Κάποτε, σύμφωνα μ’ όσα υποστηρίζει ο σερ Τζορτζ Ντάρβιν, η Σελήνη βρισκότανε πολύ κοντά στη Γη. Οι παλίρροιες ήταν αυτές που τη σπρώξανε σιγά-σιγά μακριά, οι παλίρροιες που η ίδια η Σελήνη προκαλεί στα γήινα νερά και στη διάρκεια τους, η Γη χάνει αργά αλλά σταθερά ενέργεια.
-Το ξέρω καλά! αναφώνησε ο γέρο-Κφβφκ, εσείς δε μπορείτε να το θυμάστε αλλά εγώ μπορώ. Εμείς, τη Σελήνη την είχαμε πάντα, πελώρια, πάνω από τα κεφάλια μας: όταν ήταν πανσέληνος -νύχτες φωτεινές σα μέρες, μ’ ένα φως στο χρώμα του βούτυρου- έλεγες πως θα πέσει και θα μας πλακώσει. Όταν, πάλι, είχαμε νουμηνία, κυλούσε στον ουρανό σα μαύρη ομπρέλα που τη παίρνει ο αέρας κι όταν γέμιζε, προχωρούσε με τα κέρατά της τόσο χαμηλά, που ‘λεγες πως τώρα θα καρφωθεί στο λόφο κάποιου ακρωτήριου και θα μείνει κει, αγκυροβολημένη για πάντα.
Ολάκερος ο μηχανισμός όμως λειτουργούσε διαφορετικά απ’ ότι σήμερα, ίσως γιατί οι αποστάσεις από τον Ήλιο ήτανε διαφορετικές, όπως διαφορετικές ήταν οι τροχιές κι η κλίση δε θυμάμαι πια ακριβώς ποιού πράματος. Από εκλείψεις, άλλωστε, με τη Γη και τη Σελήνη τόσο κολλημένες, άλλο τίποτα, αν ήτανε ποτέ δυνατό, αυτά τα δυο κήτη να μη βρίσκανε τρόπο να σκιάζουνε συνεχώς το ‘να τ’ άλλο. Η τροχιά; Ελλειπτική, εννοείται, άλλοτε έπεφτε πάνω μας κι άλλοτε έπαιρνε να πετά.
‘Όταν η Σελήνη κατηφόριζε χαμηλά, οι παλίρροιες έπαιρναν την ανηφόρα και κανείς δε μπορούσε πια να τις συγκρατήσει. Υπήρχαν νύχτες με χαμηλή πανσέληνο και τόσο ψηλή πλημμυρίδα, που λίγο έλειπε -λίγα μόνο μέτρα- να πέσει η Σελήνη στη θάλασσα. Αν προσπαθήσαμε ποτέ ν’ ανέβουμε; Και βέβαια! Αρκούσε να πάμε με τη βάρκα ακριβώς από κάτω, να υψώσουμε μια σκάλα και να σκαρφαλώσουμε. Το σημείο απ’ όπου η Σελήνη περνούσε πιο χαμηλά, βρισκότανε στο πέλαγος των Τσίγκινων Βράχων. Πηγαίναμε κει με κείνες τις βάρκες με κουπί που συνηθιζότανε τότε, στρογγυλεμένες, χωρίς καρίνα κι από φελλό.
Χωρούσαμε ένα σωρό κόσμος: *εγώ, ο καπετάνιος Βχντ, η γυναίκα του, ο ξάδελφός μου ο κουφός και πότε-πότε η μικρή Ξλτχλξ, που τότε θα ‘τανε δώδεκα χρονώ. Κείνες τις νύχτες το νερό ήταν ήρεμο σαν λάδι, ασημένιο σαν υδράργυρος και τα ψάρια -βιολετιά μες στο νερό- δε μπορούσαν ν’ αντισταθούν στην έλξη της Σελήνης κι ανέβαιναν στην επιφάνεια του νερού μαζί με τα χταπόδια και τις μέδουσες, στο χρώμα του ζαφειριού. Μικροσκοπικά ζώα -μικρά καβούρια, καλαμάρια κι ακόμα ελαφρά και διάφανα φύκια και μικρά κοράλια- φεύγαν από τη θάλασσα, πετούσανε και κατέληγαν στη Σελήνη, να αιωρούνται από κείνη την ασβεστώδη οροφή ή να μένουν μετέωρα κάπου στη μέση, σ’ ένα φωσφορίζον σμήνος που μεις ενοχλούσαμε σείοντας μπανανόφυλλα.
Οργανώσαμε ως εξής τη δουλειά: παίρναμε στη βάρκα μια σκάλα, ένας τη κρατούσε, άλλος ανέβαινε στη κορφή κι ένας τρίτος τραβούσε κουπί, μέχρι να φτάσουμε ακριβώς κάτω από τη Σελήνη. Γι’ αυτό έπρεπε να ‘μαστε πολλοί (σας ανέφερα μόνο τους βασικούς). Μόλις η βάρκα πλησίαζε τη Σελήνη, κείνος που βρισκότανε στη κορφή, ξεφώνιζε τρομαγμένος: “Αλτ! Αλτ! Θα χτυπήσω το κεφάλι μου!” Αυτή την εντύπωση μας έδινε, έτσι καταπώς τη βλέπαμε πάνω μας τόσο τεράστια, τόσο τραχιά, γεμάτη κοφτερές προεξοχές κι οδοντωτές άκρες.
Τώρα ίσως τα πράματα να ‘ναι διαφορετικά, τότε όμως η Σελήνη, ή καλύτερα ο πυθμένας της, η κοιλιά της, το τμήμα κείνο που περνούσε τόσο κοντά στη Γη, ώστε έλεγες πως σέρνεται πάνω της, ήτανε σκεπασμένη από κρούστα αιχμηρών λεπιών. Έμοιαζε με κοιλιά ψαριού κι η μυρωδιά της, απ’ ότι θυμάμαι, έστω κι αν δεν ήταν έντονη σαν του ψαριού, θύμιζε καπνιστό σολομό. Στη πραγματικότητα, ακόμα και στη κορφή της σκάλας, την άγγιζες μόνον αν τέντωνες τα χέρια ισορροπώντας όρθιος στο τελευταίο σκαλί.
Γνωρίζαμε καλά τις αποστάσεις (ακόμα δεν είχε περάσει από το μυαλό μας ότι σιγά-σιγά απομακρυνόταν). Το μόνο που ‘πρεπε να προσέχουμε ήτανε που θα βάζαμε τα χέρια μας. Διάλεγα μια προεξοχή που μου φαινόταν σταθερή (έπρεπε ν’ ανέβουμε όλοι, με τη σειρά, σε ομάδες των πεντέξι ατόμων), στηριζόμουνα στο ‘να χέρι, ύστερα και στ’ άλλο κι αμέσως ένιωθα σκάλα και βάρκα να ξεφεύγουν από τα πόδια μου και τη κίνηση της Σελήνης να με τραβά από την έλξη της Γης. Ναι, η Σελήνη είχε μια δύναμη που σε ξερίζωνε, το καταλάβαινες την ίδια κείνη στιγμή του περάσματος από τη μια στην άλλη: έπρεπε, λοιπόν, να τιναχτείς με μια κίνηση προς τα πάνω, να ισορροπήσεις καλά στις διάφορες προεξοχές, ν’ ανασηκώσεις τα πόδια σου και να ξαναβρεθείς όρθιος στο σεληνιακό έδαφος.
Από τη Γη φαινόσουνα σα κρεμασμένος με το κεφάλι ανάποδα, για σένα όμως ήταν η συνηθισμένη στάση και το μόνο παράξενο ήτανε πως όταν σήκωνες τα μάτια ψηλά, έβλεπες πάνω από το κεφάλι σου το λαμπρό θαλάσσιο θόλο και τη βάρκα με τους συντρόφους σου να λικνίζονται ανάποδα σα τσαμπί από κληματαριά. Ο μόνος που σε κείνα τ’ άλματα έδειχνε ιδιαίτερο ταλέντο, ήταν ο ξάδελφος μου ο κουφός. Μόλις τα χοντροκομμένα χέρια του αγγίζανε τη σεληνιακή επιφάνεια (πηδούσε πάντα πρώτος από τη σκάλα) γινότανε ξαφνικά, σίγουρα κι ευέλικτα.
Βρίσκαν αμέσως όχι μόνο το σημείο απ’ όπου θα μπορούσαν να πιαστούν για ν’ ανέβει αλλά κι έδιναν την εντύπωση πως αρκούσε η πίεση της παλάμης του για να βρεθεί κολλημένος στο έδαφος του δορυφόρου. Μια φορά, μάλιστα, είχα την εντύπωση ότι ενώ κείνος σήκωνε ψηλά τα χέρια, κινήθηκε η ίδια η Σελήνη για να τόνε συναντήσει. Το ίδιο ικανός ήταν και στη κάθοδο του στη Γη, έν εγχείρημα ακόμα πιο δύσκολο. Για μας τους υπόλοιπους ήταν άλμα που κάναμε απ’ τη Γη με τη διαφορά ότι τώρα δεν υπήρχε τίποτα που πάνω του θα μπορούσες να στηριχτείς.
Ο ξάδελφος μου, όμως αντί να ριχτεί με τα χέρια μπρος, στηνότανε στη σεληνιακή επιφάνεια με το κεφάλι κάτω, σα να ‘θελε να κάνει κατακόρυφη αναστροφή κι άρχιζε να πηδά στηριζόμενος στα χέρια του. Μεις τόνε βλέπαμε από τη βάρκα ορθό στον αέρα, λες και κρατούσε τη τεράστια μπάλα της Σελήνης και την έπαιζε στα χέρια του, μέχρι που τα πόδια του φτάνανε σ’ απόσταση που μας βοηθούσε να τόνε πιάσουμε από τους αστράγαλους και να τόνε κατεβάσουμε κάτω, μες στη βάρκα.
Τώρα εσείς θα με ρωτήσετε τι διάολο πηγαίναμε να κάνουμε στη Σελήνη. Θα σας εξηγήσω. Πηγαίναμε να μαζέψουμε γάλα, μ’ ένα μεγάλο κουτάλι κι ένα μαστέλο. Το σεληνιακό γάλα ήτανε τόσο πυκνό, που θύμιζε μυζήθρα. Έπηζε στα μικρά διάκενα ανάμεσα στον ένα και στον άλλο βράχο, με τη ζύμωση διαφορετικών σωμάτων κι ουσιών γήινης προέλευσης που τα ‘παιρνε ο αέρας από λιμνοθάλασσες, λιβάδια και δάση, μόλις ο δορυφόρος περνούσε πάνω τους. Βασικά συστατικά του ήταεν φυτικοί χυμοί, γυρίνοι βάτραχου, κατράμι, φακές, μέλι μέλισσας, αμυλάλευρο, αυγά μιρσινιού, μούχλες διάφορες, γύρις, ζελατινώδεις ουσίες, σκουλήκια, ρετσίνι, πιπέρι, ορυκτά άλατα, υλικά καύσης.
Αρκούσε να βυθίσεις το κουτάλι στη βάση ενός βράχου, απ’ αυτούς που κάλυπτανε την άγονη επιφάνεια της Σελήνης κι αμέσως γέμιζε μ’ αυτή τη πολύτιμη λάσπη. Εννοείται, η λάσπη αυτή δεν ήτανε πεντακάθαρη. Η σαβούρα ήτανε πάντα αρκετή: κατά τη διάρκεια της ζύμωσης (όταν η Σελήνη περνούσε μες στο καυτό αέρα των ερήμων δε συγχωνεύονταν πάντα όλα τα σώματα. Μερικά μέναν ακέρια κει: νύχια και χόνδροι, καρφιά, ιππόκαμποι, φουντούκια και διάφορες ρίζες, τσόφλια, αγκίστρια, μερικές φορές και καμιά χτένα. Έτσι μόλις μαζεύαμε αυτό τον πουρέ, ήμαστε αναγκασμένοι να τόνε ξαφρίσουμε, να τόνε περάσουμε από το σουρωτήρι. Αλλά η δυσκολία ήταν άλλη: πώς να τον μεταφέρουμε στη Γη.
Κάναμε, λοιπόν, το εξής: εκσφενδονίζαμε τη κάθε κουταλιά μανουβράροντας το κουτάλι με τα δυο μας χέρια σα να ‘τανε καταπέλτης. Η μυζήθρα πετούσε κι αν η ρίψη ήταν αρκετά δυνατή, πήγαινε και χτυπούσε στο ταβάνι, δηλαδή στη θαλάσσια επιφάνεια. ‘Όταν έφτανε κει, έμενε να επιπλέει κι ήτανε πανεύκολο να τη μαζέψεις και να τη τραβήξεις μες στη βάρκα. Ο ξάδελφος έδειχνε και σ’ αυτές τις ρίψεις ιδιαίτερη καπατσοσύνη: είχε καλό σημάδι και δύναμη. Με αποφασιστική κίνηση κατόρθωνε να βρει το στόχο, ένα κάδο που κρατούσαμε μες στη βάρκα. Εγώ αντίθετα, τα ‘κανα συχνά θάλασσα. Η κουταλιά δε κατόρθωνε να νικήσει τη σεληνιακή έλξη και γύριζε πάλι πίσω, πάνω στο ‘να μου μάτι.
Δε τελείωσα όμως ακόμα με τις ικανότητες του ξαδέλφου μου. Το να βγάζει γάλα κάτω από τους βράχους ήτανε, γι’ αυτόν, παιχνίδι: αντί για κουτάλι αρκούσε, μερικές φορές, να χώσει κάτω από τα θραύσματα των βράχων το γυμνό του χέρι ή και μόνον ένα δάχτυλο. Δε δούλευε με σύστημα αλλά προχωρούσε μόνος σ’ απομονωμένα σημεία, μετακινούμενος διαρκώς από το ‘να μέρος στ’ άλλο με πηδηματάκια, λες κι ήθελε να κάνει αστεία στη Σελήνη, να τη ξαφνιάσει, να τη γαργαλίσει.
Όπου, όμως, έχωνε το χέρι του, το γάλα πεταγόταν έξω, όπως από τους μαστούς μιας κατσίκας. Εμείς οι υπόλοιποι δεν είχαμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο από το να τρέχουμε πίσω του και να μαζεύουμε με τα κουτάλια την ουσία που κείνος ανακάλυπτε εδώ κι εκεί. Είχαμε πάντα την αίσθηση πως όλ’ αυτά γίνονταν στη τύχη, αφού οι διαδρομές του κουφού δε έμοιαζαν ν’ αποσκοπούν σε κάποιο συγκεκριμένο στόχο. Υπήρχαν σημεία για παράδειγμα, που κείνος άγγιζε, μόνο και μόνο για την ευχαρίστηση που του προξενούσε το άγγιγμά τους: σχισμές ανάμεσα στη μια και στην άλλη πέτρα, γυμνές και τρυφερές πτυχώσεις της σεληνιακής σάρκας.
Μερικές φορές, ο ξάδελφος έχωνε όχι τα δάχτυλα του χεριού αλλά -με μια καλά υπολογισμένη κίνηση- το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού (ανέβαινε πάντα ξυπόλυτος στη Σελήνη) κι έδειχνε πως αυτό, για κείνον, ήτανε το άκρον άωτο της διασκέδασης, αν έκρινε κανείς από το σκούξιμο που ξεπετιόταν από το λαρύγγι του κι από τα νέα πηδήματα που ακολουθούσαν. Το έδαφος της Σελήνης δεν ήτανε παντού σκεπασμένο με βράχους αλλά, κάθε τόσο, αποκάλυπτε ακανόνιστες γυμνές ζώνες από γλιστερή, χλωμή άργιλο.
Σ’ αυτούς τους μαλακούς χώρους, ο κουφός άρχιζε να κάνει τούμπες ή πηδηματάκια σα να ‘τανε πουλί, λες κι ήθελε ν’ αποτυπώσει χνάρια πάνω στη σεληνιακή πάστα. Κι ενώ συνέχιζε ν’ απομακρύνεται, κάποια στιγμή τόνε χάναμε από τα μάτια μας. Στη Σελήνη υπήρχανε περιοχές που κανείς μας δεν είχε λόγο ή περιέργεια να εξερευνήσει κι εκεί εξαφανιζόταν ο ξάδελφος μου. Είχα μάλιστα αρχίσει να πιστεύω πως όλες αυτές οι τούμπες και τα πηδηματάκια που του άρεσε να κάνει μπρος στα μάτια μας δεν ήτανε παρά προκαταρκτική άσκηση, ένα πρελούδιο σε κάτι το μυστικό, που σίγουρα θα εκτυλισσότανε σε κείνες τις απόκρυφες περιοχές.
Όλες εκείνες τις νύχτες στ’ ανοιχτά των Τσίγκινων Βράχων, είχαμε ιδιαίτερη διάθεση. Ήμαστε χαρούμενοι αλλά και κάπως σα μετέωροι, λες και μες στο κρανίο μας είχαμε ψάρι στη θέση του μυαλού, ένα ψάρι που επέπλεε υπό την επήρεια της Σελήνης.
Ταξιδεύαμε πάντα τραγουδώντας. Η γυναίκα του καπετάνιου έπαιζε άρπα. Είχε μακριά χέρια που κείνες τις νύχτες ασημοφεγγίζανε σα χέλια και σκοτεινές μυστηριώδεις μασχάλες που θύμιζαν αχινούς. Ο ήχος της άρπας ήτανε τόσο γλυκός κι οξύς που δε μπορούσαμε να τον αντέξουμε κι ήμαστε αναγκασμένοι να βγάζουμε μακρόσυρτες κραυγές, όχι τόσο για να συνοδεύσουμε τη μουσική, όσο για να προστατέψουμε την ακοή μας. Διάφανες μέδουσες αναδύονταν στη θαλάσσια επιφάνεια, πάλλονταν για λίγο κι άρχιζαν να πετάνε λικνιζόμενες προς τη Σελήνη.
Η μικρή Ξλτχλξ διασκέδαζε να τις πιάνει στον αέρα πράμα διόλου εύκολο. Μια φορά, ενώ προσπαθούσε με τα χέρια τεντωμένα ν’ αρπάξει μια έκανε ένα πηδηματάκι και βρέθηκε με τη σειρά της μετέωρη. Αδυνατούλα όπως ήτανε, της έλειπαν εκείνες οι ουγγιές που θα τη βοηθούσαν να νικήσει την έλξη της Σελήνης και να επιστρέψει στη Γη: πετούσε, λοιπόν, πάνω από τη θάλασσα, ανάμεσα στις αιωρούμενες μέδουσες. Ξάφνου τρόμαξε έβαλε τα κλάματα ύστερα γέλασε κι άρχισε να παίζει πιάνοντας στον αέρα καβουράκια και ψαράκια, που κάθε τόσο έφερνε στο στόμα της και δάγκωνε.
Εμείς τραβούσαμε με ζέση κουπί μην απομακρυνθούμε από κοντά της: η Σελήνη έφευγε ακολουθώντας τη τροχιά της παρασύροντας πίσω της ψηλά στον ουρανό κείνο τον αφρό της θαλάσσιας πανίδας και το σωρό των μεγάλων σγουρών φυκιών και το κοριτσάκι που αιωρούνταν κάπου κει ανάμεσα. Είχε δυο λεπτές κοτσίδες η Ξλτχλξ, που ‘λεγες πως πετούσανε για λογαριασμό τους, ορθωμένες προς τη πλευρά της Σελήνης. Στο μεταξύ κλωτσούσε, έδινε καλαμιές στον αέρα, λες κι ήθελε να εξουδετερώσει κείνη τη φοβερή δύναμη κι οι κάλτσες της -είχε χάσει τα σαντάλια της στο πέταγμα- γλυστρούσαν από τα πόδια και κρέμονταν γοητευμένες από την έλξη της Γης. Εμείς επάνω στη σκάλα, προσπαθούσαμε να τις πιάσουμε.
Η ιδέα ν’ αρχίσει να τρώει τα αιωρούμενα ζωάκια, αποδείχτηκε καλή. Όσο πιότερο βάρος κέρδιζε η Ξλτχλξ, τόσο πιότερο κατέβαινε προς τη Γη. Επειδή, μάλιστα απ’ όλα κείνα τα αιωρούμενα σώματα, το δικό της είχε μεγαλύτερο όγκο, μαλάκια, φύκια και πλαγκτόν άρχισαν να κολλάνε πάνω της κι έτσι το κοριτσάκι δεν άργησε να σκεπαστεί από μικροσκοπικά πυριτολιθικά κοχύλια, χιτινώδεις εξωσκελετούς, όστρακα, ίνες από θαλάσσια φυτά. Κι όσο πιότερο χανόταν μέσα σε κείνο το συνονθύλευμα, τόσο πιότερο λευτερωνόταν από τη σεληνιακή επίδραση, μέχρι που στο τέλος ακράγγιξε το χνούδι της θάλασσας και βυθίστηκε μέσα της.
Εμείς κωπηλατούσαμε έτοιμοι να τη μαζέψουμε και να τη βοηθήσουμε: το σώμα της είχε μείνει μαγνητισμένο και χρειάστηκε να ιδρώσουμε αρκετά για να τη γδύσουμε τελείως απ’ ό,τι είχε κολλήσει πάνω της. Τρυφερά κοράλλια ήτανε τυλιγμένα γύρω από το κεφάλι της, ενώ σε κάθε χτενισιά οι αντσούγες κι οι μικρές γαρίδες πέφτανε βροχή από τα μαλλιά της. Τα μάτια της είχανε σφραγιστεί από όστρακα πεταλίδας που ‘χανε κολλήσει πάνω στα βλέφαρα με τις βεντούζες τους.
Πλοκάμια σουπιάς είχανε τυλιχτεί γύρω από τα χέρια και το λαιμό της. Τέλος, τα ρουχαλάκια της έμοιαζαν υφασμένα μόνον από φύκια και σφουγγάρια. Της βγάλαμε τα περσότερα. Κείνη, όμως, συνέχισε ακόμα για πολλές βδομάδες να ξεκολλά από πάνω της πτερύγια ψαριών και κοχύλια. Το τραυματισμένο όμως, από μικροσκοπικά διάτομα, δέρμα της παρέμεινε -για όποιον τη κοίταζε προσεκτικά- κεντημένο με λεπτό σύννεφο από μικρά σημαδάκια.
Τόσο διαφιλονικούμενο ήταν, λοιπόν, το μεσοδιάστημα ανάμεσα στη Γη και τη Σελήνη από τις δυο έλξεις που εξισορροπούνταν μεταξύ τους. Θα σας πω, μάλιστα, κάτι ακόμα: ένα σώμα που κατέβαινε από το δορυφόρο στη Γη, έμενε για κάποιο χρονικό διάστημα επηρεασμένο από τη σεληνιακή δύναμη κι αρνιόταν να υποταχτεί στην έλξη του κόσμου μας. Ακόμα κι εγώ που ‘μουνα ψηλός και χοντρός, κάθε φορά που ανέβαινα κει πάνω, αργούσα μετά να ξαναπροσαρμοστώ στα πάνω-κάτω της Γης, κι οι σύντροφοι έπρεπε να με αρπάζουν από τα χέρια και να με κρατάνε σφιχτά, κρεμασμένοι σα τσαμπιά από τη ταλαντευόμενη βάρκα, ενώ εγώ, με το κεφάλι κάτω, συνέχιζα να τεντώνω τα πόδια μου προς τον ουρανό.
-“Κρατήσου! Κρατήσου σφιχτά από μας!” μου φώναζαν κι εγώ σ’ αυτή μου τη προσπάθεια κατέληγα μερικές φορές να πιάνομαι από το ένα βυζί της κυρίας Βχντ, που τα ‘χε στητά και στρογγυλά κι αυτή η επαφή ήτανε καλή και σίγουρη, ασκούσε μια έλξη ίδια ή και πιο δυνατή από της Σελήνης, ιδιαίτερα αν στη κατάβασή μου, με το κεφάλι κάτω, κατόρθωνα με το άλλο χέρι να σφίξω και τους γοφούς της κι έτσι περνούσα και πάλι σε τούτο τον κόσμο κι έπεφτα με πάταγο μες στη βάρκα κι ο καπετάνιος Βχντ μου πετούσε ένα κουβά νερό για να με συνεφέρει.
‘Έτσι ξεκίνησε ο έρωτάς μου για τη γυναίκα του καπετάνιου και μαζί τα βάσανά μου, Κι αυτό, γιατί δεν άργησα να συνειδητοποιήσω σε ποιον απευθύνονταν τα γεμάτα νόημα βλέμματα της κυρίας: όταν τα χέρια του ξαδέλφου μου ακουμπούσαν με σιγουριά στο δορυφόρο, εγώ τη παρατηρούσα και στο βλέμμα της διάβαζα τις σκέψεις που της γεννούσε κείνη η οικειότητα ανάμεσα στον κουφό και τη Σελήνη κι όταν εκείνος εξαφανιζόταν για τις μυστηριώδεις σεληνιακές του περιπλανήσεις, την έβλεπα ν’ ανησυχεί, να κάθεται λες πάνω σε κάρβουνα κι όλα ήταν πλέον ξεκάθαρα, ότι δηλαδή η κυρία Βχντ είχε αρχίσει να ζηλεύει τη Σελήνη κι εγώ να ζηλεύω τον ξάδελφο μου. Είχε μάτια σα διαμάντια, η κυρία Βχντ. Έκαιγαν όταν κοίταζε προκλητικά τη Σελήνη κι ήταν σα να της έλεγε:
-“Δε θα τον έχεις”!
Ενώ εγώ ένιωθα να μ’ έχουν αποκλείσει από παντού. Αυτός που λιγότερο έμοιαζε να καταλαβαίνει όλα τούτα, ήταν ο κουφός. ‘Οταν τον βοηθούσαμε να κατέβει τραβώντας τον -όπως ήδη σας εξήγησα- από τα πόδια, η κυρία Βχντ έχανε κάθε αυτοέλεγχο κι έκανε τα πάντα για να του θυμίσει τη παρουσία της και να τον αγκαλιάσει με τα αργυρόχρωμα χέρια της. Εγώ ένιωθα τότε μια σουβλιά στη καρδιά (τις φορές που κατόρθωνα να πιαστώ από το κορμί της, αυτό ήταν γλυκό κι ευγενικό αλλά όχι τεταμένο προς τα μπρος, όπως με το ξάδελφο μου), ενώ κείνος έμενε αδιάφορος, χαμένος ακόμα στη σεληνιακή του έκσταση.
Κοίταζα τον καπετάνιο περίεργος να δω αν πρόσεχε κι εκείνος τη συμπεριφορά της συζύγου του. Καμιά έκφραση όμως δε διαπερνούσε ποτέ κείνο το σκαμμένο από την αλμύρα πρόσωπο, το χαρακωμένο από μαύρες σαν από κατράμι ρυτίδες. Επειδή ο κουφός ήτανε πάντα ο τελευταίος που άφηνε τη Σελήνη, η κατάβασή του ήτανε, για τις βάρκες, σημάδι αναχώρησης. Τότε, με μια ασυνήθιστα αβρή κίνηση, ο Βχντ έπαιρνε από το βάθος της βάρκας την άρπα και την έδινε στη σύζυγό του. Κείνη ήταν αναγκασμένη να τη πάρει και να εκμαιεύσει κάποιες νότες. Τίποτα δε μπορούσε να την απομακρύνει απ’ τον κουφό, όσο ο ήχος της άρπας. Εγώ, τότε, άρχιζα να τραγουδώ κείνο το μελαγχολικό τραγούδι, που λέει:
“Κάθε ψάρι λαμπερό
είναι στην επιφάνεια
είναι στην επιφάνεια,
κάθε ψάρι σκοτεινό
είναι στον πάτο
είναι στον πάτο…”
κι όλοι, εκτός από τον ξάδελφο, τραγουδούσαν μαζί του.
Κάθε μήνα, μόλις ο δορυφόρος απομακρυνόταν, ο κουφός κλεινότανε πάλι στον εαυτό του στην απόσταση που ‘χε συνήθως από τα πράματα του κόσμου. Μόνον η προσμονή της πανσελήνου τον έβγαζε από το λήθαργο. Κείνη τη φορά είχα κανονίσει τα πράματα έτσι, ώστε να μην είναι η σειρά μου ν’ ανέβω πάνω και, συνεπώς, να μείνω στη βάρκα, κοντά στη γυναίκα του καπετάνιου. Μόλις, όμως, ο ξάδελφός μου ανέβηκε στη σκάλα, η κυρία Βχντ είπε:
-“Σήμερα θέλω ν’ ανέβω κι εγώ κει πάνω”!
Δεν είχε συμβεί ποτέ ν’ ανέβει η γυναίκα του καπετάνιου στη Σελήνη. Ο Βχντ όχι μόνο δεν έφερε καμιά αντίρρηση, αλλά σχεδόν την έσπρωξε ν’ ανέβει τη σκάλα, φωνάζοντας:
-“Πήγαινε λοιπόν!” ενώ όλοι βαλθήκαμε να τη βοηθάμε κι εγώ την έσπρωχνα από πίσω και την ένιωθα στην αγκαλιά μου στρογγυλή και τρυφερή και για να τη στηρίζω πίεζα πάνω της τις παλάμες και το πρόσωπο κι όταν την ένιωθα ν’ απομακρύνεται προς τη σεληνιακή σφαίρα μ’ έπιασε κάτι σα λαχτάρα για τη χαμένη αυτή επαφή κι αποφάσισα να ριχτώ κι εγώ πίσω της λέγοντας:
-“Πηγαίνω πάνω, να βοηθήσω λιγάκι”! Μ’ άρπαξε κάτι σα σφικτήρας.
-“Συ θα μείνεις εδώ, γιατί έχεις δουλειά να κάνεις” με διέταξε χωρίς να υψώσει διόλου τον τόνο της φωνής του ο καπετάνιος Βχντ.
Ήδη κείνη τη στιγμή, οι προθέσεις του καθενός ήτανε ξεκάθαρες. Εγώ όμως, δεν καταλάβαινα τίποτα και σήμερα ακόμα δεν είμαι σίγουρος ότι έχω ορμηνέψει σωστά τα πράματα. Σίγουρα η γυναίκα του καπετάνιου έτρεφε από καιρό την επιθυμία ν’ απομονωθεί κει πάνω με το ξάδελφο μου (ή τουλάχιστο να μη τον αφήσει ν’ απομονωθεί μόνος του με τη Σελήνη) αλλά το πιθανότερο, το σχέδιό της είχε πολύ πιο φιλόδοξο στόχο και σίγουρα είχε σχεδιαστεί μαζί με τον κουφό: να κρυφτούν μαζί κει πάνω και να μείνουνε στη Σελήνη έναν ολάκερο μήνα.
‘Ίσως, βέβαια, ο ξάδελφός μου, κουφός όπως ήταν, να μην είχε καταλάβει αυτό που κείνη προσπαθούσε να του εξηγήσει ή και να μην είχε καν συνειδητοποιήσει πως ήταν αντικείμενο των πόθων της κυρίας. Κι ο καπετάνιος; Προφανώς δεν έβλεπε την ώρα να γλυτώσει από τη σύζυγό του, γι’ αυτό κι όταν εκείνη αυτοεξορίστηκε τελικά κει πάνω, τον είδαμε να εγκαταλείπεται στις άνομες ροπές του και να βουλιάζει στο βίτσιο, πράμα που μας έκανε να καταλάβουμε γιατί δεν είχε κάνει τίποτα για να τη κρατήσει κοντά του.
Να ‘ξερε, όμως, ήδη από την αρχή πως η τροχιά της Σελήνης είχε αρχίσει να ξεμακραίνει; Κανείς από μας δε μπορούσε να υποπτευθεί κάτι τέτοιο. Ο κουφός ίσως, μόνον ο κουφός: με το πρωτογενή τρόπο που αναγνώριζε τα πράματα, είχε προαισθανθεί πως εκείνη τη νύχτα ήταν αναγκασμένος να πει αντίο στη Σελήνη. Γι’ αυτό και κρύφτηκε στα μυστικά του μέρη και δε ξαναφάνηκε, παρά μόνο για να επιστρέψει στη βάρκα. Η γυναίκα του καπετάνιου ήταν αναγκασμένη να τον ακολουθεί: την είδαμε να διασχίζει τη βραχώδη έκταση πολλές φορές, σε μήκος και πλάτος και ξαφνικά να σταματά κοιτάζοντας εμάς που ‘χαμε μείνει στη βάρκα, λες κι ήθελε να μας ρωτήσει μήπως τον είχαμε δει.
Σίγουρα υπήρχε κάτι το ασυνήθιστο κείνη τη νύχτα. Η επιφάνεια της θάλασσας, αντί να ‘ναι τεντωμένη όπως πάντα όταν είχαμε πανσέληνο, τώρα έμοιαζε χαλαρή, μαλθακή, λες κι ο σεληνιακός μαγνήτης δεν ασκούσε πια τη δύναμή του. Το φως, επίσης, δε θύμιζε το φως των άλλων πανσελήνων, λες και το σκότος αυτή τη φορά ήτανε πιο πηχτό. Ακόμα κι οι σύντροφοι κει πάνω πρέπει να συνειδητοποίησαν ότι κάτι συνέβαινε, γι’ αυτό και σηκώνανε συνεχώς προς το μέρος μας τα φοβισμένα μάτια τους. Κι από τα στόματά τους, όπως κι από τα δικά μας, βγήκε, την ίδια στιγμή, μια κραυγή:
-“Η Σελήνη απομακρύνεται”!
Δεν είχε ακόμα σβήσει καλά-καλά η κραυγή, όταν στη Σελήνη εμφανίστηκε ο ξάδελφος μου, τρέχοντας. Δε φαινότανε φοβισμένος ούτε καν έκπληκτος: ακούμπησε τα χέρια στο έδαφος κι ύστερα έκανε το συνηθισμένο του σάλτο, αλλά τούτη τη φορά έμεινε να αιωρείται στον αέρα, όπως είχε ήδη συμβεί στη μικρή Ξλτχλξ. για μια στιγμή φάνηκε να γυρίζει ανάμεσα στη Σελήνη και τη Γη, μετά στράφηκε ανάποδα κι ύστερα, με μια προσπάθεια σαν του κολυμβητή που πρέπει να νικήσει κάποιο ρεύμα, πήρε το δρόμο, μ’ ασυνήθιστη βραδύτητα, για τον πλανήτη μας.
Από τη Σελήνη, οι άλλοι ναύτες βιάστηκαν ν’ ακολουθήσουνε το παράδειγμά του. Κανείς δε σκεφτόταν να στείλει στις βάρκες το μαζεμένο σεληνιακό γάλα, ούτε ο καπετάνιος τα ‘βαλε με κανένα γι’ αυτή τη παράλειψη. Είχαν ήδη αργοπορήσει πολύ, δύσκολα μπορούσες τώρα πια να καλύψεις την απόσταση. Όσο, όμως, κι αν προσπάθησαν να μιμηθούν το πέταγμα ή το κολύμπι του ξαδέλφου μου, μείναν να χειρονομούν αιωρούμενοι στη μέση του ουρανού.
-“Συσπειρωθείτε! Κοθώνια! Συσπειρωθείτε!” ούρλιαξε ο καπετάνιος. Στη διαταγή του, οι ναύτες προσπάθησαν να μαζευτούν, να γίνουν ένα σώμα, να σπρώξουν όλοι μαζί μέχρι να φτάσουν τη περιοχή της γήινης έλξης: ύστερα, ξάφνου, ένας καταρράχτης από κορμιά έπεσε μ’ ορμή στη θάλασσα. Οι βάρκες, τώρα τρέχαν να τους μαζέψουν.
-“Περιμένετε! Λείπει η κυρία!” φώναξα. Η σύζυγος του καπετάνιου είχε επιχειρήσει με τη σειρά της το άλμα, αλλά είχε μείνει στον αέρα, λίγα μόλις μέτρα από τη Σελήνη και κουνούσε αργά τα μακριά ασημένια χέρια της στο κενό. Σκαρφάλωσα στη σκάλα και στη μάταιη προσπάθειά μου να της προσφέρω στήριγμα, άπλωνα την άρπα προς το μέρος της. “Δε τη φτάνει! Πρέπει να πάμε να τη πιάσουμε!” κι έκανα να ριχτώ στο κενό σείοντας την άρπα.
Πάνω από το κεφάλι μου ο τεράστιος σεληνιακός δίσκος δεν ήταν πια όπως πριν, τόσο πολύ είχε μικρύνει, τόσο πολύ συστελλόταν, λες κι ήτανε το βλέμμα μου αυτό που τον έσπρωχνε μακριά κι ο αδειασμένος ουρανός πλάταινε σε μια άβυσσο που γέμιζε σιγά-σιγά αστέρια κι η νύχτα έριχνε πάνω μου μ’ ορμή ένα ποτάμι κενού, με έπνιγε στον πανικό και στον ίλιγγο. “Φοβάμαι!” σκέφτηκα. “Φοβάμαι να βουτήξω! Είμαι ένας δειλός!” κι εκείνη τη στιγμή βούτηξα. Κολυμπούσα στον ουρανό με μανία απλώνοντας την άρπα προς το μέρος της, ενώ κείνη, αντί να ‘ρθει προς τη μεριά μου, γύριζε γύρω από τον εαυτό της δείχνοντάς μου άλλοτε το αδιάφορο πρόσωπό της κι άλλοτε τα νώτα της.
-“Ας ενωθούμε!” φώναξα κι ήδη τη πλησίαζα και την έπιανα από τη μέση κολλώντας τα μέλη μου πάνω στα δικά της. “Ας ενωθούμε για να πέσουμε μαζί!” και συγκέντρωνα τις δυνάμεις μου για να κολλήσω πάνω της και τις αισθήσεις μου για ν’ απολαύσουνε την ολοκλήρωση αυτού του σφιχταγκαλιάσματος. ‘Έτσι, άργησα να συνειδητοποιήσω ότι ναι μεν την έβγαζα από τη κατάσταση ταλάντωσης, αλλά παράλληλα την έσπρωχνα να ξαναπέσει στη Σελήνη.
‘Άργησα να το συνειδητοποιήσω ή μήπως αυτή ήταν, από την αρχή η πρόθεσή μου; Ακόμα δεν είχα κατορθώσει να συγκροτήσω τη σκέψη μου κι ήδη κραυγή έβγαινε από το λαιμό μου: “Θα ‘μαι γω αυτός που θα μείνει μαζί σου ένα μήνα!” ή μάλλον: “Πάνω σου!” φώναξα μες στη παραφορά μου: “Εγώ, πάνω σου, ένα μήνα!” κι εκείνη τη στιγμή η πτώση στο σεληνιακό έδαφος είχε λύσει το σφιχταγκάλιασμα μας, μας είχε ρίξει μένα δω κι εκείνη κει, ανάμεσα σε κρύα βράχια.
Σήκωσα τα μάτια μου, όπως έκανα κάθε φορά που άγγιζα τη σεληνιακή κρούστα, σίγουρος ότι θα ξανάβρισκα πάνω από το κεφάλι μου τη πατρώα θάλασσα σα μιαν απέραντη οροφή και την είδα, ναι την είδα και τούτη τη φορά, αλλά πόσο πιο ψηλά και πόσο πιο περιορισμένη από ακτές και σκοπέλους κι ακρωτήρια και πόσο πιο μικρές φαίνονταν οι βάρκες κι αγνώριστα τα πρόσωπα των συντρόφων κι αδύναμες οι φωνές τους! ‘Ένας ήχος έφτασε στ’ αφτιά μου, όχι από μακρινή απόσταση: η κυρία Βχντ είχε ξαναβρεί την άρπα της και τη χάιδευε βγάζοντας μια πονεμένη σα κλάμα συγχορδία.
‘Άρχισε έτσι ένας μακρύς μήνας. Η Σελήνη γύριζε αργά γύρω από τη Γη. Στην αιωρούμενη σφαίρα βλέπαμε όχι πια την οικεία μας ακρογιαλιά αλλά ωκεανούς βαθείς σαν αβύσσους κι ερήμους από λευκόπυρα ηφαιστειογενή πετρώματα και βράχινα τείχη από οροσειρές κομμένες με το λεπίδι ορμητικών ποταμών και πόλεις ελώδεις και νεκροπόλεις από τάφο κι αυτοκρατορίες από άργιλο και λάσπη. Η απόσταση έβαφε το καθετί με το ίδιο πάντα χρώμα: οι άγνωρες προοπτικές έκαναν άγνωρη τη κάθε εικόνα. Μπουλούκια από ελέφαντες και σμήνη από ακρίδες διέσχιζαν απ’ άκρη σ’ άκρη τις πεδιάδες που ‘τανε τόσον όμοια πλατιές και πυκνές, ώστε να μη ξεχωρίζουν η μια από την άλλη.
Θα ‘πρεπε να ‘μουν ευτυχισμένος: όπως στα όνειρά μου, ήμουν μόνος μαζί της, η οικειότητα με τη Σελήνη -που τόσες φορές ζήλεψα στον ξάδελφό μου- και με τη κυρία Βχντ ήτανε τώρα πια αποκλειστικό μου προνόμιο, τριάντα σεληνιακές μέρες και νύχτες απλώνονταν μπρος μας. Η σεληνιακή επιφάνεια μας έτρεφε με το γάλα της, αυτό το γάλα με την οικεία κι υπόξινη γεύση του, το βλέμμα μας υψωνότανε προς τον κόσμο που μας είχε γεννήσει, επιτέλους τονε βλέπαμε σ’ όλη τη πολύμορφη έκτασή του, εξερευνούσαμε κομμάτια του που ποτέ κανείς γήινος δεν είχε δει ενώ ταυτόχρονα θαυμάζαμε τ’ άστρα που λάμπανε πέρα από τη Σελήνη, μεγάλα σα φρούτα από φως, που ωριμάσανε στα κυρτά κλαδιά του ουρανού κι όλα ξεπερνούσαν ακόμα και τις πιο λαμπρές μας προσδοκίες κι όμως κι όμως, για μας ήταν μια εξορία.
Δε σκεφτόμουνα παρά τη Γη. Μόνον η Γη έκανε τον καθένα μας να ‘ναι ο εαυτός του κι όχι κάποιος άλλος. Εκεί πάνω, ξεκομμένοι από τη Γη, ήταν σαν εγώ να μην ήμουν πια εγώ, ούτε κείνη για μένα η γνωστή κείνη. Δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω στη Γη κι έτρεμα στην ιδέα πως ίσως την είχα χάσει για πάντα. Η πλήρωση του ερωτικού μου ονείρου είχε διαρκέσει μόνο τη στιγμή της ένωσής μας ενώ στροβιλιζόμασταν ανάμεσα στη Γη και τη Σελήνη.
Χωρίς το γήινο έδαφός μου ο έρωτάς μου δε γνώριζε παρά τη βασανιστική νοσταλγία των όσων μας έλειπαν. Ένα που, ένα γύρω, ένα μετά. Αυτά ένιωθα εγώ. Κείνη όμως; Κάθε φορά που ρωτούσα τον εαυτό μου, ένιωθα να με ζώνουν οι διάφορες φοβίες μου. Γιατί, αν και κείνη με τη σειρά της δε σκεφτότανε παρά τη Γη, αυτό θα μπορούσε να ‘ναι καλό σημάδι, αφού θα σήμαινε πως επιτέλους είχαμε κατακτήσει αλληλοκατανόηση. Μπορούσε όμως επίσης να ‘ναι απόδειξη πως όλα πια ήταν μάταια, γιατί οι πόθοι της είχαν ακόμα σα μοναδικό στόχο τον κουφό.
‘Όμως τίποτα. Δε σήκωνε ποτέ το βλέμμα της προς το μέρος του παλιού πλανήτη, περπατούσε χλωμή σε κείνους τους ξερότοπους μουρμουρίζοντας νανουρίσματα και χαϊδεύοντας την άρπα της, λες κι είχε προσαρμοστεί απόλυτα με τη προσωρινή (πίστευα εγώ) σεληνιακή της κατάσταση. Να ‘ταν άραγε, ένδειξη πως είχα κατατροπώσει τον αντίπαλό μου; Όχι. Αλίμονο είχα χάσει με μιαν απελπιστική ήττα. Γιατί κείνη είχε πια καταλάβει πως ο ξάδελφός μου ήταν ερωτευμένος με τη Σελήνη, και το μόνο που τώρα πια ήθελε, ήταν να γίνει η ίδια η Σελήνη, να εξομοιωθεί με το αντικείμενο κείνου του εξωγήινου έρωτα.
Όταν πάλι η Σελήνη ολοκλήρωσε το γύρο του πλανήτη, βρέθηκα πάλι πάνω από τους Τσίγκινους Βράχους. Τρόμαξα να τους γνωρίσω, ούτε στις πιο μαύρες προβλέψεις μου δε περίμενα να τους δω τόσο σμικρυμένους απ’ τη μεγάλη απόσταση. Σε κείνη τη θάλασσα -που θύμιζε νερόλακκο- οι σύντροφοι είχαν επιστρέψει, τούτη τη φορά χωρίς τις άχρηστες πλέον σκάλες. Από τις βάρκες σηκώθηκε κάτι σα δάσος από μακριά δόρατα. Έκαστος κράδαινε από ‘να δόρυ, ενισχυμένο στην αιχμή του μ’ ένα γάντζο ή άγκιστρο, ίσως με την ελπίδα ν’ απομυζήσουν ακόμα λίγη από την τελευταία σεληνιακή μυζήθρα κι ίσως-ίσως να μπορέσουν να δώσουν κάποια βοήθεια και σε μας τους δυστυχείς.
‘Έγινε αμέσως φανερό ότι δεν υπήρχε μακρόξυλο ικανό να φτάσει τη Σελήνη και τα δόρατα ξανάπεσαν -μικρά, γελοία και ταπεινωμένα- στο νερό. Σ’ αυτή μάλιστα τη κίνηση, μια δυο βάρκες έχασαν την ισορροπία τους κι αναποδογύρισαν. Κείνη, όμως ακριβώς τη στιγμή, από ‘να άλλο πλεούμενο, άρχισε να ορθώνεται ένα δόρυ πιο μακρύ, που το ‘χανε σύρει μέχρις εκεί κρατώντας το στην επιφάνεια του νερού: ήταν από μπαμπού, από πολλά καλάμια μπαμπού βαλμένα το ‘να μες στ’ άλλο, και για να σηκωθεί έπρεπε να το μετακινούν αργά -γιατί, έτσι λεπτό που ‘τανε, κινδύνευε να σπάσει από τις δονήσεις- και το μανουβράρουν με μεγάλη δύναμη και μαεστρία, ώστε το βάρος του να μην ανατρέψει τη βάρκα. Και να: ήτανε φανερό πως η άκρη κείνου του κονταριού θ’ άγγιζε τη Σελήνη.
Πράγματι, το ‘δαμε να χαϊδεύει κι ύστερα να πιέζει τη βραχώδη επιφάνεια, να στηρίζεται σ’ αυτή για μια στιγμή και να της δίνει μετά μια μικρή σπρωξιά ή μάλλον μια δυνατή σπρωξιά που την έκανε ν’ απομακρυνθεί λιγάκι κι ύστερα να τη χτυπά πάλι στο ίδιο σημείο σα να θέλει να την εκτινάξει, να την απομακρύνει και πάλι. Τότε τον αναγνώρισα ή καλύτερα, τότε τον αναγνωρίσαμε κι οι δύο -εγώ κι η κυρία- τον ξάδελφο μου, ναι, δε μπορούσε να ‘ναι άλλος παρά μόνο κείνος, που ‘παιζε για τελευταία φορά με τη Σελήνη ένα από τα τυπικά παιχνίδια του, με τη Σελήνη στην άκρη του κονταριού του, λες κι ήθελε να τη κρατήσει σε ισορροπία.
Τότε συνειδητοποιήσαμε επίσης ότι όλη αυτή η καπατσοσύνη του δεν είχε κανένα στόχο, δεν απέβλεπε σε τίποτα συγκεκριμένο μάλλον το αντίθετο, θα ‘λεγε κανείς πως προσπαθούσε απλά ν’ απομακρύνει τη Σελήνη, πως τη βοηθούσε να φύγει μακριά, πως ήθελε να τη συνοδέψει στη μακρινή της τροχιά. Ήταν κι αυτό ένα τυπικό γνώρισμά του, τυπικό γνώρισμα ενός ανθρώπου που δε μπορούσε να διανοηθεί επιθυμίες που θα ‘ρχονταν σε σύγκρουση μ’ αυτές της Σελήνης, με τη μοίρα της κι αν τώρα η Σελήνη ήθελε ν’ απομακρυνθεί απ’ αυτόν, εκείνος χαιρόταν αυτή την απομάκρυνση όπως μέχρι τώρα χαιρότανε το πλησίασμά της.
Τί έπρεπε να κάνει μπρος σ’ αυτή τη συμπεριφορά η κυρία Βχντ; Εκείνη τη στιγμή θέλησε να δείξει σ’ όλους ότι ο έρωτάς της για τον κουφό δεν ήταν ένα περαστικό καπρίτσιο αλλά μια αμετάκλητη επιλογή, ένα τάμα. Αν αυτό που ο ξάδελφός μου τώρα αγαπούσε ήταν μια μακρινή Σελήνη, κείνη θα ‘μενε μακριά, στη Σελήνη. Το κατάλαβα βλέποντας ότι δεν έκανε ούτ’ ένα βήμα προς το μπαμπού, απλά έστρεφε την άρπα ψηλά στον ουρανό, προς τη πλευρά της Γης, πιτσικάροντας τις χορδές.
Λέω πως την είδα, αλλά στη πραγματικότητα ήταν μόνο με την άκρη του ματιού μου που συνέλαβα την εικόνα της, γιατί μόλις το κοντάρι άγγιξε τη σεληνιακή επιφάνεια, εγώ πήδηξα και πιάστηκα απ’ αυτό και τώρα γρήγορος σαν ερπετό σκαρφάλωνα πάνω στους κόμπους του μπαμπού, ανέβαινα με χέρια και με γόνατα, ελαφρύς στο αραιωμένο διάστημα, σπρωγμένος από φυσική δύναμη που με διέταζε να επιστρέψω στη Γη, ξεχνώντας το λόγο που μ’ είχε οδηγήσει κει πάνω ή ίσως έχοντας πιότερο από ποτέ συνείδηση αυτού του λόγου και της άτυχης κατάληξής του κι ήδη η ανάβασή μου στο αιωρούμενο καλάμι είχε φτάσει σε σημείο που δε χρειαζότανε πια να καταβάλλω καμιά προσπάθεια αλλά ν’ αφήσω απλά τον εαυτό μου να γλιστρήσει με το κεφάλι κάτω, στην έλξη της Γης, μέχρι που το καλάμι έσπασε σε χίλια κομμάτια κι εγώ βρέθηκα στη θάλασσα ανάμεσα στις βάρκες.
Ήταν η γλυκιά επιστροφή, η πατρίδα που ‘χα ξαναβρεί κι όμως η σκέψη μου έμενε φορτισμένη με πόνο για κείνη που χάθηκε και τα μάτια μου καρφώνονταν στη για πάντα άπιαστη Σελήνη, ψάχνοντάς τη. Και την είδα. Ήταν εκεί που την είχα αφήσει, ξαπλωμένη σε μιαν ακρογιαλιά ακριβώς πάνω από τα κεφάλια μας και δεν έλεγε τίποτα. Είχε το ίδιο χρώμα με τη Σελήνη. Κρατούσε στο ‘να χέρι της την άρπα και γιόμιζε τον κόσμο με αργά κι αραιά αρπίσματα.
Διακρινόταν καθαρά το σχήμα του στήθους, των χεριών, των πλευρών της, έτσι όπως ακόμα τη θυμάμαι, έτσι όπως ακόμα και τώρα που η Σελήνη έγινε κείνος ο μακρινός, επίπεδος και μικρός κύκλος, τη γυρεύω πάντα με το βλέμμα μου, μόλις φανεί στον ουρανό το πρώτο κομμάτι της κι όσο πιότερο μεγαλώνει τόσο περισσότερο φαντάζομαι ότι τη βλέπω, κείνη ή κάτι από κείνη αλλά μόνο κείνη, σ’ εκατό, σε χίλιες διαφορετικές όψεις, κείνη που κάνει Σελήνη τη Σελήνη, και σε κάθε πανσέληνο σπρώχνει τους σκύλους κι εμένα να ουρλιάζουμε μαζί όλη τη νύχτα.
Calvino Italo “Η Απόσταση Της Σελήνης”
Ολάκερος ο μηχανισμός όμως λειτουργούσε διαφορετικά απ’ ότι σήμερα, ίσως γιατί οι αποστάσεις από τον Ήλιο ήτανε διαφορετικές, όπως διαφορετικές ήταν οι τροχιές κι η κλίση δε θυμάμαι πια ακριβώς ποιού πράματος. Από εκλείψεις, άλλωστε, με τη Γη και τη Σελήνη τόσο κολλημένες, άλλο τίποτα, αν ήτανε ποτέ δυνατό, αυτά τα δυο κήτη να μη βρίσκανε τρόπο να σκιάζουνε συνεχώς το ‘να τ’ άλλο. Η τροχιά; Ελλειπτική, εννοείται, άλλοτε έπεφτε πάνω μας κι άλλοτε έπαιρνε να πετά.
‘Όταν η Σελήνη κατηφόριζε χαμηλά, οι παλίρροιες έπαιρναν την ανηφόρα και κανείς δε μπορούσε πια να τις συγκρατήσει. Υπήρχαν νύχτες με χαμηλή πανσέληνο και τόσο ψηλή πλημμυρίδα, που λίγο έλειπε -λίγα μόνο μέτρα- να πέσει η Σελήνη στη θάλασσα. Αν προσπαθήσαμε ποτέ ν’ ανέβουμε; Και βέβαια! Αρκούσε να πάμε με τη βάρκα ακριβώς από κάτω, να υψώσουμε μια σκάλα και να σκαρφαλώσουμε. Το σημείο απ’ όπου η Σελήνη περνούσε πιο χαμηλά, βρισκότανε στο πέλαγος των Τσίγκινων Βράχων. Πηγαίναμε κει με κείνες τις βάρκες με κουπί που συνηθιζότανε τότε, στρογγυλεμένες, χωρίς καρίνα κι από φελλό.
Χωρούσαμε ένα σωρό κόσμος: *εγώ, ο καπετάνιος Βχντ, η γυναίκα του, ο ξάδελφός μου ο κουφός και πότε-πότε η μικρή Ξλτχλξ, που τότε θα ‘τανε δώδεκα χρονώ. Κείνες τις νύχτες το νερό ήταν ήρεμο σαν λάδι, ασημένιο σαν υδράργυρος και τα ψάρια -βιολετιά μες στο νερό- δε μπορούσαν ν’ αντισταθούν στην έλξη της Σελήνης κι ανέβαιναν στην επιφάνεια του νερού μαζί με τα χταπόδια και τις μέδουσες, στο χρώμα του ζαφειριού. Μικροσκοπικά ζώα -μικρά καβούρια, καλαμάρια κι ακόμα ελαφρά και διάφανα φύκια και μικρά κοράλια- φεύγαν από τη θάλασσα, πετούσανε και κατέληγαν στη Σελήνη, να αιωρούνται από κείνη την ασβεστώδη οροφή ή να μένουν μετέωρα κάπου στη μέση, σ’ ένα φωσφορίζον σμήνος που μεις ενοχλούσαμε σείοντας μπανανόφυλλα.
Οργανώσαμε ως εξής τη δουλειά: παίρναμε στη βάρκα μια σκάλα, ένας τη κρατούσε, άλλος ανέβαινε στη κορφή κι ένας τρίτος τραβούσε κουπί, μέχρι να φτάσουμε ακριβώς κάτω από τη Σελήνη. Γι’ αυτό έπρεπε να ‘μαστε πολλοί (σας ανέφερα μόνο τους βασικούς). Μόλις η βάρκα πλησίαζε τη Σελήνη, κείνος που βρισκότανε στη κορφή, ξεφώνιζε τρομαγμένος: “Αλτ! Αλτ! Θα χτυπήσω το κεφάλι μου!” Αυτή την εντύπωση μας έδινε, έτσι καταπώς τη βλέπαμε πάνω μας τόσο τεράστια, τόσο τραχιά, γεμάτη κοφτερές προεξοχές κι οδοντωτές άκρες.
Τώρα ίσως τα πράματα να ‘ναι διαφορετικά, τότε όμως η Σελήνη, ή καλύτερα ο πυθμένας της, η κοιλιά της, το τμήμα κείνο που περνούσε τόσο κοντά στη Γη, ώστε έλεγες πως σέρνεται πάνω της, ήτανε σκεπασμένη από κρούστα αιχμηρών λεπιών. Έμοιαζε με κοιλιά ψαριού κι η μυρωδιά της, απ’ ότι θυμάμαι, έστω κι αν δεν ήταν έντονη σαν του ψαριού, θύμιζε καπνιστό σολομό. Στη πραγματικότητα, ακόμα και στη κορφή της σκάλας, την άγγιζες μόνον αν τέντωνες τα χέρια ισορροπώντας όρθιος στο τελευταίο σκαλί.
Γνωρίζαμε καλά τις αποστάσεις (ακόμα δεν είχε περάσει από το μυαλό μας ότι σιγά-σιγά απομακρυνόταν). Το μόνο που ‘πρεπε να προσέχουμε ήτανε που θα βάζαμε τα χέρια μας. Διάλεγα μια προεξοχή που μου φαινόταν σταθερή (έπρεπε ν’ ανέβουμε όλοι, με τη σειρά, σε ομάδες των πεντέξι ατόμων), στηριζόμουνα στο ‘να χέρι, ύστερα και στ’ άλλο κι αμέσως ένιωθα σκάλα και βάρκα να ξεφεύγουν από τα πόδια μου και τη κίνηση της Σελήνης να με τραβά από την έλξη της Γης. Ναι, η Σελήνη είχε μια δύναμη που σε ξερίζωνε, το καταλάβαινες την ίδια κείνη στιγμή του περάσματος από τη μια στην άλλη: έπρεπε, λοιπόν, να τιναχτείς με μια κίνηση προς τα πάνω, να ισορροπήσεις καλά στις διάφορες προεξοχές, ν’ ανασηκώσεις τα πόδια σου και να ξαναβρεθείς όρθιος στο σεληνιακό έδαφος.
Από τη Γη φαινόσουνα σα κρεμασμένος με το κεφάλι ανάποδα, για σένα όμως ήταν η συνηθισμένη στάση και το μόνο παράξενο ήτανε πως όταν σήκωνες τα μάτια ψηλά, έβλεπες πάνω από το κεφάλι σου το λαμπρό θαλάσσιο θόλο και τη βάρκα με τους συντρόφους σου να λικνίζονται ανάποδα σα τσαμπί από κληματαριά. Ο μόνος που σε κείνα τ’ άλματα έδειχνε ιδιαίτερο ταλέντο, ήταν ο ξάδελφος μου ο κουφός. Μόλις τα χοντροκομμένα χέρια του αγγίζανε τη σεληνιακή επιφάνεια (πηδούσε πάντα πρώτος από τη σκάλα) γινότανε ξαφνικά, σίγουρα κι ευέλικτα.
Βρίσκαν αμέσως όχι μόνο το σημείο απ’ όπου θα μπορούσαν να πιαστούν για ν’ ανέβει αλλά κι έδιναν την εντύπωση πως αρκούσε η πίεση της παλάμης του για να βρεθεί κολλημένος στο έδαφος του δορυφόρου. Μια φορά, μάλιστα, είχα την εντύπωση ότι ενώ κείνος σήκωνε ψηλά τα χέρια, κινήθηκε η ίδια η Σελήνη για να τόνε συναντήσει. Το ίδιο ικανός ήταν και στη κάθοδο του στη Γη, έν εγχείρημα ακόμα πιο δύσκολο. Για μας τους υπόλοιπους ήταν άλμα που κάναμε απ’ τη Γη με τη διαφορά ότι τώρα δεν υπήρχε τίποτα που πάνω του θα μπορούσες να στηριχτείς.
Ο ξάδελφος μου, όμως αντί να ριχτεί με τα χέρια μπρος, στηνότανε στη σεληνιακή επιφάνεια με το κεφάλι κάτω, σα να ‘θελε να κάνει κατακόρυφη αναστροφή κι άρχιζε να πηδά στηριζόμενος στα χέρια του. Μεις τόνε βλέπαμε από τη βάρκα ορθό στον αέρα, λες και κρατούσε τη τεράστια μπάλα της Σελήνης και την έπαιζε στα χέρια του, μέχρι που τα πόδια του φτάνανε σ’ απόσταση που μας βοηθούσε να τόνε πιάσουμε από τους αστράγαλους και να τόνε κατεβάσουμε κάτω, μες στη βάρκα.
Τώρα εσείς θα με ρωτήσετε τι διάολο πηγαίναμε να κάνουμε στη Σελήνη. Θα σας εξηγήσω. Πηγαίναμε να μαζέψουμε γάλα, μ’ ένα μεγάλο κουτάλι κι ένα μαστέλο. Το σεληνιακό γάλα ήτανε τόσο πυκνό, που θύμιζε μυζήθρα. Έπηζε στα μικρά διάκενα ανάμεσα στον ένα και στον άλλο βράχο, με τη ζύμωση διαφορετικών σωμάτων κι ουσιών γήινης προέλευσης που τα ‘παιρνε ο αέρας από λιμνοθάλασσες, λιβάδια και δάση, μόλις ο δορυφόρος περνούσε πάνω τους. Βασικά συστατικά του ήταεν φυτικοί χυμοί, γυρίνοι βάτραχου, κατράμι, φακές, μέλι μέλισσας, αμυλάλευρο, αυγά μιρσινιού, μούχλες διάφορες, γύρις, ζελατινώδεις ουσίες, σκουλήκια, ρετσίνι, πιπέρι, ορυκτά άλατα, υλικά καύσης.
Αρκούσε να βυθίσεις το κουτάλι στη βάση ενός βράχου, απ’ αυτούς που κάλυπτανε την άγονη επιφάνεια της Σελήνης κι αμέσως γέμιζε μ’ αυτή τη πολύτιμη λάσπη. Εννοείται, η λάσπη αυτή δεν ήτανε πεντακάθαρη. Η σαβούρα ήτανε πάντα αρκετή: κατά τη διάρκεια της ζύμωσης (όταν η Σελήνη περνούσε μες στο καυτό αέρα των ερήμων δε συγχωνεύονταν πάντα όλα τα σώματα. Μερικά μέναν ακέρια κει: νύχια και χόνδροι, καρφιά, ιππόκαμποι, φουντούκια και διάφορες ρίζες, τσόφλια, αγκίστρια, μερικές φορές και καμιά χτένα. Έτσι μόλις μαζεύαμε αυτό τον πουρέ, ήμαστε αναγκασμένοι να τόνε ξαφρίσουμε, να τόνε περάσουμε από το σουρωτήρι. Αλλά η δυσκολία ήταν άλλη: πώς να τον μεταφέρουμε στη Γη.
Κάναμε, λοιπόν, το εξής: εκσφενδονίζαμε τη κάθε κουταλιά μανουβράροντας το κουτάλι με τα δυο μας χέρια σα να ‘τανε καταπέλτης. Η μυζήθρα πετούσε κι αν η ρίψη ήταν αρκετά δυνατή, πήγαινε και χτυπούσε στο ταβάνι, δηλαδή στη θαλάσσια επιφάνεια. ‘Όταν έφτανε κει, έμενε να επιπλέει κι ήτανε πανεύκολο να τη μαζέψεις και να τη τραβήξεις μες στη βάρκα. Ο ξάδελφος έδειχνε και σ’ αυτές τις ρίψεις ιδιαίτερη καπατσοσύνη: είχε καλό σημάδι και δύναμη. Με αποφασιστική κίνηση κατόρθωνε να βρει το στόχο, ένα κάδο που κρατούσαμε μες στη βάρκα. Εγώ αντίθετα, τα ‘κανα συχνά θάλασσα. Η κουταλιά δε κατόρθωνε να νικήσει τη σεληνιακή έλξη και γύριζε πάλι πίσω, πάνω στο ‘να μου μάτι.
Δε τελείωσα όμως ακόμα με τις ικανότητες του ξαδέλφου μου. Το να βγάζει γάλα κάτω από τους βράχους ήτανε, γι’ αυτόν, παιχνίδι: αντί για κουτάλι αρκούσε, μερικές φορές, να χώσει κάτω από τα θραύσματα των βράχων το γυμνό του χέρι ή και μόνον ένα δάχτυλο. Δε δούλευε με σύστημα αλλά προχωρούσε μόνος σ’ απομονωμένα σημεία, μετακινούμενος διαρκώς από το ‘να μέρος στ’ άλλο με πηδηματάκια, λες κι ήθελε να κάνει αστεία στη Σελήνη, να τη ξαφνιάσει, να τη γαργαλίσει.
Όπου, όμως, έχωνε το χέρι του, το γάλα πεταγόταν έξω, όπως από τους μαστούς μιας κατσίκας. Εμείς οι υπόλοιποι δεν είχαμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο από το να τρέχουμε πίσω του και να μαζεύουμε με τα κουτάλια την ουσία που κείνος ανακάλυπτε εδώ κι εκεί. Είχαμε πάντα την αίσθηση πως όλ’ αυτά γίνονταν στη τύχη, αφού οι διαδρομές του κουφού δε έμοιαζαν ν’ αποσκοπούν σε κάποιο συγκεκριμένο στόχο. Υπήρχαν σημεία για παράδειγμα, που κείνος άγγιζε, μόνο και μόνο για την ευχαρίστηση που του προξενούσε το άγγιγμά τους: σχισμές ανάμεσα στη μια και στην άλλη πέτρα, γυμνές και τρυφερές πτυχώσεις της σεληνιακής σάρκας.
Μερικές φορές, ο ξάδελφος έχωνε όχι τα δάχτυλα του χεριού αλλά -με μια καλά υπολογισμένη κίνηση- το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού (ανέβαινε πάντα ξυπόλυτος στη Σελήνη) κι έδειχνε πως αυτό, για κείνον, ήτανε το άκρον άωτο της διασκέδασης, αν έκρινε κανείς από το σκούξιμο που ξεπετιόταν από το λαρύγγι του κι από τα νέα πηδήματα που ακολουθούσαν. Το έδαφος της Σελήνης δεν ήτανε παντού σκεπασμένο με βράχους αλλά, κάθε τόσο, αποκάλυπτε ακανόνιστες γυμνές ζώνες από γλιστερή, χλωμή άργιλο.
Σ’ αυτούς τους μαλακούς χώρους, ο κουφός άρχιζε να κάνει τούμπες ή πηδηματάκια σα να ‘τανε πουλί, λες κι ήθελε ν’ αποτυπώσει χνάρια πάνω στη σεληνιακή πάστα. Κι ενώ συνέχιζε ν’ απομακρύνεται, κάποια στιγμή τόνε χάναμε από τα μάτια μας. Στη Σελήνη υπήρχανε περιοχές που κανείς μας δεν είχε λόγο ή περιέργεια να εξερευνήσει κι εκεί εξαφανιζόταν ο ξάδελφος μου. Είχα μάλιστα αρχίσει να πιστεύω πως όλες αυτές οι τούμπες και τα πηδηματάκια που του άρεσε να κάνει μπρος στα μάτια μας δεν ήτανε παρά προκαταρκτική άσκηση, ένα πρελούδιο σε κάτι το μυστικό, που σίγουρα θα εκτυλισσότανε σε κείνες τις απόκρυφες περιοχές.
Όλες εκείνες τις νύχτες στ’ ανοιχτά των Τσίγκινων Βράχων, είχαμε ιδιαίτερη διάθεση. Ήμαστε χαρούμενοι αλλά και κάπως σα μετέωροι, λες και μες στο κρανίο μας είχαμε ψάρι στη θέση του μυαλού, ένα ψάρι που επέπλεε υπό την επήρεια της Σελήνης.
Ταξιδεύαμε πάντα τραγουδώντας. Η γυναίκα του καπετάνιου έπαιζε άρπα. Είχε μακριά χέρια που κείνες τις νύχτες ασημοφεγγίζανε σα χέλια και σκοτεινές μυστηριώδεις μασχάλες που θύμιζαν αχινούς. Ο ήχος της άρπας ήτανε τόσο γλυκός κι οξύς που δε μπορούσαμε να τον αντέξουμε κι ήμαστε αναγκασμένοι να βγάζουμε μακρόσυρτες κραυγές, όχι τόσο για να συνοδεύσουμε τη μουσική, όσο για να προστατέψουμε την ακοή μας. Διάφανες μέδουσες αναδύονταν στη θαλάσσια επιφάνεια, πάλλονταν για λίγο κι άρχιζαν να πετάνε λικνιζόμενες προς τη Σελήνη.
Η μικρή Ξλτχλξ διασκέδαζε να τις πιάνει στον αέρα πράμα διόλου εύκολο. Μια φορά, ενώ προσπαθούσε με τα χέρια τεντωμένα ν’ αρπάξει μια έκανε ένα πηδηματάκι και βρέθηκε με τη σειρά της μετέωρη. Αδυνατούλα όπως ήτανε, της έλειπαν εκείνες οι ουγγιές που θα τη βοηθούσαν να νικήσει την έλξη της Σελήνης και να επιστρέψει στη Γη: πετούσε, λοιπόν, πάνω από τη θάλασσα, ανάμεσα στις αιωρούμενες μέδουσες. Ξάφνου τρόμαξε έβαλε τα κλάματα ύστερα γέλασε κι άρχισε να παίζει πιάνοντας στον αέρα καβουράκια και ψαράκια, που κάθε τόσο έφερνε στο στόμα της και δάγκωνε.
Εμείς τραβούσαμε με ζέση κουπί μην απομακρυνθούμε από κοντά της: η Σελήνη έφευγε ακολουθώντας τη τροχιά της παρασύροντας πίσω της ψηλά στον ουρανό κείνο τον αφρό της θαλάσσιας πανίδας και το σωρό των μεγάλων σγουρών φυκιών και το κοριτσάκι που αιωρούνταν κάπου κει ανάμεσα. Είχε δυο λεπτές κοτσίδες η Ξλτχλξ, που ‘λεγες πως πετούσανε για λογαριασμό τους, ορθωμένες προς τη πλευρά της Σελήνης. Στο μεταξύ κλωτσούσε, έδινε καλαμιές στον αέρα, λες κι ήθελε να εξουδετερώσει κείνη τη φοβερή δύναμη κι οι κάλτσες της -είχε χάσει τα σαντάλια της στο πέταγμα- γλυστρούσαν από τα πόδια και κρέμονταν γοητευμένες από την έλξη της Γης. Εμείς επάνω στη σκάλα, προσπαθούσαμε να τις πιάσουμε.
Η ιδέα ν’ αρχίσει να τρώει τα αιωρούμενα ζωάκια, αποδείχτηκε καλή. Όσο πιότερο βάρος κέρδιζε η Ξλτχλξ, τόσο πιότερο κατέβαινε προς τη Γη. Επειδή, μάλιστα απ’ όλα κείνα τα αιωρούμενα σώματα, το δικό της είχε μεγαλύτερο όγκο, μαλάκια, φύκια και πλαγκτόν άρχισαν να κολλάνε πάνω της κι έτσι το κοριτσάκι δεν άργησε να σκεπαστεί από μικροσκοπικά πυριτολιθικά κοχύλια, χιτινώδεις εξωσκελετούς, όστρακα, ίνες από θαλάσσια φυτά. Κι όσο πιότερο χανόταν μέσα σε κείνο το συνονθύλευμα, τόσο πιότερο λευτερωνόταν από τη σεληνιακή επίδραση, μέχρι που στο τέλος ακράγγιξε το χνούδι της θάλασσας και βυθίστηκε μέσα της.
Εμείς κωπηλατούσαμε έτοιμοι να τη μαζέψουμε και να τη βοηθήσουμε: το σώμα της είχε μείνει μαγνητισμένο και χρειάστηκε να ιδρώσουμε αρκετά για να τη γδύσουμε τελείως απ’ ό,τι είχε κολλήσει πάνω της. Τρυφερά κοράλλια ήτανε τυλιγμένα γύρω από το κεφάλι της, ενώ σε κάθε χτενισιά οι αντσούγες κι οι μικρές γαρίδες πέφτανε βροχή από τα μαλλιά της. Τα μάτια της είχανε σφραγιστεί από όστρακα πεταλίδας που ‘χανε κολλήσει πάνω στα βλέφαρα με τις βεντούζες τους.
Πλοκάμια σουπιάς είχανε τυλιχτεί γύρω από τα χέρια και το λαιμό της. Τέλος, τα ρουχαλάκια της έμοιαζαν υφασμένα μόνον από φύκια και σφουγγάρια. Της βγάλαμε τα περσότερα. Κείνη, όμως, συνέχισε ακόμα για πολλές βδομάδες να ξεκολλά από πάνω της πτερύγια ψαριών και κοχύλια. Το τραυματισμένο όμως, από μικροσκοπικά διάτομα, δέρμα της παρέμεινε -για όποιον τη κοίταζε προσεκτικά- κεντημένο με λεπτό σύννεφο από μικρά σημαδάκια.
Τόσο διαφιλονικούμενο ήταν, λοιπόν, το μεσοδιάστημα ανάμεσα στη Γη και τη Σελήνη από τις δυο έλξεις που εξισορροπούνταν μεταξύ τους. Θα σας πω, μάλιστα, κάτι ακόμα: ένα σώμα που κατέβαινε από το δορυφόρο στη Γη, έμενε για κάποιο χρονικό διάστημα επηρεασμένο από τη σεληνιακή δύναμη κι αρνιόταν να υποταχτεί στην έλξη του κόσμου μας. Ακόμα κι εγώ που ‘μουνα ψηλός και χοντρός, κάθε φορά που ανέβαινα κει πάνω, αργούσα μετά να ξαναπροσαρμοστώ στα πάνω-κάτω της Γης, κι οι σύντροφοι έπρεπε να με αρπάζουν από τα χέρια και να με κρατάνε σφιχτά, κρεμασμένοι σα τσαμπιά από τη ταλαντευόμενη βάρκα, ενώ εγώ, με το κεφάλι κάτω, συνέχιζα να τεντώνω τα πόδια μου προς τον ουρανό.
-“Κρατήσου! Κρατήσου σφιχτά από μας!” μου φώναζαν κι εγώ σ’ αυτή μου τη προσπάθεια κατέληγα μερικές φορές να πιάνομαι από το ένα βυζί της κυρίας Βχντ, που τα ‘χε στητά και στρογγυλά κι αυτή η επαφή ήτανε καλή και σίγουρη, ασκούσε μια έλξη ίδια ή και πιο δυνατή από της Σελήνης, ιδιαίτερα αν στη κατάβασή μου, με το κεφάλι κάτω, κατόρθωνα με το άλλο χέρι να σφίξω και τους γοφούς της κι έτσι περνούσα και πάλι σε τούτο τον κόσμο κι έπεφτα με πάταγο μες στη βάρκα κι ο καπετάνιος Βχντ μου πετούσε ένα κουβά νερό για να με συνεφέρει.
‘Έτσι ξεκίνησε ο έρωτάς μου για τη γυναίκα του καπετάνιου και μαζί τα βάσανά μου, Κι αυτό, γιατί δεν άργησα να συνειδητοποιήσω σε ποιον απευθύνονταν τα γεμάτα νόημα βλέμματα της κυρίας: όταν τα χέρια του ξαδέλφου μου ακουμπούσαν με σιγουριά στο δορυφόρο, εγώ τη παρατηρούσα και στο βλέμμα της διάβαζα τις σκέψεις που της γεννούσε κείνη η οικειότητα ανάμεσα στον κουφό και τη Σελήνη κι όταν εκείνος εξαφανιζόταν για τις μυστηριώδεις σεληνιακές του περιπλανήσεις, την έβλεπα ν’ ανησυχεί, να κάθεται λες πάνω σε κάρβουνα κι όλα ήταν πλέον ξεκάθαρα, ότι δηλαδή η κυρία Βχντ είχε αρχίσει να ζηλεύει τη Σελήνη κι εγώ να ζηλεύω τον ξάδελφο μου. Είχε μάτια σα διαμάντια, η κυρία Βχντ. Έκαιγαν όταν κοίταζε προκλητικά τη Σελήνη κι ήταν σα να της έλεγε:
-“Δε θα τον έχεις”!
Ενώ εγώ ένιωθα να μ’ έχουν αποκλείσει από παντού. Αυτός που λιγότερο έμοιαζε να καταλαβαίνει όλα τούτα, ήταν ο κουφός. ‘Οταν τον βοηθούσαμε να κατέβει τραβώντας τον -όπως ήδη σας εξήγησα- από τα πόδια, η κυρία Βχντ έχανε κάθε αυτοέλεγχο κι έκανε τα πάντα για να του θυμίσει τη παρουσία της και να τον αγκαλιάσει με τα αργυρόχρωμα χέρια της. Εγώ ένιωθα τότε μια σουβλιά στη καρδιά (τις φορές που κατόρθωνα να πιαστώ από το κορμί της, αυτό ήταν γλυκό κι ευγενικό αλλά όχι τεταμένο προς τα μπρος, όπως με το ξάδελφο μου), ενώ κείνος έμενε αδιάφορος, χαμένος ακόμα στη σεληνιακή του έκσταση.
Κοίταζα τον καπετάνιο περίεργος να δω αν πρόσεχε κι εκείνος τη συμπεριφορά της συζύγου του. Καμιά έκφραση όμως δε διαπερνούσε ποτέ κείνο το σκαμμένο από την αλμύρα πρόσωπο, το χαρακωμένο από μαύρες σαν από κατράμι ρυτίδες. Επειδή ο κουφός ήτανε πάντα ο τελευταίος που άφηνε τη Σελήνη, η κατάβασή του ήτανε, για τις βάρκες, σημάδι αναχώρησης. Τότε, με μια ασυνήθιστα αβρή κίνηση, ο Βχντ έπαιρνε από το βάθος της βάρκας την άρπα και την έδινε στη σύζυγό του. Κείνη ήταν αναγκασμένη να τη πάρει και να εκμαιεύσει κάποιες νότες. Τίποτα δε μπορούσε να την απομακρύνει απ’ τον κουφό, όσο ο ήχος της άρπας. Εγώ, τότε, άρχιζα να τραγουδώ κείνο το μελαγχολικό τραγούδι, που λέει:
“Κάθε ψάρι λαμπερό
είναι στην επιφάνεια
είναι στην επιφάνεια,
κάθε ψάρι σκοτεινό
είναι στον πάτο
είναι στον πάτο…”
κι όλοι, εκτός από τον ξάδελφο, τραγουδούσαν μαζί του.
Κάθε μήνα, μόλις ο δορυφόρος απομακρυνόταν, ο κουφός κλεινότανε πάλι στον εαυτό του στην απόσταση που ‘χε συνήθως από τα πράματα του κόσμου. Μόνον η προσμονή της πανσελήνου τον έβγαζε από το λήθαργο. Κείνη τη φορά είχα κανονίσει τα πράματα έτσι, ώστε να μην είναι η σειρά μου ν’ ανέβω πάνω και, συνεπώς, να μείνω στη βάρκα, κοντά στη γυναίκα του καπετάνιου. Μόλις, όμως, ο ξάδελφός μου ανέβηκε στη σκάλα, η κυρία Βχντ είπε:
-“Σήμερα θέλω ν’ ανέβω κι εγώ κει πάνω”!
Δεν είχε συμβεί ποτέ ν’ ανέβει η γυναίκα του καπετάνιου στη Σελήνη. Ο Βχντ όχι μόνο δεν έφερε καμιά αντίρρηση, αλλά σχεδόν την έσπρωξε ν’ ανέβει τη σκάλα, φωνάζοντας:
-“Πήγαινε λοιπόν!” ενώ όλοι βαλθήκαμε να τη βοηθάμε κι εγώ την έσπρωχνα από πίσω και την ένιωθα στην αγκαλιά μου στρογγυλή και τρυφερή και για να τη στηρίζω πίεζα πάνω της τις παλάμες και το πρόσωπο κι όταν την ένιωθα ν’ απομακρύνεται προς τη σεληνιακή σφαίρα μ’ έπιασε κάτι σα λαχτάρα για τη χαμένη αυτή επαφή κι αποφάσισα να ριχτώ κι εγώ πίσω της λέγοντας:
-“Πηγαίνω πάνω, να βοηθήσω λιγάκι”! Μ’ άρπαξε κάτι σα σφικτήρας.
-“Συ θα μείνεις εδώ, γιατί έχεις δουλειά να κάνεις” με διέταξε χωρίς να υψώσει διόλου τον τόνο της φωνής του ο καπετάνιος Βχντ.
Ήδη κείνη τη στιγμή, οι προθέσεις του καθενός ήτανε ξεκάθαρες. Εγώ όμως, δεν καταλάβαινα τίποτα και σήμερα ακόμα δεν είμαι σίγουρος ότι έχω ορμηνέψει σωστά τα πράματα. Σίγουρα η γυναίκα του καπετάνιου έτρεφε από καιρό την επιθυμία ν’ απομονωθεί κει πάνω με το ξάδελφο μου (ή τουλάχιστο να μη τον αφήσει ν’ απομονωθεί μόνος του με τη Σελήνη) αλλά το πιθανότερο, το σχέδιό της είχε πολύ πιο φιλόδοξο στόχο και σίγουρα είχε σχεδιαστεί μαζί με τον κουφό: να κρυφτούν μαζί κει πάνω και να μείνουνε στη Σελήνη έναν ολάκερο μήνα.
‘Ίσως, βέβαια, ο ξάδελφός μου, κουφός όπως ήταν, να μην είχε καταλάβει αυτό που κείνη προσπαθούσε να του εξηγήσει ή και να μην είχε καν συνειδητοποιήσει πως ήταν αντικείμενο των πόθων της κυρίας. Κι ο καπετάνιος; Προφανώς δεν έβλεπε την ώρα να γλυτώσει από τη σύζυγό του, γι’ αυτό κι όταν εκείνη αυτοεξορίστηκε τελικά κει πάνω, τον είδαμε να εγκαταλείπεται στις άνομες ροπές του και να βουλιάζει στο βίτσιο, πράμα που μας έκανε να καταλάβουμε γιατί δεν είχε κάνει τίποτα για να τη κρατήσει κοντά του.
Να ‘ξερε, όμως, ήδη από την αρχή πως η τροχιά της Σελήνης είχε αρχίσει να ξεμακραίνει; Κανείς από μας δε μπορούσε να υποπτευθεί κάτι τέτοιο. Ο κουφός ίσως, μόνον ο κουφός: με το πρωτογενή τρόπο που αναγνώριζε τα πράματα, είχε προαισθανθεί πως εκείνη τη νύχτα ήταν αναγκασμένος να πει αντίο στη Σελήνη. Γι’ αυτό και κρύφτηκε στα μυστικά του μέρη και δε ξαναφάνηκε, παρά μόνο για να επιστρέψει στη βάρκα. Η γυναίκα του καπετάνιου ήταν αναγκασμένη να τον ακολουθεί: την είδαμε να διασχίζει τη βραχώδη έκταση πολλές φορές, σε μήκος και πλάτος και ξαφνικά να σταματά κοιτάζοντας εμάς που ‘χαμε μείνει στη βάρκα, λες κι ήθελε να μας ρωτήσει μήπως τον είχαμε δει.
Σίγουρα υπήρχε κάτι το ασυνήθιστο κείνη τη νύχτα. Η επιφάνεια της θάλασσας, αντί να ‘ναι τεντωμένη όπως πάντα όταν είχαμε πανσέληνο, τώρα έμοιαζε χαλαρή, μαλθακή, λες κι ο σεληνιακός μαγνήτης δεν ασκούσε πια τη δύναμή του. Το φως, επίσης, δε θύμιζε το φως των άλλων πανσελήνων, λες και το σκότος αυτή τη φορά ήτανε πιο πηχτό. Ακόμα κι οι σύντροφοι κει πάνω πρέπει να συνειδητοποίησαν ότι κάτι συνέβαινε, γι’ αυτό και σηκώνανε συνεχώς προς το μέρος μας τα φοβισμένα μάτια τους. Κι από τα στόματά τους, όπως κι από τα δικά μας, βγήκε, την ίδια στιγμή, μια κραυγή:
-“Η Σελήνη απομακρύνεται”!
Δεν είχε ακόμα σβήσει καλά-καλά η κραυγή, όταν στη Σελήνη εμφανίστηκε ο ξάδελφος μου, τρέχοντας. Δε φαινότανε φοβισμένος ούτε καν έκπληκτος: ακούμπησε τα χέρια στο έδαφος κι ύστερα έκανε το συνηθισμένο του σάλτο, αλλά τούτη τη φορά έμεινε να αιωρείται στον αέρα, όπως είχε ήδη συμβεί στη μικρή Ξλτχλξ. για μια στιγμή φάνηκε να γυρίζει ανάμεσα στη Σελήνη και τη Γη, μετά στράφηκε ανάποδα κι ύστερα, με μια προσπάθεια σαν του κολυμβητή που πρέπει να νικήσει κάποιο ρεύμα, πήρε το δρόμο, μ’ ασυνήθιστη βραδύτητα, για τον πλανήτη μας.
Από τη Σελήνη, οι άλλοι ναύτες βιάστηκαν ν’ ακολουθήσουνε το παράδειγμά του. Κανείς δε σκεφτόταν να στείλει στις βάρκες το μαζεμένο σεληνιακό γάλα, ούτε ο καπετάνιος τα ‘βαλε με κανένα γι’ αυτή τη παράλειψη. Είχαν ήδη αργοπορήσει πολύ, δύσκολα μπορούσες τώρα πια να καλύψεις την απόσταση. Όσο, όμως, κι αν προσπάθησαν να μιμηθούν το πέταγμα ή το κολύμπι του ξαδέλφου μου, μείναν να χειρονομούν αιωρούμενοι στη μέση του ουρανού.
-“Συσπειρωθείτε! Κοθώνια! Συσπειρωθείτε!” ούρλιαξε ο καπετάνιος. Στη διαταγή του, οι ναύτες προσπάθησαν να μαζευτούν, να γίνουν ένα σώμα, να σπρώξουν όλοι μαζί μέχρι να φτάσουν τη περιοχή της γήινης έλξης: ύστερα, ξάφνου, ένας καταρράχτης από κορμιά έπεσε μ’ ορμή στη θάλασσα. Οι βάρκες, τώρα τρέχαν να τους μαζέψουν.
-“Περιμένετε! Λείπει η κυρία!” φώναξα. Η σύζυγος του καπετάνιου είχε επιχειρήσει με τη σειρά της το άλμα, αλλά είχε μείνει στον αέρα, λίγα μόλις μέτρα από τη Σελήνη και κουνούσε αργά τα μακριά ασημένια χέρια της στο κενό. Σκαρφάλωσα στη σκάλα και στη μάταιη προσπάθειά μου να της προσφέρω στήριγμα, άπλωνα την άρπα προς το μέρος της. “Δε τη φτάνει! Πρέπει να πάμε να τη πιάσουμε!” κι έκανα να ριχτώ στο κενό σείοντας την άρπα.
Πάνω από το κεφάλι μου ο τεράστιος σεληνιακός δίσκος δεν ήταν πια όπως πριν, τόσο πολύ είχε μικρύνει, τόσο πολύ συστελλόταν, λες κι ήτανε το βλέμμα μου αυτό που τον έσπρωχνε μακριά κι ο αδειασμένος ουρανός πλάταινε σε μια άβυσσο που γέμιζε σιγά-σιγά αστέρια κι η νύχτα έριχνε πάνω μου μ’ ορμή ένα ποτάμι κενού, με έπνιγε στον πανικό και στον ίλιγγο. “Φοβάμαι!” σκέφτηκα. “Φοβάμαι να βουτήξω! Είμαι ένας δειλός!” κι εκείνη τη στιγμή βούτηξα. Κολυμπούσα στον ουρανό με μανία απλώνοντας την άρπα προς το μέρος της, ενώ κείνη, αντί να ‘ρθει προς τη μεριά μου, γύριζε γύρω από τον εαυτό της δείχνοντάς μου άλλοτε το αδιάφορο πρόσωπό της κι άλλοτε τα νώτα της.
-“Ας ενωθούμε!” φώναξα κι ήδη τη πλησίαζα και την έπιανα από τη μέση κολλώντας τα μέλη μου πάνω στα δικά της. “Ας ενωθούμε για να πέσουμε μαζί!” και συγκέντρωνα τις δυνάμεις μου για να κολλήσω πάνω της και τις αισθήσεις μου για ν’ απολαύσουνε την ολοκλήρωση αυτού του σφιχταγκαλιάσματος. ‘Έτσι, άργησα να συνειδητοποιήσω ότι ναι μεν την έβγαζα από τη κατάσταση ταλάντωσης, αλλά παράλληλα την έσπρωχνα να ξαναπέσει στη Σελήνη.
‘Άργησα να το συνειδητοποιήσω ή μήπως αυτή ήταν, από την αρχή η πρόθεσή μου; Ακόμα δεν είχα κατορθώσει να συγκροτήσω τη σκέψη μου κι ήδη κραυγή έβγαινε από το λαιμό μου: “Θα ‘μαι γω αυτός που θα μείνει μαζί σου ένα μήνα!” ή μάλλον: “Πάνω σου!” φώναξα μες στη παραφορά μου: “Εγώ, πάνω σου, ένα μήνα!” κι εκείνη τη στιγμή η πτώση στο σεληνιακό έδαφος είχε λύσει το σφιχταγκάλιασμα μας, μας είχε ρίξει μένα δω κι εκείνη κει, ανάμεσα σε κρύα βράχια.
Σήκωσα τα μάτια μου, όπως έκανα κάθε φορά που άγγιζα τη σεληνιακή κρούστα, σίγουρος ότι θα ξανάβρισκα πάνω από το κεφάλι μου τη πατρώα θάλασσα σα μιαν απέραντη οροφή και την είδα, ναι την είδα και τούτη τη φορά, αλλά πόσο πιο ψηλά και πόσο πιο περιορισμένη από ακτές και σκοπέλους κι ακρωτήρια και πόσο πιο μικρές φαίνονταν οι βάρκες κι αγνώριστα τα πρόσωπα των συντρόφων κι αδύναμες οι φωνές τους! ‘Ένας ήχος έφτασε στ’ αφτιά μου, όχι από μακρινή απόσταση: η κυρία Βχντ είχε ξαναβρεί την άρπα της και τη χάιδευε βγάζοντας μια πονεμένη σα κλάμα συγχορδία.
‘Άρχισε έτσι ένας μακρύς μήνας. Η Σελήνη γύριζε αργά γύρω από τη Γη. Στην αιωρούμενη σφαίρα βλέπαμε όχι πια την οικεία μας ακρογιαλιά αλλά ωκεανούς βαθείς σαν αβύσσους κι ερήμους από λευκόπυρα ηφαιστειογενή πετρώματα και βράχινα τείχη από οροσειρές κομμένες με το λεπίδι ορμητικών ποταμών και πόλεις ελώδεις και νεκροπόλεις από τάφο κι αυτοκρατορίες από άργιλο και λάσπη. Η απόσταση έβαφε το καθετί με το ίδιο πάντα χρώμα: οι άγνωρες προοπτικές έκαναν άγνωρη τη κάθε εικόνα. Μπουλούκια από ελέφαντες και σμήνη από ακρίδες διέσχιζαν απ’ άκρη σ’ άκρη τις πεδιάδες που ‘τανε τόσον όμοια πλατιές και πυκνές, ώστε να μη ξεχωρίζουν η μια από την άλλη.
Θα ‘πρεπε να ‘μουν ευτυχισμένος: όπως στα όνειρά μου, ήμουν μόνος μαζί της, η οικειότητα με τη Σελήνη -που τόσες φορές ζήλεψα στον ξάδελφό μου- και με τη κυρία Βχντ ήτανε τώρα πια αποκλειστικό μου προνόμιο, τριάντα σεληνιακές μέρες και νύχτες απλώνονταν μπρος μας. Η σεληνιακή επιφάνεια μας έτρεφε με το γάλα της, αυτό το γάλα με την οικεία κι υπόξινη γεύση του, το βλέμμα μας υψωνότανε προς τον κόσμο που μας είχε γεννήσει, επιτέλους τονε βλέπαμε σ’ όλη τη πολύμορφη έκτασή του, εξερευνούσαμε κομμάτια του που ποτέ κανείς γήινος δεν είχε δει ενώ ταυτόχρονα θαυμάζαμε τ’ άστρα που λάμπανε πέρα από τη Σελήνη, μεγάλα σα φρούτα από φως, που ωριμάσανε στα κυρτά κλαδιά του ουρανού κι όλα ξεπερνούσαν ακόμα και τις πιο λαμπρές μας προσδοκίες κι όμως κι όμως, για μας ήταν μια εξορία.
Δε σκεφτόμουνα παρά τη Γη. Μόνον η Γη έκανε τον καθένα μας να ‘ναι ο εαυτός του κι όχι κάποιος άλλος. Εκεί πάνω, ξεκομμένοι από τη Γη, ήταν σαν εγώ να μην ήμουν πια εγώ, ούτε κείνη για μένα η γνωστή κείνη. Δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω στη Γη κι έτρεμα στην ιδέα πως ίσως την είχα χάσει για πάντα. Η πλήρωση του ερωτικού μου ονείρου είχε διαρκέσει μόνο τη στιγμή της ένωσής μας ενώ στροβιλιζόμασταν ανάμεσα στη Γη και τη Σελήνη.
Χωρίς το γήινο έδαφός μου ο έρωτάς μου δε γνώριζε παρά τη βασανιστική νοσταλγία των όσων μας έλειπαν. Ένα που, ένα γύρω, ένα μετά. Αυτά ένιωθα εγώ. Κείνη όμως; Κάθε φορά που ρωτούσα τον εαυτό μου, ένιωθα να με ζώνουν οι διάφορες φοβίες μου. Γιατί, αν και κείνη με τη σειρά της δε σκεφτότανε παρά τη Γη, αυτό θα μπορούσε να ‘ναι καλό σημάδι, αφού θα σήμαινε πως επιτέλους είχαμε κατακτήσει αλληλοκατανόηση. Μπορούσε όμως επίσης να ‘ναι απόδειξη πως όλα πια ήταν μάταια, γιατί οι πόθοι της είχαν ακόμα σα μοναδικό στόχο τον κουφό.
‘Όμως τίποτα. Δε σήκωνε ποτέ το βλέμμα της προς το μέρος του παλιού πλανήτη, περπατούσε χλωμή σε κείνους τους ξερότοπους μουρμουρίζοντας νανουρίσματα και χαϊδεύοντας την άρπα της, λες κι είχε προσαρμοστεί απόλυτα με τη προσωρινή (πίστευα εγώ) σεληνιακή της κατάσταση. Να ‘ταν άραγε, ένδειξη πως είχα κατατροπώσει τον αντίπαλό μου; Όχι. Αλίμονο είχα χάσει με μιαν απελπιστική ήττα. Γιατί κείνη είχε πια καταλάβει πως ο ξάδελφός μου ήταν ερωτευμένος με τη Σελήνη, και το μόνο που τώρα πια ήθελε, ήταν να γίνει η ίδια η Σελήνη, να εξομοιωθεί με το αντικείμενο κείνου του εξωγήινου έρωτα.
Όταν πάλι η Σελήνη ολοκλήρωσε το γύρο του πλανήτη, βρέθηκα πάλι πάνω από τους Τσίγκινους Βράχους. Τρόμαξα να τους γνωρίσω, ούτε στις πιο μαύρες προβλέψεις μου δε περίμενα να τους δω τόσο σμικρυμένους απ’ τη μεγάλη απόσταση. Σε κείνη τη θάλασσα -που θύμιζε νερόλακκο- οι σύντροφοι είχαν επιστρέψει, τούτη τη φορά χωρίς τις άχρηστες πλέον σκάλες. Από τις βάρκες σηκώθηκε κάτι σα δάσος από μακριά δόρατα. Έκαστος κράδαινε από ‘να δόρυ, ενισχυμένο στην αιχμή του μ’ ένα γάντζο ή άγκιστρο, ίσως με την ελπίδα ν’ απομυζήσουν ακόμα λίγη από την τελευταία σεληνιακή μυζήθρα κι ίσως-ίσως να μπορέσουν να δώσουν κάποια βοήθεια και σε μας τους δυστυχείς.
‘Έγινε αμέσως φανερό ότι δεν υπήρχε μακρόξυλο ικανό να φτάσει τη Σελήνη και τα δόρατα ξανάπεσαν -μικρά, γελοία και ταπεινωμένα- στο νερό. Σ’ αυτή μάλιστα τη κίνηση, μια δυο βάρκες έχασαν την ισορροπία τους κι αναποδογύρισαν. Κείνη, όμως ακριβώς τη στιγμή, από ‘να άλλο πλεούμενο, άρχισε να ορθώνεται ένα δόρυ πιο μακρύ, που το ‘χανε σύρει μέχρις εκεί κρατώντας το στην επιφάνεια του νερού: ήταν από μπαμπού, από πολλά καλάμια μπαμπού βαλμένα το ‘να μες στ’ άλλο, και για να σηκωθεί έπρεπε να το μετακινούν αργά -γιατί, έτσι λεπτό που ‘τανε, κινδύνευε να σπάσει από τις δονήσεις- και το μανουβράρουν με μεγάλη δύναμη και μαεστρία, ώστε το βάρος του να μην ανατρέψει τη βάρκα. Και να: ήτανε φανερό πως η άκρη κείνου του κονταριού θ’ άγγιζε τη Σελήνη.
Πράγματι, το ‘δαμε να χαϊδεύει κι ύστερα να πιέζει τη βραχώδη επιφάνεια, να στηρίζεται σ’ αυτή για μια στιγμή και να της δίνει μετά μια μικρή σπρωξιά ή μάλλον μια δυνατή σπρωξιά που την έκανε ν’ απομακρυνθεί λιγάκι κι ύστερα να τη χτυπά πάλι στο ίδιο σημείο σα να θέλει να την εκτινάξει, να την απομακρύνει και πάλι. Τότε τον αναγνώρισα ή καλύτερα, τότε τον αναγνωρίσαμε κι οι δύο -εγώ κι η κυρία- τον ξάδελφο μου, ναι, δε μπορούσε να ‘ναι άλλος παρά μόνο κείνος, που ‘παιζε για τελευταία φορά με τη Σελήνη ένα από τα τυπικά παιχνίδια του, με τη Σελήνη στην άκρη του κονταριού του, λες κι ήθελε να τη κρατήσει σε ισορροπία.
Τότε συνειδητοποιήσαμε επίσης ότι όλη αυτή η καπατσοσύνη του δεν είχε κανένα στόχο, δεν απέβλεπε σε τίποτα συγκεκριμένο μάλλον το αντίθετο, θα ‘λεγε κανείς πως προσπαθούσε απλά ν’ απομακρύνει τη Σελήνη, πως τη βοηθούσε να φύγει μακριά, πως ήθελε να τη συνοδέψει στη μακρινή της τροχιά. Ήταν κι αυτό ένα τυπικό γνώρισμά του, τυπικό γνώρισμα ενός ανθρώπου που δε μπορούσε να διανοηθεί επιθυμίες που θα ‘ρχονταν σε σύγκρουση μ’ αυτές της Σελήνης, με τη μοίρα της κι αν τώρα η Σελήνη ήθελε ν’ απομακρυνθεί απ’ αυτόν, εκείνος χαιρόταν αυτή την απομάκρυνση όπως μέχρι τώρα χαιρότανε το πλησίασμά της.
Τί έπρεπε να κάνει μπρος σ’ αυτή τη συμπεριφορά η κυρία Βχντ; Εκείνη τη στιγμή θέλησε να δείξει σ’ όλους ότι ο έρωτάς της για τον κουφό δεν ήταν ένα περαστικό καπρίτσιο αλλά μια αμετάκλητη επιλογή, ένα τάμα. Αν αυτό που ο ξάδελφός μου τώρα αγαπούσε ήταν μια μακρινή Σελήνη, κείνη θα ‘μενε μακριά, στη Σελήνη. Το κατάλαβα βλέποντας ότι δεν έκανε ούτ’ ένα βήμα προς το μπαμπού, απλά έστρεφε την άρπα ψηλά στον ουρανό, προς τη πλευρά της Γης, πιτσικάροντας τις χορδές.
Λέω πως την είδα, αλλά στη πραγματικότητα ήταν μόνο με την άκρη του ματιού μου που συνέλαβα την εικόνα της, γιατί μόλις το κοντάρι άγγιξε τη σεληνιακή επιφάνεια, εγώ πήδηξα και πιάστηκα απ’ αυτό και τώρα γρήγορος σαν ερπετό σκαρφάλωνα πάνω στους κόμπους του μπαμπού, ανέβαινα με χέρια και με γόνατα, ελαφρύς στο αραιωμένο διάστημα, σπρωγμένος από φυσική δύναμη που με διέταζε να επιστρέψω στη Γη, ξεχνώντας το λόγο που μ’ είχε οδηγήσει κει πάνω ή ίσως έχοντας πιότερο από ποτέ συνείδηση αυτού του λόγου και της άτυχης κατάληξής του κι ήδη η ανάβασή μου στο αιωρούμενο καλάμι είχε φτάσει σε σημείο που δε χρειαζότανε πια να καταβάλλω καμιά προσπάθεια αλλά ν’ αφήσω απλά τον εαυτό μου να γλιστρήσει με το κεφάλι κάτω, στην έλξη της Γης, μέχρι που το καλάμι έσπασε σε χίλια κομμάτια κι εγώ βρέθηκα στη θάλασσα ανάμεσα στις βάρκες.
Ήταν η γλυκιά επιστροφή, η πατρίδα που ‘χα ξαναβρεί κι όμως η σκέψη μου έμενε φορτισμένη με πόνο για κείνη που χάθηκε και τα μάτια μου καρφώνονταν στη για πάντα άπιαστη Σελήνη, ψάχνοντάς τη. Και την είδα. Ήταν εκεί που την είχα αφήσει, ξαπλωμένη σε μιαν ακρογιαλιά ακριβώς πάνω από τα κεφάλια μας και δεν έλεγε τίποτα. Είχε το ίδιο χρώμα με τη Σελήνη. Κρατούσε στο ‘να χέρι της την άρπα και γιόμιζε τον κόσμο με αργά κι αραιά αρπίσματα.
Διακρινόταν καθαρά το σχήμα του στήθους, των χεριών, των πλευρών της, έτσι όπως ακόμα τη θυμάμαι, έτσι όπως ακόμα και τώρα που η Σελήνη έγινε κείνος ο μακρινός, επίπεδος και μικρός κύκλος, τη γυρεύω πάντα με το βλέμμα μου, μόλις φανεί στον ουρανό το πρώτο κομμάτι της κι όσο πιότερο μεγαλώνει τόσο περισσότερο φαντάζομαι ότι τη βλέπω, κείνη ή κάτι από κείνη αλλά μόνο κείνη, σ’ εκατό, σε χίλιες διαφορετικές όψεις, κείνη που κάνει Σελήνη τη Σελήνη, και σε κάθε πανσέληνο σπρώχνει τους σκύλους κι εμένα να ουρλιάζουμε μαζί όλη τη νύχτα.
Calvino Italo “Η Απόσταση Της Σελήνης”
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου