Σχετικά με τη σύσταση του πληθυσμού (ως προς τις βιοποριστικές δραστηριότητες) που θα μπορούσε να ευνοήσει με τον καλύτερο τρόπο τη δημοκρατία ο Αριστοτέλης είναι ξεκάθαρος: «… ο γεωργικός είναι ο καλύτερος δήμος, με αποτέλεσμα να είναι δυνατόν να καθιδρυθεί δημοκρατία εκεί όπου το πλήθος ζει από τη γεωργία ή την κτηνοτροφία». (1318b 9 – 11).
Κι όσο για την τεκμηρίωση αυτού, τα πράγματα τίθενται απολύτως ευθέως: «Αυτό οφείλεται στο ότι ένας τέτοιος δήμος εργάζεται διαρκώς, γιατί δεν έχει μεγάλη περιουσία κι επομένως δεν προσέρχεται συχνά στην εκκλησία. Εξάλλου, επειδή τα μέλη του [δεν] εξασφαλίζουν τα αναγκαία για την επιβίωσή τους, αναλώνουν το χρόνο τους στις εργασίες τους και δεν επιθυμούν τα ξένα αγαθά, αλλά αντίθετα βρίσκουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση στην εργασία από την πολιτική και την άσκηση εξουσίας, όπου βέβαια δεν υπάρχουν μεγάλες απολαβές από τα αξιώματα». (1318b 11 – 16).
«… ο γεωργικός είναι ο καλύτερος δήμος, με αποτέλεσμα να είναι δυνατόν να καθιδρυθεί δημοκρατία εκεί όπου το πλήθος ζει από τη γεωργία ή την κτηνοτροφία»
Έχοντας υπόψη ότι ο Αριστοτέλης είχε τοποθετήσει την υπερεργασία στις τυραννικές μεθοδεύσεις, προκαλεί εντύπωση ότι επικαλείται το ίδιο διερευνώντας τις ιδανικές προϋποθέσεις (αναφορικά με την απασχόληση του πληθυσμού) από την πλευρά της δημοκρατίας. Το επιχείρημα, μάλιστα, τίθεται με τρόπο ισοπεδωτικό, αφού κατ’ ουσία προάγει τη λογική ότι όλα τα πολιτεύματα μπορούν να γίνουν ανεκτά με την προϋπόθεση ότι αφήνουν τους πολίτες ήσυχους να κάνουν τη δουλειά τους: «Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ανέχονταν τις παλιές τυραννίδες και τώρα ανέχονται τις ολιγαρχίες, εφόσον δεν τους εμποδίζει κανείς από την εργασία τους και δεν τους αφαιρεί τίποτε. Έτσι άλλοι πλουτίζουν γρήγορα και άλλοι δεν αντιμετωπίζουν φτώχεια». (1318b 17 – 21).
Το μόνο που μένει να ρυθμιστεί είναι η περίπτωση των πολιτών που έχουν πολιτικές φιλοδοξίες: «Επιπλέον αν έχουν φιλοδοξίες, την έλλειψη αξιωμάτων την αναπληρώνει το δικαίωμά τους να εκλέγουν και να ελέγχουν τους άρχοντες, αφού σε ορισμένες δημοκρατίες, ακόμα και αν δεν έχουν όλοι οι πολίτες το δικαίωμα να εκλέγουν άρχοντες αλλά από όλους μόνο μερικοί εκλέκτορες που εκλέγονται με τη σειρά, για παράδειγμα στη Μαντίνεια, οι περισσότεροι είναι ευχαριστημένοι, εφόσον έχουν το δικαίωμα να γίνονται βουλευτές». (1318b 21 – 26).
Με δεδομένο ότι ο Αριστοτέλης συγκαταλέγει τη δημοκρατία στα στρεβλά πολιτεύματα, αυτό που μένει ως συμπέρασμα είναι ότι αναφέρεται περισσότερο στις ιδανικές συνθήκες διατήρησης της δημοκρατίας κι όχι στην καλύτερη δυνατή λειτουργία της. Εφόσον η δημοκρατία, από θέση αρχής, στηρίζεται στη συμμετοχή των πολλών, που και σε ταξικό επίπεδο θα προασπίσουν τα συμφέροντά τους, είναι τουλάχιστον παράδοξο να υποστηρίζει κανείς ότι η ιδανική δημοκρατία είναι αυτή που το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα απέχει από την «εκκλησία» λόγω εργασίας. Η συμπλήρωση: «Έτσι άλλοι πλουτίζουν γρήγορα και άλλοι δεν αντιμετωπίζουν φτώχεια», απευθύνεται ολοφάνερα στην ολιγαρχία, που είχε αναφερθεί προηγουμένως, κι όχι στη δημοκρατία, ώστε να πει κανείς ότι τουλάχιστον εξασφαλίζεται η απομάκρυνση της φτώχειας, στοιχείο ξεκάθαρα δημοκρατικό.
Από την άλλη, ο αποκλεισμός των φτωχότερων στρωμάτων από τα ανώτερα αξιώματα είναι και πάλι στοιχείο ολιγαρχικό, που προτάσσεται ως πλεονέκτημα της ιδανικής δημοκρατίας: «Επομένως και συμφέρει στο προαναφερόμενο είδος δημοκρατίας και καθιερώθηκε από συνήθεια όλοι οι πολίτες να εκλέγουν τους άρχοντες, να ελέγχουν την εξουσία τους και να γίνονται δικαστές, αντίθετα όμως τα ανώτατα αξιώματα να απονέμονται με εκλογές και με κριτήριο το εισόδημα και μάλιστα τα σπουδαιότερα αξιώματα να δίνονται στα μεγαλύτερα εισοδήματα ή σε διαφορετική περίπτωση να μην απονέμονται καθόλου με βάση το εισόδημα αλλά με βάση την προσωπική ικανότητα». (1318b 27 – 32).
Η αναγνώριση ότι τα αξιώματα μπορούν εναλλακτικά να απονέμονται όχι με βάση το εισόδημα, αλλά την προσωπική ικανότητα του καθενός, είναι η προσπάθεια του Αριστοτέλη να αποδώσει τη διαχείριση της εξουσίας σ’ αυτούς που το αξίζουν. Είναι δηλαδή η κατοχύρωση της αξιοκρατίας που θέλει τους κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες θέσεις. Από αυτή την άποψη, δε γίνεται λόγος για τον αποκλεισμό των πολλών από την εξουσία, αλλά για τη διασφάλιση των καλύτερων που πρέπει να τεθούν στην υπηρεσία του κράτους.
Το εισόδημα, ως πρώτη επιλογή των αξιωματούχων, τίθεται ως πρόταγμα της αναζήτησης των άξιων, αφού η ακεραιότητα της δικαιοσύνης αναδεικνύει τους καλύτερους και σε επίπεδο περιουσίας. Είτε έτσι (δηλαδή περιουσιακά) είτε αλλιώς (δηλαδή ως αναγνώριση της ατομικής αξίας), η βασικότερη μέριμνα της δημοκρατίας είναι η ανάδειξη των πιο ικανών στη διαχείριση της εξουσίας: «Και η άσκηση της πολιτικής με αυτόν τον τρόπο συνεπάγεται αναγκαστικά σωστή άσκηση της πολιτικής (καθώς οι εξουσίες θα βρίσκονται πάντα στα χέρια των άριστων με τη συναίνεση του λαού και χωρίς φθόνο για τους κοινωνικά ανώτερους)». (1318b 32 – 35).
Κι αυτή ακριβώς είναι η αριστοτελική εκδοχή της ιδανικής δημοκρατίας. Η καταξίωση των καλύτερων στην ηγεσία, χωρίς όμως να αποκλείεται ο λαός που θα τους εκλέγει και θα τους ελέγχει: «Επομένως χρειάζεται στα πολιτεύματα να συμβαίνει το απολύτως ωφέλιμο, δηλαδή να εξουσιάζουν οι επιφανείς πολίτες χωρίς να κάνουν σφάλματα, αλλά και χωρίς να χάνει καθόλου τα δικαιώματά του το πλήθος». (1319a 1 – 4).
Τα δικαιώματα του πλήθους δεν αναφέρονται απλώς ως αναγκαστική συνθήκη προκειμένου το πολίτευμα να είναι αποδεκτό, αλλά ως θεσμική αναγνώριση για την αδιαπραγμάτευτη πολιτειακή ωφέλεια που θα υπάρξει από την ενεργό λαϊκή συμμετοχή. Εξάλλου, πρέπει να υπάρχει έλεγχος στους ανθρώπους που διαχειρίζονται την εξουσία, αφού η ανεξέλεγκτη εξουσία οδηγεί στην ασυδοσία: «Γιατί η αλληλεξάρτηση και η αδυναμία να κάνει κάποιος ό,τι του περνάει από το νου συμφέρουν, με δεδομένο ότι η ευχέρεια να κάνει κάποιος ό,τι του αρέσει δεν μπορεί να συγκρατήσει τη ροπή προς το κακό που έχει μέσα του κάθε άνθρωπος». (1318b 38 – 1319a 1).
Με άλλα λόγια, η εξασφάλιση της στελέχωσης των ανώτερων αξιωμάτων από τους καλύτερους κρίνεται επίσης επίφοβη, αν δε συνοδευτεί από το λαϊκό φίλτρο. Κι εδώ, πέρα από το προφανές της συλλογικότητας, που εξασφαλίζει τη δυνατότερο αρμονική και συμφέρουσα διαχείριση της εξουσίας, γίνεται λόγος και για την επικινδυνότητα της διαφθοράς που πάντα υπάρχει, όταν η εξουσία παραχωρείται χωρίς κανένα έλεγχο. Ακόμη και οι καλύτεροι, οι ομολογουμένως αξιότεροι, μπορούν να υποκύψουν στους πειρασμούς της εξουσίας.
Η αλαζονεία, η συμφεροντολογία, το δέλεαρ του προσωπικού πλουτισμού, η μεροληψία, με δυο λόγια όλες οι παθολογίες της εξουσίας πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και να αποτρέπονται. Μοιραία, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη δικαιοσύνη που πρέπει να αποδίδεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι στρεβλώσεις της δικαιοσύνης είναι ξεκάθαρα πολιτειακές, αφού είναι αδύνατο να μην έχουν πολιτικό αντίκτυπο. Ο έλεγχος του λαού, η προσωρινότητα των αξιωμάτων και η εγγύηση της δικαιοσύνης είναι η μόνη πολιτειακή διασφάλιση.
Τελικά, αυτό που καθίσταται σαφές είναι ότι η πιο βασική προϋπόθεση για την επίτευξη των παραπάνω είναι η αποδοχή των ρόλων που πρέπει να φέρουν σε πέρας όλες οι πλευρές. Ο λαός πρέπει να γνωρίζει τον ελεγκτικό του ρόλο και να μην έχει περαιτέρω αξιώσεις – όπως βέβαια και οι επιφανείς να φανούν αντάξιοι της εμπιστοσύνης που τους δίνεται. (Η δικαιοσύνη θα εξασφαλίζει τις ισορροπίες). Από αυτή την άποψη κρίνεται και η ποιότητα ενός λαού, που είναι αλληλένδετη με την ωριμότητα που δείχνει στα πολιτειακά του καθήκοντα: «Φάνηκε λοιπόν, ότι αυτό το πολίτευμα είναι το άριστο είδος δημοκρατίας και για ποια αιτία επίσης, επειδή δηλαδή ο λαός έχει κάποια ποιότητα». (1319a 4 – 6).
Αυτός είναι λόγος που ο Αριστοτέλης προτάσσει ως ιδανικό πληθυσμό το γεωργικό. Γιατί οι άνθρωποι που ασχολούνται με τη γη γνωρίζουν τα όρια των δυνατοτήτων τους, ώστε να μην προβάλουν παράλογες απαιτήσεις και ταυτόχρονα να διατηρούν την ανεξαρτησία και το αδούλωτο πνεύμα τους, αφού, ως μικροκαλλιεργητές, έχουν οικονομική αυτονομία και νιώθουν περήφανοι ορίζοντας οι ίδιοι την τύχη τους. Αντίθετα οι εργάτες και οι χειρώνακτες υιοθετούν τη δουλικότητα, αφού διαρκώς βρίσκονται υπό εξάρτηση. (Για τους δούλους δε χρειάζεται να γίνει λόγος).
Με άλλα λόγια, οι κτηνοτρόφοι προτείνονται ως δεύτερη καταλληλότερη πληθυσμιακή ομάδα για την εγκαθίδρυση της ιδανικής δημοκρατίας, επειδή συμμετέχουν στην εκκλησία του δήμου
Όσο για τους μικρεμπόρους, δεν είναι μόνο η δουλικότητα που αποκτούν προκειμένου να επιβιώσουν, αλλά και η διαφθορά που θεωρείται εγγενής σ’ ένα επάγγελμα που δεν αφορά την παραγωγή προϊόντων, αλλά την αναπαραγωγή του χρήματος: «Οι άλλοι πληθυσμοί, σχεδόν όλοι, από τους οποίους αποτελούνται οι δημοκρατίες είναι πολύ κατώτεροι… γιατί και ο τρόπος ζωής τους είναι κακός και καμία εργασία από αυτές που εκτελούν οι χειρώνακτες, οι μικρέμποροι και οι εργάτες δε διέπεται από αρετή». (1319a 24 – 28).
Το μόνο που μένει είναι να δημιουργηθούν οι συνθήκες, ώστε να προαχθεί η γεωργική οικονομία: «Προκειμένου δε να καταστεί ένας δήμος γεωργικός, είναι χρήσιμοι μερικοί νόμοι που είχαν θεσπιστεί παλιά σε πολλές πόλεις σύμφωνα με τους οποίους ή δεν επιτρέπεται γενικά να αποκτήσει κάποιος έκταση γης περισσότερη από το προβλεπόμενο όριο ή σε περιοχή που δε βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη απόσταση από το άστυ και την πόλη (είχε νομοθετηθεί μάλιστα στα παλιά χρόνια να απαγορεύεται να πουλά κάποιος τους αρχικούς κλήρους των πατρικών κτημάτων…)». (1319a 6 – 11).
Όμως, ακόμη κι έτσι, είναι αδύνατο να διευκρινιστεί το πλεονέκτημα που έγκειται στους γεωργούς από την υπερεργασία που τους αναγκάζει να απέχουν από την «εκκλησία». Θα έλεγε κανείς ότι από τη στιγμή που ο λαός εκτελεί το ρόλο του ελεγκτικού μηχανισμού δεν υπάρχει τίποτε πιο αυτονόητο από την παρουσία του στα πολιτικά τεκταινόμενα, ώστε να έχει ξεκάθαρα διαμορφωμένη πολιτειακή εικόνα.
Η παραδοξότητα αυτή παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις από το γεγονός ότι ως δεύτερη καταλληλότερη πληθυσμιακή ομάδα για την επίτευξη της ιδανικότερης δημοκρατίας κρίνεται εκείνη «που αποτελείται από βοσκούς και ανθρώπους που ζουν από την κτηνοτροφία» (1319a 20 – 21) για το λόγο ότι «αυτός ο τρόπος ζωής έχει πολλές ομοιότητες με το γεωργικό τρόπο ζωής» (1319a 21) κι επιπλέον «…επειδή ένα τέτοιο πλήθος συχνάζει γύρω στην αγορά και στο άστυ, εύκολα συμμετέχει στην εκκλησία του δήμου» (1319a 28 – 30).
Με άλλα λόγια, οι κτηνοτρόφοι προτείνονται ως δεύτερη καταλληλότερη πληθυσμιακή ομάδα για την εγκαθίδρυση της ιδανικής δημοκρατίας, επειδή συμμετέχουν στην εκκλησία του δήμου και οι γεωργοί προτείνονται ως πρώτη, επειδή δε συμμετέχουν, πράγμα που ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει καθιστώντας σαφές ότι δεν πρόκειται για παραδρομή: «Αντίθετα οι γεωργοί, επειδή βρίσκονται διασκορπισμένοι στην ύπαιθρο, ούτε εύκολα συναντιούνται μεταξύ τους ούτε και νιώθουν την ίδια ανάγκη για την εκκλησία του δήμου». (1319a 30 – 32).
Η αντίφαση αυτή δεν αίρεται, αλλά είναι δυνατό να ερμηνευτεί ως μομφή προς τη λειτουργία της δημοκρατίας που παρακολουθεί ο Αριστοτέλης στην Αθήνα: «Εξάλλου όπου συμβαίνει η γεωγραφική θέση της χώρας να είναι τέτοια ώστε η ύπαιθρος να απλώνεται σε μεγάλη έκταση μακριά από την πόλη, εκεί είναι εύκολο να καθιδρυθεί εύρυθμη δημοκρατία και πολιτεία, επειδή το πλήθος αναγκάζεται να κατοικεί στα χωράφια και συνεπώς στις δημοκρατίες επιβάλλεται, ακόμη και αν υπάρχει όχλος που συχνάζει στην αγορά, να μη συγκαλείται εκκλησία του δήμου χωρίς το πλήθος που κατοικεί στην ύπαιθρο». (1319a 32 – 38).
Τα πράγματα τίθενται απολύτως ξεκάθαρα. Η εκκλησία του δήμου δεν πρέπει να μονοπωλείται από τον όχλο που συχνάζει στην αγορά, αλλά από τους ανθρώπους που στηρίζουν την παραγωγή με τον προσωπικό τους μόχθο. Γι’ αυτό το λόγο η εκκλησία του δήμου πρέπει να συγκαλείται μόνο κατόπιν συνεννοήσεως με την ύπαιθρο, αφού το πλέον κατάλληλο κομμάτι του λαού βρίσκεται εκεί. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι τελικά ο Αριστοτέλης όταν έλεγε ότι η υπερεργασία των γεωργών εμποδίζει τη συμμετοχή τους στην εκκλησία του δήμου δεν εννοούσε το ευνοϊκό της αποχής τους, αλλά την αναγκαιότητα της συνεννόησης μαζί τους, ώστε να είναι παρόντες.
Το σίγουρο είναι ότι τους προτιμά και τους κατατάσσει ως ιδανική πληθυσμιακή ομάδα για τη δημοκρατία σε σχέση με τον αργόσχολο όχλο της αγοράς που καραδοκεί να καρπωθεί ό,τι μπορεί από τις συγκυρίες. Ενδεχομένως, για τον Αριστοτέλη, οι γεωργοί εκπροσωπούν τη λαϊκή αγνότητα, που δε γνωρίζει τη διαφθορά (σε αντίθεση με τον όχλο) και διατηρεί την καθαρότητα της σκέψης. Ως εκ τούτου, οι δημοκράτες πολιτικοί πρέπει να λαμβάνουν πολύ σοβαρά τις επιλογές που έρχονται από την ύπαιθρο και να μην περιφρονούν τους ανθρώπους που διαμένουν εκεί.
Ταυτόχρονα, όμως, παρακολουθώντας τις μεθοδεύσεις των πολιτικών καταγγέλλει ότι συμβαίνει μάλλον το αντίθετο, γεγονός που οδηγεί στο τελευταίο είδος της δημοκρατίας, το πιο εκφυλισμένο, όπου καταλύονται οι νόμοι κι επικρατεί η δυναμική του όχλου που άγεται και φέρεται από τις υποδείξεις των δημαγωγών: «Προκειμένου μάλιστα να καθιδρύσουν αυτό το είδος της δημοκρατίας και να καταστήσουν το λαό ισχυρό, συνηθίζουν οι άρχοντες να προσελκύουν όσο το δυνατόν περισσότερους και να τους πολιτογραφούν και μάλιστα όχι μόνο τα νόμιμα παιδιά των πολιτών αλλά και τα νόθα κι εκείνα που έχουν πολίτη έναν από τους γονείς τους, οποιονδήποτε, είτε τον πατέρα είτε τη μητέρα. Η εξήγηση είναι ότι κάθε περίπτωση από αυτές προσαρμόζεται εύκολα σε έναν μάλλον τέτοιο τύπο δημοκρατίας. Συνηθίζουν βέβαια οι δημαγωγοί να ρυθμίζουν με τον τρόπο αυτόν την πολιτική κατάσταση. Πρέπει όμως να προσελκύουν τέτοιους πολίτες έως το σημείο που το πλήθος αυτών των πολιτών να βρίσκεται σε ισορροπία με το πλήθος των επιφανών και των μεσαίων πολιτών, και να μην υπερβάλλουν, γιατί, αλλιώς, προκαλούν μεγαλύτερη ακαταστασία στο πολίτευμα κι ερεθίζουν τους επιφανείς πολίτες περισσότερο, ώστε με δυσκολία πια να ανέχονται τη δημοκρατία. Αυτό ακριβώς προκάλεσε την επανάσταση στην Κυρήνη…». (1319b 6 – 18).
Σε τελική ανάλυση, η ποιότητα της δημοκρατίας είναι συνυφασμένη με την ποιότητα του κόσμου που τη συνδιαμορφώνει και η μέριμνα για τη διαπαιδαγώγηση του κόσμου, ώστε να είναι αντάξιος των δημοκρατικών ευθυνών, επισφραγίζει και την ποιότητα κάθε δημοκρατίας.
Όσο για τα πλεονεκτήματα των κτηνοτρόφων που κρίνονται δεύτεροι καταλληλότεροι της ιδανικής δημοκρατίας προτάσσονται τα εξής: «… οι άνθρωποι αυτοί είναι έτοιμοι για πολεμικές επιχειρήσεις και αυτό οφείλεται στις συνήθειές τους, είναι χρήσιμοι για τη σωματική τους δύναμη και δυνατοί για να ζουν έξω φυλάγοντας τα σύνορα». (1319a 22 – 24).
Κι αν τα κριτήρια που θέτει ο Αριστοτέλης φαίνονται αναχρονιστικά ή ακόμη και λανθασμένα, αυτό που προέχει είναι ότι η ιδανική δημοκρατία τρέφεται από ανθρώπους που έχουν απόλυτη επίγνωση των ευθυνών τους, δε διαπλέκονται και διατηρούν την εντιμότητά τους κι όχι από πολίτες – αυλικούς των δημαγωγών που ετοιμάζονται να αδράξουν τις ευκαιρίες.
Ο αριστοτελικός όχλος, που συχνάζει στην αγορά και σπεύδει στην εκκλησία του δήμου, είναι η ιδιοτελής πελατεία των δημαγωγών, που στηρίζει κι εξαργυρώνει εκπληρώνοντας την ωφελιμιστική – ισοπεδωτική αντίληψη του πολιτεύματος. Από τη στιγμή που οι πολίτες αυτοί αποκτούν το προβάδισμα παραμερίζοντας τους άλλους σε «υπαίθριες» ασχολίες δε μιλάμε για δημοκρατία, αφού ούτε το δίκαιο υπερισχύει ούτε η αντίληψη του συλλογικού συμφέροντος ούτε η ισότητα που κατοχυρώνεται μέσω της εξουσίας που ενδιαφέρεται για όλους το ίδιο.
Αυτό που μένει είναι ο διαχωρισμός των πολιτών σε πολλές κατηγορίες (πρώτη, δεύτερη, τρίτη κλπ) ανάλογα με την πρόσβαση που μπορούν να έχουν στους διαχειριστές της εξουσίας. Κι αυτός είναι ο μηχανισμός που καταλύει το νόμο μετατρέποντας τους πολίτες σε κλακαδόρους προς όφελος όλων των δημαγωγών. Μ’ αυτό τον τρόπο πρέπει να αντιλαμβανόταν ο Αριστοτέλης το πέμπτο είδος της δημοκρατίας, που ονόμαζε τυραννία του όχλου…
Κι όσο για την τεκμηρίωση αυτού, τα πράγματα τίθενται απολύτως ευθέως: «Αυτό οφείλεται στο ότι ένας τέτοιος δήμος εργάζεται διαρκώς, γιατί δεν έχει μεγάλη περιουσία κι επομένως δεν προσέρχεται συχνά στην εκκλησία. Εξάλλου, επειδή τα μέλη του [δεν] εξασφαλίζουν τα αναγκαία για την επιβίωσή τους, αναλώνουν το χρόνο τους στις εργασίες τους και δεν επιθυμούν τα ξένα αγαθά, αλλά αντίθετα βρίσκουν μεγαλύτερη ευχαρίστηση στην εργασία από την πολιτική και την άσκηση εξουσίας, όπου βέβαια δεν υπάρχουν μεγάλες απολαβές από τα αξιώματα». (1318b 11 – 16).
«… ο γεωργικός είναι ο καλύτερος δήμος, με αποτέλεσμα να είναι δυνατόν να καθιδρυθεί δημοκρατία εκεί όπου το πλήθος ζει από τη γεωργία ή την κτηνοτροφία»
Έχοντας υπόψη ότι ο Αριστοτέλης είχε τοποθετήσει την υπερεργασία στις τυραννικές μεθοδεύσεις, προκαλεί εντύπωση ότι επικαλείται το ίδιο διερευνώντας τις ιδανικές προϋποθέσεις (αναφορικά με την απασχόληση του πληθυσμού) από την πλευρά της δημοκρατίας. Το επιχείρημα, μάλιστα, τίθεται με τρόπο ισοπεδωτικό, αφού κατ’ ουσία προάγει τη λογική ότι όλα τα πολιτεύματα μπορούν να γίνουν ανεκτά με την προϋπόθεση ότι αφήνουν τους πολίτες ήσυχους να κάνουν τη δουλειά τους: «Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ανέχονταν τις παλιές τυραννίδες και τώρα ανέχονται τις ολιγαρχίες, εφόσον δεν τους εμποδίζει κανείς από την εργασία τους και δεν τους αφαιρεί τίποτε. Έτσι άλλοι πλουτίζουν γρήγορα και άλλοι δεν αντιμετωπίζουν φτώχεια». (1318b 17 – 21).
Το μόνο που μένει να ρυθμιστεί είναι η περίπτωση των πολιτών που έχουν πολιτικές φιλοδοξίες: «Επιπλέον αν έχουν φιλοδοξίες, την έλλειψη αξιωμάτων την αναπληρώνει το δικαίωμά τους να εκλέγουν και να ελέγχουν τους άρχοντες, αφού σε ορισμένες δημοκρατίες, ακόμα και αν δεν έχουν όλοι οι πολίτες το δικαίωμα να εκλέγουν άρχοντες αλλά από όλους μόνο μερικοί εκλέκτορες που εκλέγονται με τη σειρά, για παράδειγμα στη Μαντίνεια, οι περισσότεροι είναι ευχαριστημένοι, εφόσον έχουν το δικαίωμα να γίνονται βουλευτές». (1318b 21 – 26).
Με δεδομένο ότι ο Αριστοτέλης συγκαταλέγει τη δημοκρατία στα στρεβλά πολιτεύματα, αυτό που μένει ως συμπέρασμα είναι ότι αναφέρεται περισσότερο στις ιδανικές συνθήκες διατήρησης της δημοκρατίας κι όχι στην καλύτερη δυνατή λειτουργία της. Εφόσον η δημοκρατία, από θέση αρχής, στηρίζεται στη συμμετοχή των πολλών, που και σε ταξικό επίπεδο θα προασπίσουν τα συμφέροντά τους, είναι τουλάχιστον παράδοξο να υποστηρίζει κανείς ότι η ιδανική δημοκρατία είναι αυτή που το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα απέχει από την «εκκλησία» λόγω εργασίας. Η συμπλήρωση: «Έτσι άλλοι πλουτίζουν γρήγορα και άλλοι δεν αντιμετωπίζουν φτώχεια», απευθύνεται ολοφάνερα στην ολιγαρχία, που είχε αναφερθεί προηγουμένως, κι όχι στη δημοκρατία, ώστε να πει κανείς ότι τουλάχιστον εξασφαλίζεται η απομάκρυνση της φτώχειας, στοιχείο ξεκάθαρα δημοκρατικό.
Από την άλλη, ο αποκλεισμός των φτωχότερων στρωμάτων από τα ανώτερα αξιώματα είναι και πάλι στοιχείο ολιγαρχικό, που προτάσσεται ως πλεονέκτημα της ιδανικής δημοκρατίας: «Επομένως και συμφέρει στο προαναφερόμενο είδος δημοκρατίας και καθιερώθηκε από συνήθεια όλοι οι πολίτες να εκλέγουν τους άρχοντες, να ελέγχουν την εξουσία τους και να γίνονται δικαστές, αντίθετα όμως τα ανώτατα αξιώματα να απονέμονται με εκλογές και με κριτήριο το εισόδημα και μάλιστα τα σπουδαιότερα αξιώματα να δίνονται στα μεγαλύτερα εισοδήματα ή σε διαφορετική περίπτωση να μην απονέμονται καθόλου με βάση το εισόδημα αλλά με βάση την προσωπική ικανότητα». (1318b 27 – 32).
Η αναγνώριση ότι τα αξιώματα μπορούν εναλλακτικά να απονέμονται όχι με βάση το εισόδημα, αλλά την προσωπική ικανότητα του καθενός, είναι η προσπάθεια του Αριστοτέλη να αποδώσει τη διαχείριση της εξουσίας σ’ αυτούς που το αξίζουν. Είναι δηλαδή η κατοχύρωση της αξιοκρατίας που θέλει τους κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες θέσεις. Από αυτή την άποψη, δε γίνεται λόγος για τον αποκλεισμό των πολλών από την εξουσία, αλλά για τη διασφάλιση των καλύτερων που πρέπει να τεθούν στην υπηρεσία του κράτους.
Το εισόδημα, ως πρώτη επιλογή των αξιωματούχων, τίθεται ως πρόταγμα της αναζήτησης των άξιων, αφού η ακεραιότητα της δικαιοσύνης αναδεικνύει τους καλύτερους και σε επίπεδο περιουσίας. Είτε έτσι (δηλαδή περιουσιακά) είτε αλλιώς (δηλαδή ως αναγνώριση της ατομικής αξίας), η βασικότερη μέριμνα της δημοκρατίας είναι η ανάδειξη των πιο ικανών στη διαχείριση της εξουσίας: «Και η άσκηση της πολιτικής με αυτόν τον τρόπο συνεπάγεται αναγκαστικά σωστή άσκηση της πολιτικής (καθώς οι εξουσίες θα βρίσκονται πάντα στα χέρια των άριστων με τη συναίνεση του λαού και χωρίς φθόνο για τους κοινωνικά ανώτερους)». (1318b 32 – 35).
Κι αυτή ακριβώς είναι η αριστοτελική εκδοχή της ιδανικής δημοκρατίας. Η καταξίωση των καλύτερων στην ηγεσία, χωρίς όμως να αποκλείεται ο λαός που θα τους εκλέγει και θα τους ελέγχει: «Επομένως χρειάζεται στα πολιτεύματα να συμβαίνει το απολύτως ωφέλιμο, δηλαδή να εξουσιάζουν οι επιφανείς πολίτες χωρίς να κάνουν σφάλματα, αλλά και χωρίς να χάνει καθόλου τα δικαιώματά του το πλήθος». (1319a 1 – 4).
Τα δικαιώματα του πλήθους δεν αναφέρονται απλώς ως αναγκαστική συνθήκη προκειμένου το πολίτευμα να είναι αποδεκτό, αλλά ως θεσμική αναγνώριση για την αδιαπραγμάτευτη πολιτειακή ωφέλεια που θα υπάρξει από την ενεργό λαϊκή συμμετοχή. Εξάλλου, πρέπει να υπάρχει έλεγχος στους ανθρώπους που διαχειρίζονται την εξουσία, αφού η ανεξέλεγκτη εξουσία οδηγεί στην ασυδοσία: «Γιατί η αλληλεξάρτηση και η αδυναμία να κάνει κάποιος ό,τι του περνάει από το νου συμφέρουν, με δεδομένο ότι η ευχέρεια να κάνει κάποιος ό,τι του αρέσει δεν μπορεί να συγκρατήσει τη ροπή προς το κακό που έχει μέσα του κάθε άνθρωπος». (1318b 38 – 1319a 1).
Με άλλα λόγια, η εξασφάλιση της στελέχωσης των ανώτερων αξιωμάτων από τους καλύτερους κρίνεται επίσης επίφοβη, αν δε συνοδευτεί από το λαϊκό φίλτρο. Κι εδώ, πέρα από το προφανές της συλλογικότητας, που εξασφαλίζει τη δυνατότερο αρμονική και συμφέρουσα διαχείριση της εξουσίας, γίνεται λόγος και για την επικινδυνότητα της διαφθοράς που πάντα υπάρχει, όταν η εξουσία παραχωρείται χωρίς κανένα έλεγχο. Ακόμη και οι καλύτεροι, οι ομολογουμένως αξιότεροι, μπορούν να υποκύψουν στους πειρασμούς της εξουσίας.
Η αλαζονεία, η συμφεροντολογία, το δέλεαρ του προσωπικού πλουτισμού, η μεροληψία, με δυο λόγια όλες οι παθολογίες της εξουσίας πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και να αποτρέπονται. Μοιραία, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη δικαιοσύνη που πρέπει να αποδίδεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι στρεβλώσεις της δικαιοσύνης είναι ξεκάθαρα πολιτειακές, αφού είναι αδύνατο να μην έχουν πολιτικό αντίκτυπο. Ο έλεγχος του λαού, η προσωρινότητα των αξιωμάτων και η εγγύηση της δικαιοσύνης είναι η μόνη πολιτειακή διασφάλιση.
Τελικά, αυτό που καθίσταται σαφές είναι ότι η πιο βασική προϋπόθεση για την επίτευξη των παραπάνω είναι η αποδοχή των ρόλων που πρέπει να φέρουν σε πέρας όλες οι πλευρές. Ο λαός πρέπει να γνωρίζει τον ελεγκτικό του ρόλο και να μην έχει περαιτέρω αξιώσεις – όπως βέβαια και οι επιφανείς να φανούν αντάξιοι της εμπιστοσύνης που τους δίνεται. (Η δικαιοσύνη θα εξασφαλίζει τις ισορροπίες). Από αυτή την άποψη κρίνεται και η ποιότητα ενός λαού, που είναι αλληλένδετη με την ωριμότητα που δείχνει στα πολιτειακά του καθήκοντα: «Φάνηκε λοιπόν, ότι αυτό το πολίτευμα είναι το άριστο είδος δημοκρατίας και για ποια αιτία επίσης, επειδή δηλαδή ο λαός έχει κάποια ποιότητα». (1319a 4 – 6).
Αυτός είναι λόγος που ο Αριστοτέλης προτάσσει ως ιδανικό πληθυσμό το γεωργικό. Γιατί οι άνθρωποι που ασχολούνται με τη γη γνωρίζουν τα όρια των δυνατοτήτων τους, ώστε να μην προβάλουν παράλογες απαιτήσεις και ταυτόχρονα να διατηρούν την ανεξαρτησία και το αδούλωτο πνεύμα τους, αφού, ως μικροκαλλιεργητές, έχουν οικονομική αυτονομία και νιώθουν περήφανοι ορίζοντας οι ίδιοι την τύχη τους. Αντίθετα οι εργάτες και οι χειρώνακτες υιοθετούν τη δουλικότητα, αφού διαρκώς βρίσκονται υπό εξάρτηση. (Για τους δούλους δε χρειάζεται να γίνει λόγος).
Με άλλα λόγια, οι κτηνοτρόφοι προτείνονται ως δεύτερη καταλληλότερη πληθυσμιακή ομάδα για την εγκαθίδρυση της ιδανικής δημοκρατίας, επειδή συμμετέχουν στην εκκλησία του δήμου
Όσο για τους μικρεμπόρους, δεν είναι μόνο η δουλικότητα που αποκτούν προκειμένου να επιβιώσουν, αλλά και η διαφθορά που θεωρείται εγγενής σ’ ένα επάγγελμα που δεν αφορά την παραγωγή προϊόντων, αλλά την αναπαραγωγή του χρήματος: «Οι άλλοι πληθυσμοί, σχεδόν όλοι, από τους οποίους αποτελούνται οι δημοκρατίες είναι πολύ κατώτεροι… γιατί και ο τρόπος ζωής τους είναι κακός και καμία εργασία από αυτές που εκτελούν οι χειρώνακτες, οι μικρέμποροι και οι εργάτες δε διέπεται από αρετή». (1319a 24 – 28).
Το μόνο που μένει είναι να δημιουργηθούν οι συνθήκες, ώστε να προαχθεί η γεωργική οικονομία: «Προκειμένου δε να καταστεί ένας δήμος γεωργικός, είναι χρήσιμοι μερικοί νόμοι που είχαν θεσπιστεί παλιά σε πολλές πόλεις σύμφωνα με τους οποίους ή δεν επιτρέπεται γενικά να αποκτήσει κάποιος έκταση γης περισσότερη από το προβλεπόμενο όριο ή σε περιοχή που δε βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη απόσταση από το άστυ και την πόλη (είχε νομοθετηθεί μάλιστα στα παλιά χρόνια να απαγορεύεται να πουλά κάποιος τους αρχικούς κλήρους των πατρικών κτημάτων…)». (1319a 6 – 11).
Όμως, ακόμη κι έτσι, είναι αδύνατο να διευκρινιστεί το πλεονέκτημα που έγκειται στους γεωργούς από την υπερεργασία που τους αναγκάζει να απέχουν από την «εκκλησία». Θα έλεγε κανείς ότι από τη στιγμή που ο λαός εκτελεί το ρόλο του ελεγκτικού μηχανισμού δεν υπάρχει τίποτε πιο αυτονόητο από την παρουσία του στα πολιτικά τεκταινόμενα, ώστε να έχει ξεκάθαρα διαμορφωμένη πολιτειακή εικόνα.
Η παραδοξότητα αυτή παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις από το γεγονός ότι ως δεύτερη καταλληλότερη πληθυσμιακή ομάδα για την επίτευξη της ιδανικότερης δημοκρατίας κρίνεται εκείνη «που αποτελείται από βοσκούς και ανθρώπους που ζουν από την κτηνοτροφία» (1319a 20 – 21) για το λόγο ότι «αυτός ο τρόπος ζωής έχει πολλές ομοιότητες με το γεωργικό τρόπο ζωής» (1319a 21) κι επιπλέον «…επειδή ένα τέτοιο πλήθος συχνάζει γύρω στην αγορά και στο άστυ, εύκολα συμμετέχει στην εκκλησία του δήμου» (1319a 28 – 30).
Με άλλα λόγια, οι κτηνοτρόφοι προτείνονται ως δεύτερη καταλληλότερη πληθυσμιακή ομάδα για την εγκαθίδρυση της ιδανικής δημοκρατίας, επειδή συμμετέχουν στην εκκλησία του δήμου και οι γεωργοί προτείνονται ως πρώτη, επειδή δε συμμετέχουν, πράγμα που ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει καθιστώντας σαφές ότι δεν πρόκειται για παραδρομή: «Αντίθετα οι γεωργοί, επειδή βρίσκονται διασκορπισμένοι στην ύπαιθρο, ούτε εύκολα συναντιούνται μεταξύ τους ούτε και νιώθουν την ίδια ανάγκη για την εκκλησία του δήμου». (1319a 30 – 32).
Η αντίφαση αυτή δεν αίρεται, αλλά είναι δυνατό να ερμηνευτεί ως μομφή προς τη λειτουργία της δημοκρατίας που παρακολουθεί ο Αριστοτέλης στην Αθήνα: «Εξάλλου όπου συμβαίνει η γεωγραφική θέση της χώρας να είναι τέτοια ώστε η ύπαιθρος να απλώνεται σε μεγάλη έκταση μακριά από την πόλη, εκεί είναι εύκολο να καθιδρυθεί εύρυθμη δημοκρατία και πολιτεία, επειδή το πλήθος αναγκάζεται να κατοικεί στα χωράφια και συνεπώς στις δημοκρατίες επιβάλλεται, ακόμη και αν υπάρχει όχλος που συχνάζει στην αγορά, να μη συγκαλείται εκκλησία του δήμου χωρίς το πλήθος που κατοικεί στην ύπαιθρο». (1319a 32 – 38).
Τα πράγματα τίθενται απολύτως ξεκάθαρα. Η εκκλησία του δήμου δεν πρέπει να μονοπωλείται από τον όχλο που συχνάζει στην αγορά, αλλά από τους ανθρώπους που στηρίζουν την παραγωγή με τον προσωπικό τους μόχθο. Γι’ αυτό το λόγο η εκκλησία του δήμου πρέπει να συγκαλείται μόνο κατόπιν συνεννοήσεως με την ύπαιθρο, αφού το πλέον κατάλληλο κομμάτι του λαού βρίσκεται εκεί. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι τελικά ο Αριστοτέλης όταν έλεγε ότι η υπερεργασία των γεωργών εμποδίζει τη συμμετοχή τους στην εκκλησία του δήμου δεν εννοούσε το ευνοϊκό της αποχής τους, αλλά την αναγκαιότητα της συνεννόησης μαζί τους, ώστε να είναι παρόντες.
Το σίγουρο είναι ότι τους προτιμά και τους κατατάσσει ως ιδανική πληθυσμιακή ομάδα για τη δημοκρατία σε σχέση με τον αργόσχολο όχλο της αγοράς που καραδοκεί να καρπωθεί ό,τι μπορεί από τις συγκυρίες. Ενδεχομένως, για τον Αριστοτέλη, οι γεωργοί εκπροσωπούν τη λαϊκή αγνότητα, που δε γνωρίζει τη διαφθορά (σε αντίθεση με τον όχλο) και διατηρεί την καθαρότητα της σκέψης. Ως εκ τούτου, οι δημοκράτες πολιτικοί πρέπει να λαμβάνουν πολύ σοβαρά τις επιλογές που έρχονται από την ύπαιθρο και να μην περιφρονούν τους ανθρώπους που διαμένουν εκεί.
Ταυτόχρονα, όμως, παρακολουθώντας τις μεθοδεύσεις των πολιτικών καταγγέλλει ότι συμβαίνει μάλλον το αντίθετο, γεγονός που οδηγεί στο τελευταίο είδος της δημοκρατίας, το πιο εκφυλισμένο, όπου καταλύονται οι νόμοι κι επικρατεί η δυναμική του όχλου που άγεται και φέρεται από τις υποδείξεις των δημαγωγών: «Προκειμένου μάλιστα να καθιδρύσουν αυτό το είδος της δημοκρατίας και να καταστήσουν το λαό ισχυρό, συνηθίζουν οι άρχοντες να προσελκύουν όσο το δυνατόν περισσότερους και να τους πολιτογραφούν και μάλιστα όχι μόνο τα νόμιμα παιδιά των πολιτών αλλά και τα νόθα κι εκείνα που έχουν πολίτη έναν από τους γονείς τους, οποιονδήποτε, είτε τον πατέρα είτε τη μητέρα. Η εξήγηση είναι ότι κάθε περίπτωση από αυτές προσαρμόζεται εύκολα σε έναν μάλλον τέτοιο τύπο δημοκρατίας. Συνηθίζουν βέβαια οι δημαγωγοί να ρυθμίζουν με τον τρόπο αυτόν την πολιτική κατάσταση. Πρέπει όμως να προσελκύουν τέτοιους πολίτες έως το σημείο που το πλήθος αυτών των πολιτών να βρίσκεται σε ισορροπία με το πλήθος των επιφανών και των μεσαίων πολιτών, και να μην υπερβάλλουν, γιατί, αλλιώς, προκαλούν μεγαλύτερη ακαταστασία στο πολίτευμα κι ερεθίζουν τους επιφανείς πολίτες περισσότερο, ώστε με δυσκολία πια να ανέχονται τη δημοκρατία. Αυτό ακριβώς προκάλεσε την επανάσταση στην Κυρήνη…». (1319b 6 – 18).
Σε τελική ανάλυση, η ποιότητα της δημοκρατίας είναι συνυφασμένη με την ποιότητα του κόσμου που τη συνδιαμορφώνει και η μέριμνα για τη διαπαιδαγώγηση του κόσμου, ώστε να είναι αντάξιος των δημοκρατικών ευθυνών, επισφραγίζει και την ποιότητα κάθε δημοκρατίας.
Όσο για τα πλεονεκτήματα των κτηνοτρόφων που κρίνονται δεύτεροι καταλληλότεροι της ιδανικής δημοκρατίας προτάσσονται τα εξής: «… οι άνθρωποι αυτοί είναι έτοιμοι για πολεμικές επιχειρήσεις και αυτό οφείλεται στις συνήθειές τους, είναι χρήσιμοι για τη σωματική τους δύναμη και δυνατοί για να ζουν έξω φυλάγοντας τα σύνορα». (1319a 22 – 24).
Κι αν τα κριτήρια που θέτει ο Αριστοτέλης φαίνονται αναχρονιστικά ή ακόμη και λανθασμένα, αυτό που προέχει είναι ότι η ιδανική δημοκρατία τρέφεται από ανθρώπους που έχουν απόλυτη επίγνωση των ευθυνών τους, δε διαπλέκονται και διατηρούν την εντιμότητά τους κι όχι από πολίτες – αυλικούς των δημαγωγών που ετοιμάζονται να αδράξουν τις ευκαιρίες.
Ο αριστοτελικός όχλος, που συχνάζει στην αγορά και σπεύδει στην εκκλησία του δήμου, είναι η ιδιοτελής πελατεία των δημαγωγών, που στηρίζει κι εξαργυρώνει εκπληρώνοντας την ωφελιμιστική – ισοπεδωτική αντίληψη του πολιτεύματος. Από τη στιγμή που οι πολίτες αυτοί αποκτούν το προβάδισμα παραμερίζοντας τους άλλους σε «υπαίθριες» ασχολίες δε μιλάμε για δημοκρατία, αφού ούτε το δίκαιο υπερισχύει ούτε η αντίληψη του συλλογικού συμφέροντος ούτε η ισότητα που κατοχυρώνεται μέσω της εξουσίας που ενδιαφέρεται για όλους το ίδιο.
Αυτό που μένει είναι ο διαχωρισμός των πολιτών σε πολλές κατηγορίες (πρώτη, δεύτερη, τρίτη κλπ) ανάλογα με την πρόσβαση που μπορούν να έχουν στους διαχειριστές της εξουσίας. Κι αυτός είναι ο μηχανισμός που καταλύει το νόμο μετατρέποντας τους πολίτες σε κλακαδόρους προς όφελος όλων των δημαγωγών. Μ’ αυτό τον τρόπο πρέπει να αντιλαμβανόταν ο Αριστοτέλης το πέμπτο είδος της δημοκρατίας, που ονόμαζε τυραννία του όχλου…
Αριστοτέλης: «Πολιτικά»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου