Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Πέρσες

Ένα απόσπασμα από την τραγωδία «Πέρσες» του Αισχύλου, ο οποίος είχε πάρει μέρος στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Στο κείμενο που ακολουθεί ένας αγγελιοφόρος αναγγέλλει στη μητέρα του Ξέρξη την πανωλεθρία του περσικού στόλου και της περιγράφει την ανελέητη μάχη:

«Αρχή στην πάσα συμφορά, δέσποινα, κάποια θεϊκιά κατάρα ή πονηρόν έκανε πνεύμα, που φάνηκε από πού δεν ξέρω. Γιατί κάποιος Έλληνας ήρθ’ από το στρατό των Αθηναίων κ’ είπε στο γιο του Ξέρξη αυτά: πώς άμα πέσει της μαύρης νύχτας το σκοτάδι, δε θα έμεναν οι ‘Ελληνες άλλο, μα στων καραβιών θα ορμούσαν τα σκαμνιά πάνω, για να σώσει όπου προφτάσει καθένας με κρυφή φευγάλα τη ζωή του. Και κείνος άμα τ’ άκουσε χωρίς να νιώσει το δόλο του Έλληνα, ούτε των θεών το φθόνο, σ’ όλους τους ναυάρχους του αυτή τη διάτα βγάζει: Σαν παύσουν να φλογίζουνε του ήλιου οι αχτίνες τη γη, κι απλώσει το σκοτάδι στον αιθέρα, σε τρεις σειρές να τάξουν τα πολλά καράβια για να φυλάξουν τα στενά και τα πολύβουα περάσματα της θάλασσας,κι ολόγυρ’ άλλα το θείο του Αίαντα το νησί να περιζώσουν γιατί αν γλίτωναν οι Έλληνες τον κακό χάρο, βρίσκοντας με τα πλοία τους κρυφό φευγιό από κάπου, όλοι, να ξέρουν, θα ‘χαναν την κεφαλή τους.
Τέτοια με παρά θαρρετή καρδιά προστάζει, γιατί δεν ήξερε οι θεοί τι του γράφαν.

Μα η νύχτα προχωρεί, και οι Έλληνες κρυφό δρόμο ν' ανοίξουν από πουθενά δε δοκιμάζουν. Όταν όμως με τ’ άσπρα τ’ άτια της η μέρα φωτοπλημμύριστη άπλωσε σ’ όλο τον κόσμο, μια πρώτα ακούστηκε από το μέρος των Ελλήνων βουή τραγουδιστά με ήχο φαιδρό να βγαίνει και δυνατ’ αντιβούιζαν μαζί κ’ οι βράχοι του νησιού γύρω, ενώ τρομάρα τους βαρβάρους έπιασεν όλους, που έβλεπαν πως γελάστηκαν. Γιατί δεν ήταν για φευγιό που έψαλαν τότε σεμνόν παιάνα οι Έλληνες, μα σα να ορμούσαν μ’ ολόψυχη καρδιά στη μάχη, ενώ όλη ως πέρα τη γραμμή των της σάλπιγγας φλόγιζε ο ήχος. Κι αμέσως τα πλαταγιστά μεμιάς κουπιά τους χτυπούνε με το πρόσταγμα τη βαθιάν άρμη και δεν αργούνε να φανούν όλοι μπροστά μας.

Το σύνθημα της εμβολής έδωσε πρώτα ένα καράβι ελληνικό, που έσπασεν όλα ενός φοινικικού κορώνες κι ακροστόλια, κ’ έτσι όλοι στρέφουν ο ένας καταπάνω τ’ άλλου. Λοιπόν βαστούσε στην αρχή καλά το ρέμα του στόλου των Περσών, μα όταν στο στενό μέσα τόσο πλήθος στριμώχτηκαν και δεν μπορούσαν καμιά βοήθεια ο ένας τ’ αλλουνού να δίνουν κ’ οι ίδιοι με τις χαλκόστομες συμμεταξύ τους χτυπιώνταν πρώρες, σπάνανε των κουπιών όλες μαζί οι φτερούγες, και να, τότε των Ελλήνων τα πλοία ένα γύρο με πολλή επιδεξιοσύνη από παντού χτυπούσανε, και τα σκαριά μας αναποδογυρίζονταν και δε μπορούσες να βλέπεις πια τη θάλασσα που ήταν γιομάτη από ναυάγια καραβιών και ανθρώπων φόνο. Και βρύαζαν οι γιαλοί νεκρούς κ’ οι ξέρες γύρου, ενώ όσα μας εμένανε καράβια ακόμα το ‘βαζαν στο κουπί φευγάλα δίχως τάξη. Μα εκείνοι, σαν και να’ τανε για θύννους ή άλλο βόλασμα ψάρια, με κουπιά σπασμένα, ή μ’ ότι συντρίμμι απ’ τα ναυάγια, χτυπούν, σκοτώνουν, κι ένας βόγγος απλώνονταν μαζί και θρήνος ως τ’ ανοιχτά της θάλασσας, όσο που η μαύρη της νύχτας ήρθε σκοτεινιά κι έβαλε τέλος.»

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου