Μετά την επιτυχία των Αθηναίων στο «Κυνός Σήμα» (σημείο που σταμάτησε την ιστορία του ο Θουκυδίδης) το μέτωπο της Ιωνίας ξεκαθαρίζεται απόλυτα σε σχέση με το ρόλο των προσώπων και τις συμμαχίες που διαμορφώνονται. Ο Αλκιβιάδης τάσσεται αμετάκλητα με το μέρος της Αθήνας και ο Τισσαφέρνης με τη Σπάρτη. Το πρότερο καθεστώς που ήθελε τον Αλκιβιάδη συμβουλάτορα του Τισσαφέρνη σ’ ένα διπλό παιχνίδι εξυπηρέτησης άλλοτε των αθηναϊκών κι άλλοτε των σπαρτιατικών συμφερόντων – ανάλογα με τις δικές του βλέψεις – ήταν αδύνατο να συνεχιστεί, όπως επίσης και η πολιτική του Τισσαφέρνη, που παρίστανε το σύμμαχο των Σπαρτιατών, αλλά στην ουσία αποσκοπούσε στη διαιώνιση του πολέμου οδηγώντας σε απόλυτη φθορά και τα δύο στρατόπεδα προκειμένου να επωφεληθεί ο ίδιος. Αυτή, βέβαια, ήταν και η συμβουλή που του είχε δώσει ο Αλκιβιάδης, όταν αποδιωγμένος και από την Αθήνα και από τη Σπάρτη είχε ταχθεί με τα περσικά συμφέροντα.
Η διάλυση των σχέσεων Τισσαφέρνη – Αλκιβιάδη ήταν ήδη γεγονός, αλλά ο Αλκιβιάδης εξακολουθούσε να παριστάνει ότι συνεχίζονται με πρόθεση να κερδίσει όσο το δυνατό περισσότερα. Ο Τισσαφέρνης ήταν εκείνος που γκρέμισε και τα τελευταία προσχήματα: «… έφτασε ο Τισσαφέρνης στον Ελλήσποντο. Ο Αλκιβιάδης πήγε μ’ ένα πολεμικό να τον επισκεφτεί, φέρνοντάς του προσφορές φιλοξενίας κι άλλα δώρα, μα ο άλλος τον συνέλαβε και τον φυλάκισε στις Σάρδεις, λέγοντας ότι είχε διαταγή από τον Βασιλέα να πολεμάει τους Αθηναίους. Έναν μήνα αργότερα μολοντούτο ο Αλκιβιάδης μαζί με τον Μαντίθεο, που είχε πιαστεί στην Καρία, κατόρθωσαν να βρουν άλογα και να δραπετεύσουν μια νύχτα στις Κλαζομενές». (1, 1, 9 – 10).
Η πρώτη ενέργεια του Αλκιβιάδη μετά την απόδραση ήταν να πάει στην Καρδία και να συνταχτεί με τον αθηναϊκό στόλο, που είχε καταφύγει εκεί από τη Σηστό φοβούμενος επίθεση του Σπαρτιάτη στρατηγού Μίνδαρου. Ήταν πια ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης των Αθηναίων. Συγκέντρωσε τα πλοία, δέχτηκε και τις ενισχύσεις που ήρθαν από τη Θάσο και τη Μακεδονία και οδήγησε σύσσωμο το στόλο στο Πάριο. Από εκεί αναχώρησαν για την Προκόννησο: «Τότε έμαθαν ότι ο Μίνδαρος καθώς και ο Φαρνάβαζος με το πεζικό του βρίσκονταν στην Κύζικο». (1, 1, 14).
Ο Αλκιβιάδης τους παρότρυνε αμέσως να επιτεθούν: «Σαν είδαν οι Πελοποννήσιοι τους Αθηναίους με πολύ περισσότερα πλοία από πριν, και μάλιστα κοντά στο λιμάνι, κατέφυγαν στην παραλία και, αραδιάζοντας όλα μαζί τα καράβια, έστησαν μάχη με τους Αθηναίους που έπλεαν καταπάνω τους. Ο Αλκιβιάδης έκανε κυκλωτική κίνηση με είκοσι πλοία και βγήκε στη στεριά· βλέποντάς το ο Μίνδαρος βγήκε κι αυτός, αλλά σκοτώθηκε πολεμώντας, κι ο στρατός του το ‘βαλε στα πόδια. Οι Αθηναίοι αιχμαλώτισαν όλα τα εχθρικά πλοία – εκτός από τα πλοία των Συρακουσίων, που τα ‘καψαν οι ίδιοι οι Συρακούσιοι – και τα πήγαν στην Προκόννησο, απ’ όπου την άλλη μέρα βάλαν πλώρη για την Κύζικο». (1, 1, 17 – 19).
Οι επιτυχίες που έφερε ο Αλκιβιάδης στους Αθηναίους δεν είχαν μόνο στρατιωτική, αλλά και ψυχολογική σημασία. Φαινόταν ο άνθρωπος που θα μπορέσει να ισορροπήσει εκ νέου την κατάσταση, τη στιγμή που όλα έδειχναν ότι η Σπάρτη ήταν κοντά στην τελική επικράτηση. Η μεγάλη νίκη απέναντι στο Μίνδαρο και τα χρήματα που κατάφερε να συγκεντρώσει από την Κύζικο, χωρίς να πειράξει κανένα από τους ντόπιους, θύμισαν σε όλους το παλιό αθηναϊκό μεγαλείο καθιστώντας σαφές ότι κανείς ποτέ δεν πρέπει να υποτιμά αυτή τη μεγάλη δύναμη. Δεν είναι τυχαίο που αμέσως μετά οι Περίνθιοι άνοιξαν τις πύλες στους Αθηναίους κι ότι οι Σηλύμβριοι, αν και δε δέχτηκαν τον Αλκιβιάδη στην πόλη, έδωσαν χρήματα. Η επιστολή του Ιπποκράτη (υπαρχηγού του Μινδάρου) προς τη Σπάρτη είναι απολύτως χαρακτηριστική: «Χάθηκαν τα πλοία. Μίνδαρος σκοτώθηκε. Πεινούν οι άνδρες. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε». (1, 1, 23).
Ο Φαρνάβαζος δεν είχε άλλη επιλογή απ’ τη γενναιόδωρη χρηματοδότηση (όχι όπως πριν που παρίστανε το χρηματοδότη), προκειμένου να τονώσει το ηθικό του στρατεύματος: «… ο Φαρνάβαζος εμψύχωνε το στρατό των Πελοποννησίων και των συμμάχων, λέγοντάς τους να μη χάνουν το θάρρος τους “για λίγα ξύλα”, μια κι είχαν σώσει τις ζωές τους: ξυλεία είχε άφθονη η χώρα του Βασιλέως. Έδωσε στον καθένα από ένα πανωφόρι και μισθό για δυο μήνες, όπλισε τους ναύτες και τους έβαλε να φρουρούν τις ακτές τις σατραπείας του». (1, 1, 24). Κοντά σ’ αυτά, έφτασαν και τα δυσάρεστα νέα στους Συρακουσίους στρατηγούς (οι Συρακούσιοι ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχοι σύμμαχοι των Σπαρτιατών) ότι πλέον θεωρούνταν εξόριστοι από τη δημοκρατική μερίδα της πόλης τους, προκαλώντας την αγανάκτηση των στρατιωτών που δεν ήθελαν να αντικατασταθεί η ηγεσία και ιδιαίτερα ο Ερμοκράτης, ο οποίος ήταν εξαιρετικά δημοφιλής.
Από την άλλη, ο Άγις, που εξακολουθούσε να κατέχει τη Δεκέλεια, όταν πλησίασε τα τείχη της Αθήνας, υποχώρησε μπροστά στις δυνάμεις που συγκέντρωσε ο Θράσυλλος. Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι ο αποκλεισμός της Αθήνας από τη στεριά, μέσω της Δεκέλειας, ήταν εντελώς ανώφελος, αν δε συνοδευόταν κι από αντίστοιχο ναυτικό αποκλεισμό, ώστε να εμποδιστεί πλήρως ο ανεφοδιασμός της πόλης: «… ο Άγις, βλέποντας από τη Δεκέλεια να ‘ρχονται στον Πειραιά πολλά καράβια με στάρι, δήλωνε πως τίποτα δεν ωφελούσε ο αποκλεισμός που τόσον καιρό έκαναν στην Αθήνα από τη στεριά, όσο δεν κατόρθωναν να καταλάβουν τις περιοχές απ’ όπου ερχόταν το στάρι: το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να στείλουν στην Καρχηδόνα και στο Βυζάντιο τον Κλέαρχο του Ραμφία, που ήταν πρόξενος του Βυζαντίου». (1, 1, 35).
Φτάνουμε πια στο 409 π. Χ. όταν ο Θράσυλλος έρχεται από την Αθήνα με αρκετό στρατό στην Ιωνία. Μετά την επιτυχία του, όμως, στα Πύγελα, τον προσεταιρισμό των κατοίκων του Κολοφώντα και τη λεηλασία της γης στη Λυδία γνώρισε την πανωλεθρία στην Έφεσο. Τελικά κατάφερε να οδηγήσει το στρατό που του είχε απομείνει στη Λάμψακο: «Στη Λάμψακο, όπου ο Αλκιβιάδης προσπαθούσε να συγκροτήσει ενιαίο στράτευμα, οι παλιότεροι στρατιώτες δεν ήθελαν να ενωθούν με τους άνδρες του Θράσυλλου: οι ίδιοι δεν είχαν νικηθεί ποτέ, έλεγαν, ενώ οι άλλοι είχαν έρθει νικημένοι». (1, 2, 15).
Παρόλα αυτά οχύρωναν από κοινού τη Λάμψακο και κατάφεραν να συντρίψουν τις δυνάμεις του Τισσαφέρνη, όταν έκαναν επιδρομή στην Άβυδο: «ο Φαρνάβαζος ήρθε σ’ ενίσχυσή της με πολύ ιππικό, αλλά νικήθηκε και υποχώρησε, κι ο Αλκιβιάδης με το ιππικό κι εκατόν είκοσι οπλίτες που διοικούσε ο Μένανδρος τον κυνήγησε ως την ώρα που τους χώρισε το σκοτάδι. Ύστερα απ’ αυτή τη μάχη οι στρατιώτες συμφώνησαν αναμεταξύ τους να συναδελφωθούν με τους άνδρες του Θρασύλλου». (1, 2, 16 – 17).
Ο Αλκιβιάδης εξελίσσεται σε κυρίαρχη μορφή των γεγονότων. Μετά την Άβυδο σειρά είχε η Καλχηδόνα: «Μαθαίνοντας ότι πλησίαζαν οι Αθηναίοι, οι Καλχηδόνιοι εμπιστεύτηκαν τις κινητές τους περιουσίες στους γείτονές τους, τους Θράκες της Βιθυνίας, να τους τις φυλάξουν. Ο Αλκιβιάδης όμως ξεκίνησε με λιγοστούς οπλίτες και το ιππικό, πρόσταξε και το στόλο ν’ ακολουθήσει γιαλό γιαλό και πήγε να ζητήσει απ’ τους Βιθυνούς τις περιουσίες των Καλχηδονίων, απειλώντας ότι αν δεν του τις δώσουν θα τους κηρύξει πόλεμο· τότε εκείνοι του τις έδωσαν. […] Κατόπιν απέκλεισε την Καλχηδόνα μ’ όλο του το στράτευμα, κατασκευάζοντας ξύλινο τείχος από τη μια θάλασσα στην άλλη και, όσο γινόταν, κοντά στον ποταμό. Ο Ιπποκράτης, ο Λακεδαιμόνιος αρμοστής, έβγαλε το στρατό του από την πόλη να δώσει μάχη. Οι Αθηναίοι παρατάχτηκαν αντίκρυ του, ενώ ο Φαρνάβαζος, έξω από το τείχος, ερχόταν να τον βοηθήσει με πολύ στρατό και ιππικό. Η μάχη ανάμεσα στους οπλίτες του Ιπποκράτη και του Θρασύλλου κράτησε πολύ, ώσπου ήρθε σ’ ενίσχυση ο Αλκιβιάδης με μερικούς οπλίτες και ιππικό· τότε σκοτώθηκε ο Ιπποκράτης και οι άνδρες του υποχώρησαν άτακτα προς την πόλη». (1, 3, 3 – 6).
Όσο για τον Φαρνάβαζο, δεν μπόρεσε ποτέ να πλησιάσει το πεδίο της μάχης, αφού αποκλείστηκε στα τείχη και το ποτάμι. Θα έλεγε κανείς ότι ο Αλκιβιάδης ήταν ανίκητος. Αυτό που έμενε ήταν η ανακωχή με την Καλχηδόνα, (φυσικά με ευνοϊκούς όρους προς την Αθήνα) για την τήρηση των οποίων δεσμεύτηκε προσωπικά τόσο ο Φαρνάβαζος, όσο κι ο Αλκιβιάδης. Μέσα στους όρους ήταν και η υποχρέωση του Φαρνάβαζου να οδηγήσει Αθηναίους πρέσβεις στον Πέρση βασιλιά.
Επόμενος σταθμός του Αλκιβιάδη ήταν το Βυζάντιο, το οποίο και κατέλαβε αναίμακτα μετά από συνωμοσία, όταν ο Λακεδαιμόνιος αρμοστής Κλέαρχος βγήκε από την πόλη για να συναντήσει το Φαρνάβαζο. Μετά τα γεγονότα του Βυζαντίου ο Πέρσης βασιλιάς έστειλε στα παράλια τον Κύρο: «… είχε διοριστεί διοικητής όλης της παραθαλάσσιας περιοχής μ’ εντολή να πολεμάει στο πλευρό των Λακεδαιμονίων. Ο Κύρος έφερνε γράμμα με τη σφραγίδα του Βασιλέως, που απευθυνόταν σ’ όλους τους κατοίκους των παραλίων λέγοντας ανάμεσα στ’ άλλα και τούτο: “Στέλνω τον Κύρο κάρανο των δυνάμεων που συνάζονται στον Καστωλό”. (Κάρανος θα πει αρχηγός)». (1, 4, 3 – 4).
Η ζημιά που είχε προκαλέσει ο Αλκιβιάδης στις τάξεις του εχθρού δεν είχε προηγούμενο. Η αλλαγή στην ηγεσία που επέβαλε ο βασιλιάς είναι η αναγνώριση ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν είναι μόνο ότι κυριεύτηκαν πόλεις κι ότι συγκεντρώθηκαν χρήματα που έδωσαν ανάσα στην εξαντλημένη Αθήνα, αλλά και ότι ο Αλκιβιάδης προσωπικά απέκτησε το γόητρο του αήττητου, όπου σε δύο περιπτώσεις η επικράτηση συνοδεύτηκε από το θάνατο του αντίπαλου ηγέτη την ώρα της μάχης (Μίνδαρος – Ιπποκράτης). Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι Αθηναίοι άρχισαν να ελπίζουν και πάλι σε έναν πόλεμο που θεωρούταν χαμένος. Ο Αλκιβιάδης φαίνεται να κατορθώνει το αδύνατο· συσπείρωσε έναν αθηναϊκό στρατό που πραγματικά πελαγοδρομούσε, επέφερε πολύ σοβαρά πλήγματα – σκορπώντας πανικό – στο στρατόπεδο των Σπαρτιατών, που ως εκείνη τη στιγμή φάνταζε πανίσχυρο, κι έφερε σε αμηχανία ακόμη και τον Πέρση βασιλιά αναγκάζοντάς τον να προβεί σε αλλαγή ηγεσίας προκειμένου να τον περιορίσει. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, το όνειρό του για ένδοξη επιστροφή στην Αθήνα δεν μπορούσε παρά να γίνει πραγματικότητα: «… οι Αθηναίοι εκλέξαν στρατηγούς τον εξόριστο Αλκιβιάδη, το Θρασύβουλο που έλειπε και τρίτο – από κείνους που βρίσκονταν στην πόλη – τον Κόνωνα». (1, 4, 10).
Η εκλογή του στο αξίωμα του στρατηγού έκανε την επιστροφή του αναπόφευκτη. Μετά από τόσα χρόνια απουσίας (έφυγε από την Αθήνα ως στρατηγός στη σικελική εκστρατεία το 415 π. Χ. και βρισκόμαστε στο 407 π. Χ.), τη μετάβασή του στη Σπάρτη και το πέρασμα στο Φαρνάβαζο, την επιστροφή του στον αθηναϊκό στόλο στη Σάμο και το ολιγαρχικό πραξικόπημα του 411 το οποίο, ουσιαστικά, ο ίδιος επέβαλε, μετά από μια σειρά προδοτικών ενεργειών κι εγκλημάτων κατά της πατρίδας του (μην ξεχνάμε ότι και την κατάληψη της Δεκέλειας αυτός την είχε προτείνει στους Σπαρτιάτες, όπως και τη γρήγορη αντίδρασή τους στο ζήτημα της Σικελίας, όπου τελικά έστειλαν το Γύλιππο προξενώντας την καταστροφή του αθηναϊκού στρατού), ο Αλκιβιάδης βρίσκεται ένα βήμα πριν την ηρωική επάνοδό του στην Αθήνα: «Βλέποντας […] ότι τον είχαν εκλέξει στρατηγό κι ότι οι φίλοι του τού μηνούσαν ιδιωτικά να γυρίσει, μπήκε στον Πειραιά τη μέρα που η πόλη γιόρταζε τα Πλυντήρια και που το άγαλμα της Αθηνάς ήταν ολόκληρο σκεπασμένο». (1, 4, 12). (Ο μεταφραστής Ρόδης Ρούφος εξηγεί για τα Πλυντήρια: «Θρησκευτική γιορτή της αρχής του καλοκαιριού, όπου έπλεναν το άγαλμα της Αθηνάς στη θάλασσα και άλλαζαν τα ρούχα του»).
Κι εδώ, βέβαια, δε γίνεται λόγος για την – έτσι κι αλλιώς – εξαιρετικά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Αλκιβιάδη, αλλά για τη μεταστροφή του πλήθους, που είναι έτοιμο να ξεχάσει τα πάντα και να υποδεχτεί με τις μεγαλύτερες τιμές αυτούς που το οδήγησαν στη μεγαλύτερη απελπισία, αν αλλάξουν οι συνθήκες. Η περίπτωση του Αλκιβιάδη αποδεικνύει ότι η μνήμη, ο ηρωισμός, η πολιτική σκέψη, με δυο λόγια η αντίληψη της πραγματικότητας είναι έννοιες ιδιαιτέρως ευμετάβλητες, ακριβώς επειδή δένονται αξεδιάλυτα με το συμφέρον. Από τη στιγμή που η σωτηρία της πόλης κρέμεται από τον Αλκιβιάδη, το παρελθόν όχι μόνο δεν έχει σημασία, αλλά οφείλει να ωραιοποιηθεί, δηλαδή να ανασκευαστεί σύμφωνα με τις τρέχουσες εξελίξεις. Στην παρούσα φάση η Αθήνα θα ήταν αδύνατο να πράξει διαφορετικά.
Ο Αλκιβιάδης αναδεικνύεται μέσα από την ίδια τη ροή των γεγονότων σε φυσικό ηγέτη της Αθήνας, δηλαδή σε μοναδική ελπίδα· και είναι αδύνατο να στραφεί κάποιος ενάντια στην ελπίδα του. Από αυτή την άποψη, η μνήμη οφείλει να είναι επιλεκτική, επειδή πρέπει να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα. Αφού οι συνθήκες δε δίνουν επιλογές, οφείλει ο κόσμος να διαμορφώσει αυτά που θα θυμάται: «Την ώρα που έμπαινε στο λιμάνι, ο κοσμάκης του Πειραιά και της Αθήνας μαζεύτηκε κοντά στο πλοίο, όλος θαυμασμό και περιέργεια ν’ αντικρίσει τον Αλκιβιάδη. Άλλοι έλεγαν πως ήταν ο καλύτερος πολίτης της Αθήνας κι ο μόνος που είχε εξοριστεί άδικα, εξαιτίας των ραδιουργιών ανθρώπων που δεν είχαν ούτε τη δική του ικανότητα ούτε την ευγλωττία … αναγκάστηκε – αιχμάλωτος των περιστάσεων – να κολακεύει τους χειρότερούς του εχθρούς, διακινδυνεύοντας κάθε μέρα τη ζωή του … άνθρωποι σαν κι αυτόν δεν έχουν ανάγκη από επαναστάσεις και πολιτειακές μεταβολές· το δημοκρατικό πολίτευμα του εξασφαλίζει υπεροχή πάνω στους συνομιλήκους του και ισοτιμία με τους γεροντότερους…». (1, 4, 13 – 16). Μόνο κάποιοι, σαφώς μειοψηφούντες, έδειχναν τις επιφυλάξεις τους: «Άλλοι πάλι έλεγαν ότι ήταν ο μόνος υπαίτιος για όλα τα κακά που τους είχαν συμβεί στο παρελθόν, κι ήταν πιθανό να προκαλέσει αυτός μονάχος του κι όλες τις μελλοντικές καταστροφές που θα απειλούσαν την πόλη». (1, 4, 17).
Από κει και πέρα, τα πράγματα πήραν το δρόμο τους: «Στη Βουλή και στη Συνέλευση του λαού απολογήθηκε λέγοντας ότι δεν είχε ασεβήσει κι ότι αδικήθηκε· ειπώθηκαν κι άλλα παρόμοια χωρίς κανένας ν’ αντιμιλήσει, γιατί δεν θα το ανεχόταν η Συνέλευση. Τέλος τον ονόμασαν αρχιστράτηγο μ’ ευρύτατη εξουσία, πιστεύοντας πως ήταν ικανός ν’ αποκαταστήσει την πρωτινή δύναμη της πόλης». (1, 4, 20).
Ξενοφώντος «Ελληνικά»
Η διάλυση των σχέσεων Τισσαφέρνη – Αλκιβιάδη ήταν ήδη γεγονός, αλλά ο Αλκιβιάδης εξακολουθούσε να παριστάνει ότι συνεχίζονται με πρόθεση να κερδίσει όσο το δυνατό περισσότερα. Ο Τισσαφέρνης ήταν εκείνος που γκρέμισε και τα τελευταία προσχήματα: «… έφτασε ο Τισσαφέρνης στον Ελλήσποντο. Ο Αλκιβιάδης πήγε μ’ ένα πολεμικό να τον επισκεφτεί, φέρνοντάς του προσφορές φιλοξενίας κι άλλα δώρα, μα ο άλλος τον συνέλαβε και τον φυλάκισε στις Σάρδεις, λέγοντας ότι είχε διαταγή από τον Βασιλέα να πολεμάει τους Αθηναίους. Έναν μήνα αργότερα μολοντούτο ο Αλκιβιάδης μαζί με τον Μαντίθεο, που είχε πιαστεί στην Καρία, κατόρθωσαν να βρουν άλογα και να δραπετεύσουν μια νύχτα στις Κλαζομενές». (1, 1, 9 – 10).
Η πρώτη ενέργεια του Αλκιβιάδη μετά την απόδραση ήταν να πάει στην Καρδία και να συνταχτεί με τον αθηναϊκό στόλο, που είχε καταφύγει εκεί από τη Σηστό φοβούμενος επίθεση του Σπαρτιάτη στρατηγού Μίνδαρου. Ήταν πια ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης των Αθηναίων. Συγκέντρωσε τα πλοία, δέχτηκε και τις ενισχύσεις που ήρθαν από τη Θάσο και τη Μακεδονία και οδήγησε σύσσωμο το στόλο στο Πάριο. Από εκεί αναχώρησαν για την Προκόννησο: «Τότε έμαθαν ότι ο Μίνδαρος καθώς και ο Φαρνάβαζος με το πεζικό του βρίσκονταν στην Κύζικο». (1, 1, 14).
Ο Αλκιβιάδης τους παρότρυνε αμέσως να επιτεθούν: «Σαν είδαν οι Πελοποννήσιοι τους Αθηναίους με πολύ περισσότερα πλοία από πριν, και μάλιστα κοντά στο λιμάνι, κατέφυγαν στην παραλία και, αραδιάζοντας όλα μαζί τα καράβια, έστησαν μάχη με τους Αθηναίους που έπλεαν καταπάνω τους. Ο Αλκιβιάδης έκανε κυκλωτική κίνηση με είκοσι πλοία και βγήκε στη στεριά· βλέποντάς το ο Μίνδαρος βγήκε κι αυτός, αλλά σκοτώθηκε πολεμώντας, κι ο στρατός του το ‘βαλε στα πόδια. Οι Αθηναίοι αιχμαλώτισαν όλα τα εχθρικά πλοία – εκτός από τα πλοία των Συρακουσίων, που τα ‘καψαν οι ίδιοι οι Συρακούσιοι – και τα πήγαν στην Προκόννησο, απ’ όπου την άλλη μέρα βάλαν πλώρη για την Κύζικο». (1, 1, 17 – 19).
Οι επιτυχίες που έφερε ο Αλκιβιάδης στους Αθηναίους δεν είχαν μόνο στρατιωτική, αλλά και ψυχολογική σημασία. Φαινόταν ο άνθρωπος που θα μπορέσει να ισορροπήσει εκ νέου την κατάσταση, τη στιγμή που όλα έδειχναν ότι η Σπάρτη ήταν κοντά στην τελική επικράτηση. Η μεγάλη νίκη απέναντι στο Μίνδαρο και τα χρήματα που κατάφερε να συγκεντρώσει από την Κύζικο, χωρίς να πειράξει κανένα από τους ντόπιους, θύμισαν σε όλους το παλιό αθηναϊκό μεγαλείο καθιστώντας σαφές ότι κανείς ποτέ δεν πρέπει να υποτιμά αυτή τη μεγάλη δύναμη. Δεν είναι τυχαίο που αμέσως μετά οι Περίνθιοι άνοιξαν τις πύλες στους Αθηναίους κι ότι οι Σηλύμβριοι, αν και δε δέχτηκαν τον Αλκιβιάδη στην πόλη, έδωσαν χρήματα. Η επιστολή του Ιπποκράτη (υπαρχηγού του Μινδάρου) προς τη Σπάρτη είναι απολύτως χαρακτηριστική: «Χάθηκαν τα πλοία. Μίνδαρος σκοτώθηκε. Πεινούν οι άνδρες. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε». (1, 1, 23).
Ο Φαρνάβαζος δεν είχε άλλη επιλογή απ’ τη γενναιόδωρη χρηματοδότηση (όχι όπως πριν που παρίστανε το χρηματοδότη), προκειμένου να τονώσει το ηθικό του στρατεύματος: «… ο Φαρνάβαζος εμψύχωνε το στρατό των Πελοποννησίων και των συμμάχων, λέγοντάς τους να μη χάνουν το θάρρος τους “για λίγα ξύλα”, μια κι είχαν σώσει τις ζωές τους: ξυλεία είχε άφθονη η χώρα του Βασιλέως. Έδωσε στον καθένα από ένα πανωφόρι και μισθό για δυο μήνες, όπλισε τους ναύτες και τους έβαλε να φρουρούν τις ακτές τις σατραπείας του». (1, 1, 24). Κοντά σ’ αυτά, έφτασαν και τα δυσάρεστα νέα στους Συρακουσίους στρατηγούς (οι Συρακούσιοι ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχοι σύμμαχοι των Σπαρτιατών) ότι πλέον θεωρούνταν εξόριστοι από τη δημοκρατική μερίδα της πόλης τους, προκαλώντας την αγανάκτηση των στρατιωτών που δεν ήθελαν να αντικατασταθεί η ηγεσία και ιδιαίτερα ο Ερμοκράτης, ο οποίος ήταν εξαιρετικά δημοφιλής.
Από την άλλη, ο Άγις, που εξακολουθούσε να κατέχει τη Δεκέλεια, όταν πλησίασε τα τείχη της Αθήνας, υποχώρησε μπροστά στις δυνάμεις που συγκέντρωσε ο Θράσυλλος. Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι ο αποκλεισμός της Αθήνας από τη στεριά, μέσω της Δεκέλειας, ήταν εντελώς ανώφελος, αν δε συνοδευόταν κι από αντίστοιχο ναυτικό αποκλεισμό, ώστε να εμποδιστεί πλήρως ο ανεφοδιασμός της πόλης: «… ο Άγις, βλέποντας από τη Δεκέλεια να ‘ρχονται στον Πειραιά πολλά καράβια με στάρι, δήλωνε πως τίποτα δεν ωφελούσε ο αποκλεισμός που τόσον καιρό έκαναν στην Αθήνα από τη στεριά, όσο δεν κατόρθωναν να καταλάβουν τις περιοχές απ’ όπου ερχόταν το στάρι: το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να στείλουν στην Καρχηδόνα και στο Βυζάντιο τον Κλέαρχο του Ραμφία, που ήταν πρόξενος του Βυζαντίου». (1, 1, 35).
Φτάνουμε πια στο 409 π. Χ. όταν ο Θράσυλλος έρχεται από την Αθήνα με αρκετό στρατό στην Ιωνία. Μετά την επιτυχία του, όμως, στα Πύγελα, τον προσεταιρισμό των κατοίκων του Κολοφώντα και τη λεηλασία της γης στη Λυδία γνώρισε την πανωλεθρία στην Έφεσο. Τελικά κατάφερε να οδηγήσει το στρατό που του είχε απομείνει στη Λάμψακο: «Στη Λάμψακο, όπου ο Αλκιβιάδης προσπαθούσε να συγκροτήσει ενιαίο στράτευμα, οι παλιότεροι στρατιώτες δεν ήθελαν να ενωθούν με τους άνδρες του Θράσυλλου: οι ίδιοι δεν είχαν νικηθεί ποτέ, έλεγαν, ενώ οι άλλοι είχαν έρθει νικημένοι». (1, 2, 15).
Παρόλα αυτά οχύρωναν από κοινού τη Λάμψακο και κατάφεραν να συντρίψουν τις δυνάμεις του Τισσαφέρνη, όταν έκαναν επιδρομή στην Άβυδο: «ο Φαρνάβαζος ήρθε σ’ ενίσχυσή της με πολύ ιππικό, αλλά νικήθηκε και υποχώρησε, κι ο Αλκιβιάδης με το ιππικό κι εκατόν είκοσι οπλίτες που διοικούσε ο Μένανδρος τον κυνήγησε ως την ώρα που τους χώρισε το σκοτάδι. Ύστερα απ’ αυτή τη μάχη οι στρατιώτες συμφώνησαν αναμεταξύ τους να συναδελφωθούν με τους άνδρες του Θρασύλλου». (1, 2, 16 – 17).
Ο Αλκιβιάδης εξελίσσεται σε κυρίαρχη μορφή των γεγονότων. Μετά την Άβυδο σειρά είχε η Καλχηδόνα: «Μαθαίνοντας ότι πλησίαζαν οι Αθηναίοι, οι Καλχηδόνιοι εμπιστεύτηκαν τις κινητές τους περιουσίες στους γείτονές τους, τους Θράκες της Βιθυνίας, να τους τις φυλάξουν. Ο Αλκιβιάδης όμως ξεκίνησε με λιγοστούς οπλίτες και το ιππικό, πρόσταξε και το στόλο ν’ ακολουθήσει γιαλό γιαλό και πήγε να ζητήσει απ’ τους Βιθυνούς τις περιουσίες των Καλχηδονίων, απειλώντας ότι αν δεν του τις δώσουν θα τους κηρύξει πόλεμο· τότε εκείνοι του τις έδωσαν. […] Κατόπιν απέκλεισε την Καλχηδόνα μ’ όλο του το στράτευμα, κατασκευάζοντας ξύλινο τείχος από τη μια θάλασσα στην άλλη και, όσο γινόταν, κοντά στον ποταμό. Ο Ιπποκράτης, ο Λακεδαιμόνιος αρμοστής, έβγαλε το στρατό του από την πόλη να δώσει μάχη. Οι Αθηναίοι παρατάχτηκαν αντίκρυ του, ενώ ο Φαρνάβαζος, έξω από το τείχος, ερχόταν να τον βοηθήσει με πολύ στρατό και ιππικό. Η μάχη ανάμεσα στους οπλίτες του Ιπποκράτη και του Θρασύλλου κράτησε πολύ, ώσπου ήρθε σ’ ενίσχυση ο Αλκιβιάδης με μερικούς οπλίτες και ιππικό· τότε σκοτώθηκε ο Ιπποκράτης και οι άνδρες του υποχώρησαν άτακτα προς την πόλη». (1, 3, 3 – 6).
Όσο για τον Φαρνάβαζο, δεν μπόρεσε ποτέ να πλησιάσει το πεδίο της μάχης, αφού αποκλείστηκε στα τείχη και το ποτάμι. Θα έλεγε κανείς ότι ο Αλκιβιάδης ήταν ανίκητος. Αυτό που έμενε ήταν η ανακωχή με την Καλχηδόνα, (φυσικά με ευνοϊκούς όρους προς την Αθήνα) για την τήρηση των οποίων δεσμεύτηκε προσωπικά τόσο ο Φαρνάβαζος, όσο κι ο Αλκιβιάδης. Μέσα στους όρους ήταν και η υποχρέωση του Φαρνάβαζου να οδηγήσει Αθηναίους πρέσβεις στον Πέρση βασιλιά.
Επόμενος σταθμός του Αλκιβιάδη ήταν το Βυζάντιο, το οποίο και κατέλαβε αναίμακτα μετά από συνωμοσία, όταν ο Λακεδαιμόνιος αρμοστής Κλέαρχος βγήκε από την πόλη για να συναντήσει το Φαρνάβαζο. Μετά τα γεγονότα του Βυζαντίου ο Πέρσης βασιλιάς έστειλε στα παράλια τον Κύρο: «… είχε διοριστεί διοικητής όλης της παραθαλάσσιας περιοχής μ’ εντολή να πολεμάει στο πλευρό των Λακεδαιμονίων. Ο Κύρος έφερνε γράμμα με τη σφραγίδα του Βασιλέως, που απευθυνόταν σ’ όλους τους κατοίκους των παραλίων λέγοντας ανάμεσα στ’ άλλα και τούτο: “Στέλνω τον Κύρο κάρανο των δυνάμεων που συνάζονται στον Καστωλό”. (Κάρανος θα πει αρχηγός)». (1, 4, 3 – 4).
Η ζημιά που είχε προκαλέσει ο Αλκιβιάδης στις τάξεις του εχθρού δεν είχε προηγούμενο. Η αλλαγή στην ηγεσία που επέβαλε ο βασιλιάς είναι η αναγνώριση ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Δεν είναι μόνο ότι κυριεύτηκαν πόλεις κι ότι συγκεντρώθηκαν χρήματα που έδωσαν ανάσα στην εξαντλημένη Αθήνα, αλλά και ότι ο Αλκιβιάδης προσωπικά απέκτησε το γόητρο του αήττητου, όπου σε δύο περιπτώσεις η επικράτηση συνοδεύτηκε από το θάνατο του αντίπαλου ηγέτη την ώρα της μάχης (Μίνδαρος – Ιπποκράτης). Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι Αθηναίοι άρχισαν να ελπίζουν και πάλι σε έναν πόλεμο που θεωρούταν χαμένος. Ο Αλκιβιάδης φαίνεται να κατορθώνει το αδύνατο· συσπείρωσε έναν αθηναϊκό στρατό που πραγματικά πελαγοδρομούσε, επέφερε πολύ σοβαρά πλήγματα – σκορπώντας πανικό – στο στρατόπεδο των Σπαρτιατών, που ως εκείνη τη στιγμή φάνταζε πανίσχυρο, κι έφερε σε αμηχανία ακόμη και τον Πέρση βασιλιά αναγκάζοντάς τον να προβεί σε αλλαγή ηγεσίας προκειμένου να τον περιορίσει. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, το όνειρό του για ένδοξη επιστροφή στην Αθήνα δεν μπορούσε παρά να γίνει πραγματικότητα: «… οι Αθηναίοι εκλέξαν στρατηγούς τον εξόριστο Αλκιβιάδη, το Θρασύβουλο που έλειπε και τρίτο – από κείνους που βρίσκονταν στην πόλη – τον Κόνωνα». (1, 4, 10).
Η εκλογή του στο αξίωμα του στρατηγού έκανε την επιστροφή του αναπόφευκτη. Μετά από τόσα χρόνια απουσίας (έφυγε από την Αθήνα ως στρατηγός στη σικελική εκστρατεία το 415 π. Χ. και βρισκόμαστε στο 407 π. Χ.), τη μετάβασή του στη Σπάρτη και το πέρασμα στο Φαρνάβαζο, την επιστροφή του στον αθηναϊκό στόλο στη Σάμο και το ολιγαρχικό πραξικόπημα του 411 το οποίο, ουσιαστικά, ο ίδιος επέβαλε, μετά από μια σειρά προδοτικών ενεργειών κι εγκλημάτων κατά της πατρίδας του (μην ξεχνάμε ότι και την κατάληψη της Δεκέλειας αυτός την είχε προτείνει στους Σπαρτιάτες, όπως και τη γρήγορη αντίδρασή τους στο ζήτημα της Σικελίας, όπου τελικά έστειλαν το Γύλιππο προξενώντας την καταστροφή του αθηναϊκού στρατού), ο Αλκιβιάδης βρίσκεται ένα βήμα πριν την ηρωική επάνοδό του στην Αθήνα: «Βλέποντας […] ότι τον είχαν εκλέξει στρατηγό κι ότι οι φίλοι του τού μηνούσαν ιδιωτικά να γυρίσει, μπήκε στον Πειραιά τη μέρα που η πόλη γιόρταζε τα Πλυντήρια και που το άγαλμα της Αθηνάς ήταν ολόκληρο σκεπασμένο». (1, 4, 12). (Ο μεταφραστής Ρόδης Ρούφος εξηγεί για τα Πλυντήρια: «Θρησκευτική γιορτή της αρχής του καλοκαιριού, όπου έπλεναν το άγαλμα της Αθηνάς στη θάλασσα και άλλαζαν τα ρούχα του»).
Κι εδώ, βέβαια, δε γίνεται λόγος για την – έτσι κι αλλιώς – εξαιρετικά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Αλκιβιάδη, αλλά για τη μεταστροφή του πλήθους, που είναι έτοιμο να ξεχάσει τα πάντα και να υποδεχτεί με τις μεγαλύτερες τιμές αυτούς που το οδήγησαν στη μεγαλύτερη απελπισία, αν αλλάξουν οι συνθήκες. Η περίπτωση του Αλκιβιάδη αποδεικνύει ότι η μνήμη, ο ηρωισμός, η πολιτική σκέψη, με δυο λόγια η αντίληψη της πραγματικότητας είναι έννοιες ιδιαιτέρως ευμετάβλητες, ακριβώς επειδή δένονται αξεδιάλυτα με το συμφέρον. Από τη στιγμή που η σωτηρία της πόλης κρέμεται από τον Αλκιβιάδη, το παρελθόν όχι μόνο δεν έχει σημασία, αλλά οφείλει να ωραιοποιηθεί, δηλαδή να ανασκευαστεί σύμφωνα με τις τρέχουσες εξελίξεις. Στην παρούσα φάση η Αθήνα θα ήταν αδύνατο να πράξει διαφορετικά.
Ο Αλκιβιάδης αναδεικνύεται μέσα από την ίδια τη ροή των γεγονότων σε φυσικό ηγέτη της Αθήνας, δηλαδή σε μοναδική ελπίδα· και είναι αδύνατο να στραφεί κάποιος ενάντια στην ελπίδα του. Από αυτή την άποψη, η μνήμη οφείλει να είναι επιλεκτική, επειδή πρέπει να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα. Αφού οι συνθήκες δε δίνουν επιλογές, οφείλει ο κόσμος να διαμορφώσει αυτά που θα θυμάται: «Την ώρα που έμπαινε στο λιμάνι, ο κοσμάκης του Πειραιά και της Αθήνας μαζεύτηκε κοντά στο πλοίο, όλος θαυμασμό και περιέργεια ν’ αντικρίσει τον Αλκιβιάδη. Άλλοι έλεγαν πως ήταν ο καλύτερος πολίτης της Αθήνας κι ο μόνος που είχε εξοριστεί άδικα, εξαιτίας των ραδιουργιών ανθρώπων που δεν είχαν ούτε τη δική του ικανότητα ούτε την ευγλωττία … αναγκάστηκε – αιχμάλωτος των περιστάσεων – να κολακεύει τους χειρότερούς του εχθρούς, διακινδυνεύοντας κάθε μέρα τη ζωή του … άνθρωποι σαν κι αυτόν δεν έχουν ανάγκη από επαναστάσεις και πολιτειακές μεταβολές· το δημοκρατικό πολίτευμα του εξασφαλίζει υπεροχή πάνω στους συνομιλήκους του και ισοτιμία με τους γεροντότερους…». (1, 4, 13 – 16). Μόνο κάποιοι, σαφώς μειοψηφούντες, έδειχναν τις επιφυλάξεις τους: «Άλλοι πάλι έλεγαν ότι ήταν ο μόνος υπαίτιος για όλα τα κακά που τους είχαν συμβεί στο παρελθόν, κι ήταν πιθανό να προκαλέσει αυτός μονάχος του κι όλες τις μελλοντικές καταστροφές που θα απειλούσαν την πόλη». (1, 4, 17).
Από κει και πέρα, τα πράγματα πήραν το δρόμο τους: «Στη Βουλή και στη Συνέλευση του λαού απολογήθηκε λέγοντας ότι δεν είχε ασεβήσει κι ότι αδικήθηκε· ειπώθηκαν κι άλλα παρόμοια χωρίς κανένας ν’ αντιμιλήσει, γιατί δεν θα το ανεχόταν η Συνέλευση. Τέλος τον ονόμασαν αρχιστράτηγο μ’ ευρύτατη εξουσία, πιστεύοντας πως ήταν ικανός ν’ αποκαταστήσει την πρωτινή δύναμη της πόλης». (1, 4, 20).
Ξενοφώντος «Ελληνικά»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου