Κάποτε, στην μακρινή Μάλαγα της Ανδαλουσίας, ζούσε ένα κορίτσι με τους δύο γονείς και τον αδελφό της. Μεγαλώνοντας έμαθε πως να αγαπά, πως να θυμώνει, πως να θλίβεται και πως να απολαμβάνει, με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν κι εκείνοι. Βλέποντας τους τρεις ανθρώπους που ήταν παρόντες από τη γέννησή της να δρουν ακολούθησε τη συμπεριφορά τους με τον ίδιο τρόπο που τα μανίκια ενός φορέματος ακολουθούν τη φυσική κίνηση των χεριών που τα φοράνε.
Πώς θα μπορούσε να μην το κάνει, η μικρή Χοερχίνα, εξάλλου; Ο τρόπος αυτός ήταν ο μοναδικός που είχε δει, και αν πολλές φορές ένιωθε πως δεν την κάλυπτε για να δείξει αυτό που ήθελε, το κενό αυτό έτρεχε να καλύψει η αποδοχή που βίωνε από τους γονείς της, οι οποίοι τόσο ναρκισσιστικά θρέφονταν στην ιδέα πως ένα πλάσμα επέλεξε να τους μιμηθεί.
Λίγο καταλάβαιναν, βεβαίως, πως το πλάσμα αυτό δεν είχε ποτέ του την ευκαιρία να βιώσει οτιδήποτε διαφορετικό. Ίσα – ίσα, στο σπίτι, κατά κάποιο τρόπο, είχε υπονοηθεί πως μόνο ο δικός τους τρόπος ήταν ο σωστός και οτιδήποτε άλλο δεν θα μπορούσε να είναι ανεκτό! Ειδικά μετά τα τέσσερα της χρόνια, το κορίτσι άρχισε να μοιάζει όλο και περισσότερο στη μητέρα της, με την οποία διατηρούσε μία σχέση αγάπης αλλά και ανταγωνισμού ενώ ο αδερφός της, μεγαλύτερός της κατά κάποια χρόνια, έμοιαζε πολύ στον τύπο ανδρών που θα μπορούσε να σχετιστεί στο μέλλον, αφού οι συμπεριφορές τους κούμπωναν με τόσο συμβατό τρόπο. Έτσι, και καθώς τα χρόνια έρρευσαν όπως το ρετσίνι ρέει επάνω στα κλαδιά του πεύκου, η κοπέλα έκλεισε μέσα της όλα τα διδάγματα της παιδικής της ηλικίας, μαθαίνοντας να ζει μέσα από τον τρόπο που ζούσαν οι γονείς της.
Στη φοιτητική της ζωή, την οποία πέρασε μακριά από το σπίτι της, στο πανεπιστήμιο της Σεβίλλης, το νεαρό πλέον κορίτσι δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνο που κατοικούσε στο πετρόχτιστο σπίτι της Μάλαγας. Ήταν μοναδικά εξωστρεφής και μπορούσε να σχετιστεί με όλους. Γελούσε συνεχώς ενώ έκανε και την πρώτη της μεγάλη σχέση. Ο πρώτος καιρός με το αγόρι της κύλησε υπέροχα. Οι μόνοι περίοδοι που δεν τα πήγαιναν καλά ήταν όταν επέστρεφε υποχρεωτικά στο σπίτι, τον καιρό των γιορτών, όπου το αγόρι της την κατηγορούσε ότι ήταν διαφορετική· απόμακρη και απότομη και κλειστή στον εαυτό της.
Η αλήθεια είναι πως η περιγραφή του Γκιγιέρμο για εκείνη δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Στο σπίτι, η Χοερχίνα, ήταν μονίμως απασχολημένη με τα του σπιτιού, ενώ δεν μπορούσε να καταλάβει τι της άρεσε στον Γκιγιέρμο, ο οποίος της φαινόταν τελείως ξένος! Στο σπίτι, ξεχνούσε ποια ήταν ή, μάλλον, καλύτερο θα ήταν να πούμε, ότι θυμόταν ποια ήταν από τα πρώτα παιδικά της χρόνια… Στο σπίτι, η νεαρή και σθεναρή Χοερχίνα, που έβγαινε δυναμικά μπροστά στις διεκδικήσεις της σχολής της, δεν ήταν άλλο παρά η κόρη της μητέρας της. Στη σχέση των δύο γυναικών, τώρα, συνέβαινε το αντίθετο από αυτό που συνέβαινε μεταξύ της Χοερχίνα και του Γκιγιέρμο. Ενώ μακριά ήταν πολύ αγαπημένες και έμοιαζαν ιδανικές η μία για την άλλη, από κοντά ο ανταγωνισμός φούντωνε και οι καβγάδες ήταν πλέον συχνό φαινόμενο στο πατρικό της.
Βέβαια, όλα αυτά σταματούσαν όταν η Χοερχίνα έφευγε για το πανεπιστήμιο, στην αρχή κάθε εξαμήνου. Τα χρόνια πέρασαν λίγο ακόμα και η νεαρή κοπέλα, γυναίκα πλέον, έγινε μητέρα αφού παντρεύτηκε κάποιον που γνώρισε λίγα χρόνια μετά το χωρισμό της με τον Γκιγιέρμο. Ο άνδρας αυτός, δεν έμοιαζε σε τίποτα στον πρώην σύντροφό της ενώ συνηθισμένες είχαν γίνει οι στιγμές που η γυναίκα της ιστορίας μας έλεγε πως ο Γκιγιέρμο της έβγαζε τον καλύτερό της εαυτό, ενώ ο άνδρας της την καθήλωνε με τη φροντιστικότητα, την τρυφερότητά του και την ηρεμία του.
Τα χρόνια πέρασαν λίγο ακόμα και η Χοερχίνα σκεφτόταν όλο και περισσότερο τον Γκιγιέρμο ο οποίος, είχε ακούσει, πως είχε γίνει γιατρός σε μία μικρή πόλη της Ισπανίας. Μην την παρεξηγήσετε, όχι πως είχε κάτι η σχέση της με τον σύζυγό της ή ότι δεν λάτρευε την κόρη της, την οποία έκανε στα 40 της χρόνια, απλά συχνά αναλογιζόταν πως θα μπορούσε να είναι η ζωή της με εκείνον. Βέβαια, αμέσως κατέρριπτε τις σκέψεις της αφού αυτόματα έρχονταν στο νου της επιχειρήματα για τα οποία δεν θα μπορούσαν ποτέ να τα έχουν καταφέρει μαζί.
Όταν η κόρη της την ρωτούσε:
«Μαμά, τί να κάνω με τη ζωή μου;»
η Χοερχίνα της απαντούσε:
«Μην κάνεις τα ίδια λάθη που έκανα εγώ με τη ζωή μου, ζήσε αλλιώς!»
Μα η φωνή της κουβαλούσε το συναισθηματικό βάρος χρόνων και αυτό που έφτανε στο αφτί της νεαρής της κόρης δεν ήταν το θάρρος που λαχταρούσε να λάβει, αλλά ένα παράπονο που τη γέμιζε θυμό… Η κόρη της Χοερχίνα διάλεξε κάποιον, και έζησε τη ζωή της, που την έκανε να νιώθει το ίδιο κενό με τη μαμά της. Έτσι, την είχε πάντα δίπλα της, αλλά και καθάριζε την ενοχή που έσερνε η φράση που της έλεγε. Η κόρη της Χοερχίνα προτίμησε να διατηρήσει τη σχέση με τη μαμά της, που δινόταν μέσα από ένα αμίλητο και σιωπηρό μαρτύριο, μέσα από μία κοινή επιλογή, παρά να αφήσει τη μητέρα της πίσω και να διεκδικήσει τη ζωή της. Η κόρη της Χοερχίνα συνέχισε να νιώθει το κενό μέσα της, παρά τα χρόνια που περνούσαν, όμως το κενό αυτό δεν θα μπορούσε να το γεμίσει ένας διαφορετικός σύντροφος, αφού κι αυτός καταδικασμένος θα ήταν… Το κενό αυτό θα μπορούσε μόνο να το γεμίσει μία διαφορετική ζωή…
Πώς θα μπορούσε να μην το κάνει, η μικρή Χοερχίνα, εξάλλου; Ο τρόπος αυτός ήταν ο μοναδικός που είχε δει, και αν πολλές φορές ένιωθε πως δεν την κάλυπτε για να δείξει αυτό που ήθελε, το κενό αυτό έτρεχε να καλύψει η αποδοχή που βίωνε από τους γονείς της, οι οποίοι τόσο ναρκισσιστικά θρέφονταν στην ιδέα πως ένα πλάσμα επέλεξε να τους μιμηθεί.
Λίγο καταλάβαιναν, βεβαίως, πως το πλάσμα αυτό δεν είχε ποτέ του την ευκαιρία να βιώσει οτιδήποτε διαφορετικό. Ίσα – ίσα, στο σπίτι, κατά κάποιο τρόπο, είχε υπονοηθεί πως μόνο ο δικός τους τρόπος ήταν ο σωστός και οτιδήποτε άλλο δεν θα μπορούσε να είναι ανεκτό! Ειδικά μετά τα τέσσερα της χρόνια, το κορίτσι άρχισε να μοιάζει όλο και περισσότερο στη μητέρα της, με την οποία διατηρούσε μία σχέση αγάπης αλλά και ανταγωνισμού ενώ ο αδερφός της, μεγαλύτερός της κατά κάποια χρόνια, έμοιαζε πολύ στον τύπο ανδρών που θα μπορούσε να σχετιστεί στο μέλλον, αφού οι συμπεριφορές τους κούμπωναν με τόσο συμβατό τρόπο. Έτσι, και καθώς τα χρόνια έρρευσαν όπως το ρετσίνι ρέει επάνω στα κλαδιά του πεύκου, η κοπέλα έκλεισε μέσα της όλα τα διδάγματα της παιδικής της ηλικίας, μαθαίνοντας να ζει μέσα από τον τρόπο που ζούσαν οι γονείς της.
Στη φοιτητική της ζωή, την οποία πέρασε μακριά από το σπίτι της, στο πανεπιστήμιο της Σεβίλλης, το νεαρό πλέον κορίτσι δεν θύμιζε σε τίποτα εκείνο που κατοικούσε στο πετρόχτιστο σπίτι της Μάλαγας. Ήταν μοναδικά εξωστρεφής και μπορούσε να σχετιστεί με όλους. Γελούσε συνεχώς ενώ έκανε και την πρώτη της μεγάλη σχέση. Ο πρώτος καιρός με το αγόρι της κύλησε υπέροχα. Οι μόνοι περίοδοι που δεν τα πήγαιναν καλά ήταν όταν επέστρεφε υποχρεωτικά στο σπίτι, τον καιρό των γιορτών, όπου το αγόρι της την κατηγορούσε ότι ήταν διαφορετική· απόμακρη και απότομη και κλειστή στον εαυτό της.
Η αλήθεια είναι πως η περιγραφή του Γκιγιέρμο για εκείνη δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Στο σπίτι, η Χοερχίνα, ήταν μονίμως απασχολημένη με τα του σπιτιού, ενώ δεν μπορούσε να καταλάβει τι της άρεσε στον Γκιγιέρμο, ο οποίος της φαινόταν τελείως ξένος! Στο σπίτι, ξεχνούσε ποια ήταν ή, μάλλον, καλύτερο θα ήταν να πούμε, ότι θυμόταν ποια ήταν από τα πρώτα παιδικά της χρόνια… Στο σπίτι, η νεαρή και σθεναρή Χοερχίνα, που έβγαινε δυναμικά μπροστά στις διεκδικήσεις της σχολής της, δεν ήταν άλλο παρά η κόρη της μητέρας της. Στη σχέση των δύο γυναικών, τώρα, συνέβαινε το αντίθετο από αυτό που συνέβαινε μεταξύ της Χοερχίνα και του Γκιγιέρμο. Ενώ μακριά ήταν πολύ αγαπημένες και έμοιαζαν ιδανικές η μία για την άλλη, από κοντά ο ανταγωνισμός φούντωνε και οι καβγάδες ήταν πλέον συχνό φαινόμενο στο πατρικό της.
Βέβαια, όλα αυτά σταματούσαν όταν η Χοερχίνα έφευγε για το πανεπιστήμιο, στην αρχή κάθε εξαμήνου. Τα χρόνια πέρασαν λίγο ακόμα και η νεαρή κοπέλα, γυναίκα πλέον, έγινε μητέρα αφού παντρεύτηκε κάποιον που γνώρισε λίγα χρόνια μετά το χωρισμό της με τον Γκιγιέρμο. Ο άνδρας αυτός, δεν έμοιαζε σε τίποτα στον πρώην σύντροφό της ενώ συνηθισμένες είχαν γίνει οι στιγμές που η γυναίκα της ιστορίας μας έλεγε πως ο Γκιγιέρμο της έβγαζε τον καλύτερό της εαυτό, ενώ ο άνδρας της την καθήλωνε με τη φροντιστικότητα, την τρυφερότητά του και την ηρεμία του.
Τα χρόνια πέρασαν λίγο ακόμα και η Χοερχίνα σκεφτόταν όλο και περισσότερο τον Γκιγιέρμο ο οποίος, είχε ακούσει, πως είχε γίνει γιατρός σε μία μικρή πόλη της Ισπανίας. Μην την παρεξηγήσετε, όχι πως είχε κάτι η σχέση της με τον σύζυγό της ή ότι δεν λάτρευε την κόρη της, την οποία έκανε στα 40 της χρόνια, απλά συχνά αναλογιζόταν πως θα μπορούσε να είναι η ζωή της με εκείνον. Βέβαια, αμέσως κατέρριπτε τις σκέψεις της αφού αυτόματα έρχονταν στο νου της επιχειρήματα για τα οποία δεν θα μπορούσαν ποτέ να τα έχουν καταφέρει μαζί.
Όταν η κόρη της την ρωτούσε:
«Μαμά, τί να κάνω με τη ζωή μου;»
η Χοερχίνα της απαντούσε:
«Μην κάνεις τα ίδια λάθη που έκανα εγώ με τη ζωή μου, ζήσε αλλιώς!»
Μα η φωνή της κουβαλούσε το συναισθηματικό βάρος χρόνων και αυτό που έφτανε στο αφτί της νεαρής της κόρης δεν ήταν το θάρρος που λαχταρούσε να λάβει, αλλά ένα παράπονο που τη γέμιζε θυμό… Η κόρη της Χοερχίνα διάλεξε κάποιον, και έζησε τη ζωή της, που την έκανε να νιώθει το ίδιο κενό με τη μαμά της. Έτσι, την είχε πάντα δίπλα της, αλλά και καθάριζε την ενοχή που έσερνε η φράση που της έλεγε. Η κόρη της Χοερχίνα προτίμησε να διατηρήσει τη σχέση με τη μαμά της, που δινόταν μέσα από ένα αμίλητο και σιωπηρό μαρτύριο, μέσα από μία κοινή επιλογή, παρά να αφήσει τη μητέρα της πίσω και να διεκδικήσει τη ζωή της. Η κόρη της Χοερχίνα συνέχισε να νιώθει το κενό μέσα της, παρά τα χρόνια που περνούσαν, όμως το κενό αυτό δεν θα μπορούσε να το γεμίσει ένας διαφορετικός σύντροφος, αφού κι αυτός καταδικασμένος θα ήταν… Το κενό αυτό θα μπορούσε μόνο να το γεμίσει μία διαφορετική ζωή…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου