Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα ευτυχισμένο, έξυπνο και χαρούμενο κορίτσι που αγαπούσε την ζωή.
Καθώς το κορίτσι μεγάλωνε, πολλές φορές πληγώνονταν, όπου και να πήγαινε δεν ένιωθε ασφαλής, και άρχισε να σκέπτεται ότι δεν ήταν καλή…
Καθώς τα χρόνια περνούσαν έγινε πολύ λυπημένη και θυμωμένη μέσα της, αλλά εξωτερικά προφασίζονταν ότι όλα ήταν εν τάξει. Άρχισε να κάνει πράγματα που δεν ήταν καλά για το σώμα της – έτρωγε κακές τροφές, ανησυχούσε συνεχώς και ξεχνούσε να τρέχει και να παίζει. Όταν επέστρεφε σπίτι από την δουλειά έκλαιγε γιατί μισούσε την δουλειά της.
Και τότε μια μέρα, αρρώστησε πολύ σοβαρά και ο γιατρός της είπε ότι θα πέθαινε σε έξη μήνες.
Εγκατέλειψε τον εαυτό της, άφησε τη δουλειά της, και πήγε να μείνει σε μια παράγκα, δίπλα σε μια λίμνη για όσες ημέρες της είχαν απομείνει.
Ένα χρόνο αργότερα ο γιατρός της της τηλεφώνησε και εκείνη απάντησε στο τηλέφωνο!
Έμεινε έκπληκτος και την ρώτησε: «Πώς γίνεται και είσαι ακόμα ζωντανή;»
Εκείνη απάντησε: «Ήταν τόσο όμορφα εδώ που υποθέτω ότι ξέχασα να πεθάνω».
Και την στιγμή εκείνη κατάλαβε ότι κατά την διάρκεια του χρόνου που πέρασε είχε μάθει να ζει ξανά. Σταμάτησε να αγχώνεται για τα πάντα και έκανε ειρήνη με τα πράγματα εκείνα από το παρελθόν της που την πλήγωναν. Είδε την ομορφιά στα πάντα γύρω της, αντί για τον φόβο και την ασχήμια.
Επέστρεψε στην χαρά που ήξερε κάποτε όταν ήταν παιδί και σαν αποτέλεσμα το σώμα της έκανε αυτό που ήξερε πάντα πώς να το κάνει, και θεράπευσε τον εαυτό του.
Καθώς το κορίτσι μεγάλωνε, πολλές φορές πληγώνονταν, όπου και να πήγαινε δεν ένιωθε ασφαλής, και άρχισε να σκέπτεται ότι δεν ήταν καλή…
Καθώς τα χρόνια περνούσαν έγινε πολύ λυπημένη και θυμωμένη μέσα της, αλλά εξωτερικά προφασίζονταν ότι όλα ήταν εν τάξει. Άρχισε να κάνει πράγματα που δεν ήταν καλά για το σώμα της – έτρωγε κακές τροφές, ανησυχούσε συνεχώς και ξεχνούσε να τρέχει και να παίζει. Όταν επέστρεφε σπίτι από την δουλειά έκλαιγε γιατί μισούσε την δουλειά της.
Και τότε μια μέρα, αρρώστησε πολύ σοβαρά και ο γιατρός της είπε ότι θα πέθαινε σε έξη μήνες.
Εγκατέλειψε τον εαυτό της, άφησε τη δουλειά της, και πήγε να μείνει σε μια παράγκα, δίπλα σε μια λίμνη για όσες ημέρες της είχαν απομείνει.
Ένα χρόνο αργότερα ο γιατρός της της τηλεφώνησε και εκείνη απάντησε στο τηλέφωνο!
Έμεινε έκπληκτος και την ρώτησε: «Πώς γίνεται και είσαι ακόμα ζωντανή;»
Εκείνη απάντησε: «Ήταν τόσο όμορφα εδώ που υποθέτω ότι ξέχασα να πεθάνω».
Και την στιγμή εκείνη κατάλαβε ότι κατά την διάρκεια του χρόνου που πέρασε είχε μάθει να ζει ξανά. Σταμάτησε να αγχώνεται για τα πάντα και έκανε ειρήνη με τα πράγματα εκείνα από το παρελθόν της που την πλήγωναν. Είδε την ομορφιά στα πάντα γύρω της, αντί για τον φόβο και την ασχήμια.
Επέστρεψε στην χαρά που ήξερε κάποτε όταν ήταν παιδί και σαν αποτέλεσμα το σώμα της έκανε αυτό που ήξερε πάντα πώς να το κάνει, και θεράπευσε τον εαυτό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου