Στο άρθρο αυτό θα ασχοληθώ με τον τρόπο που ο Αριστοτέλης συζητά για τον έρωτα και την ερωτική αγάπη και θα εξετάσω τις απόψεις του για τα θέματα αυτά, όπως αυτές προβάλλουν από το σύνολο του έργου του. Θα επισημάνω τα χωρία στα οποία ο Αριστοτέλης αναφέρεται στον έρωτα και θα επιχειρήσω να ανασυγκροτήσω την άποψη που αυτός υποστηρίζει για τον έρωτα και την ερωτική αγάπη. Επιπλέον, θα αναφερθώ στη σημασία που η αριστοτελική θεωρία περί έρωτος έχει για τη γενικότερη κατανόηση της ηθικής αριστοτελικής θεωρίας, καθώς και τη ευρύτερη χρησιμότητά της για τη διασαφήνιση της στωικής θεωρίας περί παθών, κυρίως της θεωρίας του ιδρυτή του στωικισμού, του Ζήνωνος του Κιτιέως. Η αριστοτελική θεωρία περί έρωτος παρουσιάζει επιπλέον γενικότερο ενδιαφέρον για τη σύγχρονη συζήτηση σχετικώς με τα πάθη και τα συναισθήματα, συζήτηση που στις μέρες μας έχει αναζωπυρωθεί στη σύγχρονη ηθική φιλοσοφία.
Οπωσδήποτε, η απόπειρα μελέτης του έρωτα και της ερωτικής αγάπης γενικότερα στο έργο του Αριστοτέλη φαίνεται όχι μόνο παράτολμη αλλά και μάταιη, αφού, απ' όσο γνωρίζουμε τουλάχιστον, πολύ λίγα πράγματα έχει να μας πει για το θέμα αυτό ο Αριστοτέλης, ο οποίος - ενώ έγραψε εξονυχιστικά για τη φιλία καθορίζοντας στην πραγματικότητα το πεδίο μελέτης του θέματος αυτού - πολύ λίγα έχουν διασωθεί από όσα έγραψε για τον έρωτα.
Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Anthony Price, ακόμη και ο συνδυασμός των δύο λέξεων, «Αριστοτέλης» και «έρως», «ενδεχομένως να φαίνεται ως ένα διαμετρικά αντίθετο ζευγάρωμα προσώπου και θέματος». Πράγματι, ενώ δεν είναι δυνατόν να ασχοληθεί κανείς με το θέμα της φιλίας χωρίς να μελετήσει την κλασική και παραδειγματική διαπραγμάτευση από τον Αριστοτέλη ή, τουλάχιστον, να μην κάνει κάποια αναφορά σε αυτόν, κανείς δεν τον αναφέρει σε θέματα σχετικά με τον έρωτα. Είναι αδύνατον κάποιος που ασχολείται με τη φιλία και τις ποικίλες μορφές της, όπως την πολιτική φιλία, να μην κάνει τουλάχιστον έστω και μια απλή αναφορά στον Αριστοτέλη, ο οποίος ανθολογείται ρε κάθε βιβλίο ή ανθολογία που ασχολείται με τα θέματα της αγάπης και της φιλίας, σπάνια όμως χωρία του σχετικά με τον έρωτα, το σεξ και την ερωτική αγάπη ανθολογούνται και η λέξη «έρως» δεν καταχωρείται στον πίνακα εννοιών μονογραφιών και ανθολογιών που αναφέρονται στην αριστοτελική φιλία, ενώ αντιστοίχως δεν απαντούμε το όνομα του Αριστοτέλη σε μονογραφίες ή ανθολογίες για τον έρωτα. Χρειάζεται, βέβαια, να επισημανθεί ότι η συζήτηση γύρω από θέματα που σχετίζονται με τον έρωτα, την ερωτική επιθυμία, τις σεξουαλικές σχέσεις, ακόμη και τη φιλία, και γενικότερα τα πάθη δεν θεωρείτο μέχρι πρόσφατα πρέπον αντικείμενο μελέτης για τη φιλοσοφία, τουλάχιστον στο χώρο της αγγλόφωνης αναλυτικής φιλοσοφίας. Ενώ, επομένως, όσον αφορά τον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό, στον τομέα των κλασικών σπουδών έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές ενδιαφέρουσες και πρωτοποριακές μελέτες για την ερωτική ζωή των αρχαίων, πολύ λίγα έχουν γραφεί γι' αυτήν με συστηματικό τρόπο από τη σκοπιά της φιλοσοφίας.
Ενδεχομένως, ορισμένοι μπορεί να ισχυριστούν ότι είναι αμφίβολο το κατά πόσον το θέμα του έρωτα ενδιέφερε τον Αριστοτέλη ώστε να ασχοληθεί συστηματικά με αυτό. Γνωρίζουμε όμως ότι ο Αριστοτέλης είχε ενδιαφερθεί για το θέμα αυτό, αφού, όπως καταγράφει ο Διογένης ο Λαέρτιος (V. 22-27), είχε συγγράψει δύο πραγματείες για τον έρωτα, υπό τους τίτλους Ερωτικός (1 βιβλίο) και Θέσεις ἐρωτικαί (4 βιβλία), οι οποίες όμως δεν έχουν δυστυχώς διασωθεί. Επομένως, είναι εμφανές ότι, τουλάχιστον στην πρώιμη φιλοσοφική φάση του, στην οποία κατά πάσα πιθανότητα εντάσσονται τα έργα αυτά, ο Αριστοτέλης είχε ενδιαφέρον για τη μελέτη του θέματος του έρωτος, ανάλογο με αυτό του Πλάτωνα. Αναφορές ωστόσο στον έρωτα και την ερωτική αγάπη συναντάμε σε διάφορα αριστοτελικά έργα. Σποραδικές αναφορές στον έρωτα έχουμε τόσο στα Ηθικά Νικομάχεια, όσο και στα Ηθικά Ευδήμια, κατά τη διάρκεια της συζήτησής του Αριστοτέλη για τη φιλία και τα διάφορα είδη της. Αναφορές στον έρωτα και στο ρήμα «έράν» βρίσκουμε επίσης στα Πολιτικά, στη Ρητορική, στην Αθηναίων Πολιτεία, στα Αναλυτικά Πρότερα, στα Τοπικά καθώς και στα Μετά τα Φυσικά. Οι αναφορές όμως αυτές είναι διάσπαρτες και πολυσχιδείς και, επομένως, δεν είναι εύκολο να ανασυγκροτήσουμε ούτε με ευκολία ούτε με ακρίβεια τις απόψεις του Σταγειρίτη για τον έρωτα.
Ας δούμε, όμως, από τα χωρία που έχουμε στη διάθεση μας τι ακριβώς ο Αριστοτέλης αναφέρει για τον έρωτα και την ερωτική αγάπη. Είναι σημαντική νομίζω εν πρώτοις η αναφορά αυτού στον έρωτα ως κοσμική δύναμη σε σχέση με τις θεωρίες των προσωκρατικών φιλοσόφων για τη δημιουργία του κόσμου που αναφέρει στα Μετά τα Φυσικά. Στο πρώτο βιβλίο των Μετά των Φυσικών (984b20-985a25, 988a33-34) ο Αριστοτέλης αναφέρεται επίσης στον έρωτα κατά τη διάρκεια της συζήτησής του αναφορικά με τις θεωρίες τών Προσωκρατικών φιλοσόφων σχετικά με τις αιτίες που δημιούργησαν τον κόσμο, και ιδιαίτερα στις απόψεις του Ησίοδου, του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα. Ο έρωτας αποτελεί, σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές, ένα από τα στοιχεία που δημιούργησαν τον κόσμο: «οἷον ὅσοι φιλίαν καί νεῖκος ἤ νοῦν ἤ ἔρωτα ποιοῦσιν άρχήν» (988a33-34). Τα αποσπάσματα αυτά στα Μετά τα Φυσικά δεν έχουν κάποια σχέση με τον τρόπο που εννοούμε τον έρωτα αναφορικά με την ερωτική αγάπη και τις ανθρώπινες σχέσεις και δεν απηχούν σε καμιά περίπτωση τις απόψεις του Αριστοτέλη, είναι όμως ενδιαφέροντα αν εξεταστούν σε συνδυασμό με ερμηνείες που έχουν αποδοθεί στον τρόπο που εκλαμβάνει τον έρωτα ο Ζήνων ο Κιτιεύς (334-262 π.Χ.), ο ιδρυτής του στωικισμού, και μας δείχνουν σαφώς, κατά την γνώμη μου, ότι οι απόψεις του Ζήνωνα, στον βαθμό βέβαια που αυτές έχουν διασωθεί, αποτελούσαν μέρος μιας μακράς φιλοσοφικής παράδοσης που ξεκινούσε από τους Προσωκρατικούς και πως ο Ζήνων είχε επηρεαστεί, ή τουλάχιστον γνώριζε, όχι μόνο την πλατωνική διδασκαλία αλλά και την περιπατητική. Επιπλέον, η αριστοτελική αναφορά στον έρωτα ως κοσμική δύναμη υποστηρίζει την ενδιαφέρουσα, αν και αιρετική, ερμηνεία του έρωτα ως «Πρωτόγονου» όπως έχει υποστηριχθεί από τον George Boys-Stones.
Εκ πρώτης όψεως, όπως τουλάχιστον γενικότερα φαίνεται από τη συζήτηση για τη φιλία στα Ηθικά Νικομάχεια και στα Ηθικά Ευδήμια, θα μπορούηαμε να υποστηρίξουμε ότι ο έρωτας εκλαμβάνεται από τον Αριστοτέλη απλώς ως κάποιο πάθος ή ως κάποια μορφή επιθυμίας που πρέπει να περιοριστεί ή να μετριαστεί και πως, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης δεν αποδίδει στον έρωτα κάποιο θετικό ρόλο. Στις περισσότερες περιπτώσεις μάλιστα ο έρωτας και οι ερωτικές σχέσεις αναφέρονται ως παραδείγματα όταν γίνεται αναφορά στο δεύτερο είδος φιλίας, τη φιλία «δι' ήδονήν», τη φιλία που συνάπτουμε με τους άλλους ανθρώπους επειδή εκείνοι είναι ευχάριστοι σε εμάς, επειδή δηλ. η συναναστροφή μαζί τους μας προσφέρει κάποιο είδος ηδονής.
Συγκεκριμένα, στο δεύτερο βιβλίο της Ρητορικής ο Αριστοτέλης αναφέρεται διεξοδικά στα ανθρώπινα πάθη, απευθυνόμενος στον ρήτορα και κατονομάζοντας τα πάθη που αυτός χρειάζεται να διεγείρει κατά τη διάρκεια του λόγου του. Ο Αριστοτέλης ορίζει τα πάθη ως αυτά που, με το να προκαλούν μεταβολές στη γενικότερη κατάσταση των ανθρώπων, τους κάνουν να παρουσιάζουν διαφορές στις κρίσεις τους και που συνοδεύονται από λύπη ή ηδονή, πάθη δηλ. όπως η οργή, η πραότητα, ο φόβος και το θάρρος, η ντροπή και η αδιαντροπιά, η χάρις (η καλοσύνη), ο οίκτος, η αγανάκτηση, ο φθόνος και η ζηλοτυπία: «ἔστι δέ τά πάθη δι' ὅσα μεταβάλλοντες διαφέρουσι πρός τάς κρίσεις οἷς ἕπεται λύπη καί ήδονή, οἷον ὀργή ἔλεος φόβος καί ὅσα ἄλλα τοιαῦτα, καί τά τούτοις ἐναντία» (Ρητορική, 1378a20-23). Ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι όταν αναφερόμαστε στα πάθη θα πρέπει να διακρίνουμε τρία πράγματα, «μιλώντας π.χ. για την οργή είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε αναλυτικά, πρώτον, τη γενικότερη κατάσταση των ανθρώπων που κατέχονται από οργή, δεύτερον, εναντίον τίνων συνήθως οργίζονται, και τρίτον για τι είδους λόγους οργίζονται». Ο έρωτας και η κατάσταση που βρισκόμαστε όταν είμαστε ερωτευμένοι, που δηλώνεται με το ρήμα «έράν» και τις μετοχές του, αναφέρεται σε διάφορα χωρία της Ρητορικής ως παράδειγμα επιθυμίας που προκαλεί συναισθήματα [«τοιαῦται δέ αἵ ἐπιθυμίαι, οἷον ἔρως» (Ρητ., 1385a23) και «Καί ὧν ἤ ἔρως ἤ έπιθυμία φύσει ἐστίν οὐδείς γάρ ἀδυνάτων ἐρᾶ οὐδέ ἐπιθυμεῖ ὡς ἐπί τό πολύ» (Ρητ., 1392a23-25)] μαζί με άλλες αναφορές του για τα πάθη γενικότερα (Ρητ., 1373a 15, 1379a 15-29, 1384a30,1391a5). Ειδικότερα, σε σχέση με τον θυμό, που εξετάζεται διεξοδικώς στη Ρητορική αλλά και στα Ηθικά Νικομάχεια, ο Αριστοτέλης αναφέρει ως παράδειγμα το θυμό του ερωτευμένου, εκείνου που απορρίπτεται από το πρόσωπο που αποτελεί το αντικείμενο του έρωτά του («ἐρῶν δέ τοῖς πρός τόν ἔρωτα», Ρητ., 1379a21).
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα πάθη είναι δυνατόν να επηρεάσουν την κρίση μας και να τη μεταβάλλουν. Όπως ο Αριστοτέλης επισημαίνει ήδη από την αρχή του δεύτερου βιβλίου της Ρητορικής, ιδιαίτερα ο έρωτας είναι δυνατόν να επηρεάσει την κρίση μας για το πρόσωπο που αποτελεί το αντικείμενο της επιθυμίας μας και να μας κάνει να το βλέπουμε με άλλο τρόπο σε σχέση με ό, τι πραγματικά αυτό είναι, να βλέπουμε δηλ. τον άλλο με θετική ματιά, ενώ, ενδεχομένως, στην πραγματικότητα το πρόσωπο αυτό να είναι φαύλο: «οὐ γάρ ταῦτά φαίνεται φιλοῦσι καί μισοῦσιν, οὐδ' ὀργιζομένοις καίπράως ἔχουσιν, ἄλλ' ἤ τό παράπαν ἕτερα ἤ κατά μέγεθος ἕτερα· τῷ μέν γάρ φιλοΰντι περί οὗ ποιεῖται τήν κρίσιν ἤ οὐκ άδικεῖν ἤ μικρά δοκεῖ ἀδικεῖν, τῷ δέ μισοῦντι τούναντίον· καί τῷ μέν ἐπιθυμοῦντι καί εὐέλπιδι ὄντι, έάν ἤ τό ἐσόμενον ἡδύ, καί ἔσεσθαι καί ἀγαθόν ἔσεσθαι φαίνεται, τῷ δ' ἀπαθεῖ <ή> καί δυσχεραίνοντι τοὐναντίον» (Ρητ., 1377b30-1378a4 ).
Ο Αριστοτέλης συνδέει επίσης τα ευχάριστα συναισθήματα για το πρόσωπο που αγαπάμε ερωτικά με την ανάμνησή του και τις προς αυτόν ή αυτήν επιθυμίες μας, υποστηρίζοντας ότι κάποιο ευχάριστο συναίσθημα συνδέεται με τις περισσότερες από τις επιθυμίες μας: «καί ἐν ταῖς πλείσταις ἐπιθυμίαις ἀκολουθεῖ τίς ἡδονή» (Ρητ., 1370b15-16). Άλλωστε, απολαμβάνουμε είτε την ανάμνηση μιας παρελθοντικής ηδονής ή την αναμονή μιας μελλοντικής κατά τον ίδιο τρόπο που, όταν κάποιος έχει πυρετό, καθώς υποφέρει από δίψα, χαίρεται να θυμάται αυτά που έπινε και χαίρεται επίσης ελπίζοντας ότι θα πιει. Κατά τον ίδιο τρόπο, κάποιος που είναι ερωτευμένος απολαμβάνει να μιλά ή να γράφει για αυτόν με τον οποίο είναι ερωτευμένος ή να πράττει οποιοδήποτε μικρό πράγμα που συνδέεται με αυτόν, γιατί όλα αυτά του τον θυμίζουν ωσάν εκείνος να ήταν παρόν (Ρητ., 1370b 16-22).
Άλλωστε, όπως σημειώνει ο Αριστοτέλης, αυτό είναι πάντοτε και το πρώτο σημάδι που μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε ερωτευμένοι, ότι δηλ., εκτός από την απόλαυση της συντροφιάς του άλλου, τον ενθυμούμαστε όταν απουσιάζει: «καί ἀρχή δέ τοῦ ἔρωτος αὕτη γίγνεται πᾶσιν, ὅταν μή μόνον παρόντος χαίρωσιν ἀλλά καί ἀπόντος μεμνημένοις [ἐρῶσιν] λύπη προσγένηται τῷ μή παρεῖναι, καί ἐν πένθεσι καί θρήνοις ὡσαύτως ἐπιγίγνεταί τίς ήδονή·» (Ρητ., 1370b 22-26). Ανάλογα χωρία που περιγράφουν τη σύνθετη φύση του έρωτα συναντούμε και στα Ηθικά Νικομάχεια, όπου ο Αριστοτέλης περιγράφει την ευχαρίστηση που νιώθουμε από τη θέαση του αντικείμενου του έρωτά μας αλλά και την παγίωση του έρωτά μας για εκείνον ή εκείνη, όταν επιθυμούμε την παρουσία του όποτε εκείνος ή εκείνη απουσιάζει: «ἕοικε δή ἀρχή φιλίας εἶναι, ὥσπερ τοῦ ἐρᾶν ἤ διά τῆς ὄψεως ἡδονή· μή γάρ προησθείς τῇ ἰδέᾳ οὐδείς ἐρᾶ, ὅ δέ χαίρων τῷ εἴδει ούδέν μᾶλλον ἐρᾶ, ἀλλ' ὅταν καί ἀπόντα ποθῇ καί της παρουσίας ἐπιθυμῇ» (Ηθικ. Νικ., 1167a3-8). Επίσης, στο 1171b29-33 των Ηθικών Νικομαχείων, στην καταληκτήρια παράγραφο της συζήτησης για τη φιλία στο I βιβλίο, ο Αριστοτέλης συγκρίνοντας τον έρωτα με την φιλία θεωρεί ότι «όπως για τους ερωτευμένους το να βλέπουν το αγαπημένο τους πρόσωπο είναι ό,τι τους ευχαριστεί περισσότερο από όλα και προτιμούν αυτήν την αίσθηση περισσότερο από όλες τις άλλες αισθήσεις, επειδή με αύτήν, κατά κύριο λόγο, σχετίζεται ο έρωτας και από αυτήν γεννιέται, έτσι και για τους φίλους το πιο επιθυμητό πράγμα είναι να περνούν μαζί τις ώρες και τις μέρες τους».
Οπωσδήποτε, είναι φανερό ότι οι περισσότερες αριστοτελικές αναφορές στον έρωτα σχετίζονται με την κοινή αρχαία ελληνική αντίληψη σύμφωνα με την οποία υφίσταται ένταση και σύγκρουση ανάμεσα στις διαφορετικές όψεις του έρωτος. Χαρακτηριστικό είναι ένα άλλο χωρίο από τη Ρητορική όπου η παθολογία του έρωτα δηλώνεται σχεδόν με σαφήνεια: «λέγω δέ ἀφ' ἑαυτοῦ μέν, οἷον εἰ περί ἔρωτοςεητό ένθύμημα ώς σπουδαῖος, ἤ ἔνστασις διχώς· ἤ γάρ καθόλου ἐίπόντα ὅτι πάσα ἔνδεια πονηρόν, ἤ κατάμέρος ὅτι ούκ ἄν ἐλέγετο Καύνιος ἔρως, εί μή ἦσαν καί πονηροί ἔρωτες» (Ρητ., 1402a36-1402b3). Ο Αριστοτέλης αναφέρεται εδώ στον αιμομικτικό έρωτα του μυθολογικού Καύνου, γιο του Μιλήτου και της Ειδοθέας, για τη δίδυμη αδελφή του, τη Βυβλίδα, τον οποίο χρησιμοποιεί ως παράδειγμα για να δείξει αφενός τα δεινά που μπορεί να προκαλέσει ο έρωτας και αφετέρου για να τονίσει τη διττή πλευρά του, ότι δηλ. μπορεί να αποβεί θετικό πράγμα για τη ζωή του ανθρώπου αλλά και αρνητικό. Σχετικά με το χωρίο αυτό, ο Δ. Λυπουρλής αναφέρει ότι «ήταν συχνή στην αρχαιότητα η διδασκαλία ότι ο έρωτας δεν ήταν, κατά βάθος, παρά μια έλλειψη/ στέρηση (άρα κάτι κακό), που το άτομο -προκειμένου να ολοκληρωθεί - όφειλε να την "πληρώσει"» ή πως «ο έρωτας είναι μια επιθυμία, και ως τέτοια υποδηλώνει έλλειψη/ στέρηση». Άλλωστε και ο Αριστοτέλης διαπιστώνει πως ο έρωτας, με το να είναι ισχυρότερος από τη φύση, όπως και ο θυμός σε ορισμένες περιπτώσεις, μας κάνει να πράττουμε πράγματα, ενάντια στη θέληση μας, που δεν επιθυμούμε, γι' αυτό και έχουμε την τάση να συγχωρούμε τις πράξεις αυτές των ανθρώπων που έχουν κυριευτεί από τον έρωτα (Ηθικά Ευδήμια, 1225a20-23).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Αριστοτέλη σύμφωνα με την οποία ο έρως είναι υπερβολή φιλίας. Πράγματι ο Αριστοτέλης, καθώς αναρωτιέται για τον αριθμό των φίλων που είναι κατάλληλος να έχει κανείς επισημαίνοντας ότι δεν είναι καν δυνατόν να έχει κάποιος μια δυνατή φιλία με πολλούς ανθρώπους, είτε αυτή είναι φιλία που θα μας προσφέρει ηδονή είτε αρετή, ορίζει τον έρωτα στα Ηθικά Νικομάχεια ως «ύπερβολή φιλίας»: «ούδέ γάρ ἐνδέχεσθαι δόξειεν ἄν πολλοῖς εἶναι φίλον σφόδρα. Διόπερ οὐδ' ἐρᾶν πλειόνων ύπερβολή γάρ τίς εἶναι βούλεται φιλίας, τοῦτο δέ πρός ἕνα· καί τό σφόδρα δή πρός ὀλίγους» (Ηθ. Νικ., 1171a 10-13). Η αναφορά στον έρωτα, στο συγκεκριμένο χωρίο, ως «υπερβολή φιλίας» γίνεται με σκοπό την ενίσχυση της άποψης του Αριστοτέλη, που αναπτύσσει στο 1.10 των Ηθικών Νικομαχείων, ότι δεν είναι δυνατόν να έχουμε έναν υπερβολικό αριθμό φίλων: όπως, δηλ. όταν είμαστε ερωτευμένοι, δεν είναι δυνατόν να είμαστε ερωτευμένοι με πολλά άτομα, κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι δυνατόν να έχουμε και πολλούς φίλους, αν και, κατά τη γνώμη του, το παράδειγμα αυτό είναι σχετικό, αφού ο έρωτας αποτελεί μια «υπερβολή φιλίας» προς ένα μόνο πρόσωπο.
Έναν επιπλέον σημαντικό ορισμό του έρωτα συναντούμε στα Αναλυτικά Πρότερα. Ο ορισμός αυτός έχει τη μορφή συλλογισμού και θεωρείται ότι αποτελεί την ουσιαστικότερη αριστοτελική διατύπωση επί του θέματος αυτού, αν και βέβαια πρέπει να είμαστε γενικότερα προσεκτικοί όταν χρησιμοποιούμε τα λογικά έργα του, όπως και τη Ρητορική άλλωστε, για να εξάνουμε ηθικές και πολιτικές αριστοτελικές ιδέες και θεωρίες. Στα Αναλυτικά Πρότερα, κατά τη διάρκεια της συζητησης του για τη «λογική της προτίμησης», πως δηλ. κάποιος ειναί δυνατόν νά διαπιστώνει ποιο είναι το προτιμότερο (αἱρετώτερον) από δυο αγαθά όταν γνωρίζει ποιός είναι ο προτιμότερος μεταξύ δυο συνδυασμών που ο καθένας απο αυτούς συνίσταται απο ενα προτιμότερο και ενα μη-προτιμότερο αριθμό δυο ζευγών αντίθετων δυνατοτήτων ενα από τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί εινάι ὁ ερώτας «Εἰ δη ἕλοιτο πᾶς ὁ ἐρῶν κατά τόν ἔρωτα το Α τό οὕτως ἔχειν ὥστε χαρίζεσθαι, καί τό μή χαρίζεσθαι τό ἐφ' οὗ Γ, ἤ τό χαρίζεσθαι τό ἐφ' οὗ Δ, καί τό μή τοιοῦτον εἶναι οἷον χαρίζεσθαι τό ἐφ' οὗ Β, δῆλον ὅτι το A τό τοιοῦτον εἶναι αἱρετώτερον ἐστίν ἤ τό χαρίζεσθαι. Τό ἄρα φιλεῖσθαι τῆς συνουσίας αἱρετώτερον κατά τόν ἔρωτα. Μᾶλλον ἄρα ὁ ἔρως ἐστί τῆς φιλίας ἤ τοῦ συνεῖναι. Εἰ δέ μάλιστα τούτου, καί τέλος τοῦτο. Τό ἄρα συνεῖναι ἤ οὐκ ἔοτιν ὅλως ἤ τοῦ φιλεῖσθαι ἕνεκεν· καί γάρ αἱ ἄλλαι ἐπιθυμίαι καί τέχναι οὕτως» (Αναλ. Προτ., Β 22 68a39-68b7)
Όπως επισημαίνει ο Juha Sihvola, «το χωρίο αυτό στα Αναλυτικά Πρότερα είναι ένα από τα πολύ λίγα χωρία στα έργα του Αριστοτέλη όπου η ψυχολογική δομή της ερωτικής αγάπης αναλύεται με σαφήνεια». Το χωρίο αυτό, που αναδείχθηκε για πρώτη φορά από τον Anthony Price, διαχωρίζει σαφώς ανάμεσα σε δύο πλευρές της ερωτικής αγάπης, την επιθυμία που στοχεύει στη συνουσία και την επιθυμία που στοχεύει στη φιλία. Ανάλογα χωρία που τονίζουν τον διττό αυτό χαρακτήρα της ερωτικής αγάπης συναντούμε επίσης και στα Τοπικά (1.15.106b2-4, 6.7.146a7-12), όπως επίσης έχει επισημάνει ο Anthony Price, τα οποία επίσης τονίζουν τη σημασία της φιλίας που αποτελεί τελικώς τον στόχο του έρωτα καθώς και την άποψη του Αριστοτέλη σύμφωνα με την οποία η αγάπη δεν ταυτίζεται με τη σεξουαλική επιθυμία: «εἰ ὁ ἔρως ἐπιθυμία συνουσίας ἐστίν· ὅ γάρ μᾶλλον ἐρῶν οὐ μᾶλλον ἐπιθυμεῖ τῆς συνουσίας, ὥστ' οὐχ ἅμα ἀμφότερα τό μᾶλλον ἐπιδέχεται· ἔδει δέ γε, εἴπερ ταὐτόν ἦν» (Τοπικά, 146a9-12).
Οπωσδήποτε, η αριστοτελική διάκριση ανάμεσα στις δύο αυτές πλευρές της ερωτικής αγάπης, όπως και στα χωρία από τα Ηθικό Ευδήμια που εξετάσαμε παραπάνω, πηγάζει από τον προβληματισμό των αρχαίων γύρω από τις πολλαπλές όψεις του έρωτα αλλά και τον διττό χαρακτήρα της ερωτικής επιθυμίας και αγάπης, που ενώ «είναι ικανός να παράγει ευχαρίστηση και επιθυμία στο υποκείμενο του και να προκαλεί καλώς διακείμενες προθέσεις προς το αντικείμενο του, στοχεύοντας τελικώς στην ηθική βελτίωσή του, είναι επίσης ικανός να προκαλέσει τρελό πάθος που επεμβαίνει στη λογική και την αρετή του υποκειμένου του και είναι στη βίαιη εμμονή του παντελώς αδιάφορος για την ευτυχία του αντικειμένου του». Κατά τον Αριστοτέλη, συνεπώς, στόχος της ερωτικής αγάπης θα πρέπει να είναι η επιθυμία δημιουργίας φιλικού δεσμού και όχι η ερωτική συνουσία, η οποία δεν αποτελεί από μόνη της σκοπό, αφού απλώς συντελεί στη δημιουργία της φιλίας. Αυτό που αρχίζει ως απλή επιθυμία είναι δυνατόν να μεταμορφωθεί σε πραγματική αγάπη όταν η αντίληψη της σωματικής ομορφιάς και η ερωτική επιθυμία που ξυπνά από την ομορφιά εκείνη είναι δυνατόν να επεκταθεί στην αναγνώριση των αφαιρετικών ποιοτήτων του αλλού, όπως στην ομορφιά του χαρακτήρα του. Η μεταμόρφωση της επιθυμίας σε φιλία μεταμορφώνει επίσης και τη σειρά προτίμησης ανάμεσά στις αισθήσεις, αφού, όπως είδαμε στο σχετικό χωρίο, η όραση καταλαμβάνει κεντρικό ρολό στη διαδικασία του έρωτα (Ηθικ Νικ, 1171b29-33) Ο Αριστοτέλης τονίζει όμως ότι η έντονη ποιότητα της ερωτικής αγάπης είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί στην πλήρη ενάρετη μορφή της μόνο ανάμεσα στα ανδρόγυνα, στο τύπο δηλ. της πιο θεμελιακής σχέσης που οι άνθρωποι τείνουν να συνάπτουν μέσα στην κοινωνία, (Ηθ. Νικ., 1162a 16-19)
Είναι ενδιαφέρον στο σημείο αυτό να παρατηρήσουμε την ομοιότητα που η αριστοτελική άποψη παρουσιάζει με αυτήν του Ζήνωνος και της πρώιμης στωικής φιλοσοφίας. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Ζήνων ο Κιτιεύς στην Πολιτεία του υποστήριξε ότι το πρέπον αντικείμενο της σεξουαλικής επιθυμίας είναι η φιλία και όχι η ερωτική συνουσία και, κατ' αυτόν τον τρόπο, ο έρως, με το να προκαλεί τη φιλία, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ενάρετης πόλεως. Όπως παραδίδεται από τον Αθήναιο, ο Ζήνων υποστήριζε ότι ο Έρωτας είναι ο θεός της φιλίας και της ελευθερίας, και ακόμη ο δημιουργός της ομόνοιας: «Ποντιανός δέ Ζήνωνα ἔφη τόν Κιτιέα ὑπολαμβάνειν τόν Ἔρωτα θεόν εἶναι φιλίας καί ἐλευθερίας, ἔτι δέ καί ὁμονοίας παρασκευαστικόν, ἄλλου δ' οὐδενός. Διό καί ἐν τῇ Πολιτείᾳ ἔφη τόν Ἔρωτα θεόν εἶναι, συνεργόν ὑπάρχοντα πρός τήν τῆς πόλεως σωτηρίαν.».
Κατά παρόμοιο τρόπο, και για τον Αριστοτέλη ο στόχος του έρωτα είναι η φιλία και όχι η ερωτική συνουσία. Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι ο Αριστοτέλης εκλαμβάνει την ερωτική επιθυμία, με όποια μορφή και αν αυτή εκδηλώνεται, ως κάτι το αρνητικό ή ως κάτι το κατακριτέο. Είναι γνωστό το σχόλιο του στα Ηθικά Νικομάχεια (1148b 15-1149a4), σε σχέση με τη συζήτηση για την ακρασία, όπου καταφέρεται κατά της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης. Το χωρίο αυτό είχε θεωρηθεί στο παρελθόν ότι εκφράζει μια γενικότερη αρνητική στάση του Αριστοτέλη για τον έρωτα μεταξύ ανδρών, η άποψη όμως αυτή έχει πλέον με βεβαιότητα αμφισβητηθεί, αφού ο Αριστοτέλης δεν εκλαμβάνει τις ερωτικές σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα του ιδίου φύλου προβληματικές ακόμη και αν αυτές περιλαμβάνουν συνουσία (Πολιτικά, 1262a33-39). Ο Αριστοτέλης -όπως οι στωικοί και οι κυνικοί άλλωστε πριν από αυτούς - δεν θεωρεί ότι η ερωτική πράξη έχει κάποια ηθική σημασία και γενικότερα την εκλαμβάνει ως ηθικά αδιάφορη. Η σεξουαλική πράξη αποτελεί απλώς μία επιθυμία, όπως όλες οι άλλες, που χρειάζεται βέβαια να τίθεται υπό έλεγχο ώστε να μην παρεκκλίνει της μεσότητας. Όπως τονίζει ο Anthony Price, «η αγάπη που συνίσταται κατ' αυτόν τον τρόπο είναι ταυτοχρόνως σεξουαλική και και νοητική· είναι ένα συναίσθημα που συνοδεύει την όρεξη· όχι για να την υποσκελίσει αλλά για να επισυνάψει στον σκοπό της (που είναι η αποδοχή της ικανοποίησης) ένα νέο σκοπό (αυτόν της αποδοχής της διάθεσης προσφοράς ικανοποίησης) του οποίου την αξία τη δημιουργεί».
Η σύντομη αυτή ανασυγκρότηση των απόψεων του Αριστοτέλη για τον έρωτα, που επιχειρήθηκε στη μελέτη αυτή, μας δείχνει, με εμφανή, κατά τη γνώμη μου, τρόπο ότι οι αριστοτελικές απόψεις γία τον έρωτα, την ερωτική αγάπη καθώς και για το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Όχι μόνο για τη μελέτη της αριστοτελικής ηθικής φιλοσοφίας αλλά και γενικότερα για την κατανόηση των απόψεων των φιλοσόφων της ύστερης αρχαιότητας σχετικά με το θέμα αυτό. Αν θελήσουμε βέβαια να επανέλθουμε στον αρχικό προβληματισμό γύρω από το γιατί ο Αριστοτέλης έστω και στα έργα του που έχουν σωθεί, τα οποία άλλωστε δεν είναι καθόλου μικρά στον αριθμό- έχει τόσα λίγα πράγματα να μας πει για τον έρωτα, η πιο ίσως πιθανή εξήγηση είναι ότι ο Αριστοτέλης διαπραγματεύεται τα «ερωτικά» θέματα στη συζήτηση του για τη φιλία, και μάλιστα όταν αναφέρεται στο είδος «της φιλίας για την ευχαρίστηση» (δι' ήδονήν), και, επομένως, ίσως να μην θεώρησε ότι έχει κάτι παραπάνω να μας πει για το θέμα αυτό. Πράγματι, όπως είδαμε τελικώς από την εξέταση των αριστοτελικών χωρίων που αναφέρονται στον έρωτα, κυρίαρχη θέση στην ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη καταλαμβάνει η έννοια της φιλίας επισκιάζοντας οποιαδήποτε σύλληψη του έρωτα ως δημιουργικής δύναμης για τη σύναψη ανθρώπινων σχέσεων. Ο έρωτας, από τη στιγμή που είναι «υπερβολή», δεν είναι δυνατόν να εντάσσεται στη χρυσή συνταγή της μεσότητας. Το κυριότερο όμως είναι ότι δεν αποτελεί «ασφαλή» δημιουργική δύναμη για την πρόοδο του ανθρώπου και της κοινωνίας, δεν προωθεί τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να βασιστούν σε αυτόν γιατί αποτελεί ένα πάθος που μεταβάλλεται, μια επιθυμία που μεταστρέφεται όταν ικανοποιηθεί. Ο έρωτας, λόγω του διττού χαρακτήρα του, δεν είναι κατάλληλος για την πόλη, δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει σταθεροποιητικό παράγοντα της πολιτικής κοινωνίας, αφού μόνο η φιλία είναι δυνατόν να δημιουργήσει ομόνοια στην πόλη. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στη Ρητορική (1401b9-14): «Ἄλλο τό ἐκ σημείου· ἀσυλλόγιστον γάρ καί τοῦτο· οἷον εἴ τίς λέγοι "ταῖς πόλεσι συμφέρουσιν οἱ ἐρῶντες· ὁ γάρ Ἁρμοδίου καί Ἀριστογείτονος ἔρως κατέλυσε τόν τύραννον Ἵππαρχον", ἤ εἴ τίς λέγοι ὅτι κλέπτης Διονύσιος· πονηρός γάρ· ἀσυλλόγιστον γάρ δή τοῦτο· οὐ γάρ πᾶς πονηρός κλέπτης, ἀλλά κλέπτης πᾶς πονηρός» Είναι ο φίλος και όχι ο εραστής που κατά τον Αριστοτέλη ορίζεται ως «εκείνος που επιθυμεί και πράττει αυτά που είναι καλά ἤ φαινομενικά καλά, για τον φίλον του, για χάρη του φίλου του, ως εκείνος δηλ που επιθυμεί την ύπαρξη και τη ζωή του φίλου του για χάρη εκείνου»..«τιθέασι γάρ φίλον τόν βουλόμενο καί πράττοντα τἀγαθά ἤ τά φαινόμενα ἐκείνου ἕνεκα, ἤ τόν βουλόμενον εῖναι καί ζῆν τόν φίλον αὐτοῦ χάριν» (Ηθικ Νικ:, 1166a2r5). Η φιλία σύμφωνα με τον αριστοτελικό ορισμό της ως αγάπη προς ένα πρόσωπο που επιθυμεί το καλό του για χάρη αυτού του προσώπου που αγαπάμε και όχι για δική μας χάρη, είναι σε θέση να προσφέρει πολύ περισσότερα στην ανθρώπινη συμβίωση απ' ότι ο έρωτας Ο έρωτας είναι δυνατόν να αποτελέσει αγαθό για την κοινωνία μόνο αν ενδεχομένως συντελέσει στη δημιουργία φιλίας ανάμεσα στους ανθρώπους, ή οποία αποτελεί κατά τον Αριστοτέλη τον βασικό συντελεστή της ευδαιμονίας, αφού δημιουργεί την ομόνοια, η οποία είναι απαραίτητη για την πολιτική συμβίωση και, πιο σημαντική ακόμη και από την δικαιοσύνη: «Φαίνεται επίσης ότι η φιλία συνέχει και τις πόλεις, και οι νομοθέτες νοιάζονται πιο πολύ γι αυτήν παρά για τη δικαιοσύνη (πολύ φυσικό, αφού η ομόνοια φαίνεται πως είναι κάτι παρόμοιο με τη φίλια): αυτήν επιθυμούν κατά κύριο λόγο, και κοιτάζουν κατά κύριο λόγο να διώξουν από την πόλη τη διχόνοια, που τι άλλο είναι παρά μίσος και έχθρα; Αν οι άνθρωποι είναι φίλοι μεταξύ τους, δεν την έχουν ανάγκη τη δικαιοσύνη ενώ αν είναι δίκαιοι, χρειάζονται επιπλέον και τη φιλία, και η πιο γνήσια μορφή δικαιοσύνης θεωρείται πως έχει όλα τα χαρακτηριστικά της φιλίας» (Ηθικ Νικ, 1155a 2227).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου