Σχετικά ἐνωρίς στή μακρά συζήτηση γιά τή φιλία, στήν ὁποία ὁ Ἀριστοτέλης ἀφιερώνει τό ὄγδοο καί τό ἔνατο βιβλίο τῶν Ἠθικῶν Νικομαχείων, βρίσκουμε ἕνα γενικό χαρακτηρισμό τῆς φιλίας, στόν ὁποῖο θά μπορούσαμε νά διακρίνουμε τά στοιχεῖα ἑνός ὁρισμοῦ τῆς φιλίας: “Σέ σχέση μέ τόν φίλο λένε ὅτι πρέπει νά θέλομε τά ἀγαθά γιά χάρη ἐκείνου τοῦ ἰδίου (βούλεοθαι τά ἀγαθά ἐκείνου ἕνεκα). Ἀλλά αὐτούς πού θέλουν τά ἄγαθα μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἄν δέν γίνεται τό ἴδιο ἀπό τήν ἀντίστοιχη πλευρά, τούς λένε [μόνο] εὐνοϊκούς (εὔνους λέγουσιν), γιατί λένε ὅτι ἡ φιλία εἶναι εὐνοϊκή διάθεση (εὔνοια) πού βρίσκει ἀνταπόκριση (ἐν ἀντιπεπονθόσιν). Ἤ μήπως πρέπει νά προσθέσομε: καί πού δέν μένει ἄγνωστη (μή λανθάνονσαν); Γιατί πολλοί εἶναι αὐτοί πού ἔχουν εὐνοϊκή διάθεση πρός ἀνθρώπους τούς ὁποίους δέν ἔχουν δεῖ ποτέ, ἔχοντας τήν ἄντιληψη γι’ αὐτούς ὅτι εἶναι ἐνάρετοι (ἐπιεικεῖς) ἤ χρήσιμοι, ἐνῶ κάποιος ἀπό ἐκείνους μπορεῖ νά αἰσθάνεται τό ἴδιο γι’ αὐτούς. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι λοιπόν εἶναι φανερό ὅτι ἔχουν εὐνοϊκή διάθεση μεταξύ τους, ἀλλά πῶς θά μπορούσαμε νά τούς πούμε φίλους, ἀφοῦ ἀγνοοῦν τήν ἀμοιβαία διάθεση τοῦ ἑνός γιά τόν ἄλλο; Ἑπομένως [γιά νά εἶναι φίλοι] πρέπει νά ἔχουν εὐνοϊκή δάθεση μεταξύ τους καί νά θέλουν τά ἀγαθά ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον, χωρίς νά ἀγνοοῦν αὐτό τό γεγονός, μέ στόχο ἕνα ἀπό αὐτά πού εἴπαμε πιό πάνω [ὁ Ἀριστοτέλης ἀναφέρεται ἐδῶ στό ἀγαθό, τό εὐχάριστο καί τό χρήσιμο, βλ. 1155b19] (1155b31-l 156a5).
Κοιτάζοντας τό ἀπόσπασμα ὑπό τό πρίσμα ἑνός ὁρισμοῦ τῆς φιλίας, θά μπορούσαμε νά διακρίνομε ὡς γένος τῆς φιλίας τήν εὐνοϊκή διάθεση (δήλ. τήν βούληση τῶν ἀγαθῶν) καί ὡς εἴἰδοποιές διαφορές τῆς εὔνοιας: (1) γιά χάρη τοῦ φίλου, (2) μέ ἀνταπόκριση ἀπό ἐκεῖνον καί (3) μέ ἀμοιβαία γνώση αἰσθημάτων.
Χρειάζεται ἀκόμα νά διερευνήσομε τί ἐννοεῖ ὁ Ἀριστοτέλης, ὅταν ὁμιλεῖ γιά τή βούληση τῶν ἀγαθῶν γιά χάρη τοῦ φίλου (ἐκεῖνον ἕνεκα) καί ὅταν ἀναφέρεται σέ αὐτό γιά τό ὁποιῖο θέλει κανείς τά ἀγαθά γιά τό φίλο του. Ὁ Ἀριστοτέλης χρησιμοποιεῖ γιά τό δεύτερο τήν τυπική εἰδολογική ἔννοια τοῦ “φιλητοῦ” (τοῦ ἀγαπητοῦ ἀντικειμένου), ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου κάθε φορᾶ κανείς ἀγαπᾶ τό φίλο του, θέλοντας γι’αὐτόν τά ἀγαθά. Στη συνέχεια ὁ Σταγειρίτης φιλόσοφος διακρίνει τρία εἴδη τοῦ φιλητοῦ: τό εὐχάριστον (τό ἡδύ) καί τό χρήσιμον, στά ὁποια ἀντιστοιχοῦν τρία εἴδη φιλίας, πού βασίζονται εἴτε στό ἀγαθόν εἴτε στό εὐχάριστο εἴτε στο χρήσιμον (1155b 18-19, 1 156a7-8). Σέ σχέση μέ τά δύο τελευταία εἴδη ταῆς φιλίας ὁ Ἀριστοτέλης θά ὑποστηρίξει ὅτι μόνο ἐπιφανειακά καί σύμπωματικά θέλει κανείς τά ἀγαθά γιά χάρη τοῦ φίλου του. Σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις ὁ Α ἀγαπᾶ τόν Β ὄχι ἐξ αἰτίας τοῦ Β καθαυτοῦ, λόγω τοῦ τί εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Β προσωπικά, ἀλλά ἐξ αἰτίας αὐτοῦ πού ὁ Β ἔχει νά προσφέρει στον Α σέ εὐχαρίστηση ἤ χρησιμότητα: 'Ὅσοι λοιπόν ἀγαπούν ὁ ἕνας τόν γιά τή χρησιμότητα δέν ἀγαποῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον καθαυτόν, ἀλλά για κάτι το καλό πού συμβαίνει στούς ἴδιους ἐξ αἰτίας τοῦ ἄλλου. Ἔτσι καί με αὐτούς πού ἀγαποῦν γιά τήν εὐχαρίστηση: ἀγαποῦν τούς πνευματώδεις (εὐτραπέλους), ὄχι ἕξ αἰτίας τῆς ἐσωτερικῆς ποσότητας ἐκείνων (τῷ ποιούς τινας εἶναι)[1], ἀλλά γιατί εἶναι εὐχάριστοι στούς ἴδιους [...]. Συμπτωματικές (κατά συμβεβηκός) λοιπόν εἶναι αὐτές οἱ φιλίες, γιατί σ’ αὐτές δέν ἀγαπᾶται κάποιος ἐπειδή εἶναι αὐτός πού εἶναι (ᾖ ἔστιν ὅσπερ ἐστίν ὁ φιλούμενος) καθόσον παρέχει κάτι, ἄλλος κάποιαν ὠφέλεια καί ἄλλος εὐχαρίστηση (1156a 10-14, 17-19). Ἡ ἄποψη τοῦ Ἀριστοτέλη λοιπόν γιά τίς φιλίες ταῆς χρησιμότητας καί τῆς εὐχαρίστησης εἶναι ὅτι πρόκειται γιά κατά σύμβεβηκός φιλίες, ἐπειδή στεροῦνται μίας αὐτόνομης ἀναφορᾶς στόν φίλο και ἐπειδή ἐξαρτῶνται ἀπό ἕνα στενά ἐγωϊστικό κίνητρο.
Ὁ Ἀριστοτέλης θεωρεῖ ὡς τέλεια φιλία τήν φιλία αὐτῶν πού εἶναι καλοί (ἀγαθοί) καί ὅμοιοι στήν ἀρετή (1156b7-8). Ὁ ἕνας θέλει τά ἀγαθα για τον ἄλλον μέ ὅμοιο τρόπο, καθόσον ὁ φίλος θεωρεῖται ἀγαθός καί καθόσον ὡ ἐνάρετος, εἶναι ἀγαθός καθ’ ἑαυτόν. Ὁ Ἀριστοτέλης χαρακτηρίζει ὥ φίλους στόν ὕψιστο βαθμό (μάλιστα) αὐτούς πού θέλουν τά ἀγαθά γιά τό φίλο τους, πρᾶγμα πού συμβαίνει μέ αὐτούς πού θέλουν τά ἀγαθά γιά τό φίλο τους ἐξ αἰτίας τοῦ ἴδιου τοῦ φίλου τους (δί’ αὐτούς) καί ὄχι κατά συμβεβηκός (156b8-l 1). Ἡ συλλογιστική τοῦ Ἀριστοτέλη ἐδῶ προϋποθέτει ταύτιση τῆς οὐσίας ἑνός προσώπου μέ τόν ἠθικό του χαρακτῆρα· ὁ Σταγειρίτης συμπεραίνει ὅτι τότε πράγματι ἀγαπᾶ κανείς κάποιον για χάρη του, ὅταν τόν ἀγαπᾶ ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι ἐνάρετος. Ὁ Ἀριστοτέλης προτείνει ἕνα ἀξιολογικό πρότυπο φιλίας στό ὁποῖο ἡ καταξίωση ταῆς φιλίας ἔγκειται στό ἠθικό ποιόν τῶν φίλων. Δέν ἀποκλείει βέβαια μιά τέτοια ἄποψη τήν ἀνάγκη γιά ἄλλα προσόντα, τά ὁποῖα ὁ φίλος πρέπει νά ἱκανοποιεῖ γιά νά εἶναι φίλος τοῦ συγκεκριμένου ἀτόμου (βλ. πιό πάνω τήν νύξη στήν εὐτραπελία ὡς θετικό στοιχεῖο τῆς προσωπικότητας τοῦ φίλου, 1156a13, καί πιό κάτω τήν ἀναφορά στήν στρυφνότητα ὡς ἀρνητικό στοιχεῖο για το σχηματισμό φιλίας, 1157b 14-15, 1158a 1 -2, 6). Γιά τόν Ἀριστοτέλη ἡ ἀρετή τῶν φίλων στήν τέλεια φιλία ἀποτελεῖ τήν σταθερή ἐγγύηση τῆς μονιμότητας τῆς φιλίας τους, μιά καί ἡ ἀρετή εἶναι κάτι τό μόνιμο (1156b 11-12).
Ἡ ἀρχή τῆς ἀνιδιοτέλειας τῆς φιλίας πού ἐκφράζεται διά τῆς ἀπόψεως ὅτι θέλει κανείς τά ἀγαθά γιά χάρη τοῦ φίλου του (ἐκεῖνου ἕνεκα) φαινομενικῶς ἀποδυναμώνεται, ὅταν λίγο παρακάτω διαβάζουμε τά ἑξῆς «καί ἀπό κάθε ἄποψη ὁ καθένας τους παίρνει ἀπό τόν ἄλλο τά ἴδια καί ἀπαράλλαχτα πού ἄλλος παίρνει ἀπό ἐκεῖνον, πρᾶγμα πού πρέπει νά ἀληθεύει γιά τούς φίλους» (καί κατά πάντα ταὐτά γίνεται καί ὅμοια ἑκάτερῳ πάρ’ ἑκατέρου. ὅπέρ δεῖ τοῖς φίλοις ὑπάρχειν) (1156b34-35). Ἐγείρεται ἔτσι τό ἐρώτη- μά: Ἄραγε δέν ἔχουμε ἐδῶ τήν ἔκφραση μίας ἐμπορικῆς νοοτροπίας γιά ἀνταλλαγή ἀγαθῶν πού ἀντιμάχεται τήν ἀνιδιοτέλεια τῆς τέλειας φιλίας;[2]
Κατά τή γνώμη μου, γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἐντύπωση μιᾶς ἐσωτερικῆς ἀσυμφωνίας στίς ἀπόψεις τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τήν τελεία φιλία, εῖναι ἀνάγκη νά γίνει ἐμφανής μία διάκριση, πού μόνο ἀμυδρά διαφαίνεται στήν πραγμάτευση τοῦ θέματος τῆς φιλίας. Πρόκειται γιά τή διάκριση μεταξύ, ἀφ’ ἑνός, τῆς φιλίας ὡς βουλητικῆς καί συναισθηματικῆς διάθεσης πού ἑδράζεται στήν ψυχή τοῦ ὑποκειμένου καί ἀναφέρεται στόν φίλο, καί ἀφ’ ἑτέρου, τῆς φιλίας ὡς ἑνιαίας ἀντικειμενικῆς κατάστασης πού συμπεριλαμβάνει καί τούς δύο φίλους στίς δυναμικές κοινοῦ βίου, σχέσεις ἀλληλεπίδρασης καί ἀλληλεξάρτησης.
Ὁ ‘Ἀριστοτέλης προβάλλει τήν ὑποκειμενική ἔννοια τῆς φιλίας, ὅταν λέγει, «φίλος πρό πάντων εἶναι αὐτός πού θέλει τά ἀγαθά γιά χάρη ἐκείνου γιά τόν ὁποῖον τά θέλει, ἀκόμα κι ἄν δέν πρόκειται κανείς νά τό μάθει» (φίλος δέ μάλιστα ὁ βουλόμενος ᾦ βούλεται τἀγαθά ἐκείνου ἕνεκα, καί εἰ μηδείς εἴσεται) (1168b2-3). Ἐπίσης τήν ὑποκειμενική ἔννοια τῆς φιλίας ἔχει ὁ Ἀριστοτέλης ὑπ’ ὄψη του, ὅταν ἀπό τόν ἐνεργητικό χαρακτήρα του, ἀπό τό ἐμπειρικό γεγονός ὅτι ἀποσποῦν τόν ἔπαινο αὐτοί πού ἀγαποῦν τούς φίλους τους, συμπεραίνει ὅτι ἡ ἐνεργητική ἀγάπη τοῦ ἄλλου καί ὄχι τό νά ἀγαπᾶται κανείς ἀπό τόν ἄλλον εἶναι ἡ ξεχωριστή ἀρετή τῆς φιλίας: «μᾶλλον δέ τῆς φιλίας οὔσης ἐν τῷ φιλεῖν, καί τῶν φιλοφίλων ἐπαινούμενων, φίλων ἀρετή τό φιλεΐν ἔοικεν» (1159a33-35).
Ἐνῶ ἡ ἀνταπόκριση τοῦ φίλου ἀποτελεῖΐ ἕνα ἀπαραίτητο ὅρο τῆς φιλίας ὡς διαπροσωπικῆς σχέσης, αὐτή ἡ ἀνταπόκριση εἶναι λογικῶς ἄσχετη μέ τήν ὕπαρξη τῆς φιλίας ὡς ὑποκειμενικῆς διάθεσης. Ὁ Ἀριστοτέλης μάλιστα ἐπανειλημμένα συγκρίνει τήν φιλική διάθεση τῆς τέλειας φιλίας μέ περιπτώσεις ἀγάπης, ὅπου κατ’ ἀρχάς ἀποκλείεται ἡ προσδοκία ἀνταπόκρισης ἀπό τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης.
Ἐδῶ ἀνήκει τό παράδειγμα τῆς μητέρας πού παραδίδει σέ ἄλλους τό μωρό της γιά νά τό μεγαλώσουν σάν παιδί τους. καί πού παραμένει ἄγνωστη στό παιδί της, ἀλλά γιά τήν ὁποία ἡ ἀγάπη γιά τό παιδί της καί ἡ εὐτυχία του παιδιοῦ της εἶναι πηγή χαρᾶς ἔστω κι ἄν λείπει ἡ ἀνταπόκριση ἀπό ἐκεῖνο (1159a28-33). Ὑπάρχει ἐπίσης ἡ ἀγάπη τοῦ τεχνήτη για τό ἔργο του καί ἰδιαίτερα τοῦ ποιητῆ γιά τό ποίημά του, πού εἶναι ἀγάπη τοῦ γονιοῦ γιά τό παιδί του, ἄν καί δέν ὑπάρχει ἡ προσδοκία ἀνταπόκρισης ἀπό τό δημιούργημα (1167b33-1 168a2). Τέλος ὑπάρχει ἡ ἀφιλοκερδής ἀγάπη τοῦ εὐεργέτη γιά τόν εὐεργετούμενο, πού δέν ἐξαρτᾶται ἀπό κανένα τωρινό ἤ μελλοντικό ὄφελος τοῦ εὐεργέτη ἀπό τόν εὐεργρτούμενο (1167a31-33).
Ὁ Ἀριστοτέλης ἀναζητεῖ τήν ἐξήγηση γι’ αὐτά τά φαινόμενα στο γεγονός ὅτι ὁ δημιουργός ἀγαπᾶ τό ἔργο του, ἐπειδή αὐτό ἀπορρέει ἀπό τη δική του ἐνέργεια καί τήν ἐνσωματώνει καί ἐπειδή μέ τό ἔργο τοῦ ὁ δημιουργός ἀπολαμβάνει τή συναίσθησή του ὅτι ὁ ἴδιος ὑπάρχει, ἀφοῦ τό να ὑπάρχει κανείς εἶναι νά ἐνεργεῖ (ἐσμέν δ’ ἐνεργείᾳ) (1168a5-9). Ἡ ἀγάπη ὅμως στήν τέλεια φιλία ἀναγνωρίζει τήν ἀνεξάρτητή τοῦ ἀτόμου ὑπόσταση τοῦ φίλου ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου καί γιά χάρη τοῦ ὁποίου ὑπάρχει.
Ἕνα ἄξιο μνείας χαρακτηριστικό της φιλίας ὡς ψυχικῆς διάθεσης εἶναι ὅτι δέν ὑπόκειται στόν κανόνα τῆς ἠθικῆς μεσότητος. Γι’αὐτό ὁ Ἄριστοτέλης ὁμιλεῖ γιά τήν τέλεια φιλία ὡς «ὑπερβολή» τοῦ αἰσθήματος τῆς ἀγάπης πού ὡς τέτοια μοιάζει μέ τόν ἔρωτα (1158a 10-12).[3]
Ὡστόσο, παρά τήν ἔντασή της, κάθε ἄλλο παρά τυφλό πάθος εἶναι ἡ φιλία, ἀφοῦ παίρνει τόν χαρακτήρα μιᾶς ἔλλογης ἐπιλογῆς τοῦ φίλου πού ἐκφράζεται σέ μιά σταθερή ἕξη ἀπέναντί του ὕστερα ἀπό στενή γνωριμία, πείρα καί δοκιμασία (1156b25-29, 1158al4-15).
Ἔτσι λοιπόν ἡ ἔννοια ὡς ὑποκειμενική διάθεση εἶναι συνυφασμένη μέ τήν κοινή ζωή τῶν φίλων μέσα σ’ ἕνα ἀντικειμενικό καθεστώς πού συμπεριλαμβάνει καί τούς δύο φίλους καί πού ἔχει τά ἰδιαίτερα γνωρίσματά του. Ὁ Ἀριστοτέλης ἐκφράζει τήν ἀντικειμενική ἔννοια τῆς φιλίας, ὅταν λέγει ὅτι «ἐν κοινωνίᾳ ... πᾶσα φιλία ἐστίν» (1161b11), καί «κοινωνία γάρ ἡ φιλία» (1171b32-33). Μέσα σ’ αὐτήν τήν κοινωνία οἱ φίλοι συζοῦν συνημερεύουν, συνδιάγουν πραγματοποιώντας μέ ἕνα ξεχωριστό τρόπο την κοινωνική φύση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας του.
Πόσο ὑψηλά θέτει ὁ Ἀριστοτέλης τήν κοινότητα τῶν φίλων φαίνεται ἀπό ὅσα λέγει γιά τήν σχέση μεταξύ φιλίας καί δικαιοσύνης. Ἐνῶ κάποια μορφή δικαιοσύνης συνοδεύει κάθε κοινωνία, καί ἐνῶ ὁ βαθμός τῆς δίκαιοσύνης σέ μιά κοινωνία εἶναι ἀνάλογος μέ τό βαθμό τῆς φιλίας (1159b26-2 1160a7-8), στήν κοινωνία τῶν ἐνάρετων φίλων, ἡ δικαιοσύνη ἀποβαίνει περιττή:
«Οἱ ἄνθρωποι ὅταν εἶναι φίλοι δέν χρειάζονται τήν δίκαιοσύνη ἀλλά ὅταν εἶναι δίκαιοι χρειάζονται ἐπί πλέον τή φιλία» (1155a26-27).
Ἡ φιλία τείνει πρός τήν ἀπόλυτη ἰσότητα πού εἶναι ἡ ἀριθμητική (κατά ποσόν) ἰσότητα, ἐνῶ ἡ δικαιοσύνη τείνει πρός τήν ἀναλογική ἰσότητα πού διέπεται ἀπό τό ἁρμόζον (κατ’ ἀξίαν) (1158b30-32). Ὅσο πιό ὁλοκληρωτική εἶναι ἡ ἰσότητα πού διέπει τά πρόσωπα καί τίς σχέσεις τῶν φίλων, τόσο πιό τέλεια εἶναι ἡ φιλία τους. «Οἱ ἴσοι φίλοι - λέγει ὁ Ἀριστοτέλης - ὅπως ἐπιβάλλεται ἀπό τήν ἰσότητά τους, πρέπει νά εἰσάγουν τήν ἀγάπη (τό φιλεῖν) καί σ’ ὅλα τ’ ἄλλα» (1162b2-3).
Ἕνα ἄλλο γνώρισμα τῆς φιλίας ὡς ἀντικειμενικῆς κατάστασης, ἐκτός ἀπό τήν ἰσότητα, εἶναι ἡ ὁμόνοια.
Ἡ ὁμόνοια ἀντλεῖ ὡς ἔννοια τήν προέλευσή της ἀπό τόν πολιτικό τομέα σέ συνθῆκες, ὅπου ὁὅλοι οἱ πολίτες ἤ διάφορα κράτη ἀπό κοινοῦ συμφωνοῦν γιά τό τί ἀποτελεῖ τό κοινό τους συμφέρον σέ ζητήματα ὑψηλῆς δημόσιας σημασίας, καί ἀπό κοινοῦ ἐπιδιώκουν τήν ἐπίτευξή του στήν πράξη. Γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται πολιτική φιλία (1167a22-b4). Ὁ Ἀριστοτέλης μεταφέρει τήν ὁμόνοια ὡς ἔννοια ἀπό τόν πολιτικό τομέα στόν ἰδιωτικό τομέα τῶν φίλων, τονίζοντας ὅτι μόνο οἱ ἐνάρετοι εἶναι ἱκανοί νά ἐπιδιώκουν πάντοτε ἀπό κοινοῦ τό κοινό τους ἀγαθό, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι ὁμονοοῦν μονίμως μέ τόν ἑαυτό τους, χωρίς νά ὑπάρχει διχασμός στήν ψυχή τους (116754-16).
Ἡ ὁμόνοια ὡς χαρακτηριστικό πού ἀνήκει στήν τέλεια φιλία προϋποθέτει ὅτι ἡ φιλία ἀποτελεῖ μιάν ἰδιαίτερη κοινότητα πού ἐμπεριέχει τό ξεχωριστό της κοινό ἀγαθό, τοῦ ὁποίου ἔχουν ἐπίγνωση καί τό ὁποῖο ἐπιδιώκουν οἱ φίλοι πού τήν συναπαρτίζουν.
Τά μέλη τῆς κοινότητας τῶν φίλων ἀποδίδουν προνομιακή θέση στό φίλο τους. Τό γεγονός ὅτι ἕνας φίλος μας ἀποτελεῖ ἀφ’ ἑαυτοῦ ἕνα ἠθικό λόγο νά θέλομε νά τόν εὐεργετήσομε, προτιμώντας τον ἀπό ἕνα ξένο: (1169b 11-1«ἔστιν τοῦ ἀγαθοῦ καί τῆς ἀρετῆς τό ἐνεργετεῖν, κάλλιον δ’ εὖ ποιεῖν φίλους ὀθνείων». Ό καθένας - παρατηρεῖ ὁ Ἀριστοτέλης - ἀποδίδει στόν ἄλλο τό ἴσο σέ καλή θέληση καί εὐχαρίστηση, ἀφοῦ λέγεται ἡ φιλία ἰσότητα” (1157b34-36). Ἔτσι ἡ ἀμοιβαία διάθεση γιά εὐεργεσία τοῦ φίλου προκαλεῖ τήν ἀντικειμενική ἰσότητα ὠφελημάτων μεταξύ τῶν φίλων (πβλ.1156b34-35).
Ἕνα ἐκ πρώτης ὄψεως παράδοξο της ἀριστοτελικῆς ἀντίληψης γιά τήν τέλεια φιλία εἶναι ὁ συνδυασμός σ’ αὐτήν τῆς ἀνιδιοτελοῦς («ἐκείνου ἔνεκα»), ἀγάπης γιά τό φίλο μέ μιά ἔντονα ἐγωκεντρική προοπτική ἐπί τοῦ φίλου, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται ὡς ἕνας ἄλλος ἐαυτός μας : «ἄλλος αὐτός» ἤ «ἕτερος αὐτός» (1166a32, I 169b6-7, 1170b6-7). Ὁ φίλος, ἀφ’ ἑνός ἀναγνωρίζεται ὡς ἕνα αὐτόνομο πρόσωπο πού εἶναι τό γνήσιο ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης μας, ἐνῶ, ἀφ’ ἑτέρου, ἡ ἑτερότητα τοῦ φίλου ὡς ἄλλου προσώπου ἀπαλείφεται μέ τό νά θεωρεῖται ὁ φίλος, κάπως ἀντιφατικά, ὡς ἕνας ἄλλος ἑαυτός μας.
Κατά τή γνώμη μου τό παράδοξο αὐτό ὀφείλεται σέ μιά ἰδιότυπη συνδιαλλαγή στήν ἀριστοτελική θεωρία μεταξύ ἐγωκεντρισμοῦ καί αὐτοῦ πού ἐμεῖς θά λέγαμε ἀλτρουϊσμό. Αὐτή ἡ συνδιαλλαγή γίνεται ἰδιαίτερα φανερή στό ἑξῆς χωρίο: «καί φιλοῦντες τόν φίλον τό αὐτοῖς ἀγαθόν φιλοῦσιν· ὁ γάρ ἀγαθός, φίλος γινόμενος, ἀγαθόν γίνεται ᾦ φίλος» (1157b 33-34) («Καί μέ τό νά ἀγαποῦν τόν φίλο τους ἀγαποῦν αὐτό πού τούς εἶναι ἀγαθό γιά τούς ἴδιους - γιατί ἕνας καλός ἄνθρωπος πού γίνεται φίλος, γίνεται ἀγαθό γιά τό πρόσωπο γιά τό ὁποιο εἶναι φίλος»).
Ἐδῶ ἡ λέξη «ἀγαθόν» σημαίνει κάτι πού εἶναι φορέας ἀξίας. Θα μπορούσαμε νομίζω νά ποῦμε ὅτι ὁ φίλος εἶναι φορέας εὐδαιμονιστικῆς ἀξίας. Ἡ ὁλη συζήτηση γιά τήν τέλεια φιλία, ἰδίως στό ἔνατο βιβλίο τῶν Ἠθικῶν Νικομαχείων, συνδέεται μέ τό θέμα τῆς εὐδαιμονίας. Ὁ Ἀριστοτέλης λέγει πολλά γιά τήν ἀρετή σέ σχέση μέ τήν τέλεια φιλία, ἀλλά ἡ ἀρετή ἀπασχολεῖ ἐδῶ αὐτήν καθ’ ἑαυτή, ἀλλά μόνο καθόσον εἶναι σύστατικό τῆς εὐδαιμονίας, ἡ ὁποία παρουσιάζεται ὡς ἐνέργεια εὐχάριστου ἡδονικοῦ χαρακτήρα (Πρβλ. 1170a4: «οἴονταί τέ δεῖν ἡδέως γῆν τόν εὐδαίμονα»). Ὡςἐνάρετος ἕνας ἄνθρωπος εἶναι ἄξιο ἀντικείμενο ἀνιδιοτελοῦς φιλίας καί μπαίνοντας ὡς φίλος μέσα στή ζωή αὐτοῦ πού τόν ἔχει φίλο γίνεται γι’αὐτόν ἕνα εὐδαιμονικό ἀγαθό.
Ὁ Ἀριστοτέλης πιστεύει ὅτι ὁ φίλος εἶναι ἕνας δεύτερος ἑαυτός μας μόνο μέσα καί χάρη στό ἀντικειμενικό καθεστώς τῆς φιλίας πού ἑνώνει καί τούς δύο φίλους.
Τό νά πεῖς τόν φίλο ἄλλον ἑαυτό σου εἶναι νά πάρεις τήν ὑποκειμενική ἄποψη ἑνός ἀπό τους φίλους. Ἡ φιλία ὅμως ὡς ἀντικειμενική ἀποτελεῖ ἕνα ἑνιαῖο σύστημα σχέσεων, πού ἀναφέρεται καί στους δύο φίλους καί πού ὄεν παίρνει τήν ἄποψη τοῦ ἑνός ἤ τοῦ ἄλλου φίλου, ἀλλά ἐξίσου καί ταυτόχρονά τους ἐμπερικλείει σέ μιά κοινή μορφή βίου. Ἡ μια αὐτή ἀντικειμενική κατάσταση μπορεῖ νά ἰδωθεῖ ἀπό τήν ὑποκειμενική σκοπιά τοῦ ἕνος ἤ τοῦ ἄλλου φίλου, καί τότε ὁ ἄλλος φίλος παρουσιάζεται ὡς δεύτερος ἑαυτός. Ὡστόσο ἡ ἔννοια τοῦ δεύτερου ἑαυτοῦ ἔχει νόημα στήν ἀντικειμενική κατάσταση τῆς φιλίας πού ἑνώνει ἀλληλένδετα τους δύο φίλους.
Γιά τόν Ἀριστοτέλη ἡ ἄλτρουϊστικη μέριμνα γιά τήν εὐδαιμονία τοῦ φίλου μας συνδέεται ἁρμονικά μέ τή μέριμνα γιά τόν ἑαυτό μας ἐπειδή οἱ ζωές μας εἶναι εὐδαιμονικά συνυφασμένες μεταξύ τους. Ἡ εὐδαιμονία τοῦ φίλου μου εἶναι μιά πλευρά τῆς δικῆς μου εὐδαιμονίας. Ἡ φροντίδα γιά τήν εὐδαιμονία τοῦ φίλου μου εῖναι «ἐκεῖνου ἕνεκα» καί ἑστιάζεται σε ἐκεῖνον ἀλλά ταυτόχρονα ἐμπερικλείεται μέσα στόν ὁρίζοντα τῆς μέριμνας για τή δική μου εὐδαιμονία. Ὅταν ὁ Α μεριμνᾶ γιά τόν Β γιά χάρη τοῦ Β και ὁ Β μεριμνᾶ γιά τόν Α γιά χάρη τοῦ Α, ὁ Α καί ὁ Β ταυτόχρονα μεριμνοῦν γιά τή δική τους εὐδαιμονία, ἐπειδή τό καλό του Β εἶναι γιά τον Α δικό του καλό, καί ἀντίστροφα.
Ἡ ἐγωκεντρική προοπτική της ἀριστοτελικῆς θεωρίας τῆς φιλίας εἶναι ἰδιαίτερα ἐμφανής στό κέφ. 9 τοῦ ἐνάτου βιβλίου τῶν Ἠθικῶν Νικομαχείων, ὁπου ὁ Ἀριστοτέλης, ἀντιδρώντας στήν ἀμφισβήτηση ἀπό μερικούς της ἀνάγκης νά ἔχει ὁ εὐδαίμων φίλους, δείχνει μέ ἐπιχειρήματα γιατί ἡ φιλία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τόν εὐδαίμονα.
Ὁ Ἀριστοτέλης συγκεντρώνει τή συζήτηση πάνω στό πρόσωπο αὐτοῦ πού εἶναι «μακάριος» (1169b 17, 25, I 170a2, 8, 27, b 14), δήλ. αὐτοῦ πού εἶναι εὐδαίμων ἀπό κάθε ἄποψη, τοῦ πανευτυχῆ, ὅπως ἴσως θά λέγαμε ἐμεῖς.
Ἐξ ἀρχῆς ὁ Ἀριστοτέλης βάζει στό προσκήνιο τῆς συζήτησης τήν κοινωνική φύση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ φίλος εἶναι τό μεγαλύτερο ἐξωτερικό ἀγαθό τοῦ ἀνθρώπου καί δέν μπορεῖ νά λείψει ἀπό τόν μακάριο, ὁ ὁποῖος χρειάζεται τόν φίλο ὄχι γιά νά εὐεργετηθεῖ ἀπό αὐτόν, ἀλλά γιά νά τόν εὐεργετήσει (1169b 11-16). «Θἆταν δέ ἴσως παράλογο - προσθέτει ὁ Ἀριστοτέλης - νά ὑποθέσει κανείς μονήρη (μονώτην) τόν μακάριο - γιατί κανείς δέν θά προτιμοῦσε νά ἔχει ὁλα τά ἀγαθά καί νά εἶναι ὁλομόναχος· γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολιτικό ὄν ἀπό τή φύση του καί καμωμένος νά ζῆ μαζί μέ ἄλλους. Αὐτό λοιπόν ἀληθεύει καί γιά τόν εὐδαίμονα, ἀφοῦ ἔχει ὅλα τά ἐκ φύσεως ἀγαθά. Εἶναι δέ φανερό ὅτι εἶναι καλύτερα νά περνᾶ κανείς τίς μέρες του μέ ἐνάρετους φίλους παρά μέ ξένους καί τυχαίους ἄνθρωπους. Συνεπῶς εἶναι ἀναγκαῖοι οἱ φίλοι στόν εὔὐδαίμονα» (1169b 16-22). Κατά τόν Ἀριστοτέλη λοιπόν , ἀπό τήν ἄποψη τῆς ἀνθρώπινης φύσης, κατα’ ἀνάγκην ἡ εὐδαιμονία συμπεριλαμβάνει τόν φιλικό δεσμό.
Ἀλλά δέν εἶναι κάθε λογής φίλοι ἀπαραίτητοι γιά τόν εὐδαίμονα, καί γι’ αὐτό ὑπάρχει κάποια ἀλήθεια στήν ἀμφισβήτηση τῆς ἀνάγκης τῶν φίλων. Ἀσφαλῶς δέν χρειάζεται ὁ μακάριος τους χρήσιμους φίλους, ἀφοῦ ἔχει αὐτάρκεια ἀπό ἀγαθά, κι οὔτε χρειάζεται τούς εὐχάριστους φίλους, ἀφοῦ ἡ ζωή του εἶναι ἀπό τήν φύση της εὐχάριστη καί δέν ἔχει ἀναγκη ἀπό ἐπείσακτη ἡδονή ( 1 169b23-27).
Ἀπαραίτητοι ὅμως γιά τόν μακάριο εἶναι οἱ φίλοι πού εἶναι κατά τό ἦθος ἀγαθοί. Ἡ ἐγωκεντρική προοπτική ἀπό τήν πλευρά τοῦ εὐδαίμονος κυριαρχεῖ στά τρία ἐπιχειρήματα πού προβάλλει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ Ἀριστοτέλης.
Τό πρῶτο ἐπιχείρημα (1169b29 1170a4) ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀνάγκη πού ἔχει ὁ εὐδαίμων νά γίνει θεατής τῶν πράξεών του, πού ὡς ἐνέργεια τῆς ψυχῆς εἶναι συστατικές της εὐδαιμονίας του. Ἡ ἠθική θέαση ὅμως ἐγκλείει τήν δυσκολία τοῦ νά μπορεῖ κανείς νά ἀπασχολεῖται ὁλοκληρωτικά μέ τήν ἠθική δράση, ἐνῶ ταυτόχρονα νά παρατηρεῖ ὡς θεατής (θεωρεῖν) τίς πράξεις του[4]. Διέξοδο σ’ αὐτή τή δυσκολία παρέχει ὁ φίλος, ἐπειδή εἶναι πιό εὔκολο νά παρατηροῦμε τίς πράξεις τοῦ φίλου μας παρά τίς δικές μας. Χάρη στήν παρατήρηση τῶν πράξεων τοῦ φίλου, ἀποκτοῦμε τή θέα τῶν δικῶν μας.
Γιά δύο λόγους οἱ πράξεις τοῦ ἐνάρετού μας εἶναι εὐχάριστες. Πρῶτον, εἶναι ἀπό τή φύση τους ἀγαθές καί συνεπῶς ἀπό τή φύση τούς εὐχάριστες νά τίς βλέπομε. Δεύτερον, μᾶς εἶναι οἰκεῖες καί ὡς ἐκ τοῦτου εὐχάριστες ἐπειδή ὅ,τι εἶναι δικό μας εἶναι εὐχάριστο.
Ὁ φίλος ἐκλαμβάνεται, ἀφ’ ἑνός ὡς ἕνα ἀνεξάρτητο ἀπέναντί μας πρόσωπο τό ὁποιο μποροῦμε νά παρατηροῦμε ὡς θεατές, καί, ἀφ’ ἑτέρου ἄτομο πού εἶναι τόσο κοντά μᾶς ἠθικῶς καί πνευματικῶς ὥστε να ἀποτελεῖ ἕνα δεύτερο ἑαυτό μας.
Ἀξίζει νά σχολιάσομε λίγο τήν ἀντίληψη τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τον ξεχωριστό ἀπό μᾶς ἄλλο ἄνθρωπο, σέ διάκριση ἀπό τόν ἑαυτό μας, πού ὡς νοητική καί ψυχοσωματική ὀντότητα εἶναι ἀντικείμενο γνώσης για μᾶς.Ὁ Ἀριστοτέλης δέν θεωρεῖ τά ἠθικά καί ψυχολογικά κίνητρα τοῦ ἄλλου σά φαινόμενα πού εἶναι κατ’ ἀνάγκην κρυμμένα ἀπό τόν ἑαυτό μας και για τά ὁποῖα μποροῦμε νά κάνουμε μόνο ὑποθέσεις ἤ νά μιλοῦμε μόνο κατ’άναλογίαν μέ τόν ἑαυτό μας, ὅπως ὑποστηρίζουν πολλοί νεώτεροι καί φιλόσοφοι. Δέν πιστεύει δηλαδή ὅτι ὑπάρχει ἕνα γνωσιολογικό χάσμα ἀνάμεσα στίς δύο πλευρές τῆς πράξης, πού θέλομε νά γνωρίσομε, τήν ἐξωτερική συμπεριφορά καί τήν ἐσωτερική πραξιακή πνευματική[5] διαδικασία συμπεριλαμβανομένης καί τῆς ἠθικῆς προαίρεσης. Γιά τόν Ἀριστοτέλη οἱ δύο πλευρές τῆς πράξης τοῦ ἄλλου, ἰδίως στήν περίπτωση τοῦ φίλου, μᾶς παρέχονται ἄμεσα ὡς ἀντικείμενα θέας. Ἐπίσης μποροῦμε νά συνάγομε ὅτι γιά τόν Ἀριστοτέλη ἡ ἠθική ἀποτίμηση τῶν πράξεών μας δέν εἶναι ἀνεξάρτητη ἀλλ’ ἀντίθετα εἶναι στενά συνδεδεμένη μέ τήν ἀποτίμηση παρόμοιων πράξεων τοῦ ἄλλου, καί ἰδιαίτερά του ἐνάρετου φίλου. Λείπει ὅμως στο πιό πάνω ἐπιχείρημα τοῦ Ἀριστοτέλη ἡ θεματική ἐξέταση τῶν στοιχείων πού ἀνέφερα.
Ὁ Ἀριστοτέλης καταλήγει ὡς ἑξῆς: «Θά χρειαστεῖ λοιπόν ὁ μακάριος τέτοιου εἴδους [δήλ. ἐνάρετους] φίλους, ἐφ’ ὅσον προτίθεται να θεᾶται (θεωρεῖν) πράξεις πού εἶναι καλές καί οἰκεῖες, καί τέτοιες εἶναι οἱ πράξεις τοῦ καλοῦ ἄνθρωπου πού εἶναι φίλος του (ὁ μακάριος δή φίλων τοιούτων δεήησεται, εἴπερ θεωρεῖν προαιρεῖται πράξεις ἐπιεικεῖς καί οἰκείας, τοιαῦται δ’ αἵ τοῦ ἀγαθοῦ φίλου ὄντος) (1170a2-4).
Τό δεύτερο ἐπιχείρημα ἑστιάζεται στήν ἀνάγκη πού ἔχει ὁ εὐδαίμων νά ἐνεργεῖ συνεχῶς, ἀφοῦ ἡ εὐδαιμονία εἶναι ἐνέργεια. Ἔχοντας ἀνάγκη, ὁ εὐδαίμων θά μπορεῖ πιό εὔκολα νά ἀπολαμβάνει μιά ἐνεργό ζωή πού θά εἶναι περισσότερο συνεχής, ἄν ἔχει ἐνάρετους φίλους μέ τους ὁποίους θά συμπράττει καί γιά χάρη τῶν ὁποίων θά ἑξασκεῖ τήν ἀρετή του. Ἀντιθέτως, ἡ μοναχική δράση εἶναι δύσκολη καί κουραστική: Για το μοναχικό ἄνθρωπο (μονώτη) ἡ ζωή εἶναι δύσκολη, γιατί δέν εἶναι εὔκολο μόνος του κανείς νά ζῆ ἔἐνεργό βίο συνεχῶς, ἐνῶ μαζί μέ ἄλλους και σέ σχέση μέ ἄλλους (μεθ’ ἑτέρων δέ καί πρός ἄλλους) εἶναι πιό εὔκολο. Ἔτσι θά εἶναι ἡ ἐνέργεια πιό συνεχής, ὅπως καί πρέπει νά εἶναι γιά τον πανευτυχή (περί τόν μακάριον), μιά καί εἶναι ἡ ἐνέργεια εὐχάριστη ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό της (καθ’ αὐτήν) (1170a5-8). Καί, συμφωνώντας μέ τόν Θέογνη, ὁ Ἀριστοτέλης παρατηρεῖ ὅτι, ὅταν ζῆ κανείς μαζί μέ ἐνάρετους ἀνθρώπους, μπορεῖ καί ἀσκεῖ τήν ἀρετή του, τελειοποιώντας την (1170a 11-13).
Τό δεύτερο αὐτό ἐπιχείρημα, πού τονίζει τό ρόλο τοῦ ἐνάρετου φίλου στήν ἐξάσκηση μίας συνεχοῦς δραστηριότητας ἀπό τόν εὐδαίμονα, τοποθετεῖται ὁλοκληρωτικά μέσα στό πλαίσιο τῆς φιλίας ὡς ἀντικειμενικῆς κατάστασης πού εὐνοεῖ τήν δράση - γιά χάρη τοῦ φίλου, καί σέ συνεργασία καί σύμπραξη μέ τό φίλο.
Τό τρίτο καί τελευταῖο ἐπιχείρημα γιά τήν ἀναγκη τοῦ φίλου ἀφορμᾶται περισσότερο ἀπό τήν βαθύτερη ἀνθρώπινη φύση (φυσικώτερον) τῶν ἐνάρετων φίλων (1170a 13-14).
Ξεκίνημα τοῦ ἐπιχειρήματος εἶναι ἕνας γνωσιακός χαρακτηρισμός τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ Ἀριστοτέλης ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ὁρισμός τῆς ἀνθρώπι- νῆς ζωῆς ἔχει νά κάνει μέ τίς γνωστικές δυνάμεις τῆς αἴσθησης καί τῆς νόησης· ἀλλά μιά δύναμις ἀποκαλύπτει τήν οὐσία της, ὅταν ἐνεργοποιεῖται. Συνεπῶς ἡ ἀνθρώπινη ζωή εἶναι κυρίως ἡ ἐνέργεια τοῦ αἰσθάνεσθαι καί τοῦ νοεῖν (1170a 16-19). Ἀξιολογικά ἡ ἀνθρώπινη ζωή εἶναι ἀγαθή ἀπό τή φύση της, ἐπειδή ἔχει συγκεκριμένο χαρακτήρα («ὡρισμένον γάρ») καί ὡς ἀγαθή εἶναι εὐχάριστη καί ἐπιθυμητή ἀπό ὁλους τους ἄνθρωπους καί ἰδιαίτερα ἀπό τόν ἐνάρετο ἄνθρωπο, ἀφοῦ ἡ ζωή του εἶναι κατα’ ἐξοχήν ἄξια προτίμησης καί εὐτυχεστάτη (1170a 14-16. 21-22). Τήν ἐξήγηση γιά τό τί ἐννοεῖ ὁ Ἀριστοτέλης ὅταν ὁμιλεΐ γιά τόν συγκεκριμένο χαρακτήρα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, πού συνίσταται στήν ἐνέργεια τῆς αἴσθησης καί τῆς νόησης, τήν βρίσκουμε σ’ ἕνα παράλληλο χωρίο στή συζήτηση γιά τήν φιλία στά Ἠθικά Εὐδήμεια, 1245a 1-10. Τό «ὡρισμένον» στήν αἴσθηση καί στή νόηση προέρχεται ἀπό τόν «ὡρισμένον» του αἰσθητοῦ καί τοῦ νοητοῦ εἴδους πού ἔχουν ὡς ἀντικείμενα τους ἀντιστοίχως ἡ αἴσθηση καί ἡ νόηση. Ἡ αἴσθηση καί ἡ νόηση ταυτίζονται καί γίνονται ἕνα μέ τό ἀντικείμενό τους, ὅταν τό γνωρίζουν, καί ἔτσι παίρνουν ἀπό ἐκεῖνο τόν συγκεκριμένο τους χαρακτήρα («ὡρισμένον»), πού ἀνήκει στήν τάξη τοῦ ἄγαθου[6].
Σέ συνέχεια ὁ Ἀριστοτέλης ἐξετάζει τήν ἀνθριόπινη ζωή ἀπό τήν ψυχολογική πλευρά αὐτοῦ πού αἰσθάνεται καί πού νοεῖ καί παρατηρεῖ ὅτι ἕνας πού αἰσθάνεται καί νοεῖ ταυτόχρονα αἰσθάνεται ὅτι αἰσθάνεται καί ὅτι νοεῖ. «Αἰσθάνεται ὅτι» ἔχει τή σημασία ἐδῶ αὐτοῦ πού ἐμεῖς θά λέγαμε «ἔχω συνείδηση ὅτι». Τό νά ἔχει ἕνας ἄνθρωπος συνείδησή τοῦ ὅτι αἰσθάνεται καί ὅτι νοεῖ σημαίνει ὅτι ἔχει συνείδησή τοῦ ὅτι ὕπαρχει ὡς ἄνθρωπος - πράγμα πού εἶναι εὐχάριστο - ἐπειδή ἡ ἀνθρώπινη ζωή εἶναι ἀπό τή φύση της ἀγαθή καί εὐχάριστη. Ἰδιαίτερα δέ ἐπιθυμητή εἶναι ἡ ζωή γιά τόν ἐνάρετο ἄνθρωπο πού χαίρεται μέσα του ἀνεμπόδιστα τή συνείδηση τῆς ἀγαθότητας καί γλυκύτητας τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης (1170a31-b5). Ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος θέλει ὁμως νά χαρεῖ, ὡς συστατικά της εὐδαιμονίας του, ὄχι μόνο τή συνείδηση τῆς ὕπαρξής του, ἀλλά ἐπίσης καί τή συνείδηση τῆς ὕπαρξης τοῦ φίλου του μαζί μέ τή συνείδηση πού ἔχει γι’ αὐτήν ὁ φίλος του. Προϋπόθεση ἐδῶ εἶναι ἡ κοινότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῶν φίλων μέσα στο πλαίσιο τῆς φιλίας ὡς ἑνιαίας ἀντικειμενικῆς κατάστασης.
Κρίκος γιά τό δεσμό τῶν δύο ὑπαρκτικῶν συνειδήσεων γίνεται ἡ ἔννοια τοῦ φίλου ὡς ἄλλου ἑαυτοῦ μας (ἕτερος αὑτός) (1170b6). «Ὅπως ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος (σπουδαῖος) διατίθεται πρός τόν ἑαυτό του - λέγει ὁ Ἀριστοτέλης - ἔτσι διατίθεται καί πρός τόν φίλο του (γιατί ὁ φίλος εἶναι ἕνας ἄλλος ἐαυτός)· ὅπως λοιπόν ἡ ὕπαρξή του τοῦ εἶναι ἄξια ἐπιλογῆς, το ἴδιο, ἤ παραπλήσια, ἄξια ἐπιλογῆς γι’ αὐτόν εἶναι ἡ ὕπαρξη τοῦ φίλου του. Ἀλλά εἴπαμε ὅτι ἡ ὕπαρξη εἶναι ἄξια ἐπιλογῆς, ἐπειδή ἔχομε τή συνείδηση ὅτι εἶναι ἀγαθή (διά τό αἰσθάνεσθαι αὐτοῦ [δήλ. τοῦ εἶναι][7] ἀγαθοῦ αὐτή ἡ συνειδητότητα (αἴσθησις) εἶναι καθ’ ἑαυτήν εὔχαριστη. Πρέπει συνεπῶς ὁ ἐνάρετος νά συμμετέχει στή συνείδηση πού ἔχει ὁ φίλος του γιά τήν ὕπαρξή του (συναισθάνεσθαι ἄρα δεῖ καί τοῦ φίλου ὅτι ἔστιν) κι αὐτό μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ, ἄν ζοῦνε μαζί καί ἄν μετέχουν σέ κοινούς λόγους καί σκέψεις (κοινωνεῖν λόγων καί διανοίας). Γιατί αὐτό μᾶλλον εἶναι το νόημα τοῦ νά ζοῦν μαζί οἱ ἄνθρωποι, καί ὄχι, ὅπως στήν περίπτωση ταῶν χορτοφάγων ζώων, νά βόσκουν στόν ἴδιο τόπο». (1170b5-14).
Χάρη στήν ἐπικοινωνία τῶν συνειδήσεων, ὁ διάλογος καί οἱ λογισμοί τῶν φίλων ἀποτελοῦν, σύμφωνα μέ τή συλλογιστική του Ἀριστοτέλη ἕνα ἑνιαῖο σύμπλεγμα πνευματικῆς ἐνέργειας, πού ἑνώνει τούς φίλους σε μιά κοινή εὐδαιμονία.
Ὁ φίλος, γιά τούς ἀνωτέρω λόγους, εἶναι ἄξιος ἐπιλογῆς. Και ὁ Ἀριστοτέλης καταλήγει μέ τό συμπέρασμα: «καί ὅ,τι εἶναι γιά τον μακάριο ἄνθρωπο ἄξιο ἐπιλογῆς πρέπει καί νά τό ἔχει, εἰδάλλως θά εἶναι ἀπό αύτή τήν ἄποψη ἐνδεής. Ἄρα θά πρέπει γιά νά εἶναι κάποιος εὐδαίμων να ἔχει ἐνάρετους φίλους» (1170b 17-19).
Μ’ ἔχει ἀπασχολήσει σ’αὐτή τή μελέτη ἡ διάκριση μεταξύ δύο ἐννοιῶν τῆς φιλίας πού χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀριστοτέλης στή θεωρία του γιά την τέλεια φιλία. Αὐτές εἶναι, πρῶτον, ἡ φιλία ὡς ἀνιδιοτελής ὑποκειμενική διάθεση πού χαρακτηρίζεται ἀπό τή βούληση τῶν ἀγαθῶν καί τῆς ὕπαρξης για χάρη τοῦ φίλου ὡς ἠθικῆς προσωπικότητας· καί, δεύτερον, ἡ φιλία ὡς ἀντικειμενική κατάσταση, πού ἑνώνει σέ μιά κοινή ἠθική, γνωσιακή καί συνειδησιακή ζωή, μέ στόχο τήν εὐδαιμονία, πρόσωπα πού εἶναι ἴσα ἀξιολογικά καί ὅμοια μεταξύ τους στίς ἐπιδιώξεις τους, ἀποτελώντας ὁ ἕνας για τον ἄλλο ἕνα δεύτερο ἑαυτό. Μέσα στά ὅρια ἑνός κοινοῦ βίου, ὁ ἐγωκεντρικός εὐδαιμονισμός ἐναρμονίζεται μέ τήν ἀνιδιοτελῆ ἐπιδίωξη τῆς εὐδαιμονίας τοῦ φίλου.
----------------------
[1] Ἡ εὐτραπελία εἶναι γιά τόν Ἀριστοτέλη μιά ἤθικη ἀρετή κοινωνικότητας (Η.Ν..Β. 1108a23-26).
[2] Ἡ φαινομενική τουλάχιστον ἀντίθεση μεταξύ της ἀπαίτησης γιά ἀντιφίλιση στή φιλία καί τοῦ ἐκθειασμοῦ τῆς ἀμέριστης ἀγάπης, πού ἀγνοεῖ τήν ἀνταπόκριση, ἀπασχολεῖ τόν L. Dugas στό βιβλίο του L’ Amitie antique (Παρίσι, 1894). Ἀρχικά ὁ Γάλλος μελετητής τῆς ἀρχαίας φιλίας ὁμιλεῖ γιά ἀντίφαση στή θεωρία τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τή φιλία (σ. 197-8), ἀλλά ἀργότερα ἀμβλύνει τήν ἔνταση, μιλώντας γιά δυό διαφορετικές προοπτικές γιά τή φιλία στόν Ἀριστοτέλη, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μία εἶναι κοινωνιολογική (μέ κυρίαρχη τήν ἔννοια τῆς κοινωνίας), ἐνῶ ἤ ἄλλη εἶναι ψυχολογική (μέ κυρίαρχη τήν ἔννοια τῆς συναισθηματικῆς ἀγάπης) (βλ. π.χ. σ. 202). Ἡ ὀντολογική δομή τῆς φιλίας ὡς ἀντικειμενικῆς κατάστασης , πού μέ ἐνδιαφέρει ἰδιαίτερα, δέν ἀπασχολεῖ τόν Dugas.[3] Τό ὅτι ἤ ἤθική της φιλίας στόν Ἀριστοτέλη δέν εἶναι ἤθική της μεσότητας, μεταξύ ὑπερβολῆς καί ἔλλειψης, ὑποστηρίζεται ἀπό τόν Stanislaw Tatarkiewicz, ὁ ὁποιος διακρίνει τρία διαφορετικά ἤθικα συστήματα στόν Ἀριστοτέλη, τήν ἠθική τοῦ πρακτικοῦ βίου. τήν ἠθική τοῦ θεωρητικοῦ βίου, καί τήν ἠθική της φιλίας (βλ.“ Les trois morales D’ Aristote”, Seances el Travaux de I’Academie des Sciences Morales et Poliriques. Παρίσι, 1931). ’Ἐσφαλμένη μοϋ φαίνεται ἤ ἄποψη τοῦ Paul Schollmeicr πού γράφει ὅτι κατά τόν Ἀριστοτέλη, [g]ood friends love one another neither too much nor too little, tor they find good qualities and activities lovable in each other, and these qualities and activities are in accordance with a mean”, (βλ.Other Selves: Aristotle on Personal and Political Friendship, State University ot New York Press, Albany, 1994. σ. 48.) Κρίνοντας τόν συλλογισμό τοῦ Schollmeier, ἄς παρατηρήσουμε ὅτι μπορεΐ μέν ὁ ἀξιαγάπητος χαρακτήρας τῶν ἐνάρετων φίλωνλων νά ἱκανοποιεῖ τόν κανόνα τοῦ μέτρου καί τῆς μεσότητος, χωρίς νά ἕπεται ὅτι καί ἤ ἀγάπη τῶν φίλων ὑπάγεται στόν κανόνα τοῦ μέτρου.[4] Πρβλ. τό σχόλιο τῶν R. A. Gautier καί J. Υ. Jolif γιά τούς στίχου; 1169b33-35, στό L'Ethique a Nicomaque, t. II, Commentaire, Louvain-Paris. 1970, σ. 753-754.[5] Θεωρῶ τό χωρίο τῶν Η.Ν., 1170a22-25 (οὐ δεῖ δέ... ἔστε φανερώτερον) ὡς σχόλιο ξένης χειρός πού παρεισέφρυσε στό κείμενο. Τό ζῆν ὁρίζεται ὡς ἡ ἐνέργεια τοῦ αἰσθάνεσθαι ἤ νοεῖν· τό «ὡρισμένον» τοῦ ζῆν ἔχει νά κάνει μέ τήν γνωσιακή φύση τοῦ ζῆν καί ὄχι, ὅπως στό , κατ’ ἐμέ, παρείσακτο χωρίο, μέ τήν ἀντίθεση πρός τήν ἀοριστία τῆς μοχθηρᾶς καί διεφθαρμένης ζωῆς. Τό παράλληλο τμῆμα τῶν Ἠθικῶν Εὐδημίων εἶναι σαφές γιά τόν γνωσιακό χαρακτήρα τοῦ «ὡρισμένον».[6] Τό ρῆμα «αἰσθάνεσθαι», στή συνειδησιακή του σημασία, πιστεύω ὅτι καλύπτει ἐξ ἴσου τήν αἴσθηση ὅσο καί τή νόηση. Γι’ αὐτό καί δέχομαι τήν κριτική διόρθωση τοῦ κειμένου τῶν στίχων 1170a31 -32 ἀπό τόν Bywater: «ὥστε ἄν αἰσθανώμεθ’, ὅτι αἰσθανόμεθα κἄν νοῶμεν, ὅτι νοοῦμεν».[7] Δέχομαι τήν διόρθωση «αὐτοῦ» (ἀντί τῆς γραφῆς «αὑτοῦ» ἤ «ἑαυτοῦ» Κοραη γιά τόν στίχο πού ἀντιστοιχεῖ στό 1 170b9. Ὁ Κοραής σχολιάζει: «Διά το αἰσθάνεσθαι αὐτοῦ (τουτέστι τοῦ εἶναι καί ζῆν) ὅτι ἄγαθόν ἐστι».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου