Κάθε φορά που φέρνω στο μυαλό μου τη λέξη ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ, τη συνδέω με την ιδέα της ανακάλυψης, της δημιουργίας και της διαρκούς αποκάλυψης του ΕΜΕΙΣ που διευρύνει τη δομή του ΕΓΩ.
Χωρίς συνάντηση δεν υπάρχει υγεία. Χωρίς την ύπαρξη ενός ΕΜΕΙΣ, η ζωή μας είναι κενή ακόμη κι αν το σπίτι μας, το σεντούκι και το χρηματοκιβώτιο μας είναι γεμάτα με πανάκριβα αποκτήματα.
Αν κοιτάξουμε γύρω μας, αλλά και μέσα μας, θα αντιληφθούμε το άγχος και την ανησυχία (αν όχι τον φόβο) που προκαλεί μια πιθανή νέα συνάντηση. Γιατί συμβαίνει αυτό; Εν μέρει, γιατί κάθε συνάντηση δημιουργεί ένα κύμα τρυφερότητας, συμπάθειας, αρμονικού ταιριάσματος, αμοιβαίας επίδρασης, επικοινωνίας, και τέλος υπευθυνότητας, δέσμευσης και αφοσίωσης.
Από φόβο, ή λόγω διαφόρων περιορισμών, είναι βέβαιο ότι έχουμε μεγάλη δυσκολία να συναντηθούμε με γνωστούς και αγνώστους…
Το μοντέλο του ζευγαριού ή της οικογένειας που αντέχει στον χρόνο αποτελεί – ολοένα και περισσότερο – την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Οι φιλίες και οι γάμοι που κρατάνε μια ζωή έχουν γίνει τουλάχιστον «παλιομοδίτικοι» ή «ξεπερασμένοι».
Περιστασιακές συναντήσεις χωρίς προσωπική εμπλοκή και σεξουαλικές συνευρέσεις χωρίς υποχρεώσεις, γίνονται αποδεκτές και δεν εκπλήσσουν κανέναν. Ορισμένοι μάλιστα, επαγγελματίες ή μη, φτάνουν στο σημείο να τις συστήνουν ως ένδειξη μιας – υποτίθεται – πιο ελεύθερης και εξελιγμένης συμπεριφοράς.
Είτε με βοήθεια είτε χωρίς, οι σχέσεις των ζευγαριών είναι ολοένα και πιο συγκρουσιακές, οι σχέσεις γονιών – παιδιών όλο και πιο δύσκολες, οι σχέσεις μεταξύ αδελφών όλο και λιγότερο στενές, και η σχέση με τους συναδέλφους και τους συνεργάτες μας όλο και πιο ανταγωνιστική.
Είναι δική μας ευθύνη να κάνουμε κάτι για ν’ αλλάξει αυτή η κατάσταση για τους απογόνους μας αλλά και για εμάς τους ίδιους.
Το να μάθεις να ζεις μέσα σε μια σχέση είναι δύσκολη δουλειά – μια τέχνη θα μπορούσαμε να πούμε – που απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και ειδικές τεχνικές τις οποίες πρώτα διδάσκεσαι, στη συνέχεια επεξεργάζεσαι, και μόνο αργότερα επιχειρείς να εφαρμόσεις με επιτυχία.
Αυτό συμβαίνει, επειδή ο καθένας από μας είναι ένα μεγάλο αίνιγμα. Γι’ αυτό οι σχέσεις μας αποτελούν ένα μυστήριο, διασκεδαστικό ίσως ή δραματικό, αλλά πάντοτε απρόβλεπτο.
Η συνάντηση με τον άλλον είναι σαν να διαβάζεις ένα βιβλίο.
Καλή, μέτρια ή κακή, κάθε συνάντηση με τον άλλον με τρέφει, με βοηθάει, με διδάσκει. Δεν είναι η κακία, η ανεπάρκεια ή η ανικανότητα του άλλου που οδηγεί μια σχέση στην αποτυχία.
Η αποτυχία, αν θέλουμε να τη λέμε έτσι, είναι η έκφραση που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι ο δεσμός έπαψε να είναι «θρεπτικός», ωφέλιμος και δημιουργικός για τον ένα από τους δύο.
Χωρίς συνάντηση δεν υπάρχει υγεία. Χωρίς την ύπαρξη ενός ΕΜΕΙΣ, η ζωή μας είναι κενή ακόμη κι αν το σπίτι μας, το σεντούκι και το χρηματοκιβώτιο μας είναι γεμάτα με πανάκριβα αποκτήματα.
Αν κοιτάξουμε γύρω μας, αλλά και μέσα μας, θα αντιληφθούμε το άγχος και την ανησυχία (αν όχι τον φόβο) που προκαλεί μια πιθανή νέα συνάντηση. Γιατί συμβαίνει αυτό; Εν μέρει, γιατί κάθε συνάντηση δημιουργεί ένα κύμα τρυφερότητας, συμπάθειας, αρμονικού ταιριάσματος, αμοιβαίας επίδρασης, επικοινωνίας, και τέλος υπευθυνότητας, δέσμευσης και αφοσίωσης.
Από φόβο, ή λόγω διαφόρων περιορισμών, είναι βέβαιο ότι έχουμε μεγάλη δυσκολία να συναντηθούμε με γνωστούς και αγνώστους…
Το μοντέλο του ζευγαριού ή της οικογένειας που αντέχει στον χρόνο αποτελεί – ολοένα και περισσότερο – την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Οι φιλίες και οι γάμοι που κρατάνε μια ζωή έχουν γίνει τουλάχιστον «παλιομοδίτικοι» ή «ξεπερασμένοι».
Περιστασιακές συναντήσεις χωρίς προσωπική εμπλοκή και σεξουαλικές συνευρέσεις χωρίς υποχρεώσεις, γίνονται αποδεκτές και δεν εκπλήσσουν κανέναν. Ορισμένοι μάλιστα, επαγγελματίες ή μη, φτάνουν στο σημείο να τις συστήνουν ως ένδειξη μιας – υποτίθεται – πιο ελεύθερης και εξελιγμένης συμπεριφοράς.
Είτε με βοήθεια είτε χωρίς, οι σχέσεις των ζευγαριών είναι ολοένα και πιο συγκρουσιακές, οι σχέσεις γονιών – παιδιών όλο και πιο δύσκολες, οι σχέσεις μεταξύ αδελφών όλο και λιγότερο στενές, και η σχέση με τους συναδέλφους και τους συνεργάτες μας όλο και πιο ανταγωνιστική.
Είναι δική μας ευθύνη να κάνουμε κάτι για ν’ αλλάξει αυτή η κατάσταση για τους απογόνους μας αλλά και για εμάς τους ίδιους.
Το να μάθεις να ζεις μέσα σε μια σχέση είναι δύσκολη δουλειά – μια τέχνη θα μπορούσαμε να πούμε – που απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και ειδικές τεχνικές τις οποίες πρώτα διδάσκεσαι, στη συνέχεια επεξεργάζεσαι, και μόνο αργότερα επιχειρείς να εφαρμόσεις με επιτυχία.
Αυτό συμβαίνει, επειδή ο καθένας από μας είναι ένα μεγάλο αίνιγμα. Γι’ αυτό οι σχέσεις μας αποτελούν ένα μυστήριο, διασκεδαστικό ίσως ή δραματικό, αλλά πάντοτε απρόβλεπτο.
Η συνάντηση με τον άλλον είναι σαν να διαβάζεις ένα βιβλίο.
Καλή, μέτρια ή κακή, κάθε συνάντηση με τον άλλον με τρέφει, με βοηθάει, με διδάσκει. Δεν είναι η κακία, η ανεπάρκεια ή η ανικανότητα του άλλου που οδηγεί μια σχέση στην αποτυχία.
Η αποτυχία, αν θέλουμε να τη λέμε έτσι, είναι η έκφραση που χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι ο δεσμός έπαψε να είναι «θρεπτικός», ωφέλιμος και δημιουργικός για τον ένα από τους δύο.