Μια σκηνή νεκρομαντείας
Στο απόσπασμα που ακολουθεί η Χαρίκλεια και ο Καλάσιρης γίνονται ακούσιοι μάρτυρες μιας αποτρόπαιης σκηνής νεκρομαντείας, που εκτυλίσσεται νύχτα, στο λαμπρό φως της σελήνης. Μια γριά Αιγύπτια προσπαθεί με μαγικά μέσα να αναστήσει τον γιο της, που κείτεται νεκρός στο πεδίο της μάχης, προκειμένου να μάθει αν ο άλλος γιος της, που επίσης πολεμά, είναι ζωντανός. Ο συγγραφέας, με την φωνή του Καλάσιρη, Αιγύπτιου ιερέα της Ίσιδας, καυτηριάζει τις τόσο διαδεδομένες την εποχή αυτή τελετές μαγείας, και αντιπαραθέτει στον σκοτεινό κόσμο τους την γνήσια θρησκευτικότητα. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι οι ήρωες δεν είναι δέσμιοι των αντιφάσεων της εποχής τους. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η στάση της Χαρίκλειας, η οποία, αν και εκφράζει τον αποτροπιασμό της για τη σκηνή, επιθυμεί ταυτόχρονα να ερωτηθεί ο αναστημένος νεκρός για την τύχη του Θεαγένη.
Αἰθιοπικὰ 6, 14, 2-7
[6.14.2] ἄρτι δὲ τῆς σεληναίας ἀνισχούσης καὶ φωτὶ λαμπρῷ τὰ πάντα καταυγαζούσης, τρίτη γὰρ μετὰ πανσέληνον ἐτύγχανεν, ὁ μὲν Καλάσιρις οἷα δὴ πρεσβυτικός τε ἄλλως καὶ πρὸς τῆς ὁδοιπορίας κεκοπωμένος ὕπνῳ κατείχετο, ἡ Χαρίκλεια δὲ ὑπὸ τῶν συνεχόντων φροντισμάτων διαγρυπνοῦσα σκηνῆς τινος οὐκ εὐαγοῦς μὲν ταῖς δὲ Αἰγυπτίαις ἐπιχωριαζούσης θεωρὸς ἐγίνετο. [6.14.3] ἡ γὰρ πρεσβῦτις ἀνενοχλήτου καὶ ἀκατόπτου σχολῆς ἐπειλῆφθαι νομίσασα πρῶτα μὲν βόθρον ὠρύξατο, ἔπειτα πυρκαϊὰν ἐκ θατέρου μέρους ἐξῆψε καὶ μέσον ἀμφοῖν τὸν νεκρὸν τοῦ παιδὸς προθεμένη κρατῆρά τε ὀστρακοῦν ἔκ τινος παρακειμένου τρίποδος ἀνελομένη μέλιτος ἐπέχει τῷ βάθρῳ καὶ αὖθις ἐξ ἑτέρου γάλακτος, καὶ οἶνον ἐκ τρίτων ἐπέσπενδεν· εἶτα πέμμα στεάτινον εἰς ἀνδρὸς μίμημα πεπλασμένον δάφνῃ καὶ μαράθῳ καταστέψασα εἰς τὸν βόθρον ἐνέβαλλεν. [6.14.4] ἐφ᾽ ἅπασι δὲ ξίφος ἀνελομένη καὶ πρὸς τὸ ἐνθουσιῶδες σοβηθεῖσα καὶ πολλὰ πρὸς τὴν σεληναίαν βαρβάροις τε καὶ ξενίζουσι τὴν ἀκοὴν ὀνόμασι κατευξαμένη τὸν βραχίονα ἐντεμοῦσα καὶ δάφνης ἀκρέμονι τοῦ αἵματος ἀποψήσασα τὴν πυρκαϊὰν ἐπεψέκαζεν, ἄλλα τε ἄττα τερατευσαμένη πρὸς τούτοις ἐπὶ τὸν νεκρὸν τοῦ παιδὸς προσκύψασα καί τινα πρὸς τὸ οὖς ἐπᾴδουσα ἐξήγειρέ τε καὶ ὀρθὸν ἑστάναι τῇ μαγγανείᾳ κατηνάγκαζεν. [6.14.5] ἡ Χαρίκλεια δὴ οὖν οὐδὲ τὰ πρῶτα ἀδεῶς κατοπτεύουσα τότε δὴ καὶ ὑπέφριττε καὶ πρὸς τῶν γινομένων ἀήθων ἐκδειματωθεῖσα τὸν Καλάσιριν ἀφύπνιζέ τε καὶ θεατὴν γενέσθαι τῶν δρωμένων παρεσκεύαζεν. αὐτοὶ μὲν οὖν ἅτε ἐν σκότῳ διάγοντες οὐχ ἑωρῶντο, κατώπτευον δὲ τὰ ἐν τῷ φωτὶ καὶ πρὸς τῇ πυρκαϊᾷ ῥᾷον καὶ τῶν λεγομένων οὐ πόρρωθεν ὄντες ἐπηκροῶντο, τῆς γραὸς ἤδη καὶ γεγωνότερον ἐκπυνθανομένης παρὰ τοῦ νεκροῦ· καὶ ἦν ἡ πεῦσις εἴπερ ὁ ἀδελφὸς μὲν ἐκείνου παῖς δὲ αὐτῆς ὁ λειπόμενος ἐπανήξει περισωθείς. [6.14.6] ὁ δὲ ἀπεκρίνατο μὲν οὐδὲν ἐπινεύσας δὲ μόνον καὶ τῇ μητρὶ τὰ κατὰ γνώμην ἐλπίζειν ἀμφιβόλως ἐνδοὺς κατηνέχθη τε ἀθρόον καὶ ἔκειτο ἐπὶ πρόσωπον. ἡ δὲ ἐπέστρεφέ τε τὸ σῶμα πρὸς τὸ ὕπτιον καὶ οὐκ ἀνίει τὴν πεῦσιν ἀλλὰ βιαιοτέραις, ὡς ἐῴκει, ταῖς κατανάγκαις πολλὰ τοῖς ὠσὶν αὖθις ἐπᾴδουσα καὶ μεθαλλομένη ξιφήρης ἄρτι μὲν πρὸς τὴν πυρκαϊὰν ἄρτι δὲ ἐπὶ τὸν βόθρον ἐξήγειρέ τε αὖθις καὶ ὀρθωθέντος περὶ τῶν αὐτῶν ἐξεπυνθάνετο, μὴ νεύμασι μόνον ἀλλὰ καὶ φωνῇ τὴν μαντείαν ἀρισήμως δηλοῦν ἐπαναγκάζουσα. [6.14.7] καὶ τῆς πρεσβύτιδος ἐν τούτοις οὔσης ἡ Χαρίκλεια πολλὰ τὸν Καλάσιριν καθικέτευε τοῖς γινομένοις πλησιάσαντας πυνθάνεσθαί τι καὶ αὐτοὺς περὶ τοῦ Θεαγένους, ὁ δὲ παρῃτεῖτο φάσκων καὶ τὴν θέαν οὐκ εὐαγῆ μὲν κατ᾽ ἀνάγκην δ᾽ οὖν ὅμως γενομένην ἀνέχεσθαι· εἶναι γὰρ οὐ προφητικὸν οὔτε ἐπιχειρεῖν οὔτε παρεῖναι ταῖς τοιαῖσδε πράξεσιν, ἀλλὰ τὸ μαντικὸν τούτοις μὲν ἐκ θυσιῶν ἐννόμων καὶ εὐχῶν καθαρῶν παραγίνεσθαι, τοῖς δὲ βεβήλοις καὶ περὶ γῆν τῷ ὄντι καὶ σώματα νεκρῶν εἰλουμένοις οὕτως ὡς τὴν Αἰγυπτίαν ὁρᾶν ἡ τοῦ καιροῦ περίπτωσις ἐνδέδωκε.
***
[6,14,2] Το φεγγάρι είχε μόλις ανατείλει και καταύγαζε τα πάντα με το λαμπρό του φως -ήταν η τρίτη νύχτα μετά την πανσέληνο- και ο μεν Καλάσιρης, σαν ηλικιωμένος που ήταν και επίσης καταπονημένος από την οδοιπορία, βυθίστηκε στον ύπνο, η δε Χαρίκλεια, που οι έγνοιες δεν την άφηναν να κοιμηθεί, έγινε θεωρός μια αθέμιτης σκηνής1 που όμως τη συνηθίζουν οι Αιγύπτιες. [3] Η πρεσβύτισσα, νομίζοντας ότι κανείς δεν θα την ενοχλούσε ούτε θα την έβλεπε, άνοιξε πρώτα λάκκο,2 άναψε ύστερα φωτιά δεξιά και αριστερά του, ανάμεσα στις δυο φωτιές τοποθέτησε το πτώμα του γιου της και, παίρνοντας από κάποιον παρακείμενο τρίποδα τρεις πήλινους κρατήρες, τέλεσε σπονδές μέσα στο λάκκο χύνοντας με τον πρώτο μέλι, γάλα με τον δεύτερο και κρασί με τον τρίτο. Παίρνει έπειτα ένα γλύκισμα από ζυμάρι πλασμένο σε σχήμα ανθρώπου,3 το στεφανώνει με δάφνη και μάραθο και το ρίχνει στο λάκκο. [4] Μετά από όλ᾽ αυτά, κυριευμένη από θεϊκή μανία, σηκώνει από κάτω ένα ξίφος, προσεύχεται στο φεγγάρι με παράξενες βαρβαρικές ευχές, χαράζει με το ξίφος το μπράτσο της, σκουπίζει με κλαδί δάφνης το αίμα και ραντίζει μ᾽ αυτό τη φωτιά. Κάνει κι άλλα τέτοια παράδοξα και, τέλος, σκύβει πάνω στον σκοτωμένο γιο της και μουρμουρίζοντας στ᾽ αυτί του κάποια ξόρκια, τον ξυπνά με τρόπο μαγικό και τον αναγκάζει να σταθεί στα πόδια του. [5] Η Χαρίκλεια, που από την αρχή ένιωθε φόβο καθώς την παρατηρούσε, τότε πια έφριξε με τα άτοπα που έβλεπε και, τρομοκρατημένη, ξύπνησε τον Καλάσιρη και τον παρακίνησε να παρακολουθήσει τα δρώμενα. Οι δυο τους τώρα, αθέατοι στο σκοτάδι, μπορούσαν εύκολα να διακρίνουν στο φως της φωτιάς τη σκηνή και, επίσης, ήταν αρκετά κοντά ώστε να ακούνε τα λόγια της γριάς που ήδη με δυνατή φωνή ζητούσε κάποιες πληροφορίες από τον νεκρό· αυτό που ήθελε να μάθει ήταν αν ο αδελφός του και εναπομένων γιος της θα επέστρεφε ζωντανός. [6] Κι εκείνος δεν έδωσε απόκριση καμιά, μόνο έκαμε ένα νεύμα που μπορούσε να δώσει στη μητέρα του μια αβέβαιη ελπίδα κι ύστερα λύγισε ξαφνικά και σωριάστηκε με το πρόσωπο καταγής. Η γερόντισσα γύρισε το πτώμα ανάσκελα και άρχισε πάλι να το ρωτάει με μεγαλύτερη ακόμα επιμονή, όπως φαινόταν, ψάλλοντας πλήθος ξόρκια και πηδώντας με το ξίφος στο χέρι πότε προς τη φωτιά και πότε προς το λάκκο, ώσπου κατάφερε να τον σηκώσει και πάλι και να τον ξαναστήσει στα πόδια του· επανέλαβε τότε τις ίδιες ερωτήσεις πιέζοντας τον νεκρό να προμαντέψει όχι μόνο με νεύματα, αλλά μιλώντας καθαρά. [7] Κι ενώ η γερόντισσα καταγινόταν μ᾽ αυτά, η Χαρίκλεια θερμοπαρακαλούσε τον Καλάσιρη να πάνε κι οι ίδιοι εκεί κοντά μήπως και μάθουν κάτι για τον Θεαγένη κι εκείνος αρνιόταν λέγοντας ότι ακόμα και να βλέπουν ήταν ασέβεια4 και ότι το είχε ανεχθεί επειδή είχε γίνει εξ ανάγκης: στους προφήτες ήταν απαγορευμένο όχι μόνο να επιχειρούν αλλά και να παρακολουθούν κάτι τέτοιες τελετές. Τη μαντική τους τέχνη, έλεγε, εκείνοι την ασκούν με επίσημες θυσίες και αγνές προσευχές και μόνο οι βέβηλοι προμαντεύουν έρποντας κυριολεκτικά στη γη και στριφογυρίζοντας γύρω από σώματα νεκρών όπως αυτή η Αιγύπτια που η τύχη το ᾽φερε να ιδούν πάνω στη δράση
-----------------
Αἰθιοπικὰ 6, 14, 2-7
[6.14.2] ἄρτι δὲ τῆς σεληναίας ἀνισχούσης καὶ φωτὶ λαμπρῷ τὰ πάντα καταυγαζούσης, τρίτη γὰρ μετὰ πανσέληνον ἐτύγχανεν, ὁ μὲν Καλάσιρις οἷα δὴ πρεσβυτικός τε ἄλλως καὶ πρὸς τῆς ὁδοιπορίας κεκοπωμένος ὕπνῳ κατείχετο, ἡ Χαρίκλεια δὲ ὑπὸ τῶν συνεχόντων φροντισμάτων διαγρυπνοῦσα σκηνῆς τινος οὐκ εὐαγοῦς μὲν ταῖς δὲ Αἰγυπτίαις ἐπιχωριαζούσης θεωρὸς ἐγίνετο. [6.14.3] ἡ γὰρ πρεσβῦτις ἀνενοχλήτου καὶ ἀκατόπτου σχολῆς ἐπειλῆφθαι νομίσασα πρῶτα μὲν βόθρον ὠρύξατο, ἔπειτα πυρκαϊὰν ἐκ θατέρου μέρους ἐξῆψε καὶ μέσον ἀμφοῖν τὸν νεκρὸν τοῦ παιδὸς προθεμένη κρατῆρά τε ὀστρακοῦν ἔκ τινος παρακειμένου τρίποδος ἀνελομένη μέλιτος ἐπέχει τῷ βάθρῳ καὶ αὖθις ἐξ ἑτέρου γάλακτος, καὶ οἶνον ἐκ τρίτων ἐπέσπενδεν· εἶτα πέμμα στεάτινον εἰς ἀνδρὸς μίμημα πεπλασμένον δάφνῃ καὶ μαράθῳ καταστέψασα εἰς τὸν βόθρον ἐνέβαλλεν. [6.14.4] ἐφ᾽ ἅπασι δὲ ξίφος ἀνελομένη καὶ πρὸς τὸ ἐνθουσιῶδες σοβηθεῖσα καὶ πολλὰ πρὸς τὴν σεληναίαν βαρβάροις τε καὶ ξενίζουσι τὴν ἀκοὴν ὀνόμασι κατευξαμένη τὸν βραχίονα ἐντεμοῦσα καὶ δάφνης ἀκρέμονι τοῦ αἵματος ἀποψήσασα τὴν πυρκαϊὰν ἐπεψέκαζεν, ἄλλα τε ἄττα τερατευσαμένη πρὸς τούτοις ἐπὶ τὸν νεκρὸν τοῦ παιδὸς προσκύψασα καί τινα πρὸς τὸ οὖς ἐπᾴδουσα ἐξήγειρέ τε καὶ ὀρθὸν ἑστάναι τῇ μαγγανείᾳ κατηνάγκαζεν. [6.14.5] ἡ Χαρίκλεια δὴ οὖν οὐδὲ τὰ πρῶτα ἀδεῶς κατοπτεύουσα τότε δὴ καὶ ὑπέφριττε καὶ πρὸς τῶν γινομένων ἀήθων ἐκδειματωθεῖσα τὸν Καλάσιριν ἀφύπνιζέ τε καὶ θεατὴν γενέσθαι τῶν δρωμένων παρεσκεύαζεν. αὐτοὶ μὲν οὖν ἅτε ἐν σκότῳ διάγοντες οὐχ ἑωρῶντο, κατώπτευον δὲ τὰ ἐν τῷ φωτὶ καὶ πρὸς τῇ πυρκαϊᾷ ῥᾷον καὶ τῶν λεγομένων οὐ πόρρωθεν ὄντες ἐπηκροῶντο, τῆς γραὸς ἤδη καὶ γεγωνότερον ἐκπυνθανομένης παρὰ τοῦ νεκροῦ· καὶ ἦν ἡ πεῦσις εἴπερ ὁ ἀδελφὸς μὲν ἐκείνου παῖς δὲ αὐτῆς ὁ λειπόμενος ἐπανήξει περισωθείς. [6.14.6] ὁ δὲ ἀπεκρίνατο μὲν οὐδὲν ἐπινεύσας δὲ μόνον καὶ τῇ μητρὶ τὰ κατὰ γνώμην ἐλπίζειν ἀμφιβόλως ἐνδοὺς κατηνέχθη τε ἀθρόον καὶ ἔκειτο ἐπὶ πρόσωπον. ἡ δὲ ἐπέστρεφέ τε τὸ σῶμα πρὸς τὸ ὕπτιον καὶ οὐκ ἀνίει τὴν πεῦσιν ἀλλὰ βιαιοτέραις, ὡς ἐῴκει, ταῖς κατανάγκαις πολλὰ τοῖς ὠσὶν αὖθις ἐπᾴδουσα καὶ μεθαλλομένη ξιφήρης ἄρτι μὲν πρὸς τὴν πυρκαϊὰν ἄρτι δὲ ἐπὶ τὸν βόθρον ἐξήγειρέ τε αὖθις καὶ ὀρθωθέντος περὶ τῶν αὐτῶν ἐξεπυνθάνετο, μὴ νεύμασι μόνον ἀλλὰ καὶ φωνῇ τὴν μαντείαν ἀρισήμως δηλοῦν ἐπαναγκάζουσα. [6.14.7] καὶ τῆς πρεσβύτιδος ἐν τούτοις οὔσης ἡ Χαρίκλεια πολλὰ τὸν Καλάσιριν καθικέτευε τοῖς γινομένοις πλησιάσαντας πυνθάνεσθαί τι καὶ αὐτοὺς περὶ τοῦ Θεαγένους, ὁ δὲ παρῃτεῖτο φάσκων καὶ τὴν θέαν οὐκ εὐαγῆ μὲν κατ᾽ ἀνάγκην δ᾽ οὖν ὅμως γενομένην ἀνέχεσθαι· εἶναι γὰρ οὐ προφητικὸν οὔτε ἐπιχειρεῖν οὔτε παρεῖναι ταῖς τοιαῖσδε πράξεσιν, ἀλλὰ τὸ μαντικὸν τούτοις μὲν ἐκ θυσιῶν ἐννόμων καὶ εὐχῶν καθαρῶν παραγίνεσθαι, τοῖς δὲ βεβήλοις καὶ περὶ γῆν τῷ ὄντι καὶ σώματα νεκρῶν εἰλουμένοις οὕτως ὡς τὴν Αἰγυπτίαν ὁρᾶν ἡ τοῦ καιροῦ περίπτωσις ἐνδέδωκε.
***
[6,14,2] Το φεγγάρι είχε μόλις ανατείλει και καταύγαζε τα πάντα με το λαμπρό του φως -ήταν η τρίτη νύχτα μετά την πανσέληνο- και ο μεν Καλάσιρης, σαν ηλικιωμένος που ήταν και επίσης καταπονημένος από την οδοιπορία, βυθίστηκε στον ύπνο, η δε Χαρίκλεια, που οι έγνοιες δεν την άφηναν να κοιμηθεί, έγινε θεωρός μια αθέμιτης σκηνής1 που όμως τη συνηθίζουν οι Αιγύπτιες. [3] Η πρεσβύτισσα, νομίζοντας ότι κανείς δεν θα την ενοχλούσε ούτε θα την έβλεπε, άνοιξε πρώτα λάκκο,2 άναψε ύστερα φωτιά δεξιά και αριστερά του, ανάμεσα στις δυο φωτιές τοποθέτησε το πτώμα του γιου της και, παίρνοντας από κάποιον παρακείμενο τρίποδα τρεις πήλινους κρατήρες, τέλεσε σπονδές μέσα στο λάκκο χύνοντας με τον πρώτο μέλι, γάλα με τον δεύτερο και κρασί με τον τρίτο. Παίρνει έπειτα ένα γλύκισμα από ζυμάρι πλασμένο σε σχήμα ανθρώπου,3 το στεφανώνει με δάφνη και μάραθο και το ρίχνει στο λάκκο. [4] Μετά από όλ᾽ αυτά, κυριευμένη από θεϊκή μανία, σηκώνει από κάτω ένα ξίφος, προσεύχεται στο φεγγάρι με παράξενες βαρβαρικές ευχές, χαράζει με το ξίφος το μπράτσο της, σκουπίζει με κλαδί δάφνης το αίμα και ραντίζει μ᾽ αυτό τη φωτιά. Κάνει κι άλλα τέτοια παράδοξα και, τέλος, σκύβει πάνω στον σκοτωμένο γιο της και μουρμουρίζοντας στ᾽ αυτί του κάποια ξόρκια, τον ξυπνά με τρόπο μαγικό και τον αναγκάζει να σταθεί στα πόδια του. [5] Η Χαρίκλεια, που από την αρχή ένιωθε φόβο καθώς την παρατηρούσε, τότε πια έφριξε με τα άτοπα που έβλεπε και, τρομοκρατημένη, ξύπνησε τον Καλάσιρη και τον παρακίνησε να παρακολουθήσει τα δρώμενα. Οι δυο τους τώρα, αθέατοι στο σκοτάδι, μπορούσαν εύκολα να διακρίνουν στο φως της φωτιάς τη σκηνή και, επίσης, ήταν αρκετά κοντά ώστε να ακούνε τα λόγια της γριάς που ήδη με δυνατή φωνή ζητούσε κάποιες πληροφορίες από τον νεκρό· αυτό που ήθελε να μάθει ήταν αν ο αδελφός του και εναπομένων γιος της θα επέστρεφε ζωντανός. [6] Κι εκείνος δεν έδωσε απόκριση καμιά, μόνο έκαμε ένα νεύμα που μπορούσε να δώσει στη μητέρα του μια αβέβαιη ελπίδα κι ύστερα λύγισε ξαφνικά και σωριάστηκε με το πρόσωπο καταγής. Η γερόντισσα γύρισε το πτώμα ανάσκελα και άρχισε πάλι να το ρωτάει με μεγαλύτερη ακόμα επιμονή, όπως φαινόταν, ψάλλοντας πλήθος ξόρκια και πηδώντας με το ξίφος στο χέρι πότε προς τη φωτιά και πότε προς το λάκκο, ώσπου κατάφερε να τον σηκώσει και πάλι και να τον ξαναστήσει στα πόδια του· επανέλαβε τότε τις ίδιες ερωτήσεις πιέζοντας τον νεκρό να προμαντέψει όχι μόνο με νεύματα, αλλά μιλώντας καθαρά. [7] Κι ενώ η γερόντισσα καταγινόταν μ᾽ αυτά, η Χαρίκλεια θερμοπαρακαλούσε τον Καλάσιρη να πάνε κι οι ίδιοι εκεί κοντά μήπως και μάθουν κάτι για τον Θεαγένη κι εκείνος αρνιόταν λέγοντας ότι ακόμα και να βλέπουν ήταν ασέβεια4 και ότι το είχε ανεχθεί επειδή είχε γίνει εξ ανάγκης: στους προφήτες ήταν απαγορευμένο όχι μόνο να επιχειρούν αλλά και να παρακολουθούν κάτι τέτοιες τελετές. Τη μαντική τους τέχνη, έλεγε, εκείνοι την ασκούν με επίσημες θυσίες και αγνές προσευχές και μόνο οι βέβηλοι προμαντεύουν έρποντας κυριολεκτικά στη γη και στριφογυρίζοντας γύρω από σώματα νεκρών όπως αυτή η Αιγύπτια που η τύχη το ᾽φερε να ιδούν πάνω στη δράση
-----------------
1 Η σκηνή διαδραματίζεται έξω από την Βήσσα (έδρα του ληστρικού λαού των Βουκόλων, στα ΒΔ του Δέλτα του Νείλου), όπου οι ήρωες κατευθύνονταν προκειμένου να συναντήσουν τον Θεαγένη. Αντικρίζοντας το πλήθος των νεκρών στρατιωτών, αποφασίζουν να διανυκτερεύσουν έξω από την πόλη σε παρακείμενο λόφο, απ᾽ όπου γίνονται θεατές της σκηνής με την γριά μάγισσα.
2 Το άνοιγμα λάκκου, εντός του οποίου προσφέρονταν οι σπονδές, αποτελούσε μέρος των τελετών νεκρομαντείας (πβ. Οδύσσεια λ 24 κ.ε.). Φαίνεται ότι το είδος των προσφορών αυτών δεν ήταν αυστηρά καθορισμένο, αφού η γυναίκα από τη Βήσσα κάνει μεν, όπως και ο Οδυσσέας, τρεις σπονδές, αλλά, αντί να προσφέρει γλύκισμα από μέλι και γάλα, κάνει σπονδή με γάλα και προσθέτει το γλύκισμα από ζυμάρι.
3 Το ανθρωπόμορφο γλύκισμα υποκαθιστά τη θυσία, αφού σύμφωνα με την τελετουργία της ελληνικής νεκρομαντείας η τέταρτη σπονδή πρέπει να είναι αίμα από θυσία. Το αίμα το προσφέρει η μάγισσα πληγώνοντας το ίδιο της το χέρι. Η προσφορά ομοιωμάτων ζώων φαίνεται ότι αποτελούσε τον συνήθη τύπο νεκρικών θυσιών των φτωχών. Οι πλούσιοι είχαν τη δυνατότητα να θυσιάζουν μεγάλα ζώα.
4 Η στάση του Καλάσιρη, προφήτη της Ίσιδας, απέναντι στις μαγικές τελετές μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε την απόσταση που χώριζε τη μαγεία από τη θρησκεία. Για τις αντιλήψεις των αρχαίων η επίκληση του νεκρού (ανάκλημα), σύμφωνα με καθορισμένο τελετουργικό, προκειμένου να βοηθήσει τους ζωντανούς, όπως συμβαίνει επί παραδείγματι στις Χοηφόρους και στους Πέρσες του Αισχύλου, είναι πράξη θεμιτή. Η Αιγυπτία μάγισσα όμως προσβάλλει τον νεκρό, αφού κακοποιεί το σώμα του, βιάζει την θέλησή του και παραμελεί την ταφή του. Γι᾽ αυτό και θα τιμωρηθεί με βίαιο θάνατο αμέσως, όπως προφητεύει ο ίδιος ο νεκρός, στο κείμενο που ακολουθεί μετά το παρατιθέμενο απόσπασμα.