Επέμβαση του Δία και τέλος της μάχης με παρέμβαση των καβουριών
Ὢ πόποι ἦ μέγα θαῦμα τόδ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι·
οὐ μικρόν με πλήσσει Μεριδάρπαξ ὃς κατὰ λίμνην
Ἅρπαξ ἐν βατράχοισιν ἀμείβεται· ἀλλὰ τάχιστα
275Παλλάδα πέμψωμεν πολεμόκλονον ἢ καὶ Ἄρηα,
οἵ μιν ἐπισχήσουσι μάχης κρατερόν περ ἐόντα.
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη Κρονίδης· Ἄρης δ᾽ ἀπαμείβετο μύθῳ·
οὔτ᾽ ἄρ᾽ Ἀθηναίης Κρονίδη σθένος οὔτε Ἄρηος
ἰσχύει βατράχοισιν ἀμυνέμεν αἰπὺν ὄλεθρον.
280ἀλλ᾽ ἄγε πάντες ἴωμεν ἀρηγόνες· ἢ τὸ σὸν ὅπλον
κινείσθω μέγα τιτανοκτόνον ὀβριμοεργόν·
ὥς ποτε καὶ Καπανῆα κατέκτανες ὄβριμον ἄνδρα
καὶ μέγαν Ἐγκελάδοντα καὶ ἄγρια φῦλα Γιγάντων,
κινείσθω· οὕτω γὰρ ἁλώσεται ὅς τις ἄριστος.
285Ὣς ἄρ᾽ ἔφη· Κρονίδης δὲ βαλὼν ἀργῆτα κεραυνὸν
πρῶτα μὲν ἐβρόντησε, μέγαν δ᾽ ἐλέλιξεν Ὄλυμπον.
αὐτὰρ ἔπειτα κεραυνὸν δειμαλέον διὸς ὅπλον
ἧκ᾽ ἐπιδινήσας· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἔπτατο χειρὸς ἄνακτος.
πάντας μέν ῥ᾽ ἐφόβησε βαλὼν βατράχους τε μύας τε·
290ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἀπέληγε μυῶν στρατός, ἀλλ᾽ ἔτι μᾶλλον
ἔλπετο πορθήσειν βατράχων γένος αἰχμητάων,
εἰ μὴ ἀπ᾽ Οὐλύμπου βατράχους ἐλέησε Κρονίων,
ὅς ῥα τότ᾽ ἐν βατράχοισιν ἀρωγοὺς εὐθὺς ἔπεμψεν.
Ἦλθον δ᾽ ἐξαίφνης νωτάκμονες, ἀγκυλοχεῖλαι,
295λοξοβάται, στρεβλοί, ψαλιδόστομοι, ὀστρακόδερμοι,
ὀστοφυεῖς, πλατύνωτοι, ἀποστίλβοντες ἐν ὤμοις,
βλαισοί, χειλοτένοντες, ἀπὸ στέρνων ἐσορῶντες,
ὀκτάποδες, δικάρηνοι, ἀχειρέες, οἱ δὲ καλεῦνται
καρκίνοι, οἵ ῥα μυῶν οὐρὰς στομάτεσσιν ἔκοπτον
300ἠδὲ πόδας καὶ χεῖρας· ἀνεγνάμπτοντο δὲ λόγχαι.
τοὺς δὴ ὑπέδεισαν δειλοὶ μύες οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔμειναν,
ἐς δὲ φυγὴν ἐτράποντο· ἐδύετο δ᾽ ἥλιος ἤδη,
καὶ πολέμου τελετὴ μονοήμερος ἐξετελέσθη.
***
Η πολύνεκρη μάχη παίρνει τέλος
― Αλί, τρανό κακό τα μάτια μου θωρούν, τρανή λαχτάρα·τρέμω καθώς στη λίμνη μ᾽ άρματα τον Κομματά ξανοίγωστο βατραχόστρατο να χύνεται· καθόλου μην αργείτε,275την Αθηνά την πολεμόχαρη να στείλουμε ή τον Άρη,να τον κρατήσουν απ᾽ τον πόλεμο μακριά, κι ας μην κρατιέται.Έτσι του Κρόνου ο γιος εμίλησε· και του αποκρίθη ο Άρης.― Της Αθηνάς πια τώρα η δύναμη και του Άρη, γιε του Κρόνου,δεν το μπορούν τον άφευχτο όλεθρο να διώξουν των βατράχων.280Γι᾽ αυτό να τους συνδράμουμε όλοι μας· ή το δικό σου το όπλοβρόντα το, που Τιτάνες ρήμαξε κι έργα τρανά τελειώνει.Κι ως αστραπόκαψες τον άσεβο τον Καπανέα, το γαύρο,και τον τρανό των Εγκελάδοντα κι άγριες φυλές Γιγάντων,έτσι καθέναν που είναι ακράτητος θα τον καταδαμάσεις.285Έτσι είπε αυτός· και τ᾽ αστροπέλεκο του Κρόνου ο γιος αρπάζει.Πρώτα μπουμπούνισε, τον Όλυμπο τον αψηλό τραντάζει,κι ευθύς μετά στριφογυρίζοντας το τρομερό του το όπλοτο σφεντονάει, κι εκείνο πέταξε απ᾽ του βασιλιά το χέρι·κι ως έπεφτε απ᾽ το φόβο ζάρωσαν βατράχια και ποντίκια.290Μα κι έτσι οι ποντικοί δεν έπαυαν τη μάχη, κι είχαν τώραπιότερη ελπίδα πως θα κούρσευαν τους μαχητές βατράχους,αν απ᾽ τον Όλυμπο θωρώντας τους δεν τους ψυχοπονούσετου Κρόνου ο γιος, που ευθύς τους έστειλε βοηθούς να τους γλιτώσουν.Μακροχειλάτα ξάφνου πρόβαλαν, μ᾽ αρματωσιά στη ράχη,295λοξοπερπάτητα, στραβόκορμα, με ψαλιδένιο στόμα,σκληρά, πλακουτσωτά, όλο κόκκαλα, μ᾽ αστραφτερούς τούς ώμους,μακρόνυχα και στραβοπόδαρα, με μάτια μπρος στο στήθος,μ᾽ οχτώ ποδάρια και δικέφαλα, κουλά, και που καβούριατα λεν, και με τα στόματα έκοβαν των ποντικών τα πόδια,300τα χέρια, τις ουρές, κι απάνω τους στραβώναν τα κοντάρια.Τρομάζουν τότε οι φοβητσιάρηδες οι ποντικοί, το βάζουνστα πόδια κι άλλο πια δεν άντεξαν· βασίλευε πια ο ήλιος,κι έπαψε ο πόλεμος, που κράτησε μονάχα μιαν ημέρα.
Ὢ πόποι ἦ μέγα θαῦμα τόδ᾽ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι·
οὐ μικρόν με πλήσσει Μεριδάρπαξ ὃς κατὰ λίμνην
Ἅρπαξ ἐν βατράχοισιν ἀμείβεται· ἀλλὰ τάχιστα
275Παλλάδα πέμψωμεν πολεμόκλονον ἢ καὶ Ἄρηα,
οἵ μιν ἐπισχήσουσι μάχης κρατερόν περ ἐόντα.
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη Κρονίδης· Ἄρης δ᾽ ἀπαμείβετο μύθῳ·
οὔτ᾽ ἄρ᾽ Ἀθηναίης Κρονίδη σθένος οὔτε Ἄρηος
ἰσχύει βατράχοισιν ἀμυνέμεν αἰπὺν ὄλεθρον.
280ἀλλ᾽ ἄγε πάντες ἴωμεν ἀρηγόνες· ἢ τὸ σὸν ὅπλον
κινείσθω μέγα τιτανοκτόνον ὀβριμοεργόν·
ὥς ποτε καὶ Καπανῆα κατέκτανες ὄβριμον ἄνδρα
καὶ μέγαν Ἐγκελάδοντα καὶ ἄγρια φῦλα Γιγάντων,
κινείσθω· οὕτω γὰρ ἁλώσεται ὅς τις ἄριστος.
285Ὣς ἄρ᾽ ἔφη· Κρονίδης δὲ βαλὼν ἀργῆτα κεραυνὸν
πρῶτα μὲν ἐβρόντησε, μέγαν δ᾽ ἐλέλιξεν Ὄλυμπον.
αὐτὰρ ἔπειτα κεραυνὸν δειμαλέον διὸς ὅπλον
ἧκ᾽ ἐπιδινήσας· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἔπτατο χειρὸς ἄνακτος.
πάντας μέν ῥ᾽ ἐφόβησε βαλὼν βατράχους τε μύας τε·
290ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς ἀπέληγε μυῶν στρατός, ἀλλ᾽ ἔτι μᾶλλον
ἔλπετο πορθήσειν βατράχων γένος αἰχμητάων,
εἰ μὴ ἀπ᾽ Οὐλύμπου βατράχους ἐλέησε Κρονίων,
ὅς ῥα τότ᾽ ἐν βατράχοισιν ἀρωγοὺς εὐθὺς ἔπεμψεν.
Ἦλθον δ᾽ ἐξαίφνης νωτάκμονες, ἀγκυλοχεῖλαι,
295λοξοβάται, στρεβλοί, ψαλιδόστομοι, ὀστρακόδερμοι,
ὀστοφυεῖς, πλατύνωτοι, ἀποστίλβοντες ἐν ὤμοις,
βλαισοί, χειλοτένοντες, ἀπὸ στέρνων ἐσορῶντες,
ὀκτάποδες, δικάρηνοι, ἀχειρέες, οἱ δὲ καλεῦνται
καρκίνοι, οἵ ῥα μυῶν οὐρὰς στομάτεσσιν ἔκοπτον
300ἠδὲ πόδας καὶ χεῖρας· ἀνεγνάμπτοντο δὲ λόγχαι.
τοὺς δὴ ὑπέδεισαν δειλοὶ μύες οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἔμειναν,
ἐς δὲ φυγὴν ἐτράποντο· ἐδύετο δ᾽ ἥλιος ἤδη,
καὶ πολέμου τελετὴ μονοήμερος ἐξετελέσθη.
***
Η πολύνεκρη μάχη παίρνει τέλος
― Αλί, τρανό κακό τα μάτια μου θωρούν, τρανή λαχτάρα·τρέμω καθώς στη λίμνη μ᾽ άρματα τον Κομματά ξανοίγωστο βατραχόστρατο να χύνεται· καθόλου μην αργείτε,275την Αθηνά την πολεμόχαρη να στείλουμε ή τον Άρη,να τον κρατήσουν απ᾽ τον πόλεμο μακριά, κι ας μην κρατιέται.Έτσι του Κρόνου ο γιος εμίλησε· και του αποκρίθη ο Άρης.― Της Αθηνάς πια τώρα η δύναμη και του Άρη, γιε του Κρόνου,δεν το μπορούν τον άφευχτο όλεθρο να διώξουν των βατράχων.280Γι᾽ αυτό να τους συνδράμουμε όλοι μας· ή το δικό σου το όπλοβρόντα το, που Τιτάνες ρήμαξε κι έργα τρανά τελειώνει.Κι ως αστραπόκαψες τον άσεβο τον Καπανέα, το γαύρο,και τον τρανό των Εγκελάδοντα κι άγριες φυλές Γιγάντων,έτσι καθέναν που είναι ακράτητος θα τον καταδαμάσεις.285Έτσι είπε αυτός· και τ᾽ αστροπέλεκο του Κρόνου ο γιος αρπάζει.Πρώτα μπουμπούνισε, τον Όλυμπο τον αψηλό τραντάζει,κι ευθύς μετά στριφογυρίζοντας το τρομερό του το όπλοτο σφεντονάει, κι εκείνο πέταξε απ᾽ του βασιλιά το χέρι·κι ως έπεφτε απ᾽ το φόβο ζάρωσαν βατράχια και ποντίκια.290Μα κι έτσι οι ποντικοί δεν έπαυαν τη μάχη, κι είχαν τώραπιότερη ελπίδα πως θα κούρσευαν τους μαχητές βατράχους,αν απ᾽ τον Όλυμπο θωρώντας τους δεν τους ψυχοπονούσετου Κρόνου ο γιος, που ευθύς τους έστειλε βοηθούς να τους γλιτώσουν.Μακροχειλάτα ξάφνου πρόβαλαν, μ᾽ αρματωσιά στη ράχη,295λοξοπερπάτητα, στραβόκορμα, με ψαλιδένιο στόμα,σκληρά, πλακουτσωτά, όλο κόκκαλα, μ᾽ αστραφτερούς τούς ώμους,μακρόνυχα και στραβοπόδαρα, με μάτια μπρος στο στήθος,μ᾽ οχτώ ποδάρια και δικέφαλα, κουλά, και που καβούριατα λεν, και με τα στόματα έκοβαν των ποντικών τα πόδια,300τα χέρια, τις ουρές, κι απάνω τους στραβώναν τα κοντάρια.Τρομάζουν τότε οι φοβητσιάρηδες οι ποντικοί, το βάζουνστα πόδια κι άλλο πια δεν άντεξαν· βασίλευε πια ο ήλιος,κι έπαψε ο πόλεμος, που κράτησε μονάχα μιαν ημέρα.