Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΠΙΝΔΑΡΟΣ - •Πυθιονίκαις I - Ἱέρωνι Αἰτναίῳ ἅρματι (1.61-1.80)

τῷ πόλιν κείναν θεοδμάτῳ σὺν ἐλευθερίᾳ [στρ. δ]
Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔ-
κτισσε· θέλοντι δὲ Παμφύλου
καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοι
ὄχθαις ὕπο Ταϋγέτου ναίοντες αἰ-
εὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ
65 Δωριεῖς. ἔσχον δ᾽ Ἀμύκλας ὄλβιοι
Πινδόθεν ὀρνύμενοι, λευκοπώλων
Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι
γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς.

Ζεῦ τέλει᾽, αἰεὶ δὲ τοιαύταν Ἀμένα παρ᾽ ὕδωρ [αντ. δ]
αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρί-
νειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων.
σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνήρ,
70 υἱῷ τ᾽ ἐπιτελλόμενος, δᾶμον γεραί-
ρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν.
λίσσομαι νεῦσον, Κρονίων, ἥμερον
ὄφρα κατ᾽ οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσα-
νῶν τ᾽ ἀλαλατὸς ἔχῃ, ναυ-
σίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας,

οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον, [επωδ. δ]
ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόν-
τῳ βάλεθ᾽ ἁλικίαν,
75 Ἑλλάδ᾽ ἐξέλκων βαρείας δουλίας. ἀρέομαι
πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν
μισθόν, ἐν Σπάρτᾳ δ᾽ ‹ἀπὸ› τᾶν πρὸ Κιθαιρῶνος μαχᾶν,
ταῖσι Μήδειοι κάμον ἀγκυλότοξοι,
παρ‹ὰ› δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν
Ἱμέρα παίδεσσιν ὕμνον Δεινομένεος τελέσαις,
80 τὸν ἐδέξαντ᾽ ἀμφ᾽ ἀρετᾷ, πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων.
***
Γι᾽ αυτόν ο Ιέρων έχτισε την πόλη εκείνη —τη λευτεριά της πύργωσαν θεοί— [στρ. δ]αλφαδιασμένη με τους νόμους της φυλής του Ύλλου·μα και του Πάμφυλου οι απόγονοι καθώς και των Ηρακλειδώνπου ζούνε στα ριζά του Ταϋγέτουθέλουνε να κρατούνε τους θεσμούς του Αιγιμιού65μένοντας πάντα Δωριείς.Από την Πίνδο ξεκινώντας, πήραν οι μακάριοι τις Αμύκλες,οι τρισένδοξοι γείτονες των Τυνδαριδών με τα λευκά τ᾽ άλογα,κι άνθησε του κονταριού τους η φήμη.
Ω Δία που τέλος σε όλα δίνεις, μακάρι πλάι στου Αμένα τα νερά να βγαίνει αληθινός [αντ. δ]ο λόγος των ανθρώπωνπου τέτοια μοίρα πάντοτε ορίζει σε βασιλιάδες και πολίτες.70Με σέ βοηθό ο άρχοντας δίνει στον γιο του συμβουλές·μακάρι τον λαό να τιμήσει και να τον οδηγήσει σε ομοφροσύνη και γαλήνη.Κατάνευσε, παρακαλώ σε, γιε του Κρόνου,ήμεροι οι Φοίνικες στη χώρα τους να μένουν,κι οι Τυρρηνοί χωρίς αλαλαγμούς πολέμου,βλέποντας μπρος στην Κύμη πώς η έπαρσή τους στον στόλο θρήνο έφερε·
απ᾽ των Συρακουσίων τον αρχηγό το ξέρουνε τί πάθαν, [επωδ. δ]σαν τους εδάμασε και πέταξε απ᾽ τα γοργά καράβια στη θάλασσα75τη νιότη, την Ελλάδα από βαριά σκλαβιά λυτρώνοντας.Τη Σαλαμίνα υμνώντας θα κερδίσω την εύνοια της Αθήνας γι᾽ αμοιβή μου·της Σπάρτης την εύνοια, αν υμνήσω τη μάχη κοντά στον Κιθαιρώνα,εκεί που οι Μήδοι οι καμπυλότοξοι λυγίσαν·και για του Δεινομένη τα παιδιά ύμνο θα πλέξω,80που τον εκέρδισαν με την παλικαριά τους,πλάι στου Ιμέρα τα γάργαρα νεράτον εχθρικό στρατό τσακίζοντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου