Η εργασία αυτή αποτελεί ένα «αυτοτελές» απόσπασμα μιας ευρύτερης προσπάθειας, που ξεκίνησε αρχικά από τη διαπραγμάτευση της έννοιας της ηδονής στον Πλάτωνα1, τον Αριστοτέλη2 και τον Επίκουρο3. Αργότερα εμπλέξαμε στην προβληματική της ηδονής και τις έρευνες του G. Ryle4, όπου θεωρήσαμε ή όπου κρίναμε ότι ο ίδιος υπονοεί-προϋποθέτει, άλλοτε ευνοϊκά και άλλοτε κριτικά, τις αριστοτελικές διαπραγματεύσεις για την ηδονή.
Στην εργασία αυτή αναπτύσσουμε, λοιπόν, τη σημασία συγκεκριμένων πτυχών της αριστοτελικής θεωρίας για την έννοια της ηδονής, όπως αυτές εμφανίστηκαν στην Αναλυτική Φιλοσοφία της Γλώσσας και ιδιαίτερα στις διερευνήσεις για την ηδονή στον G. Ryle.
Το ερώτημα είναι αν βασικές πτυχές της αριστοτελικής θεωρίας εμφανίζονται στις διερευνήσεις του G. Ryle. Το θέμα μας θα μπορούσε επίσης να διατυπωθεί ως εξής: Μπορεί κανείς βασισμένος στις διαπραγματεύσεις του Αριστοτέλη να κατανοήσει και τις διαφοροποιήσεις των θέσεων του G. Ryle;
Εφόσον άλλωστε το ερώτημα για τη σχέση της ηδονής με την όρεξιν - επιθυμίαν είναι κεντρικό όχι μόνο στον Αριστοτέλη αλλά και στον G. Ryle, δικαιολογημένος είναι επίσης ο έλεγχος της εγκυρότητας των αριστοτελικών θέσεων βάσει της διαπραγμάτευσης του G. Ryle.
Ο Ryle με την κριτική του θέση στρέφεται εναντίον της παραδοσιακής άποψης ότι η ηδονή είναι μία αίσθησις, ένα αίσθημα ή μία διάθεσις5. Με την πρόταση ότι έχουμε ευχαρίστηση σε μία ενέργεια ή μια ενέργεια μας κάνει ευχαρίστηση εννοούμε, κατά την άποψη του Ryle6, ότι θέλουμε (επιθυμούμε) αυτήν την ενέργεια και τίποτα άλλο. Η ηδονή είναι μια εκπληρωμένη προθυμία (propensity - to want) για ενέργεια - πράξη και για αντίδραση. Όταν λέμε ότι κάποιον τον ευχαριστεί (enjoy) να σκάβει, τότε, σύμφωνα με τη θέση του Ryle , με τη ρήση μας αυτή δεν εννοούμε ότι αυτός σκάβει και (ταυτόχρονα) βιώνει συμπληρωματικά ένα συνοδευτικό φαινόμενο ή μια ενέργεια του σκαψίματος. Εννοούμε περισσότερο ότι αυτός ήθελε (want) να σκάψει και δεν ήθελε να κάνει τίποτα άλλο εκτός από το να σκάβει. «Το σκάψιμό του ήταν η ευχαρίστησή του και όχι ένα όχημα της ευχαρίστησης του». Αυτή η ανάλυσή του Ryle συμφωνεί σε γενικές γραμμές με την αριστοτελική θέση και σε κάποιες πτυχές της στηρίζεται σημαντικά στη διαπραγμάτευση του Αριστοτέλη.
Οπωσδήποτε, αναφέρει ο Αριστοτέλης8, η ηδονή δεν φαίνεται να είναι ούτε διάνοια, ούτε αίσθησις. Η προβληματική του στο κεφάλαιο 5 της διαπραγμάτευσής του (Η.Ν. X, 1-6) ότι κάθε ηδονή είναι συνδεδεμένη και συγγενής προς μίαν ενέργειαν9 — την οποία τελειοποιεί και η οποία ενισχύεται με τη συγγενή προς αυτήν ηδονή εμφανίζεται ξεκάθαρα στον Ryle.
Σε άλλη εργασία του ο Ryle10 μεταθέτει τον τόνο της θετικής ανάλυσής του για την έννοια της ηδονής, από τις έννοιες της επιθυμίας – βούλησης στην έννοια της προσοχής - συγκέντρωσης (attending). 0 Ryle στην έρευνα του διακρίνει την προσοχή σε δύο είδη: υπάρχει μια προσοχή κατά την οποία πρέπει να συγκεντρωθούμε, να πιέσουμε τον εαυτό μας. Αυτή είναι το αποτέλεσμα ενεργειών που τις κάνουμε αποκλειστικά γι’ αυτόν τον σκοπό. Από αυτό το είδος προσοχής διαφέρει από εκείνη, η οποία δεν χρειάζεται καμιά ειδική καταβολή προσπαθειών, και που καλείται μάλλον από το αντικείμενο το ίδιο χωρίς την ειδική προσωπική μας συμβολή. Ο θεατής ενός ενδιαφέροντος αγώνα, π.χ., δεν χρειάζεται να καταβάλει ειδική προσωπική προσπάθεια για να παρακολουθήσει το παιγνίδι. Η έννοια της ηδονής υπάγεται σ’ αυτό το δεύτερο είδος προσοχής. Ο Ryle διαφωτίζει αυτό11 το θέμα παραπέμποντας σε δύο μεταφορές της γλώσσας.
Όταν έχουμε ευχαρίστηση σε ένα πράγμα, λέμε ότι είμαστε απορροφημένοι από αυτό ή ότι καταλαμβανόμαστε, ότι κατεχόμαστε από αυτό (αυτό μας κατέχει). Ένα παιδί που είναι απορροφημένο από το παιγνίδι του δεν εξαναγκάζει τον εαυτό του να παίξει. Απορροφάται μάλλον από το παιγνίδι του, όπως μια σταγόνα μελάνι από ένα στυπόχαρτο. Δεν υπάρχει μέσα του τίποτα που να ανθίσταται στο παιγνίδι του.
Και σε αυτήν την προοπτική ερμηνείας του Ryle η θεωρία του συμβιβάζεται με την αριστοτελική. Η έννοια της προσοχής εμφανίζεται στη δεύτερη διαπραγμάτευση της ηδονής Όταν ένα πράγμα, μια απασχόληση, μια ενέργεια μας ευχαριστεί, μας θέλγει σφόδρα, δεν απασχολούμαστε με τίποτα άλλο. Αντίθετα, όταν μια ενέργεια δεν μας ενδιαφέρει, είναι θεμιτό να προβαίνουμε σε εκτέλεση άλλων ενεργειών. Αυτή είναι, για παράδειγμα, η περίπτωσις εκείνων οι οποίοι κατά τη διάρκεια θεατρικών παραστάσεων τρώγουν ξηρούς καρπούς· και αυτό το κάνουν κατ’ εξοχήν, όταν τα δρώντα πρόσωπα είναι κακοί ηθοποιοί. Το φαινόμενο της μονοτονίας μπορεί επίσης να ερμηνευθεί κατά τον ίδιο τρόπο. Σε ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα επιθυμεί κανείς να γνωρίσει πώς θα καταλήξει, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο για ένα μονότονο. Επίσης ένας αθλητικός αγώνας είναι μονότονος (ανιαρός), όταν η μία ομάδα παίζει τόσο άσχημα, ώστε η κατωτερότητά της (η ήττα) είναι σίγουρη από την αρχή του παιγνιδιού. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα προκύψει η επιθυμία να γνωρίσουμε ποιός είναι ο νικητής. Επειδή κάποιος δεν είναι τελείως συνεπαρμένος από μια μονότονη ενέργεια, δεν συμβαίνει να προκύπτουν άλλα ερεθίσματα. Γι’ αυτό λοιπόν, όπως αναφέρθηκε, σε μια κακή θεατρική παράσταση δεν συμβαίνει να τρώει κανείς σπόρια ή γλυκά13.
Η έννοια της προσοχής του Ryle μπορεί να αντικατασταθεί επίσης από την έννοια του ανεμποδίστου μιας ενέργειας. Η θεωρία της προσοχής θα μπορούσε μάλιστα να συνιστά και ερμηνευτική πτυχή της αριστοτελικής έννοιας περί του ανεμποδίστου μιας ενέργειας.
Αυτό φαίνεται καθαρά στο εξής παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος διαβάζει ένα βιβλίο και κατά την ανάγνωσή του η προσοχή του αποσπάται από ένα αίσθημα πείνας ή από τον ήχο της μουσικής σε ένα διπλανό δωμάτιο. Ο Ryle, όπως και ο Αριστοτέλης, θα έλεγαν ότι αυτός δεν απολαμβάνει το ανάγνωσμα. Η αριστοτελική εξήγηση γι’ αυτό θα ήταν η εξής: αυτό το οποίο θέλει αυτός ή αυτό το οποίο αφορά την επιθυμία του είναι η ανάγνωση του βιβλίου, γιατί αυτή είναι η ενέργεια την οποία αποφάσισε να κάνει. Δε μπορεί όμως να εκπληρώσει ανεμπόδιστα αυτήν την ενέργεια και συνεπώς δε μπορεί να πετύχει τον σκοπό της επιθυμίας - επιδίωξής του. Η ενέργεια του εμποδίζεται από το ερέθισμα να φάει κάτι οδηγημένη από το λόγο επιδίωξή του δε μπορεί να τον κάνει να συγκεντρωθεί < ανάγνωσμα, αλλά πρέπει να υπερνικήσει αυτό το ερέθισμα14.
Κατά παρόμοιο τρόπο η ενέργεια του ακούσματος της μουσικής εμποδίζει ενέργεια του διαβάσματος ενός βιβλίου. Ευχαρίστηση στο ανάγνωσμα θα έχει κανείς μόνο τότε, όταν μπορεί να κάνει αυτό που θέλει χωρίς να εμποδίζεται από άλλο ερέθισμα ή μια άλλη ενέργεια.
Σύμφωνα με τη δεύτερη διαπραγμάτευση της ηδονής, η ηδονή σε μια διαφορετική ενέργεια εμποδίζει ή καταστρέφει την ενέργεια την οποία ασκεί κανείς εκείνη τη στιγμή. Αν ένας άνθρωπος που αγαπά τη μουσική ακούσει ξαφνικά κατά τη διάρκεια μιας παράδοσης τη μελωδία μιας φλογέρας, δεν είναι πλέον σε θέση παρακολουθήσει την παράδοση. Η ενέργεια την οποία αγαπά ασκεί επάνω του ισχυρότερο ερέθισμα και έτσι καταστρέφει την άλλη ενέργεια . Το ίδιο εννοεί ο Αριστοτέλης, όταν λέει ότι μόνο ο αγαθός μπορεί να έχει ευχαρίστηση σε εν τες πράξεις16. Η ευχαρίστηση αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι η οδηγημένη το λόγο επιδίωξή του δεν εμποδίζεται από κανένα αντιτιθέμενο ερέθισμα ή επιθυμία ή πάθος. Ο αγαθός έχει ευχαρίστηση στο αγαθό, γιατί επιδιώκει μόνο αυτό τίποτα άλλο17.
Στην εργασία αυτή αναπτύσσουμε, λοιπόν, τη σημασία συγκεκριμένων πτυχών της αριστοτελικής θεωρίας για την έννοια της ηδονής, όπως αυτές εμφανίστηκαν στην Αναλυτική Φιλοσοφία της Γλώσσας και ιδιαίτερα στις διερευνήσεις για την ηδονή στον G. Ryle.
Το ερώτημα είναι αν βασικές πτυχές της αριστοτελικής θεωρίας εμφανίζονται στις διερευνήσεις του G. Ryle. Το θέμα μας θα μπορούσε επίσης να διατυπωθεί ως εξής: Μπορεί κανείς βασισμένος στις διαπραγματεύσεις του Αριστοτέλη να κατανοήσει και τις διαφοροποιήσεις των θέσεων του G. Ryle;
Εφόσον άλλωστε το ερώτημα για τη σχέση της ηδονής με την όρεξιν - επιθυμίαν είναι κεντρικό όχι μόνο στον Αριστοτέλη αλλά και στον G. Ryle, δικαιολογημένος είναι επίσης ο έλεγχος της εγκυρότητας των αριστοτελικών θέσεων βάσει της διαπραγμάτευσης του G. Ryle.
Ο Ryle με την κριτική του θέση στρέφεται εναντίον της παραδοσιακής άποψης ότι η ηδονή είναι μία αίσθησις, ένα αίσθημα ή μία διάθεσις5. Με την πρόταση ότι έχουμε ευχαρίστηση σε μία ενέργεια ή μια ενέργεια μας κάνει ευχαρίστηση εννοούμε, κατά την άποψη του Ryle6, ότι θέλουμε (επιθυμούμε) αυτήν την ενέργεια και τίποτα άλλο. Η ηδονή είναι μια εκπληρωμένη προθυμία (propensity - to want) για ενέργεια - πράξη και για αντίδραση. Όταν λέμε ότι κάποιον τον ευχαριστεί (enjoy) να σκάβει, τότε, σύμφωνα με τη θέση του Ryle , με τη ρήση μας αυτή δεν εννοούμε ότι αυτός σκάβει και (ταυτόχρονα) βιώνει συμπληρωματικά ένα συνοδευτικό φαινόμενο ή μια ενέργεια του σκαψίματος. Εννοούμε περισσότερο ότι αυτός ήθελε (want) να σκάψει και δεν ήθελε να κάνει τίποτα άλλο εκτός από το να σκάβει. «Το σκάψιμό του ήταν η ευχαρίστησή του και όχι ένα όχημα της ευχαρίστησης του». Αυτή η ανάλυσή του Ryle συμφωνεί σε γενικές γραμμές με την αριστοτελική θέση και σε κάποιες πτυχές της στηρίζεται σημαντικά στη διαπραγμάτευση του Αριστοτέλη.
Οπωσδήποτε, αναφέρει ο Αριστοτέλης8, η ηδονή δεν φαίνεται να είναι ούτε διάνοια, ούτε αίσθησις. Η προβληματική του στο κεφάλαιο 5 της διαπραγμάτευσής του (Η.Ν. X, 1-6) ότι κάθε ηδονή είναι συνδεδεμένη και συγγενής προς μίαν ενέργειαν9 — την οποία τελειοποιεί και η οποία ενισχύεται με τη συγγενή προς αυτήν ηδονή εμφανίζεται ξεκάθαρα στον Ryle.
Σε άλλη εργασία του ο Ryle10 μεταθέτει τον τόνο της θετικής ανάλυσής του για την έννοια της ηδονής, από τις έννοιες της επιθυμίας – βούλησης στην έννοια της προσοχής - συγκέντρωσης (attending). 0 Ryle στην έρευνα του διακρίνει την προσοχή σε δύο είδη: υπάρχει μια προσοχή κατά την οποία πρέπει να συγκεντρωθούμε, να πιέσουμε τον εαυτό μας. Αυτή είναι το αποτέλεσμα ενεργειών που τις κάνουμε αποκλειστικά γι’ αυτόν τον σκοπό. Από αυτό το είδος προσοχής διαφέρει από εκείνη, η οποία δεν χρειάζεται καμιά ειδική καταβολή προσπαθειών, και που καλείται μάλλον από το αντικείμενο το ίδιο χωρίς την ειδική προσωπική μας συμβολή. Ο θεατής ενός ενδιαφέροντος αγώνα, π.χ., δεν χρειάζεται να καταβάλει ειδική προσωπική προσπάθεια για να παρακολουθήσει το παιγνίδι. Η έννοια της ηδονής υπάγεται σ’ αυτό το δεύτερο είδος προσοχής. Ο Ryle διαφωτίζει αυτό11 το θέμα παραπέμποντας σε δύο μεταφορές της γλώσσας.
Όταν έχουμε ευχαρίστηση σε ένα πράγμα, λέμε ότι είμαστε απορροφημένοι από αυτό ή ότι καταλαμβανόμαστε, ότι κατεχόμαστε από αυτό (αυτό μας κατέχει). Ένα παιδί που είναι απορροφημένο από το παιγνίδι του δεν εξαναγκάζει τον εαυτό του να παίξει. Απορροφάται μάλλον από το παιγνίδι του, όπως μια σταγόνα μελάνι από ένα στυπόχαρτο. Δεν υπάρχει μέσα του τίποτα που να ανθίσταται στο παιγνίδι του.
Και σε αυτήν την προοπτική ερμηνείας του Ryle η θεωρία του συμβιβάζεται με την αριστοτελική. Η έννοια της προσοχής εμφανίζεται στη δεύτερη διαπραγμάτευση της ηδονής Όταν ένα πράγμα, μια απασχόληση, μια ενέργεια μας ευχαριστεί, μας θέλγει σφόδρα, δεν απασχολούμαστε με τίποτα άλλο. Αντίθετα, όταν μια ενέργεια δεν μας ενδιαφέρει, είναι θεμιτό να προβαίνουμε σε εκτέλεση άλλων ενεργειών. Αυτή είναι, για παράδειγμα, η περίπτωσις εκείνων οι οποίοι κατά τη διάρκεια θεατρικών παραστάσεων τρώγουν ξηρούς καρπούς· και αυτό το κάνουν κατ’ εξοχήν, όταν τα δρώντα πρόσωπα είναι κακοί ηθοποιοί. Το φαινόμενο της μονοτονίας μπορεί επίσης να ερμηνευθεί κατά τον ίδιο τρόπο. Σε ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα επιθυμεί κανείς να γνωρίσει πώς θα καταλήξει, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο για ένα μονότονο. Επίσης ένας αθλητικός αγώνας είναι μονότονος (ανιαρός), όταν η μία ομάδα παίζει τόσο άσχημα, ώστε η κατωτερότητά της (η ήττα) είναι σίγουρη από την αρχή του παιγνιδιού. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα προκύψει η επιθυμία να γνωρίσουμε ποιός είναι ο νικητής. Επειδή κάποιος δεν είναι τελείως συνεπαρμένος από μια μονότονη ενέργεια, δεν συμβαίνει να προκύπτουν άλλα ερεθίσματα. Γι’ αυτό λοιπόν, όπως αναφέρθηκε, σε μια κακή θεατρική παράσταση δεν συμβαίνει να τρώει κανείς σπόρια ή γλυκά13.
Η έννοια της προσοχής του Ryle μπορεί να αντικατασταθεί επίσης από την έννοια του ανεμποδίστου μιας ενέργειας. Η θεωρία της προσοχής θα μπορούσε μάλιστα να συνιστά και ερμηνευτική πτυχή της αριστοτελικής έννοιας περί του ανεμποδίστου μιας ενέργειας.
Αυτό φαίνεται καθαρά στο εξής παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος διαβάζει ένα βιβλίο και κατά την ανάγνωσή του η προσοχή του αποσπάται από ένα αίσθημα πείνας ή από τον ήχο της μουσικής σε ένα διπλανό δωμάτιο. Ο Ryle, όπως και ο Αριστοτέλης, θα έλεγαν ότι αυτός δεν απολαμβάνει το ανάγνωσμα. Η αριστοτελική εξήγηση γι’ αυτό θα ήταν η εξής: αυτό το οποίο θέλει αυτός ή αυτό το οποίο αφορά την επιθυμία του είναι η ανάγνωση του βιβλίου, γιατί αυτή είναι η ενέργεια την οποία αποφάσισε να κάνει. Δε μπορεί όμως να εκπληρώσει ανεμπόδιστα αυτήν την ενέργεια και συνεπώς δε μπορεί να πετύχει τον σκοπό της επιθυμίας - επιδίωξής του. Η ενέργεια του εμποδίζεται από το ερέθισμα να φάει κάτι οδηγημένη από το λόγο επιδίωξή του δε μπορεί να τον κάνει να συγκεντρωθεί < ανάγνωσμα, αλλά πρέπει να υπερνικήσει αυτό το ερέθισμα14.
Κατά παρόμοιο τρόπο η ενέργεια του ακούσματος της μουσικής εμποδίζει ενέργεια του διαβάσματος ενός βιβλίου. Ευχαρίστηση στο ανάγνωσμα θα έχει κανείς μόνο τότε, όταν μπορεί να κάνει αυτό που θέλει χωρίς να εμποδίζεται από άλλο ερέθισμα ή μια άλλη ενέργεια.
Σύμφωνα με τη δεύτερη διαπραγμάτευση της ηδονής, η ηδονή σε μια διαφορετική ενέργεια εμποδίζει ή καταστρέφει την ενέργεια την οποία ασκεί κανείς εκείνη τη στιγμή. Αν ένας άνθρωπος που αγαπά τη μουσική ακούσει ξαφνικά κατά τη διάρκεια μιας παράδοσης τη μελωδία μιας φλογέρας, δεν είναι πλέον σε θέση παρακολουθήσει την παράδοση. Η ενέργεια την οποία αγαπά ασκεί επάνω του ισχυρότερο ερέθισμα και έτσι καταστρέφει την άλλη ενέργεια . Το ίδιο εννοεί ο Αριστοτέλης, όταν λέει ότι μόνο ο αγαθός μπορεί να έχει ευχαρίστηση σε εν τες πράξεις16. Η ευχαρίστηση αυτή συνίσταται στο γεγονός ότι η οδηγημένη το λόγο επιδίωξή του δεν εμποδίζεται από κανένα αντιτιθέμενο ερέθισμα ή επιθυμία ή πάθος. Ο αγαθός έχει ευχαρίστηση στο αγαθό, γιατί επιδιώκει μόνο αυτό τίποτα άλλο17.
-----------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 1. Δες Manolidis, G. «Zu Epikurs Stellungnahme zur platonischen Hedone-Diskussion im “Philel Archiv fur Begriffsgeschichte, 32, Bonn 1989, 90-102. Επίσης Μανωλίδης,
«Η προβληματική “γένεσις -ουσία” στο Φίληβο και ο Επίκουρος», ΕΦΕ, 6, 1989, 45-49.
2. 2. Δες Manolidis, “G. Einige grundsatzliche Betrachtungen zur Affektentheorie des Aristoteles”, σοφία, 19, 1990, 341-351. Επίσης, “Manolidis, Einige grundsaztliche
Betrachtungen zum Begriff os” bei Aristoteles”, Πλάτων, 40, 1988, 52-60.
3. 3. Δες Manolidis, “G. Epikurs Stellungnahme zur aristotelischen Hedone - Diskussion in der Niko ischen Ethik”, Zeitschrift fur philosophischen Forschung 1991, Heft 4, 540-
554. Του ιδίου, Die der Physiologie in der Philosophic Epikurs, Frankfurt 1987, στο παράρτημα: 162-175 με θέμα την ηδονή στον Επίκουρο.
4. 4. Οι κύριες εργασίες του G. Ryle, σχετικά με το ζήτημα της ηδονής και τα επιχειρήματά Dilemmas, Cambridge 1954, b. “Pleasure”, The Aristotelian Society, Supplementary
Volume X 1954, 135-146, c. The Concept of Mind, London 1949.
5. Στο Concept Κεφ. 4, παρ. 6 o Ryle εκπροσωπεί την άποψη, που θα αναθεωρήσει αργότερα εργασία του “Pleasure”, ότι η ηδονή είναι δυνατόν να χαρακτηρίζει επίσης μια
διάθεση (mood)
6. Concept, κεφ. 4, παρ. 6
7. Concept, ό.π.
8. 1175 b 40-42, 1153 a 14-17.
9. 175 a 34-37 a 14-17.
10. Pleasure, 1153.
11. Pleasure, 143.
12. 175 b 1-16
13. 1175 b 12-16.
14. 1175 a 4.
15. 1175 b 1.
16. 1104 b 3.
17. Ευελπιστούμε ότι σε εύθετο χρόνο θα παρουσιάσουμε τα βασικά επιχειρήματα της αντιπαράθεσης για την ηδονή στη βιβλιογραφία, με αφετηρία τις διαπραγματεύσεις του G. Ryle και τις απόψεις ενστάσεις των: Gallie W. Β., Gosling J. C. Β., Kenny A., Manser A.R., Penelhum Τ., Taylor C. C. W. και Wright G. H.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου