχόμενη Βουλή και στην επίθεση του Υπερείδη κατά της πρότασης του Δημάδη να τιμηθεί ένας Ολύνθιος[94]. Δύο ακόμη διώξεις που ασκήθηκαν από τον Υπερείδη το 361 και το 343 – κατά του Αριστοφώντα και του Διοπείθη – ήταν πιθανόν γραφές παρανόμων: είτε επρόκειτο για κατηγορίες είτε για παραπομπές, δεν γνωρίζουμε την ουσία αυτών των διώξεων αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι είχαν τουλάχιστον εν μέρει ως κίνητρό τους την επιθυμία αμφισβήτησης ενός πολιτικού αντιπάλου. Το αποτέλεσμα στην περίπτωση του Διοπείθη δεν είναι γνωστό. Ο Αριστοφών αθωώθηκε – με διαφορά 2 ψήφων[95]. Στην ανεπιτυχή καταγγελία της πρότασης του Υπερείδη να τιμηθεί ο Δημοσθένης (338) και στην επιτυχή καταγγελία της πρότασης του Δημάδη να αναγνωρισθεί ο Αλέξανδρος ως θεός (323), τόσο ο προτείνων όσο και εκείνος που επρόκειτο να τιμηθεί ήταν στόχος επίθεσης[96].
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αντιρρήσεις για ένα ψήφισμα κυμαίνονταν από ουσιαστικές αντιρρήσεις προς το περιεχόμενό του μέχρι μιαν απλή επιθυμία πολιτικής προβολής και οποιοσδήποτε κατήγορος ήταν πιθανό να έχει αρκετά κίνητρα για να υποβάλει τη μήνυση. Σε πολλές από τις γνωστές περιπτώσεις γραφής παρανόμων, κύριος στόχος της επίθεσης φαίνεται ότι ήταν ο έμμεσος στόχος – δηλαδή ο υποψήφιος αποδέκτης των προτεινόμενων τιμών. Έτσι, κατά τη δεκαετία του 370 τρεις εξαιρετικά επιτυχημένοι στρατηγοί δέχθηκαν ιδιαίτερες τιμές, αλλά όχι χωρίς αμφισβήτηση του ψηφίσματος με γραφή παρανόμων σε μία και πιθανόν και στις τρεις περιπτώσεις. Όπως τα ψηφίσματα που τιμούσαν τον Χαβρία (376/5), τον Τιμόθεο (375/4) και τον Ιφικράτη (371/0), ένα ψήφισμα προς τιμήν του Φωκίωνα (το 322 ή νωρίτερα) υποστηρίχθηκε από τα δικαστήρια, ενώ δεν γνωρίζουμε το αποτέλεσμα της αμφισβήτησης ενός ψηφίσματος που τιμούσε τον Χαρίδημο (352/1)[97]. Στόχος του Αισχίνη στην κατηγορία του κατά του Κτησιφώντα το 336 ήταν σαφώς ο παλαιός του αντίζηλος Δημοσθένης, που επρόκειτο να είναι ο αποδέκτης των τιμών, ενώ ο Πολύευκτος είχε στόχο του τον Δημάδη (περ. 335) και τον Υπερείδη, στην περίπτωση των τιμών που προτάθηκαν υπέρ του Ευβούλου (343-330)[98]
- Οι κίνδυνοι της μήνυσης
Η γραφή παρανόμων, όμως, εμπεριείχε κάποιο κίνδυνο και για τον κατήγορο. Για παράδειγμα, ο Λυκίνος (το 348) και ο Αισχίνης (το 330) δεν κέρδισαν το ένα πέμπτο των ψήφων και, τιμωρήθηκαν με πρόστιμο 1.000 δραχμών και απώλεια του δικαιώματος για υποβολή άλλης γραφής παρανόμων. Μπορεί ο Αισχίνης μάλλον να μην ήθελε παρά να μην μπορούσε να πληρώσει το πρόστιμο, αλλά εν πάση περιπτώσει, είτε μπορούσε να πληρώσει είτε όχι, ήταν φανερό ότι είχε αποτύχει στον κύριο σκοπό του, να δυσφημίσει τον Δημοσθένη και την πολιτική του – και ταπεινωμένος αποσύρθηκε από την Αθήνα[99]. Εντούτοις, σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε, μια ανεπιτυχής καταγγελία δεν συνεπαγόταν μειονεκτήματα εκτός από το γεγονός της ήττας. Επιπλέον, στην περίπτωση της εισαγγελίας ο κατήγορος μπορούσε να προτείνει την ποινή του θανάτου. Και, αν και οι περισσότερες εισαγγελίες φαίνεται ότι στρέφονταν κατά στρατηγών, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την απαγγελία σοβαρών κατηγοριών κατά οποιουδήποτε Αθηναίου (ή μετοίκου). Πιθανόν κατά τον 5ο αιώνα να υπήρχαν αρκετά μεγάλα περιθώρια ως προς τις πράξεις που μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εισαγγελίας, αλλά ίσως κατά την περίοδο 410-403 (και ασφαλώς περί τα μέσα του 4ου αιώνα) ψηφίστηκε ένας νόμος που προσδιόριζε τους τύπους των αδικημάτων. Ίσως να εξακολουθούσε να υπάρχει κάποιο περιθώριο ή ίσως αναπτύχθηκε και, κατά τη δεκαετία του 330, ισοδυναμούσε μ6 «τέντωμα» του νόμου[100]. Στην υπεράσπιση του Ευξενίππου, κατά την περίοδο μεταξύ 330 και 324, ο Υπερείδης ανέφερε τις περιπτώσεις στις οποίες μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η εισαγγελία.
Εάν οποιοσδήποτε [λέει ο νόμος] επιχειρήσει να ανατρέψει τη δημοκρατία των Αθηναίων, ή εάν συναντάται με άλλους σε οποιοδήποτε μέρος με σκοπό την ανατροπή της δημοκρατίας, ή σχηματίσει πολιτική λέσχη (εταιρικόν)· ή εάν οποιοσδήποτε προδώσει μια πόλη ή πλοία ή μια χερσαία ή ναυτική δύναμη, ή, ενώ είναι ρήτορας, εκφωνήσει λόγο αντίθετο προς τα συμφέροντα του αθηναϊκού Δήμου, ή δέχεται χρήματα (και δώρα από εκείνους που εργάζονται κατά του αθηναϊκού Δήμου)[101].
Αν και οι στρατηγοί μπορούσαν να κατηγορηθούν με τη δεύτερη κατηγορία της στρατιωτικής προδοσίας, οι συμβουλές κατά των συμφερόντων του Δήμου με κίνητρο τη διαφθορά ήταν η κατηγορία που απαγγέλθηκε κατά του Καλλιστράτου το 361 και πιθανόν το 366/5. Το 366/5 ο Χαβρίας, ως στρατηγός που συγκατατέθηκε στην κατάληψη του Ωρωπού από τις βοιωτικές δυνάμεις εν αναμονή διαιτησίας, και ο Καλλίστρατος, που πρότεινε αυτό το (μεταβατικό) μέτρο, διώχθηκαν για την απώλεια του Ωρωπού, αλλά αθωώθηκαν και οι δύο[102]. Δεν συνέβη το ίδιο στην περίπτωση του Καλλιστράτου το 361. Η απομάκρυνσή του από την Αθήνα εμπόδισε, ή μάλλον καθυστέρησε, την εκτέλεση της ποινής του θανάτου- όταν υπολόγισε λανθασμένα τη γενική διάθεση και επέστρεψε στην Αθήνα το 355, συνελήφθη και θανατώθηκε[103]. Το 343 ο Υπερείδης κατηγόρησε τον Φιλοκράτη για παροχή υπηρεσιών στον Φίλιππο κατά της Αθήνας και πέτυχε την καταδίκη του: η αποχώρηση του εμπόδισε την εκτέλεση της ποινής του θανάτου[104]. Εισαγγελία ασκήθηκε πιθανόν κατά του Θρασυβούλου από τον Κολλυτό για (δήθεν διεφθαρμένες) συμβουλές που δόθηκαν κατά την περίοδο της κατοχής της Καδμείας από τους Λακεδαιμονίους το 382, αλλά πιθανόν αθωώθηκε[105]. Μένει κανείς με την εντύπωση ότι οι ρήτορες όχι μόνο γίνονταν λιγότερο συχνά αντικείμενο επίθεσης μέσω εισαγγελίας, αλλά ήταν σε θέση να υπερασπίσουν τον εαυτό τους με μεγαλύτερη επιτυχία από όσο οι στρατηγοί. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ήταν δύσκολο να αποδειχθεί η διαφθορά και να πεισθούν οι δικαστές ότι οι συμβουλές που είχε δώσει ο ρήτορας είχαν επηρεαστεί από την αποδοχή «δώρων». Επίσης, η αποτυχία ενός στρατηγού ήταν κάτι που μπορούσε να αποδειχθεί.
Φαίνεται ότι γινόταν όλο και μεγαλύτερη κατάχρηση της εισαγγελίας – όπως και της γραφής παρανόμων – κατά το τρίτο τέταρτο του 4ου αιώνα. Οι κατήγοροι χρησιμοποιούσαν την εισαγγελία κατά τις δεκαετίες του 330 και του 320, αν όχι και νωρίτερα, για να διατυπώσουν κατηγορίες που απαιτούσαν κάποιο «τέντωμα» του νόμου για να παρουσιαστούν ως αδικήματα σύμφωνα με το νόμο περί της χρήσης της εισαγγελίας. Ταίριαζε στην υπεράσπιση του Ευξενίππου από τον Υπερείδη να υπερβάλει την αντίθεση μεταξύ «σοβαρών και διαβόητων εγκλημάτων, που (περίπου το 360) οδήγησαν σε εισαγγελία» (κατά του Καλλιστράτου και τεσσάρων στρατηγών) και αυτού που περιγράφει ως πρακτική της δεκαετίας του 320 να «διατυπώνονται επιπόλαιες κατηγορίες που δεν έχουν καμία σχέση με το νόμο περί εισαγγελίας». Ο Ευξένιππος είχε κατηγορηθεί ότι είχε δεχθεί «δώρα» και ότι είχε αναφέρει ένα όνειρο που αντέκειτο στα συμφέροντα του Δήμου. Ο Υπερείδης προσπάθησε να αρνηθεί τον ορισμό του ρήτορα ως κάποιου προσώπου που μιλούσε στην Εκκλησία και προέβαλε το επιχείρημα ότι ο Ευξένιππος ήταν κοινός πολίτης (ιδιώτης) και όχι ρήτορας ή τακτικός ομιλητής, κατά του οποίου θα μπορούσε να ασκηθεί δικαίως εισαγγελία[106]. Αυτή ήταν ειδική συνηγορία. Η εισαγγελία είχε σκοπό να ρίξει ένα εκτεταμένο δίκτυ για να είναι δυνατή η γρήγορη δράση και ασφαλώς περιελάμβανε όλους τους Αθηναίους. Η προδοσία με την έννοια της εγκατάλειψης μιας πόλης ήταν σαφώς λόγος παραπομπής και το 338 όταν κατηγορούσε τον Λεωκράτη για την εγκατάλειψη της Αθήνας μετά την καταστροφική ήττα της Χαιρώνειας, ο Λυκούργος δυσκολεύτηκε για πολλούς λόγους να υποστηρίξει το επιχείρημα ότι ήταν σωστό να ασκηθεί εισαγγελία κατά του ατόμου αυτού (ιδιώτη) και να παρουσιασθεί η αναχώρησή του ως προδοσία – κατά της Αθήνας[107]. Γενικά, φαίνεται να υπήρχε κάποια αλήθεια σ’ αυτό που έλεγε ο Υπερείδης για την κατάχρηση της εισαγγελίας, ιδίως αν δεχθούμε τη δήλωσή του ότι ένας πολίτης και ένας μέτοικος είχαν μηνυθεί για τον λόγο ότι είχαν προσλάβει αυλήτριες με τιμή μεγαλύτερη από εκείνη που όριζε ο νόμος (και ίσως μπορούσαν να παρουσιαστούν ως παραβάτες του νόμου και να υποστηριχθεί ότι έθεταν σε κίνδυνο τη δημοκρατία, αν και η αιτιολογία της παραπομπής μπορεί να ήταν ευρύτερη από ό, τι ανέφερε ο Υπερείδης)[108]. Η υπόθεση αυτή ανήκει στην ίδια περίοδο με την υπόθεση του Ευξενίππου και είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα υπό το φως μιας προσπάθειας να αναχαιτιστεί η κατάχρηση της εισαγγελίας, που μπορεί να χρονολογείται περίπου στο 333. Γιατί τότε είχε θεσπιστεί ότι ένας κατήγορος που κέρδιζε λιγότερο από το ένα πέμπτο των ψήφων υπέκειτο σε πρόστιμο 1.000 δραχμών αλλά όχι σε απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων του[109].
Πάντως, ο πειρασμός της κατάχρησης της εισαγγελίας και της γραφής παρανόμων δεν θα έπρεπε να συσκοτίσει το γεγονός ότι οι πολιτικοί ηγέτες, κυρίως οι ρήτορες αλλά επίσης (συχνά έμμεσα) και οι στρατηγοί, αναμιγνύονταν συχνά στα δικαστήρια και στην Εκκλησία καθώς και το γεγονός ότι μια καταδίκη μπορούσε να οδηγήσει σε θάνατο, «εξορία», δήμευση περιουσίας, απώλεια πολιτικών δικαιωμάτων ή βαρύ πρόστιμο, για να μην αναφέρουμε την ατίμωση. Γιατί, ενώ η εισαγγελία και η γραφή παρανόμων ήταν τα μέσα που χρησιμοποιούνταν συχνότερα και μπορούσαν να εμφανιστούν ως ειδικά μέσα με τα οποία ένας ρήτορας προστάτευε τον Δήμο από πολιτικές ενέργειες που έβλαπταν τα συμφέροντα του, οι πολιτικοί ηγέτες μπορούσαν επίσης να υποχρεωθούν να λογοδοτήσουν με άλλες μεθόδους[110]. Η διαδικασία που είναι γνωστή ως απόφασης (έκθεση έρευνας), για παράδειγμα, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον εκείνων που ήταν ύποπτοι για προδοσία και δωροληψία ή (πιθανόν) για απόπειρες ανατροπής της δημοκρατίας[111]. Η γνωστότερη χρήση της αποφάσεως ήταν το 324/3 εναντίον εκείνων που ήταν ύποπτοι για λήψη χρημάτων από τον Άρπαλο, τον φυγάδα θησαυροφύλακα του Αλεξάνδρου του Μεγάλου. Φαίνεται ότι περίπου 350 τάλαντα έλειπαν από τα 700 τάλαντα που πιστευόταν ότι είχαν κατατεθεί από τον Άρπαλο στην Ακρόπολη, υπό τη φύλαξη ειδικά διορισμένων επιτρόπων, μεταξύ των οποίων και ο Δημοσθένης. Ακόμη και χωρίς εσωτερικές πολιτικές αντιζηλίες, οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να κάνουν τα στραβά μάτια και να αγνοήσουν το ενδιαφέρον του Αλεξάνδρου του Μεγάλου για τα χρήματα που είχε καταχραστεί ο θησαυροφύλακάς του. Μετά από έρευνα, ο Άρειος Πάγος δημοσίευσε έναν κατάλογο ονομάτων που ανέφερε χρηματικά ποσά αποδιδόμενα στον καθένα: για παράδειγμα, 20 τάλαντα στον Δημοσθένη. Το Δικαστήριο των 1.500 καταδίκασε τον Δημοσθένη, που ήταν ο πρώτος που παραπέμφθηκε σε δίκη. Ο Δημοσθένης, μη μπορώντας να πληρώσει το πρόστιμο των 50 ταλάντων φυλακίστηκε αλλά σύντομα απέδρασε. Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου λίγους μήνες αργότερα, ο Δημοσθένης ανακλήθηκε. Ο Δημάδης, που επίσης καταδικάστηκε, έμεινε στην Αθήνα[112]. Άλλες διαδικασίες που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για πολιτικούς σκοπούς κατά των αντιπάλων ήταν η προβολή (κατάθεση μήνυσης στην Εκκλησία) και η ένδειξις (κατάθεση πληροφοριών – που επέτρεπε, αλλά δεν απαιτούσε, ο κατήγορος να πραγματοποιήσει μια σύλληψη). Αν και η υποστήριξη μιας μήνυσης (προβολή) στην Εκκλησία μπορούσε να είναι πολύτιμη αν το ζήτημα βρισκόταν υπό κρίση στα δικαστήρια, η προβολή δεν ήταν πολύ χρήσιμη για πολιτικούς σκοπούς (και φαίνεται ότι την χρησιμοποιούσαν σπάνια), γιατί η κατάθεση μήνυσης περιοριζόταν, τουλάχιστον κατά τη δεκαετία του 320, στην κεντρική συνεδρίαση της έκτης πρυτανείας κάθε χρόνο. Καθιστούσε δυνατή τη λήψη μέτρων κατά συκοφαντών (όπως κατά των κατηγόρων των στρατηγών των Αργινουσών το 406), κατά αδικημάτων σχετικών με εορτές (όπως από τον Δημοσθένη κατά του Μειδία που, παρά τις διαψεύσεις του Δημοσθένη, μπορούσε να έχει πολιτική σημασία) ή κατά «οποιουδήποτε δεν έκανε κάτι που υποσχέθηκε στον Δήμο» (όπως φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε από τον Εύβουλο κατά του Αριστοφώντα)[113]. Όσο για την ένδειξη, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, για παράδειγμα, κατά των ατόμων τα οποία, παρά την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων τους (συχνά ως οφειλέτες του δημοσίου) αναλάμβαναν δημόσια δραστηριότητα. Αυτές οι πληροφορίες κατατέθηκαν κατά του Θεοκρίνη για άσκηση καθηκόντων κατηγόρου σε δημόσιες δίκες, κατά του Πολυεύκτου επειδή έγινε μέλος της Βουλής και κατά του Αριστογείτονα για αγόρευση στην Εκκλησία και άσκηση καθηκόντων κατηγόρου[114]. Αν και φαίνεται ότι χρησιμοποιείτο ελάχιστα, η δοκιμασία των ρητόρων χρησιμοποιήθηκε αποτελεσματικά από τον Αισχίνη όταν εξαίρεσε τον Τίμαρχο ως πιθανό κατήγορο της δικής του συμπεριφοράς κατά την πρεσβεία προς τον Φίλιππο το 346[115]. Και στην περίπτωση των Αθηναίων αξιωματούχων και πρέσβεων, οι ευθύνες ήταν ένα σημαντικό μέσο λήψης μέτρων, αν και υπάρχουν εκπληκτικά λίγες περιπτώσεις που μπορούν να ταυτιστούν με βεβαιότητα[116].
- Διακυβεύονταν μεγάλα συμφέροντα;
Η επιρροή και η πολιτική επιτυχία εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό από την επιτυχία ενός ρήτορα στα δικαστήρια, είτε ως κατηγόρου είτε ως κατηγορουμένου είτε ως υποστηρικτή του κατηγόρου ή του κατηγορουμένου. Μεταξύ των ηγετικών πολιτικών μορφών του 4ου αιώνα ο Αριστοφών, ο Καλλίστρατος, ο Δημοσθένης, ο Υπερείδης και ο Δημάδης εμπλέχθηκαν σε πολυάριθμες πολιτικές δίκες[117]. Οι δίκες φαίνεται ότι είχαν γίνει συχνότατο στοιχείο της πολιτικής ζωής. Ούτε εμπλέκονταν μόνο οι μεγάλοι. Είναι δύσκολο να υπολογιστεί και να αξιολογηθεί το ποσοστό επιτυχίας των διώξεων, κυρίως λόγω των περιορισμένων μαρτυριών που υπάρχουν. Όσον αφορά τους ρήτορες, οι λιγότερες από 40 περιπτώσεις γραφής παρανόμων για τις οποίες έχουμε κάποιες πληροφορίες, αποτελούν αρκετά μικρό δείγμα που ανέρχεται περίπου στις μισές από εκείνες για τις οποίες έχουμε πληροφορίες σχετικά με την έκβαση και, σ’ αυτή τη μικρότερη ομάδα, τα δικαστήρια απέρριψαν λιγότερα από τα μισά από τα προτεινόμενα ψηφίσματα. Από μερικές απόψεις μπορεί να φαίνεται παράδοξο ότι οι ένορκοι ήταν πεπεισμένοι πως η Εκκλησία είχε σφάλει (στις περισσότερες περιπτώσεις πολύ πρόσφατα), αφού δεν ήταν σπάνιο να ταυτίζουν οι ρήτορες τους πολίτες στα δικαστήρια με τους πολίτες στην Εκκλησία. Αλλά η γενική σύνθεσή τους δεν ήταν όμοια. Επίσης, ο στόχος του κατηγόρου και σ’ αυτήν και σε άλλες περιπτώσεις ήταν να πείσει τους ενόρκους ότι εκείνοι και άλλα μέλη της Εκκλησίας είχαν παραπλανηθεί από έξυπνους ή διεφθαρμένους ρήτορες[118]. Και οι ρήτορες, όπως είδαμε, υπέκειντο σε διαφορετικές διαδικασίες, που περιελάμβαναν την παραπομπή με σοβαρές κατηγορίες. Ο Καλλίστρατος, ο Φιλοκράτης, ο Δημοσθένης και ο Δημάδης μαρτυρούν για την ποικιλία των διαδικασιών και την αυστηρότητα των ποινών. Από τις 30 γνωστές πιθανές διώξεις στρατηγών για σοβαρές κατηγορίες, μόνο 5 φαίνεται ότι βγήκαν αλώβητοι και πιθανόν άλλοι τρεις (Τιμόθεος, Θρασύβουλος από τη Στειριά και Χαβρίας) καθαιρέθηκαν χωρίς άλλη ποινή. Άλλοι 9 εκτελέστηκαν ή επέλεξαν την εξορία αντί του θανάτου[119].
Ενδεικτικά για την αυστηρότητα των ποινών είναι το εξουθενωτικό πρόστιμο που επιβλήθηκε στον Τιμόθεο και η εκτέλεση του Καλλιστράτου. Και τα δύο ανήκουν στη δύσκολη περίοδο των μέσων της δεκαετίας του 350, όταν οι Αθηναίοι βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση λόγω των προσπαθειών των συμμάχων τους να αποστατήσουν, αλλά θανατικές καταδίκες και βαριά πρόστιμα (αν και μικρότερα από εκείνο που επιβλήθηκε στον Τιμόθεο) είναι γνωστά από όλες τις δεκαετίες στα 80 χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403. Μπορούμε να προσθέσουμε ότι ο Φωκίων θανατώθηκε το 318, σε μια περίοδο που η δημοκρατία είχε αποκατασταθεί για ένα σύντομο διάστημα: οι υπηρεσίες κατά το παρελθόν αυτές καθαυτές δεν προστάτευαν και εν πάση περιπτώσει οι «υπηρεσίες» κρίνονταν διαφορετικά από διαφορετικά άτομα. Η στάση απέναντι στη Σπάρτη, τη Θήβα ή τη Μακεδονία δεν ήταν καθόλου σταθερή κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και οι τάσεις ενός ατόμου μπορούσαν να αποτελέσουν σοβαρό μειονέκτημα. Η συχνότητα της «εξορίας» ήταν άλλη μια ένδειξη ότι τα συμφέροντα που διακυβεύονταν ήταν μεγάλα και ότι το θεμελιώδες κριτήριο ήταν η επιτυχία. Και για ορισμένους Αθηναίους πρέσβεις οι πιθανότητες να διαπραγματευθούν όρους αποδεκτούς από το Δήμο ήταν περιορισμένες, αν και πρέπει να προστεθεί ότι πολλές πρεσβείες θα είχαν σταλεί κατά την περίοδο μεταξύ 403 και 322, σχεδόν όλες με ευκολότερη αποστολή από εκείνες του 392 και του 367[120].
Η δίωξη, καταδίκη και τιμωρία των πολιτικών ηγετών θέτει αρκετά ερωτήματα. Για παράδειγμα, τί επιπτώσεις είχε αυτή η κατάσταση στη συνεχιζόμενη σταδιοδρομία πολιτικών ηγετών κατά τον 4ο αιώνα – για ανθρώπους σαν τον Καλλίστρατο ή τον Τιμόθεο; Ή θα μπορούσαμε να συμμεριστούμε την απορία του Ολιγαρχικού που περιέγραψε ο Θεόφραστος μεταξύ των Χαρακτήρων τον. Γεμάτος παράπονα από την Αθήνα, ο Ολιγαρχικός παρατηρεί: «Απορώ γιατί οι άνθρωποι ασχολούνται με τα κοινά»[121]. Γιατί ασχολούνταν; Και τα δύο αυτά ερωτήματα θα εξετασθούν στο επόμενο κεφάλαιο, όταν θα εξετάσουμε τα οφέλη της ενεργού συμμετοχής, όπως θ’ ασχοληθούμε και μ’ ένα άλλο ερώτημα: ποιες ήταν οι βάσεις της υποστήριξης που απολάμβαναν τα εξέχοντα άτομα; Γιατί ενώ ο δημόσιος βίος, εξεταζόμενος από την σκοπιά του φιλόδοξου Αθηναίου, φαίνεται να συνδεόταν περισσότερο με ατομικές αντιζηλίες και σχέσεις μεταξύ ηγετών και Δήμου, κάτω από αυτόν και συνδεδεμένες στενά με αυτόν ήταν οι αντιλήψεις των άλλων Αθηναίων – οι αντιλήψεις τους σχετικά με την πολιτική που υποστηριζόταν στην Εκκλησία ή με τις δίκες στα δικαστήρια και την επίπτωσή τους στην Αθήνα και στα άτομα.
------------------------
[1] Πλ. Απ. 17d, Ισοκρ. 15.38· πρβλ. Θουκ. 2.40.
[2] Βλ. κεφ. 4.1.
[3] Υπ. 4.8-9- Perlman (1963) 327-55, Hansen (1983Α) 39-42,46-9. Βλ. κεφ. 5.1 όπου αναφέρονται ρήτορες· και οι λέγοντες, με την έννοια των πολιτικά δραστήριων που κυριαρχούσαν στη Βουλή σε βάρος των κοινών μελών.
[4] Δημ. 21.189 (μτφ. Loeb με προσαρμογές). Βλ. Hansen (1983Α) 46-7 για τη σειρά των ποικίλων σημασιών άλλων όρων που προσδιόριζαν ίσως τους πολιτικά δραστήριους: πολιτευόμενος (κάποιος που απασχολείται δραστήρια με τα πολιτικά πράγματα), σύμβουλος, δημαγωγός, πολιτικός (κυβερνήτης). Ο όρος δημηγόρος (δημόσιος ομιλητής, λαϊκός αγορητής) δεν απαντάται στους Αττικούς Ρήτορες, παρά το γεγονός ότι συγγενικά ουσιαστικά και ρήματα χρησιμοποιούνται συχνά (Λυσ. 16.20 (πρβλ. 14.45), Ισοκρ. 8.76 Δημ. 18.60 (πρβλ. 21.102), Αισχίν. 1.64, 195, Δείν. 1.31), αλλά χρησιμοποιείται από άλλους συγγραφείς του 4ου αιώνα κοινώς με αρνητική έννοια (ιδίως από τον Πλάτωνα (Γοργ. 520 a-b)), όπως επίσης και με θετική ή ουδέτερη έννοια (Ξεν. Απομν. 6.2.15· πρβλ. Ελλ. 6.3.3). Πρέπει να γίνει επίσης αναφορά και στην έκφραση οι τα της πόλεως πράττοντες (αυτοί που ασχολούνται με τις υποθέσεις της πόλης, δημόσιοι άνδρες) (Λυσ. 18. 16, 21.1, Ξεν. Απομν. 3.7.2-3). Η φράση προστάται ή προστάται της πόλεως (ηγέτες της πόλης) χρησιμοποιείται με ιδιαίτερη αναφορά σε προηγούμενους αρχηγούς (δηλ. από τον 5ο αιώνα) (Ισοκρ. 8.54, Αισχίν. 3.154· πρβλ. Ξεν. Απομν. 3.6.1, Α/728 (και CAAP). Για το προστάται του δήμου (προστάτες ή αρχηγοί του δήμου) και όρους που χρησιμοποιούνταν στα τέλη του 5ου αιώνα, βλ. Connor 108-19.
[5] Βλ. κεφ. 2.3.1.
[6] Βλ. παρακάτω, ιδίως σημ. 71 · Roberts 14-29.
[7] Βλ. κεφ. 2.3.1-3-Πλουτ. Φωκ. 7.3· πρβλ. Δημ. 18.212.
[8] Hansen (1983Α) 33-55 (ιδίως 49-53), (1983Β) 151-80 (συμπεριλαμβανομένου ενός χρήσιμου καταλόγου ρητόρων και στρατηγών).
[9] Βλ. κεφ. 2.3.2-3 και κεφ. 4.5.
[10] Rhodes (1980Α) 305-23, MacDowell 47-52· βλ. κεφ. 2.3.2-3.
[11] Hell. Oxy. 1.2· Ξεν. Ελλ. 1.7.8- Θουκ. 8.65.1, 67.1, 90. 3· Αριστ. Πολ. 1305b25-7· πρβλ.
Δημ. 57.59.
[12] Hell. Oxy. 1.2,2.2 (και Bruce Σχόλια).
[13] Sealey 133-63· Finley 51.
[14] Βλ. κεφ. 7.1.
[15] Δημ. 23.146-7, 185-6· πρβλ. 51.16-22- Θεόπομπ. FGrfi 115 απ. 213- Αισχίν. 2.71- πρβλ. Δημ. 2.29- βλ. εντούτοις Αριοσ. Ρητ. 1364· al9-23.
[16] Ξεν. Ελλ. 6.3.2-17· Mosley (1962) 41-6, Ryder (1963) 237-41, Tuplin (1977) 51 -6.
[17] Δημ. Περί Πρεσβείας, Αισχίν. Περί Πρεσβείας, Cawkwell (1963Β) 120· πρβλ. Mosley (1973) 55-62.
[18] Πρβλ. «τους ελάσσονες ρήτορες» που περιφρονητικά αποποιήθηκαν από τον Υπερείδη (5.12) ως «κύριοι μόνον του θορύβου και των φωνών».
[19] Πρβλ. Hansen (1984) 154 (προτείνει 10-20).
[20] Hansen (1984) 123-55, ιδίως 132-5 (λεπτομέρειες από 82 προτείνοντες), 140-4 (στον καθορισμό των αξιών από ένα τυχαίο δείγμα), 144-50 (ενδείξεις για τους πολιτικά ενεργούς πολίτες, μονολότι δεν ήταν γνωστοί ως προτείνοντες το 355-322), 154 (εκτίμηση 300-600 ισχυρών εισηγητών σε κάθε συνάντηση – πρβλ. την πιο προσεκτική πρόταση (152) ότι αυτά πρέπει να υπολογισθούν κατά εκατό παρά κατά είκοσι).
[21] Ισοκρ. 12.248, Αισχίν. 3.220-1· για τον αγρότη, που σπάνια παρευρισκόταν στη συνέλευση αλλά (εν μέρει εξαιτίας αυτού) προκαλούσε μεγάλη αναστάτωση όταν μιλούσε, βλ. Ευρ. Ρητ. 917-22.
[22] Δημ. 21.20· πρβλ. 21.139,208,213- πρβλ. Πλουτ. Περ. 14,16- Δημ. 57.59-60.
[23] Πλουτ. Περ. 11,14· βλ. κεφ. 2.3.1.
[24] Θουκ. 8.48.2-4, 54.4, 65.2· Λυσ. 12.43· Calhoun 7-9, Sartori (1957) 101-26. Πρβλ. Θουκ.
3.83.6· Πλουτ. Αριστ. 2.
[25] Δημ. 21.20, 139,208-13′ [Δημ.] 46.25-6· βλ. Υπ. 4-8· Longo (1971) 41 -156, ειδικά 151 -6.
[26] Λυσ. 13.19· Πλουτ. Λυσ. 21· πρβλ. Θουκ. 5.76.2.
[27] Το ΑΠ 34.3 δείχνει ότι το 404, ακόμη και μεταξύ «των διάσημων» (οι γνώριμοί) δεν ήταν όλοι μέλη των εταιρειών Connor 25-32· πρβλ. Calhoun 22-3, ο οποίος δηλώνει, βασιζόμενος στον Πλ. Απ. 36b, ότι η πλειοψηφία των Αθηναίων ανήκε σε πολιτικές λέσχες- Αισχίν. 3.255, Humphreys (1978) 101-2.
[28] Δημ. 24.15-16, πρβλ. 57.64.
[29] Δημ.21.4, 19.1, Αισχίν. 3.1-Calhoun 74 σημ.2.
[30] Βλ. κεφ. 5.4.
[31] ΑΠ 27.5· πρβλ. [Ξεν.] ΑΠ 3.7· πρβλ. κεφ. 3.5.
[32] Λυσ. 29.12-13.
[33] Ισοκρ. 18.11, Αιοχίν. 1.86-7· πρβλ. Δημ. 24. 150, [Δημ.] 46.25-7, Calhoun 67 σημ. 6.
[34] Θεόφρ. Χαρ. 29.5-6· πρβλ. [Δημ.] 25.40-1.
[35] Δημ. 18.249· βλ. επίσης R. Osborne 3-6.
[36] [Δημ.] 59.26-7,43.
[37] Δημ.21.103,105-6, αλλά πρβλ. 139- πρβλ. Αισχίν. 2.148· πρβλ. [Δημ.] 58.22-3, 36. Για την ατιμία (απώλεια πολιτικών δικαιωμάτων), βλ. Hansen (1976) 54-98, ιδίως 59 και σημ. 23,63-5, MacDowell 64-5· πρβλ. Harrison 2.83,169-76.
[38] Ανδοκ. 1.132-5· πρβλ. Λυσ. 29.1-Δημ. 21.3,215-πρβλ. Αισχίν. 3.52· πρβλ. Ισοκρ. 18.10.
[39] Δημ. 21.139, 37.48, 39.18· πρβλ. Ξεν. Απομν. 2.9.5-8· Λυσ. 12.43-7, Λυκούργ. Λεωκ. 20· [Δημ.] 49.19· Ισοκρ. 18.51, Λυσ. 29.7, Δημ. 30.3,54.33, [Δημ.] 45-6- πρβλ. Αισχίν. 2.154-5· βλ. Δημ. 29.22-3 για τα κίνητρα για ψευδορκία- Ανδοκ. 1.74.
[40] Δημ. 39.2· [Δημ.] 40.9.
[41] Αισχίν.2.184· Ανδοκ. 1.150, Ισοκρ. 21.1, Λυσ. 5.1,12.86, Δημ. 21.112,22.40,32.31-2, Αισχίν. 3.196· πρβλ. [Δημ.] 46.26· βλ. σημ. 15.
[42] Αρ. Εκκλ. 17-25, 116-284, 398-402,427-33. Για την «προετοιμασία» της Εκκλησίας, βλ. Λυσ. 12.75-6, Δημ. 18.143· πρβλ. Θουκ. 6.13.1, Ξεν. Ελλ. 1.7.8.
[43] Πρβλ. Θουκ. 6.13.1· για εκλογές, βλ. Λυσ. 12.43-4, Πλ. Θεαίτ. 173d, Ξεν. Συμπ. 1.4, Δημ. 18.149 (πρβλ. Θουκ. 8.54.4, Αρ. Λυσ. 574-8), και για ισχυρισμούς για εκλογικές παρανομίες (μαζί με άλλους ισχυρισμούς, όχι πάντα πειστικούς) Αισχίν. 1.106-7, Αισχίν. 3.3,62, 73· πρβλ. Α/762.1, Θεόπομπ. FGrH 115 απ. 213, Αισχίν. 1.86-7.
[44] Δημ. 2.29-30,18.143, πρβλ. Πλουτ. Περ. 11-Δημ. 8.38,19.15,21.14, [Δημ.] 25.64,95,59.43, Αισχίν. 1.34,81-4, Πλουτ. Φωκ. 9· πρβλ. Αρ. Αχαυνής 37-9, Θουκ. 6.25.1, Πλουτ. Νικ. 12.
[45] Δημ. 19.23-4,45-6 (μτφρ. Loeb με προσαρμογές).
[46] Ισοκρ. 8.129-30, Δημ.20.132, 23.146, 24.3,66, 201, 203, [Δημ.] 25.40-1, 59.43, Αισχίν.
3.159,242· πρβλ. Πλουτ. Περ 7.5, Θουκ. 8.68. 1-2- Πλουτ. Περ. 14, Θουκ. 6.29.3′ βλ. σημ.15-Αισχίν. 2.18-19, 3.125-6· Finley 51.
[47] Δείν. 1.72-7- πρβλ. [Δημ.] 26.1-4- Finley (1974)16-17.
[48] Ξεν. Ελλ. 5.4.9-12, 19· πρβλ. D.S. 15.25.1-26.4, Δείν. 1.38-9-Sinclair (1978) 42-3.
[49] Βλ.κεφ. 3.3.
[50] Pritchett 2.34-116.
[51] Πρβλ. Δημ. 24.133-6, Δείν. 3.17. Εκτός από τις περιπτώσεις του 4ου αιώνα που συζητήθηκαν σ’ αυτό το κεφάλαιο, βλ. την καταδίκη του Φορμίωνα (πιθανόν το 428) (Ανδροτίων FGrH 324 απ. 8, Westlake (1968) 54-9).
[52] Δημ. 23.104, [Δημ.] 50.12· Δημ. 36.53.
[53] ΑΠ 61.2 (βλ. MacDowell 169-70· πρβλ. CAAP683), [Δημ.] 58.27-8.
[54] Υπ. 4.8.
[55] Βλ. Ξεν. Κύρ. 6.3.27, Θουκ. 6.103.4 (και HC’i) και (για τον Εργοκλή) κεφ. 5. Βλ. Harrison 2.173, 178-9, 186,212-17 για τη δήμευση της περιουσίας ως τιμωρία σε συνδυασμό με τη θανατική ποινή ή την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων (πρβλ. Tod 123.55 – για προτάσεις κάθε τροποποίησης στη «χάρτα» της Δεύτερης Αθηναϊκής Συμμαχίας), ως μια ποινή από μόνη της ή ως τρόπος εκτέλεσης μιας δικαστικής απόφασης.
[56] ΑΠ 43.3 (και CAAP).
[57] Με βάση τις γνωστές και πιθανές περιπτώσεις των εισαγγελιών, οι περισσότερες υποθέσεις αποφασίζονται από την Εκκλησία παρά από τα Δικαστήρια κατά την περίοδο από το 403 ώς το 362, αλλά καμιά από την Εκκλησία κατά τα χρόνια από 361 ως το 324, και ο Hansen (1975) 53-5 συζήτησε πειστικά ότι όλες οι καταγγελίες έφτασαν στα Δικαστήρια από κατηγορίες οι οποίες συστάθηκαν ανάμεσα στο 360 και το 355 και πιθανόν επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις οικονομικές δυσκολίες της εποχής.
[58] Περίπου μετά το 333 (ή το αργότερο το 330) οι κατήγοροι που πετύχαιναν λιγότερο από το πέμπτο των ψήφων υπόκειντο, οπωσδήποτε, σε ένα πρόστιμο 1.000 δρχ. (αντιπαραβολή με τις γραφές (βλ. κεφ. 3) – πρόστιμο και απώλεια του δικαιώματος να προτείνουν πάλι τον ίδιο τύπο κατηγορίας): Poll. 8.52-3, Harrison 2.51, Hansen (1975)29-31.
[59] Βλ. σημ. 71 που περιέχει καταγγελίες που καταγράφηκαν στον Κατάλογο του Hansen (1975) 87-111,116-20 (και για ανάλυση 58-65)· ο Κατάλογος περιλαμβάνει όλες τις πιθανές περιπτώσεις της εισαγγελίας, παρά το γεγονός ότι κάποιες από τις περιπτώσεις πιθανόν συνδυάστηκαν με άλλες δίκες και με ευθύνες (βλ. 37 σημ. 2,40 (στη σημ. 28), 44-8, για το βαθμό εμπιστοσύνης σε ό, τι αφορά υποθέσεις ως παραδείγματα της εισαγγελίας). Η διαδικασία γνωστή ως απόφασις (αναφορά της εξέτασης) χρησιμοποιήθηκε στην υπόθεση του Φιλοκλή, ο οποίος το 324 επέτρεψε στον Άρπαλο να εισέλθει στον Πειραιά: βλ. Δείν. 3.7 και σημ. 111-12 παρακάτω.
[60] Για τα έτη από το 403/2 μέχρι το 323/2 περίπου 74 πλήρη ονόματα (εάν ταυτίσουμε τον Κτησικλή του 393/2 με τον στρατηγό του 374/3 και περιλάβουμε τον Θρασύβουλο από τη Στειριά, ο οποίος καταγράφηκε το 410/09 (το έτος της πρώτης του γνωστής στρατηγίας), και τον Αντίφιλο, που καταγράφηκε το 322/1 αλλά που εκλέχτηκε μετά το θάνατο του Λεωσθένη στα μέσα του 323/2) καταγράφηκαν από τον Davies 162-5. Λίγοι θα μπορούσαν να προστεθούν δοκιμαστικά, π.χ. το 403/2 ο Ρίνων (ΑΠ 38.4) και ίσως ο Άνιπος (Πλ. Μέν. 90b), ίσως ο Φίλων το 361 (Υπ. 4.1-2) και ένας άλλος Φίλων το 329/8 (IG II2.1672.271-2), ενώ είναι αμφίβολο εάν κάποιοι από αυτούς που καταγράφηκαν ήταν στρατηγοί (για παράδειγμα, ο Αντίοχος το 353/2 και ο Αθηνόδωρος το 352/1).
[61] Hansen (1975) 60-1.
[62] Sinclair (1978) 40-3,47-52.
[63] Δημ. 19.180.
[64] Ξεν. Ελλ. 5.1.26, Pritchett,2.10,σημ. k· Υπ.4.1-2.
[65] Δημ. 36.3,53 (όπου εκτιμά ότι η κατηγορία εναντίον του Τιμοθέου ήταν μια δημόσια κατηγορία και γι’ αυτό διέφερε από την κατηγορία του Απολλοδώρου (=[Δημ.] 49) για την κάλυψη ιδιωτικού χρέους- αλλά βλ. [Δημ.] 49.47 για τους δεσμούς του Απολλοδώρου με τον Καλλίστρατο, και Dusanic( 1980) 116-17)·πρβλ. Bonner(1927) 130-1,Roberts 111-12.
[66] Βλ. Αισχίν. 2.124 και D.S. 15.95.3 για τον Λεωσθένη.
[67] Βλ. κεφ. 3.5.
[68] Δημ. 20. 79-80 (μτφρ. Loeb με προσαρμογές).
[69] Δημ. 20.82 (πρβλ. D.S. 16.7.3-4), Cawkwell (1962Β)34-40· Tod 153.20.
[70] Δημ. 4.47. Βλ. Hansen (1975) 64 σημ. 52 για έναν κατάλογο στρατηγών που είναι γνωστό ότι έχουν πεθάνει εν ενεργεία την περίοδο από το 432 μέχρι το 355: τρεις στα χρόνια από το 404 ως το 355 και 21 κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Βλ. D.S. 18.13 για τον Λεωσθένη (323/2).
[71] Η μαρτυρία σημειώνεται εδώ μόνο σε περίπτωση που δεν περιέχεται στον Κατάλογο του Hansen (1975). Αθώωση: Ο Θρασύβουλος από τον Κολλυτό (387) ίσως, ο Χαβρίας (366/5), ο Ιφικράτης και ο Μενεσθεύς (356/5), ο Χάρης (πιθανόν – υπαινιγμός στο Δημ. 19.332 και στον Αισχίν. 2.71). Άγνωστη ετυμηγορία: Αυτοκλής, Τιμόθεος και Μένων (360). Καθαιρεθέντες: Τιμόθεος (373) και ίσως ο Θρασύβουλος από τη Στειριά (388 – μας πληροφορεί ο Λυσ. 28.5-8 αλλά για το θάνατό του στην Ασπενδο θα είχε περάσει από δίκη όπως είχε περάσει και ο Εργοκλής) και Χαβρίας (357/6-βλ. σημ. 69). Τιμωρία αβέβαιη ή άγνωστη: Αδείμαντος (εάν κατηγορήθηκε το 393/2 από τον συνάδελφό του Κόνωνα σε σχέση με τη στρατηγία του 405/4), Διονύσιος (387), Ηγησίλεως (349/8 – Δημ. 19.290 με σχόλια). Πρόξενος (εάν κατηγορήθηκε σε σχέση με τη στρατηγία του 347/6 – κατηγορία που υπαινίσσεται ο Δημ. 19.280-1), Φιλοκλής (323 – Δείν. 3.11-15 και Hansen (1975 ) 43 σημ. 47). Θανατική ποινή: Εργοκλής (388), στρατηγός το 379/8, Καλλισθένης (362), Λυσικλής (338). «Εξορία»: στρατηγός το 379/8, Λεωσθένης (361), Φίλων (361, εάν ήταν στρατηγός), Τιμόμαχος (360) και Θεότιμος (περ. 360). Πρόσημο: Εργόφιλος (362), Κηφισόδοτος (359), Τιμόθεος (356/5)· πιθανόν Πάμφιλος και Αγύρριος (εάν κατηγορήθη- καν σε σχέση με τις στρατηγίες των ετών 389/8 και 388/7 και εάν επρόκειτο για πρόστιμο και όχι μόνο για επιστροφή των χρημάτων που ανήκαν στην πόλη – [Δημ.] 40.20,22· Δημ. 24.195). Πρβλ. Δημ. 24.127 (για τον Μελάνωπο είχε ειπωθεί ότι του είχε επιβληθεί πρόστιμο 3 ταλάντων για προδοσία).
[72] Ηρόδ. 6.136· Θουκ. 2. 65· Θουκ. 7.48 (πρβλ. 4.65.3)· πρβλ. Πλουτ. Νικ. 6, Παυσ. 1.29.12.
[73] D.S. 15.35.1· Roberts 178-9.
[74] Για λεπτομέρειες και αρχαίες αναφορές, βλ. de Ste Croix (1972) 350-3 και Pritchett 2.4- 33, συμπεριλαμβανομένου του πίνακα των Δικών των Ηγεμόνων (5-10): η τιμωρία των ηγετών που απέτυχαν ήταν κοινή στις ελληνικές πόλεις και τα άλλα αρχαία κράτη.
[75] Ξεν. Ελλ. 5.4.20-33, D.S. 15.29.6, Πλουτ. Αγησ. 24.6.
[76]Αριστ. Πολ. 1255a 8-9, Δείν. 1.100-1. Βλ. κεφ. 3.5 και, για την καταδίκη της πρότασης ενός ακατάλληλου νόμου, βλ. σημ. 87.
[77] Δημ. 18.129 (τρεις από τους τέσσερις είναι γνωστό ότι έχουν ενεργήσει και με τις δύο ι διότητες, αν και όχι στην παρούσα μαρτυρία, στο ένα ζήτημα της δημόσιας υπόθεσης)· Ισοκρ. 8.54-5, Αριστ. Ρητ. 1364al 9-23-πρβλ.Θουκ. 5.46, Tod 123.7,76,Δημ. 19.10-12,Αι- σχίν. 2.18,3.63-4.
[78] Δημ. 18.220, Αισχίν. 3.145-6.
[79] Δημ. 19.276-80, Φιλόχ. FGrH 328 απ. 149- πρβλ. Perlman (1976)230-1, Roberts 88-93.
[80] Ξεν. Ελλ. 7.1.33-8 (καμία αναφορά σε δωροδοκία), Δημ. 19.31, 137, 191, Πλουτ. Πελ. 30.6· πρβλ. Perlman (1976) 228-9.
[81] Δημ. 23.92-3, 18.8-9.
[82] Βλ. κεφ. 3.5.
[83] Αισχίν. 3.194.
[84] Δημ. 18.251.
[85] Βλ. Παράρτημα αυτού του κεφαλαίου, σσ. 185-6.
[86] Αισχίν. 3.191-2.
[87] Δημ. 22.69, [Δημ.] 25.87· Δημ. 24.138. Η καταγγελία για την εισήγηση ακατάλληλου νόμου φαίνεται να έχει χρησιμοποιηθεί πολύ λιγότερο συχνά από τις γραφές παρανόμων, αντανακλώντας, σε μεγάλο βαθμό, το γεγονός ότι προτείνονταν πολύ περισσότερα ψηφίσματα από ό, τι νόμοι. Περίπου έξι πιθανές περιπτώσεις είναι γνωστές. Επιπρόσθετα στην εκτέλεση του Εύδημου, ο Δημ. 24.138 λέει ότι κάποιος Φίλιππος γλίτωσε το θάνατο με μικρή πλειοψηφία και ότι οι ένορκοι αποδέχθηκαν το επιχείρημά του για τιμωρία, ένα υψηλό πρόστιμο. Σε άλλες υποθέσεις η έκβαση είναι αβέβαιη ή άγνωστη. Λυσ. απ. 86-7, Δημ. 20.1, 92, 96, 144 (Λεπτίνης, 355), Δημ. 24.1, 17 αλλά πρβλ. 24.3 (Τιμοκράτης), Αι- σχίν. 1.34. Βλ. A/759.2, Wolff (1970) 28-44 και Hansen (1974) 44-8.
[88] Δημ. 18.15· [Δημ.] 59.6-8. Βλ. Αισχίν. 2.14 για μια προτεινόμενη ποινή 100 ταλάντων. Για την απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων, βλ. Hansen (1976) 56-60 (το τρωτό) και 90-4 (διάφορες γραφές ή καταδίκες για προσβολές, τιμωρητέες με ατιμία).
[89] Υπ. 4.18, βλ. σημ. 93 παρακάτω για το πρόστιμο της 1 δραχμής που αναφέρεται ότι έχει επιβληθεί στον Θρασύβουλο.
[90] [Δημ.] 59.6-8· πρβλ. APF438-42.
[91] [Δημ.] 25.40,60-7· [Δημ.] 25. υποθ. 2-3, Δείν. 2.12· Sealey 186-99. Για πρόστιμα 10 ταλάντων, βλ. [Δημ.] 58.1-2, 30-2,66, Δημ. 21.182. Πρβλ. [Δημ.] 58.43.
[92] Αθ. 251b, Αιλ. 5.12- D.S. 18.18 και Πλουτ. Φωκ. 26, όπου σημειώνεται επίσης η αποκατάσταση των πολιτικών δικαιωμάτων του Δημάδη από το Δήμο στην απελπιστική κατάσταση του 322. Βλ. Υπ. 2.11-12 για τον υπερβολικά μακεδονόφιλο Φιλιππίδη που είχε καταδικαστεί σε δύο τουλάχιστον περιστάσεις, επειδή διατύπωνε παράνομες προτάσεις.
[93] ΑΠ 40.2, Αισχίν. 3.187, 194-5 (και σχολιαστής, αν και δεν χρειάζεται να δεχτούμε όλες τις λεπτομέρειες του όπως την πρόταση του Θρασύβουλου για θανατική ποινή, προκειμένου να ντροπιάσει τους Αθηναίους), [Πλουτ.] Ηθ. 835f-836a· βλ. κεφ. 2.1.
[94] Βλ. κεφ. 5.1· Υπ. απ. Β. 19 (=απ. 76, Jensen).
[95] Υπ. 4.28-9 (δηλώνοντας ότι αυτός είχε «φέρει σε δίκη» (πρβλ. 4.27) τον Αριστοφώντα, τον Διοπείθη και τον Φιλοκράτη, αλλά ορίζοντας λεπτομερώς μια εισαγγελία μόνον κατά του Φιλοκράτη), απ. Β. 15, αλλά πρβλ. Hansen (1975) 99- Υπ. απ. Β.17 (πρβλ. απ. 40-4, Jensen- πρβλ. Hansen (1974) 31).
[96] Δημ. 18.222, Υπ. απ. Β.20· βλ. σημ. 92- πρβλ. Υπ. 4 (ο Υπερείδης το 336 κατήγγειλε τον υπερβολικά μακεδονόφιλο Φιλιππίδη, του οποίου οι αντιλήψεις αναφέρονται σε ένα ψήφισμα, που τιμούσε το βασιλιά της Μακεδονίας).
[97] Δημ. 20.146 (δηλώνει ότι ο Λεωδάμας κατήγγειλε την παραχώρηση στον Χαβρία), Αι- σχίν. 3.243 (λέει ότι «οι ένορκοι» έκαναν τις παραχωρήσεις και στους τρεις – βλ. Hansen (1974) 30-1)· Υπ. απ. Β. 22 ([Πλουτ.] Ηθ. 850b, πρβλ. Πλουτ. Φωκ. 4)· Δημ. 23.
[98] Λυκούργ. απ. C. 14, Υπ. απ. Β. 21.
[99] Αισχίν. 2.14· πρβλ. Δημ. 18.103,222.
[100] Για συζήτηση του νόμου και άλλων αδικημάτων υποκείμενων στην εισαγγελία, βλ.
MacDowell 169-70,183-6, 198-201,210· Harrison2.50-9,Rhodes 162-71 και(1979) 103-14
και Hansen (1975) ιδίως 12-20 και (1980Α) 89-95. Βλ. σημ. 54-8.
[101] Υπ. 4.7-8,29,39. Η φράση «απατώντας το λαό με ψεύτικες υποσχέσεις» ([Δημ.] 49.67) είναι πιθανόν μια διασάφηση στο τρίτο αίτιο αλλά, ίσως, και στο τέταρτο.
[102] Αριστ. Ρητ. 1364al9-23, 1411 b6-10, Ιίλουτ. Δημ. 21.64.
[103] Υπ 4.1-2, Λυκούργ. Λεωκ. 93.
[104] Υπ. 4.29-30- βλ. Hesperia (1936) 399-400, γραμμές 46-50, 110-15 για την πώληση της δημευμένης περιουσίας του Φιλοκράτη.
[105] Λυσ. 26.23 Δημ. 24.134. Βλ. επίσης στον Κατάλογο του Hansen (1975) αρ. 116 (Πυθέας, 336-323), 126 (Μενέσαιχμος, πριν το 325) και 130 (Ιμέραιος, 336-322).
[106] Υπ. 4.1-2,4,8-9.
[107] Λυκούργ. Λεωκ. 1-10,59. Για άλλες εισαγγελίες ή πιθανές εισαγγελίες (οι περισσότερες α πό αυτές εναντίον ανδρών που δεν είναι γνωστό ότι είχαν διατελέσει στρατηγοί ή ρήτορες ή πρέσβεις), βλ. τον Κατάλογο του Hansen (1975) αρ. 79 (ταμίες της Αθηνάς και των άλλων θεών), 99, 103-8 (θεσμοθέτες το 344/3), 111, 113-15,117-19, 122, 125,127,140-4.
[108] Υπ. 4.3.
[109] Βλ. σημ. 58.
[110] Δείν. 1.100-2· πρβλ. Λυκούργ. Λεωκ. 7-10.
[111] Η απόφασις, που πιθανόν εισήχθη περί το 350, δήλωνε την έκθεση της προκαταρκτικής έρευνας που έκανε ο Άρειος Πάγος στην Εκκλησία. Αυτοί που «ονομάσθηκαν» από την έρευνα θα μπορούσαν να προσαχθούν αε δίκη στα Δικαστήρια. Βλ. Δείν. 1.1,2.1- Hansen (1975) 39-40, MacDowell 190-1.
[112] Υπ.5,Δείν. 1-3· βλ. σημ. 59. Για άλλες περιπτώσεις αποφάσεων, βλ. Δημ. 18.132-2, Δείν. 1.56-8,62-3, P.Oxy. 2686.
[113] ΑΠ 43.4-5, Ξεν. Ελλ. 1.7.35, Δημ. 21.8-10,218 (και σχολιαστής)· Harrison 2.59-64, Hansen (1975)38-9.
[114] [Δημ.] 58, Διον. Αλικ. 651. Δείν. 10, Δείν. 2.12-13, [Δημ.] 25-6. Για την ένδειξιν, την απαγωγήν (ο κατηγορούμενος, που καταγγέλθηκε από τον κατήγορο, «συλλαμβάνεται» από τους άρχοντες) και την εφήγησιν, βλ. Hansen (1976) 90-8, Harrison 2.221-32.
[115] Αισχίν. 1, ιδίως 28-30,64· πρβλ. Λυσ. 10.1 και Hansen (1983Β) 153 σημ. 8.
[116] Βλ. κεφ. 4.1, κεφ. 6 σημ. 59 και Hansen (1983Α) 42 σημ. 32.
[117] Βλ. τις ατομικές καταγραφές στο ΡΛ (βλ. κεφ. 2 σημ. 57) και Hansen (1983Β) 159-79.
[118] Βλ. Hansen (1974) 29-43,49 σημ. 4-5,53-4· βλ. κεφ. 3.5· Λυσ. 20.20, Δημ. 22.32,23.4-5,95-
7,146-7, [Δημ.] 59.91, Αισχίν. 1.173-6, 178-9, 3.5, Ιό,Δείν. 1.100-1
[119] Βλ. σημ. 71 και Knox (1985) 132-61.
[120] Βλ. κεφ. 6.5. παραπάνω.
[121] Θεοφρ. Χαρ. 26.5.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου