Από τη στιγμή που τα καταναλωτικά αγαθά παράγονται από τους εργάτες, τους τεχνίτες και τους γεωργούς, η υλική ευμάρεια της πόλης θεωρείται εξασφαλισμένη. Αυτό που μένει είναι η θέση της πόλης που σαφώς έχει τεράστια σημασία πρώτα απ’ όλα για την υγεία του πληθυσμού: «… επειδή» (η υγεία εννοείται) «έχει απόλυτη προτεραιότητα (γιατί οι πόλεις με προσανατολισμό προς την ανατολή και τους ανατολικούς ανέμους είναι καλύτερες για την υγεία, δεύτερο όσες δεν τις πιάνουν οι βόρειοι άνεμοι, γιατί έχουν πιο ήπιο χειμώνα)». (1330a 38 – 41).
Αρχαία Αλεξάνδρεια το 30 π.Χ. Πόλη της Αιγύπτου των ελληνιστικών χρόνων
Με άλλα λόγια, η εξασφάλιση των σωστών κλιματολογικών συνθηκών αποτελεί κυρίαρχη προτεραιότητα για την ίδρυση της ιδανικής πόλης, αφού, και πέρα απ’ το ζήτημα της δημόσιας υγείας, οι κλιματολογικές συνθήκες θα παίξουν τεράστιο ρόλο και στην αυτάρκεια της τροφής καθορίζοντας τη σοδιά των αγρών – η ύπαρξη πλούσιων αγροκτημάτων είναι επιπλέον καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή της θέσης της ιδανικής πόλης, καθώς πόλη χωρίς αγρούς που θα εξασφαλίζουν τα γεωργικά προϊόντα είναι αδύνατο να πετύχει την αυτάρκεια.Από τη στιγμή που τα καταναλωτικά αγαθά παράγονται από τους εργάτες, τους τεχνίτες και τους γεωργούς, η υλική ευμάρεια της πόλης θεωρείται εξασφαλισμένη. Αυτό που μένει είναι η θέση της πόλης που σαφώς έχει τεράστια σημασία πρώτα απ’ όλα για την υγεία του πληθυσμού: «… επειδή» (η υγεία εννοείται) «έχει απόλυτη προτεραιότητα (γιατί οι πόλεις με προσανατολισμό προς την ανατολή και τους ανατολικούς ανέμους είναι καλύτερες για την υγεία, δεύτερο όσες δεν τις πιάνουν οι βόρειοι άνεμοι, γιατί έχουν πιο ήπιο χειμώνα)». (1330a 38 – 41).
Και βέβαια, η θέση της ιδανικής πόλης οφείλει να καλύπτει και την ανάγκη της πρόσβασης σε πόσιμο νερό: «… επειδή η φροντίδα για την υγεία των κατοίκων είναι απαραίτητη και αυτό εξαρτάται πρώτα από τη φυσική θέση της πόλης και δεύτερο από τη χρήση πόσιμων νερών, οφείλουμε να μεριμνήσουμε γι’ αυτό ουσιαστικά και όχι ως πάρεργο». (1330b 8 – 11).
Η μέριμνα για το κλίμα και το νερό αφορά την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, ως οντότητα βιολογική, πράγμα που κάθε ιδρυτής πόλης οφείλει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη, πολύ περισσότερο αν μιλάμε για την ιδανική πόλη: «Τέτοια δύναμη από τη φύση τους έχουν τα νερά και η ευκρασία των ανέμων». (1330b 13 – 14). Και φυσικά πρέπει να είναι σαφές ότι όλα τα νερά δεν είναι πόσιμα: «Για το λόγο αυτό ακριβώς οι πόλεις που σκέφτονται σωστά, οφείλουν να καθορίζουν σε ποια περίπτωση τα νερά δεν είναι πάντα το ίδιο υγιεινά ούτε το ίδιο άφθονα και να διαχωρίζονται τα πόσιμα νερά από τα χρήσιμα σε άλλες ανάγκες». (1330b 14 – 17).
Όμως, με την εξασφάλιση των βιολογικών αναγκών δε σημαίνει ότι ολοκληρώνονται και οι υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρωθούν για την επιλογή της θέσης που θα έχει η πόλη. Γιατί η αυτάρκεια της πόλης προϋποθέτει και τη στρατιωτική της ασφάλεια, για την οποία η θέση παίζει τεράστιο ρόλο: «Διότι σχετικά με τις πολεμικές πράξεις πρέπει να διευκολύνει την έξοδο των κατοίκων, αλλά να δυσχεραίνει την πρόσβαση των εχθρών και την περικύκλωση. Επίσης να έχει η πόλη πολύ νερό και πλήθος πηγών, αλλιώς να προβλεφθεί η κατασκευή άφθονων και ευρύχωρων δεξαμενών για να συγκεντρώνονται τα νερά της βροχής, ώστε να μη λείψει ποτέ το νερό σε περίπτωση αποκλεισμού της πόλης από την υπόλοιπη χώρα λόγω πολέμου». (1330b 2 – 7).
Ακόμη και η ρυμοτομία της πόλης, πρέπει να είναι φτιαγμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετεί τις στρατιωτικές ανάγκες: «Η πολεοδομική οργάνωση των ιδιωτικών κτιρίων θεωρείται πιο ευχάριστη και πιο χρήσιμη για άλλες δραστηριότητες, αν υπακούει σε ορθή ρυμοτομία και είναι σύμφωνη με το νεότερο και το ιπποδάμειο» (αναφορά στον Ιππόδαμο από τη Μίλητο, τη δράση του οποίου την εξηγεί στο δεύτερο βιβλίο των «Πολιτικών» 1267b 22 – 1268a 15) «ρυμοτομικό σχέδιο». (1330b 21 – 24).
Όμως, για την πολεμική ασφάλεια αποτελεσματικότερο θεωρείται το πολεοδομικό σύστημα των αρχαίων χρόνων «γιατί το σύστημα αυτό καθιστά πολύ δύσκολη την είσοδο στους ξένους και πολύ δυσχερή την εισβολή και την κατοχή στους επιδρομείς». (1330b 26 – 27).
Σχετικά με το πολεοδομικό σύστημα των αρχαίων χρόνων η Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου παραθέτει: «… τα σπίτια κτίζονταν χωρίς ρυμοτομικές γραμμές, τάξη και ευθυγραμμίσεις, αλλά το ένα δίπλα στο άλλο και αποτελούσαν συνοικισμούς που χωρίζονταν μεταξύ τους με στενούς δρόμους. Σε καιρό πολέμου οι συνοικισμοί απομονώνονταν με ισχυρούς πυλώνες, ενώ από τους επάνω ορόφους των σπιτιών οι ένοικοι έριχναν στους εχθρούς πέτρες, βέλη, κεραμίδες, ακόντια, ακόμη και βραστό νερό». (σελ. 322).
Ωστόσο, αν η ρυμοτομία των αρχαίων χρόνων πρόσφερε αυτές τις δυνατότητες σε περίπτωση πολέμου, δε θα μπορούσαν να αγνοηθούν τα προτερήματα της σύγχρονης – για τον Αριστοτέλη – ρυμοτομίας που εξασφάλιζε τάξη και αισθητική: «Για το λόγο αυτό είναι σωστό το πολεοδομικό και ρυμοτομικό σχέδιο να συνθέτει στοιχεία και από τα δύο συστήματα… Έτσι μπορεί να μην κτίσει την πόλη στο σύνολό της με άψογη ρυμοτομία, αλλά μόνο σε μέρη και σε περιοχές της, γιατί με τον τρόπο αυτό θα συνδυάζει με επιτυχία και την ασφάλεια και την καλαισθησία». (1330b 27, 29 – 31).
Και φυσικά, δε θα μπορούσε να νοηθεί πόλη χωρίς τείχη: «Αναφορικά με τα τείχη, όσοι ισχυρίζονται ότι δεν τα χρειάζονται οι πόλεις που εμπιστεύονται την ανδρεία τους, σκέπτονται παρωχημένα, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η εμπειρία μάς δείχνει ότι οι εξιδανικευμένες με τέτοιες καυχησιολογίες πόλεις διαψεύδονται από τα γεγονότα». (1330b 32 – 35).
Η άμυνα της πόλης οφείλει να εξαντλήσει κάθε προστατευτικό μηχανισμό. Η ανδρεία των οπλιτών δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από την κατασκευή τείχους. Η πόλη πρέπει να έχει και γενναίους στρατιώτες και τείχη προκειμένου να μπορέσει να αντεπεξέλθει έναντι όλων των κινδύνων. Εξάλλου, αν τα τείχη κάνουν την τελική νίκη ευκολότερη και γρηγορότερη, γιατί αυτό να θεωρείται αμελητέο ή, πολύ περισσότερο, υποτιμητικό για τους οπλίτες; «… αν λοιπόν η πόλη θέλει να προστατεύεται και να αποφεύγει καταστροφές και εξευτελισμούς, οφείλει να αποδέχεται ότι το πλέον αποτελεσματικό όπλο είναι η ασφαλέστερη οχύρωση των τειχών και μάλιστα στην εποχή μας στην οποία έχουν εφευρεθεί οπλιτικά συστήματα βελών ακριβείας και εύστοχες βαλλιστικές μηχανές για τις πολιορκίες». (1330b 39 – 1331a 2).
Ο σχεδιασμός των τειχών είναι τόσο σημαντικός, που πρέπει να εκπληρώνει με απόλυτη ακρίβεια όλα τα λειτουργικά προβλήματα που μπορούν να υπάρξουν. Για παράδειγμα, οι έκτακτες πολεμικές ανάγκες επιβάλλουν και την άμεση σίτιση των ανθρώπων που θα φυλάνε τα τείχη. Κατά συνέπεια, οι κατασκευαστές των τειχών οφείλουν να μεριμνήσουν και για χώρους που θα υπάρχει συσσίτιο: «Επειδή ωστόσο χρειάζεται το πλήθος των πολιτών να μοιραστεί στις διάφορες αίθουσες των συσσιτίων, τα τείχη όμως να είναι ασφαλή στις επίκαιρες θέσεις με φυλάκια και πύργους, είναι φανερό ότι αυτά τα δεδομένα οδηγούν στην ανάγκη να ετοιμάζονται μερικά συσσίτια μέσα στα φυλάκια». (1331a 19 – 23).
Το συμπέρασμα είναι αναμενόμενο: «Εφόσον ισχύουν αυτά, έχουμε χρέος όχι μόνο να περιτειχίζουμε τις πόλεις, αλλά και να φροντίζουμε τα τείχη, ώστε να ομορφαίνουν την πόλη και να εξυπηρετούν πολεμικές ανάγκες, παλιές και πρόσφατες». (1331a 10 – 14). Σε τελική ανάλυση, τα επιβλητικά τείχη, μπορούν από μόνα τους να αποτρέψουν τους εχθρούς από το να επιτεθούν την πόλη «γιατί κατά βάση οι άνθρωποι δεν επιχειρούν να επιτεθούν εναντίον αντιπάλων που έχουν πολύ καλά ετοιμαστεί». (1331a 17 – 18).
Κι αφού οργανώθηκαν οι αμυντικές ανάγκες, δε μένει τίποτε άλλο από τη διευθέτηση των καθημερινών λειτουργικών υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη ζωή της πόλης και που πρέπει ταυτόχρονα να εξυπηρετούν και πρακτικούς και αισθητικούς σκοπούς. Προς την κατεύθυνση αυτή ο Αριστοτέλης προτείνει τη δημιουργία δύο αγορών. Η πρώτη θα σχετίζεται με τις συνελεύσεις και δε θα έχει καμία σχέση με τα εμπορικά δρώμενα της πόλης: «… ταιριάζει να κατασκευαστεί αγορά για τις συνελεύσεις κατά το πρότυπο της θεσσαλικής αγοράς, την οποία αποκαλούν ελεύθερη. Σε αυτή δεν εμπορεύεται κανείς τίποτε, ούτε πλησιάζει κάποιος εργατοτεχνίτης, γεωργός ή παρόμοιο πρόσωπο απρόσκλητο από τους άρχοντες. Ο τόπος θα αποκτούσε ευχάριστη όψη, αν κατασκευάζονταν και οργανώνονταν εκεί τα γυμναστήρια των ώριμων σε ηλικία ανδρών, γιατί και ο θεσμός αυτός αρμόζει να προβαίνει στη διαίρεση των γυμναζόμενων κατά ηλικία και επομένως ορισμένοι άρχοντες να συναναστρέφονται τους νεότερους στα γυμναστήρια και οι μεγαλύτεροι στην ηλικία να γυμνάζονται κοντά στους άρχοντες». (1331a 31 – 40).
Η αγορά των επιφανών, με τα γυμναστήρια και τις εξέχουσες συναναστροφές επικεντρώνεται πρωτίστως στην ευχάριστη διαβίωση, που θα συνδυάζει την ποιότητα των δραστηριοτήτων και την αισθητική απόλαυση του χώρου. Η άλλη αγορά θα εξυπηρετεί τις εμπορικές ανάγκες, καθώς και όλες τις γραφειοκρατικές εργασίες που θα προκύπτουν στις διάφορες υπηρεσίες της πόλης: «Παράλληλα η εμπορική αγορά ενδείκνυται να είναι άλλη και σε άλλο τόπο, χωριστή από την προαναφερθείσα, σε θέση που διευκολύνει τη συγκέντρωση προϊόντων με προέλευση από τη θάλασσα και από όλη την ενδοχώρα… Ακόμη τα κυβερνητικά κτίρια στα οποία διεκπεραιώνονται υποθέσεις ιδιωτικών συμβολαίων, μηνυτήριων εντολών, κλητεύσεων και άλλες παρόμοιες γραφειοκρατικές υποθέσεις και επιπλέον υποθέσεις αγορανομίας και αστυνομίας, εξυπηρετεί να κατασκευάζονται κοντά στην αγορά και συγκεντρωμένα όλα μαζί. Ένας τέτοιος τόπος βρίσκεται κοντά στην εμπορική αγορά, γιατί παρουσιάσαμε την προαναφερθείσα (ελεύθερη) αγορά απαλλαγμένη από τέτοιες δραστηριότητες, αυτή όμως προορίζεται να εξυπηρετεί τις πρακτικές ανάγκες της ζωής». (1331b 1 – 4, 6 – 13).
Τέλος, η πόλη οφείλει να προβλέψει και για τους χώρους της λατρείας των θεών: «Παράλληλα αρμόζει τα θρησκευτικά λατρευτικά ιδρύματα και τα σημαντικότερα κυβερνητικά κτίρια με τις αίθουσες των συσσιτίων τους να βρίσκονται στον κατάλληλο τόπο και μάλιστα στον ίδιο, εκτός αν ο νόμος ή κάποια θεόσταλτη από το (πυθικό) μαντείο εντολή ορίζει έναν άλλο, χωριστό τόπο για την ίδρυση των ιερών. Κατάλληλος τέτοιος τόπος είναι πιθανότατα όποιος χάρη στην εξαιρετική του θέση φαίνεται από παντού και συγχρόνως είναι ασφαλέστερος σε σχέση με τα γειτονικά μέρη της πόλης». (1331a 24 – 30).
Η προτροπή της επιλογής ενός σημείου που «θα φαίνεται από παντού» αφορά τη σημασία των θρησκευτικών τελετουργιών, που μόνο συμμετοχικά μπορούν να έχουν υπόσταση. Τα δημόσια θεάματα θρησκευτικού χαρακτήρα όχι μόνο τονώνουν την πίστη των πολιτών, αλλά λειτουργούν κι ως ενωτικό κάλεσμα, που παίρνει διαστάσεις ευλαβικής υπόσχεσης για την προστασία του συλλογικού προτάγματος (αν χρειαστεί) κι ως τόνωση αυτοπεποίθησης της μαζικής ισχύος.
Η ιδανική πόλη οφείλει να παρέχει στους πολίτες τέτοιου είδους τελετουργικά. Δεν είναι τυχαίο που ο Αριστοτέλης προτείνει η ελεύθερη αγορά (με τις συνελεύσεις και τα γυμναστήρια) να είναι χτισμένη «κάτω από αυτόν τον τόπο» (1331a 30 – 31), αφού «αυτός ο τόπος» δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής. Πρέπει να είναι μονίμως σε κοινή θέα λειτουργώντας υπενθυμιστικά. Το θέμα της πόλης είναι ιερό και οι σχέσεις των πολιτών επίσης. Οι πολίτες δεν είναι άνθρωποι που απλώς παρευρίσκονται σ’ έναν τόπο. Είναι δεμένοι με όρκους τιμής προς υπηρέτηση αυτού του τόπου. Η πόλη που το ξεχνά αυτό είναι η ευάλωτη πόλη. Όμως μια τέτοια πόλη δε θα μπορούσε να είναι ιδανική.
Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 4ος
Αρχαία Αλεξάνδρεια το 30 π.Χ. Πόλη της Αιγύπτου των ελληνιστικών χρόνων
Με άλλα λόγια, η εξασφάλιση των σωστών κλιματολογικών συνθηκών αποτελεί κυρίαρχη προτεραιότητα για την ίδρυση της ιδανικής πόλης, αφού, και πέρα απ’ το ζήτημα της δημόσιας υγείας, οι κλιματολογικές συνθήκες θα παίξουν τεράστιο ρόλο και στην αυτάρκεια της τροφής καθορίζοντας τη σοδιά των αγρών – η ύπαρξη πλούσιων αγροκτημάτων είναι επιπλέον καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή της θέσης της ιδανικής πόλης, καθώς πόλη χωρίς αγρούς που θα εξασφαλίζουν τα γεωργικά προϊόντα είναι αδύνατο να πετύχει την αυτάρκεια.Από τη στιγμή που τα καταναλωτικά αγαθά παράγονται από τους εργάτες, τους τεχνίτες και τους γεωργούς, η υλική ευμάρεια της πόλης θεωρείται εξασφαλισμένη. Αυτό που μένει είναι η θέση της πόλης που σαφώς έχει τεράστια σημασία πρώτα απ’ όλα για την υγεία του πληθυσμού: «… επειδή» (η υγεία εννοείται) «έχει απόλυτη προτεραιότητα (γιατί οι πόλεις με προσανατολισμό προς την ανατολή και τους ανατολικούς ανέμους είναι καλύτερες για την υγεία, δεύτερο όσες δεν τις πιάνουν οι βόρειοι άνεμοι, γιατί έχουν πιο ήπιο χειμώνα)». (1330a 38 – 41).
Και βέβαια, η θέση της ιδανικής πόλης οφείλει να καλύπτει και την ανάγκη της πρόσβασης σε πόσιμο νερό: «… επειδή η φροντίδα για την υγεία των κατοίκων είναι απαραίτητη και αυτό εξαρτάται πρώτα από τη φυσική θέση της πόλης και δεύτερο από τη χρήση πόσιμων νερών, οφείλουμε να μεριμνήσουμε γι’ αυτό ουσιαστικά και όχι ως πάρεργο». (1330b 8 – 11).
Η μέριμνα για το κλίμα και το νερό αφορά την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, ως οντότητα βιολογική, πράγμα που κάθε ιδρυτής πόλης οφείλει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη, πολύ περισσότερο αν μιλάμε για την ιδανική πόλη: «Τέτοια δύναμη από τη φύση τους έχουν τα νερά και η ευκρασία των ανέμων». (1330b 13 – 14). Και φυσικά πρέπει να είναι σαφές ότι όλα τα νερά δεν είναι πόσιμα: «Για το λόγο αυτό ακριβώς οι πόλεις που σκέφτονται σωστά, οφείλουν να καθορίζουν σε ποια περίπτωση τα νερά δεν είναι πάντα το ίδιο υγιεινά ούτε το ίδιο άφθονα και να διαχωρίζονται τα πόσιμα νερά από τα χρήσιμα σε άλλες ανάγκες». (1330b 14 – 17).
Όμως, με την εξασφάλιση των βιολογικών αναγκών δε σημαίνει ότι ολοκληρώνονται και οι υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρωθούν για την επιλογή της θέσης που θα έχει η πόλη. Γιατί η αυτάρκεια της πόλης προϋποθέτει και τη στρατιωτική της ασφάλεια, για την οποία η θέση παίζει τεράστιο ρόλο: «Διότι σχετικά με τις πολεμικές πράξεις πρέπει να διευκολύνει την έξοδο των κατοίκων, αλλά να δυσχεραίνει την πρόσβαση των εχθρών και την περικύκλωση. Επίσης να έχει η πόλη πολύ νερό και πλήθος πηγών, αλλιώς να προβλεφθεί η κατασκευή άφθονων και ευρύχωρων δεξαμενών για να συγκεντρώνονται τα νερά της βροχής, ώστε να μη λείψει ποτέ το νερό σε περίπτωση αποκλεισμού της πόλης από την υπόλοιπη χώρα λόγω πολέμου». (1330b 2 – 7).
Ακόμη και η ρυμοτομία της πόλης, πρέπει να είναι φτιαγμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετεί τις στρατιωτικές ανάγκες: «Η πολεοδομική οργάνωση των ιδιωτικών κτιρίων θεωρείται πιο ευχάριστη και πιο χρήσιμη για άλλες δραστηριότητες, αν υπακούει σε ορθή ρυμοτομία και είναι σύμφωνη με το νεότερο και το ιπποδάμειο» (αναφορά στον Ιππόδαμο από τη Μίλητο, τη δράση του οποίου την εξηγεί στο δεύτερο βιβλίο των «Πολιτικών» 1267b 22 – 1268a 15) «ρυμοτομικό σχέδιο». (1330b 21 – 24).
Όμως, για την πολεμική ασφάλεια αποτελεσματικότερο θεωρείται το πολεοδομικό σύστημα των αρχαίων χρόνων «γιατί το σύστημα αυτό καθιστά πολύ δύσκολη την είσοδο στους ξένους και πολύ δυσχερή την εισβολή και την κατοχή στους επιδρομείς». (1330b 26 – 27).
Σχετικά με το πολεοδομικό σύστημα των αρχαίων χρόνων η Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου παραθέτει: «… τα σπίτια κτίζονταν χωρίς ρυμοτομικές γραμμές, τάξη και ευθυγραμμίσεις, αλλά το ένα δίπλα στο άλλο και αποτελούσαν συνοικισμούς που χωρίζονταν μεταξύ τους με στενούς δρόμους. Σε καιρό πολέμου οι συνοικισμοί απομονώνονταν με ισχυρούς πυλώνες, ενώ από τους επάνω ορόφους των σπιτιών οι ένοικοι έριχναν στους εχθρούς πέτρες, βέλη, κεραμίδες, ακόντια, ακόμη και βραστό νερό». (σελ. 322).
Ωστόσο, αν η ρυμοτομία των αρχαίων χρόνων πρόσφερε αυτές τις δυνατότητες σε περίπτωση πολέμου, δε θα μπορούσαν να αγνοηθούν τα προτερήματα της σύγχρονης – για τον Αριστοτέλη – ρυμοτομίας που εξασφάλιζε τάξη και αισθητική: «Για το λόγο αυτό είναι σωστό το πολεοδομικό και ρυμοτομικό σχέδιο να συνθέτει στοιχεία και από τα δύο συστήματα… Έτσι μπορεί να μην κτίσει την πόλη στο σύνολό της με άψογη ρυμοτομία, αλλά μόνο σε μέρη και σε περιοχές της, γιατί με τον τρόπο αυτό θα συνδυάζει με επιτυχία και την ασφάλεια και την καλαισθησία». (1330b 27, 29 – 31).
Και φυσικά, δε θα μπορούσε να νοηθεί πόλη χωρίς τείχη: «Αναφορικά με τα τείχη, όσοι ισχυρίζονται ότι δεν τα χρειάζονται οι πόλεις που εμπιστεύονται την ανδρεία τους, σκέπτονται παρωχημένα, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η εμπειρία μάς δείχνει ότι οι εξιδανικευμένες με τέτοιες καυχησιολογίες πόλεις διαψεύδονται από τα γεγονότα». (1330b 32 – 35).
Η άμυνα της πόλης οφείλει να εξαντλήσει κάθε προστατευτικό μηχανισμό. Η ανδρεία των οπλιτών δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από την κατασκευή τείχους. Η πόλη πρέπει να έχει και γενναίους στρατιώτες και τείχη προκειμένου να μπορέσει να αντεπεξέλθει έναντι όλων των κινδύνων. Εξάλλου, αν τα τείχη κάνουν την τελική νίκη ευκολότερη και γρηγορότερη, γιατί αυτό να θεωρείται αμελητέο ή, πολύ περισσότερο, υποτιμητικό για τους οπλίτες; «… αν λοιπόν η πόλη θέλει να προστατεύεται και να αποφεύγει καταστροφές και εξευτελισμούς, οφείλει να αποδέχεται ότι το πλέον αποτελεσματικό όπλο είναι η ασφαλέστερη οχύρωση των τειχών και μάλιστα στην εποχή μας στην οποία έχουν εφευρεθεί οπλιτικά συστήματα βελών ακριβείας και εύστοχες βαλλιστικές μηχανές για τις πολιορκίες». (1330b 39 – 1331a 2).
Ο σχεδιασμός των τειχών είναι τόσο σημαντικός, που πρέπει να εκπληρώνει με απόλυτη ακρίβεια όλα τα λειτουργικά προβλήματα που μπορούν να υπάρξουν. Για παράδειγμα, οι έκτακτες πολεμικές ανάγκες επιβάλλουν και την άμεση σίτιση των ανθρώπων που θα φυλάνε τα τείχη. Κατά συνέπεια, οι κατασκευαστές των τειχών οφείλουν να μεριμνήσουν και για χώρους που θα υπάρχει συσσίτιο: «Επειδή ωστόσο χρειάζεται το πλήθος των πολιτών να μοιραστεί στις διάφορες αίθουσες των συσσιτίων, τα τείχη όμως να είναι ασφαλή στις επίκαιρες θέσεις με φυλάκια και πύργους, είναι φανερό ότι αυτά τα δεδομένα οδηγούν στην ανάγκη να ετοιμάζονται μερικά συσσίτια μέσα στα φυλάκια». (1331a 19 – 23).
Το συμπέρασμα είναι αναμενόμενο: «Εφόσον ισχύουν αυτά, έχουμε χρέος όχι μόνο να περιτειχίζουμε τις πόλεις, αλλά και να φροντίζουμε τα τείχη, ώστε να ομορφαίνουν την πόλη και να εξυπηρετούν πολεμικές ανάγκες, παλιές και πρόσφατες». (1331a 10 – 14). Σε τελική ανάλυση, τα επιβλητικά τείχη, μπορούν από μόνα τους να αποτρέψουν τους εχθρούς από το να επιτεθούν την πόλη «γιατί κατά βάση οι άνθρωποι δεν επιχειρούν να επιτεθούν εναντίον αντιπάλων που έχουν πολύ καλά ετοιμαστεί». (1331a 17 – 18).
Κι αφού οργανώθηκαν οι αμυντικές ανάγκες, δε μένει τίποτε άλλο από τη διευθέτηση των καθημερινών λειτουργικών υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη ζωή της πόλης και που πρέπει ταυτόχρονα να εξυπηρετούν και πρακτικούς και αισθητικούς σκοπούς. Προς την κατεύθυνση αυτή ο Αριστοτέλης προτείνει τη δημιουργία δύο αγορών. Η πρώτη θα σχετίζεται με τις συνελεύσεις και δε θα έχει καμία σχέση με τα εμπορικά δρώμενα της πόλης: «… ταιριάζει να κατασκευαστεί αγορά για τις συνελεύσεις κατά το πρότυπο της θεσσαλικής αγοράς, την οποία αποκαλούν ελεύθερη. Σε αυτή δεν εμπορεύεται κανείς τίποτε, ούτε πλησιάζει κάποιος εργατοτεχνίτης, γεωργός ή παρόμοιο πρόσωπο απρόσκλητο από τους άρχοντες. Ο τόπος θα αποκτούσε ευχάριστη όψη, αν κατασκευάζονταν και οργανώνονταν εκεί τα γυμναστήρια των ώριμων σε ηλικία ανδρών, γιατί και ο θεσμός αυτός αρμόζει να προβαίνει στη διαίρεση των γυμναζόμενων κατά ηλικία και επομένως ορισμένοι άρχοντες να συναναστρέφονται τους νεότερους στα γυμναστήρια και οι μεγαλύτεροι στην ηλικία να γυμνάζονται κοντά στους άρχοντες». (1331a 31 – 40).
Η αγορά των επιφανών, με τα γυμναστήρια και τις εξέχουσες συναναστροφές επικεντρώνεται πρωτίστως στην ευχάριστη διαβίωση, που θα συνδυάζει την ποιότητα των δραστηριοτήτων και την αισθητική απόλαυση του χώρου. Η άλλη αγορά θα εξυπηρετεί τις εμπορικές ανάγκες, καθώς και όλες τις γραφειοκρατικές εργασίες που θα προκύπτουν στις διάφορες υπηρεσίες της πόλης: «Παράλληλα η εμπορική αγορά ενδείκνυται να είναι άλλη και σε άλλο τόπο, χωριστή από την προαναφερθείσα, σε θέση που διευκολύνει τη συγκέντρωση προϊόντων με προέλευση από τη θάλασσα και από όλη την ενδοχώρα… Ακόμη τα κυβερνητικά κτίρια στα οποία διεκπεραιώνονται υποθέσεις ιδιωτικών συμβολαίων, μηνυτήριων εντολών, κλητεύσεων και άλλες παρόμοιες γραφειοκρατικές υποθέσεις και επιπλέον υποθέσεις αγορανομίας και αστυνομίας, εξυπηρετεί να κατασκευάζονται κοντά στην αγορά και συγκεντρωμένα όλα μαζί. Ένας τέτοιος τόπος βρίσκεται κοντά στην εμπορική αγορά, γιατί παρουσιάσαμε την προαναφερθείσα (ελεύθερη) αγορά απαλλαγμένη από τέτοιες δραστηριότητες, αυτή όμως προορίζεται να εξυπηρετεί τις πρακτικές ανάγκες της ζωής». (1331b 1 – 4, 6 – 13).
Τέλος, η πόλη οφείλει να προβλέψει και για τους χώρους της λατρείας των θεών: «Παράλληλα αρμόζει τα θρησκευτικά λατρευτικά ιδρύματα και τα σημαντικότερα κυβερνητικά κτίρια με τις αίθουσες των συσσιτίων τους να βρίσκονται στον κατάλληλο τόπο και μάλιστα στον ίδιο, εκτός αν ο νόμος ή κάποια θεόσταλτη από το (πυθικό) μαντείο εντολή ορίζει έναν άλλο, χωριστό τόπο για την ίδρυση των ιερών. Κατάλληλος τέτοιος τόπος είναι πιθανότατα όποιος χάρη στην εξαιρετική του θέση φαίνεται από παντού και συγχρόνως είναι ασφαλέστερος σε σχέση με τα γειτονικά μέρη της πόλης». (1331a 24 – 30).
Η προτροπή της επιλογής ενός σημείου που «θα φαίνεται από παντού» αφορά τη σημασία των θρησκευτικών τελετουργιών, που μόνο συμμετοχικά μπορούν να έχουν υπόσταση. Τα δημόσια θεάματα θρησκευτικού χαρακτήρα όχι μόνο τονώνουν την πίστη των πολιτών, αλλά λειτουργούν κι ως ενωτικό κάλεσμα, που παίρνει διαστάσεις ευλαβικής υπόσχεσης για την προστασία του συλλογικού προτάγματος (αν χρειαστεί) κι ως τόνωση αυτοπεποίθησης της μαζικής ισχύος.
Η ιδανική πόλη οφείλει να παρέχει στους πολίτες τέτοιου είδους τελετουργικά. Δεν είναι τυχαίο που ο Αριστοτέλης προτείνει η ελεύθερη αγορά (με τις συνελεύσεις και τα γυμναστήρια) να είναι χτισμένη «κάτω από αυτόν τον τόπο» (1331a 30 – 31), αφού «αυτός ο τόπος» δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής. Πρέπει να είναι μονίμως σε κοινή θέα λειτουργώντας υπενθυμιστικά. Το θέμα της πόλης είναι ιερό και οι σχέσεις των πολιτών επίσης. Οι πολίτες δεν είναι άνθρωποι που απλώς παρευρίσκονται σ’ έναν τόπο. Είναι δεμένοι με όρκους τιμής προς υπηρέτηση αυτού του τόπου. Η πόλη που το ξεχνά αυτό είναι η ευάλωτη πόλη. Όμως μια τέτοια πόλη δε θα μπορούσε να είναι ιδανική.
Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 4ος