Η Μυτιλήνη, η σημαντικότερη πόλη της Λέσβου, ανήκε στη συμμαχία των Αθηναίων. Την άνοιξη του 428 π.Χ. κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου οι ολιγαρχικοί που δεν είχαν χάσει ποτέ την εξουσία, σκέφτηκαν ότι είχε φτάσει η κατάλληλη στιγμή που θα μπορούσαν να αποστατήσουν με επιτυχία από την Αθήνα, κάτι που δεν είχε πετύχει ως τότε καμία από τις πόλεις του Αιγαίου που το είχαν επιχειρήσει.
Το μέσο με το οποίο έλπιζαν ότι θα πετύχουν το σκοπό τους ήταν η βοήθεια από τη Σπάρτη και τη Βοιωτία. Η Αθήνα όμως πληροφορήθηκε το σχέδιο, και παρόλο που πιέζονταν πολύ από την εισβολή των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων της στην Αττική απέκλεισε τη Μυτιλήνη πριν φτάσει η βοήθεια. Κατά το τέλος του καλοκαιριού έφτασαν στην Ολυμπία, σε μια συνέλευση των Πελοποννησίων που έγινε με την ευκαιρία των αγώνων, απεσταλμένοι από τη Λέσβο και έπεισαν τους Σπαρτιάτες να αποδεχτούν το σχέδιο τους που περιελάμβανε δεύτερη εισβολή τους στην Αττική και συγχρόνως συγκέντρωση του στόλου τους στον Ισθμό.
Πίστευαν ότι αυτό το σχέδιο θα εξανάγκαζε τους Αθηναίους να αποχωρήσουν από τη Λέσβο με αποτέλεσμα να ελευθερωθεί ο λεσβιακός στόλος. Όμως οι Αθηναίοι, ενώ ακόμη γινόταν οι προετοιμασίες, επάνδρωσαν εκατό καινούργια καράβια και τα έστειλαν στον Ισθμό, χωρίς να ανακαλέσουν τον άλλο στόλο. Η εισβολή ματαιώθηκε και έτσι έσβησε κάθε προοπτική επιτυχίας των Μυτιληναίων.
Βέβαια την άνοιξη του 427 π.Χ. οι Σπαρτιάτες έστειλαν επιπλέον στη Λέσβο σαράντα καράβια, αλλά αυτά δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους και η Μυτιλήνη παραδόθηκε από έλλειψη τροφίμων. Η παράδοση μάλιστα επιβλήθηκε στους ολιγαρχικούς, όταν ο απεσταλμένος Σπαρτιάτης Σάλαιθος, χωρίς να το σκεφτεί έδωσε όπλα στο λαό και ο λαός, όπως αποδείχθηκε, ήταν φιλικός με την Αθήνα. Ο Πάχης, ο στρατηγός των Αθηναίων, έστειλε τον Σάλαιθο και όσους θεωρήθηκαν υπαίτιοι για την αποστασία στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι σκότωσαν αμέσως το Σάλαιθο.
Για τους άλλους έκαναν δημόσια συζήτηση και αποφάσισαν να θανατώσουν όχι μόνο αυτούς που είχαν μπροστά τους αλλά και όλους τους άνδρες της Μυτιλήνης πάνω από την εφηβική ηλικία και να πουλήσουν τα παιδιά και τις γυναίκες για δούλους και έστειλαν πλοίο στη Μυτιλήνη για να γνωστοποιήσει την απόφαση για να την εκτελέσει το γρηγορότερο. Την άλλη όμως μέρα είχαν τύψεις από την τερατώδη και άγρια απόφαση που πάρθηκε από τον παραλογισμό του φόβου και της εκδίκησης και οργάνωσαν καινούργια συνέλευση για να συζητηθεί πάλι το πρόβλημα.
Οι απόψεις που εκφράστηκαν ήταν πολλές και διαφορετικές. Ξεχωρίζει ο ιστορικός τις απόψεις δύο πολιτικών του δημοκρατικού Κλέωνα και του συντηρητικού Διοδότου και τις αναπτύσσει σε δύο αντίθετες δημηγορίες.
Ο Κλέωνας εμφανίζεται σαν βίαιος δημαγωγός που απευθύνεται στο συναίσθημα, κολακεύει τα κατώτερα ένστικτα του λαού, απορρίπτει κάθε έννοια δικαίου και επιείκειας και με ωμό τρόπο υποστηρίζει ότι είναι συμφέρον της Αθήνας να θανατώσουν τους Μυτιληναίους.
Στον Κλέωνα απαντά ο Διόδοτος και προσπαθεί να αναιρέσει τα επιχειρήματα του με δικά του επιχειρήματα που θέτουν τις αρχές ενός φιλελεύθερου διαλόγου απαλλαγμένου από υστεροβουλίες και από την πρόθεση παραπλάνησης. Όμως και για το Διόδοτο ο οίκτος, η καλοσύνη, το δίκαιο δεν έχουν καμία θέση στη συζήτηση τους. Το μόνο πρόβλημα για αυτόν και επομένως θέμα της συζήτησης πρέπει να είναι ποια ποινή θα εξυπηρετούσε καλύτερα το συμφέρον της Αθήνας. «Μας συμφέρει η όχι να τους σφάξουμε».
Οπωσδήποτε υποστηρίζει το σωστότερο και τον πιο ανθρωπιστικό τρόπο με τα πιο κυνικά επιχειρήματα. Όμως από αυτό τον κυνισμό από αυτό το χαμηλό επίπεδο τον βλέπουμε να απομακρύνεται και να υψώνεται στη σφαίρα της κοινωνιολογίας. Σε μια από τις ωραιότερες παραγράφους που μας έχει παραδώσει ο Θουκυδίδης εκφράζει τη άποψη ότι η ποινή του θανάτου δεν μπορεί να αποτρέψει αποτελεσματικά το έγκλημα, δεν λειτουργεί σαν παράδειγμα για την αποτροπή των άλλων, αφού παρά την εφαρμογή της οι άνθρωποι εξακολουθούν να διαπράττουν εγκλήματα και οι πολιτείες να επαναστατούν, γιατί έχουν πάντα την ελπίδα ότι θα πετύχουν ή θα μείνουν ατιμώρητοι.
Ο Διόδοτος με τη δημηγορία του ακύρωσε την απόφαση των Αθηναίων για τη θανάτωση των Μυτιληναίων.
Απόσπασμα από το τρίτο βιβλίο του Θουκυδίδη κεφάλαιο 45
Διόδοτος… υπάρχει στις πολιτείες η ποινή του θανάτου για πολλά εγκλήματα, και μάλιστα όχι όμοια με ετούτο εδώ, αλλά πολύ μικρότερα. Παρ’ όλα αυτά ριψοκινδυνεύουν οι άνθρωποι επειδή παρακινούνται από την ελπίδα, και κανένας μέχρι τώρα δεν έφτασε στη φοβερή πράξη έχοντας καταδικάσει τον εαυτό του ότι δεν θα υπερισχύσει στις δόλιες σκέψεις του. Και ποια πόλη ποτέ που προσπάθησε να αποστατήσει θεώρησε πως ο εξοπλισμός της ή ο δικός της ή με τη βοήθεια των συμμάχων , είναι κατώτερος, και όμως επιχείρησε την αποστασία;
Και όλοι από τη φύση τους και οι ιδιώτες και τα κράτη έχουν προδιάθεση να παρανομούν, και δεν υπάρχει νόμος που θα τους εμποδίσει από αυτό, αφού έχουν δοκιμάσει οι άνθρωποι όλες τις ποινές διαδοχικά «με την ελπίδα» μήπως τυχόν αδικούνται λιγότερο από τους κακούργους. Και είναι πιθανό παλαιότερα να έχουν θεσπιστεί ηπιότερες ποινές για τα μεγαλύτερα εγκλήματα επειδή όμως με τη πάροδο του χρόνου παρέβαιναν τους νόμους αυξήθηκαν οι περισσότερες, μέχρι την ποινή του θανάτου. Και αυτή η ποινή όμως δεν λογαριάστηκε.
Ή λοιπόν πρέπει να εφευρεθεί κάποιος τρόπος πιο φοβερός από το θάνατο, ή αυτός ο τρόπος δεν τους εμποδίζει καθόλου, αλλά επειδή ή από τη μια μεριά η φτώχεια κάνει τον άνθρωπο παράτολμο από την ανάγκη, και από την άλλη επειδή η ασυδοσία τους κάνει υπερφίαλους και τους δίνει την επιθυμία για υπεροχή, και οι άλλες στιγμές της ζωής ανάβουν τα πάθη των ανθρώπων καθώς η κάθε μια διακατέχεται από μια αθεράπευτη παράνομη ορμή, ρίχνονται στους κινδύνους.
Και η ελπίδα και ο έρωτας σε κάθε περίσταση, αυτός πηγαίνοντας μπροστά και εκείνη ακολουθώντας και αυτός φροντίζοντας να καταστρώσει τα σχέδια και εκείνη υπολογίζοντας τη καλή έκβαση της τύχης διαπράττουν τα μεγαλύτερα κακά. Και επειδή είναι αόρατα είναι πιο δυνατά από τους φανερούς κινδύνους. Και επιπλέον η τύχη δεν συμβάλλει καθόλου λιγότερο στο να ξεσηκώνει τους ανθρώπους γιατί, επειδή καμία φορά βοηθάει απροσδόκητα παρακινεί τους ανθρώπους να αναλάβουν κινδύνους ξεκινώντας από ελάχιστα μέσα. Και αυτό συμβαίνει όχι λιγότερο στα κράτη, επειδή εδώ υπάρχουν τα πιο μεγάλα κίνητρα, η ελευθερία ή η υποταγή σε άλλους, και ο καθένας μαζί με όλους υπερτιμάει τη δύναμη τους. Και μ’ ένα λόγο είναι αδύνατο και χαρακτηρίζεται από μεγάλη ηλιθιότητα όποιος πιστεύει ότι, όταν η ανθρώπινη φύση ορμάει με προθυμία να κάνει κάτι, θα την αποτρέψει ή η δύναμη του νόμου ή κάποια άλλη απειλή.
Κεφάλαιο 46: Λοιπόν δεν πρέπει να πιστέψετε ότι η ποινή του θανάτου είναι εγγύηση ότι δεν θα ξαναγίνει το έγκλημα…
Το μέσο με το οποίο έλπιζαν ότι θα πετύχουν το σκοπό τους ήταν η βοήθεια από τη Σπάρτη και τη Βοιωτία. Η Αθήνα όμως πληροφορήθηκε το σχέδιο, και παρόλο που πιέζονταν πολύ από την εισβολή των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων της στην Αττική απέκλεισε τη Μυτιλήνη πριν φτάσει η βοήθεια. Κατά το τέλος του καλοκαιριού έφτασαν στην Ολυμπία, σε μια συνέλευση των Πελοποννησίων που έγινε με την ευκαιρία των αγώνων, απεσταλμένοι από τη Λέσβο και έπεισαν τους Σπαρτιάτες να αποδεχτούν το σχέδιο τους που περιελάμβανε δεύτερη εισβολή τους στην Αττική και συγχρόνως συγκέντρωση του στόλου τους στον Ισθμό.
Πίστευαν ότι αυτό το σχέδιο θα εξανάγκαζε τους Αθηναίους να αποχωρήσουν από τη Λέσβο με αποτέλεσμα να ελευθερωθεί ο λεσβιακός στόλος. Όμως οι Αθηναίοι, ενώ ακόμη γινόταν οι προετοιμασίες, επάνδρωσαν εκατό καινούργια καράβια και τα έστειλαν στον Ισθμό, χωρίς να ανακαλέσουν τον άλλο στόλο. Η εισβολή ματαιώθηκε και έτσι έσβησε κάθε προοπτική επιτυχίας των Μυτιληναίων.
Βέβαια την άνοιξη του 427 π.Χ. οι Σπαρτιάτες έστειλαν επιπλέον στη Λέσβο σαράντα καράβια, αλλά αυτά δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους και η Μυτιλήνη παραδόθηκε από έλλειψη τροφίμων. Η παράδοση μάλιστα επιβλήθηκε στους ολιγαρχικούς, όταν ο απεσταλμένος Σπαρτιάτης Σάλαιθος, χωρίς να το σκεφτεί έδωσε όπλα στο λαό και ο λαός, όπως αποδείχθηκε, ήταν φιλικός με την Αθήνα. Ο Πάχης, ο στρατηγός των Αθηναίων, έστειλε τον Σάλαιθο και όσους θεωρήθηκαν υπαίτιοι για την αποστασία στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι σκότωσαν αμέσως το Σάλαιθο.
Για τους άλλους έκαναν δημόσια συζήτηση και αποφάσισαν να θανατώσουν όχι μόνο αυτούς που είχαν μπροστά τους αλλά και όλους τους άνδρες της Μυτιλήνης πάνω από την εφηβική ηλικία και να πουλήσουν τα παιδιά και τις γυναίκες για δούλους και έστειλαν πλοίο στη Μυτιλήνη για να γνωστοποιήσει την απόφαση για να την εκτελέσει το γρηγορότερο. Την άλλη όμως μέρα είχαν τύψεις από την τερατώδη και άγρια απόφαση που πάρθηκε από τον παραλογισμό του φόβου και της εκδίκησης και οργάνωσαν καινούργια συνέλευση για να συζητηθεί πάλι το πρόβλημα.
Οι απόψεις που εκφράστηκαν ήταν πολλές και διαφορετικές. Ξεχωρίζει ο ιστορικός τις απόψεις δύο πολιτικών του δημοκρατικού Κλέωνα και του συντηρητικού Διοδότου και τις αναπτύσσει σε δύο αντίθετες δημηγορίες.
Ο Κλέωνας εμφανίζεται σαν βίαιος δημαγωγός που απευθύνεται στο συναίσθημα, κολακεύει τα κατώτερα ένστικτα του λαού, απορρίπτει κάθε έννοια δικαίου και επιείκειας και με ωμό τρόπο υποστηρίζει ότι είναι συμφέρον της Αθήνας να θανατώσουν τους Μυτιληναίους.
Στον Κλέωνα απαντά ο Διόδοτος και προσπαθεί να αναιρέσει τα επιχειρήματα του με δικά του επιχειρήματα που θέτουν τις αρχές ενός φιλελεύθερου διαλόγου απαλλαγμένου από υστεροβουλίες και από την πρόθεση παραπλάνησης. Όμως και για το Διόδοτο ο οίκτος, η καλοσύνη, το δίκαιο δεν έχουν καμία θέση στη συζήτηση τους. Το μόνο πρόβλημα για αυτόν και επομένως θέμα της συζήτησης πρέπει να είναι ποια ποινή θα εξυπηρετούσε καλύτερα το συμφέρον της Αθήνας. «Μας συμφέρει η όχι να τους σφάξουμε».
Οπωσδήποτε υποστηρίζει το σωστότερο και τον πιο ανθρωπιστικό τρόπο με τα πιο κυνικά επιχειρήματα. Όμως από αυτό τον κυνισμό από αυτό το χαμηλό επίπεδο τον βλέπουμε να απομακρύνεται και να υψώνεται στη σφαίρα της κοινωνιολογίας. Σε μια από τις ωραιότερες παραγράφους που μας έχει παραδώσει ο Θουκυδίδης εκφράζει τη άποψη ότι η ποινή του θανάτου δεν μπορεί να αποτρέψει αποτελεσματικά το έγκλημα, δεν λειτουργεί σαν παράδειγμα για την αποτροπή των άλλων, αφού παρά την εφαρμογή της οι άνθρωποι εξακολουθούν να διαπράττουν εγκλήματα και οι πολιτείες να επαναστατούν, γιατί έχουν πάντα την ελπίδα ότι θα πετύχουν ή θα μείνουν ατιμώρητοι.
Ο Διόδοτος με τη δημηγορία του ακύρωσε την απόφαση των Αθηναίων για τη θανάτωση των Μυτιληναίων.
Απόσπασμα από το τρίτο βιβλίο του Θουκυδίδη κεφάλαιο 45
Διόδοτος… υπάρχει στις πολιτείες η ποινή του θανάτου για πολλά εγκλήματα, και μάλιστα όχι όμοια με ετούτο εδώ, αλλά πολύ μικρότερα. Παρ’ όλα αυτά ριψοκινδυνεύουν οι άνθρωποι επειδή παρακινούνται από την ελπίδα, και κανένας μέχρι τώρα δεν έφτασε στη φοβερή πράξη έχοντας καταδικάσει τον εαυτό του ότι δεν θα υπερισχύσει στις δόλιες σκέψεις του. Και ποια πόλη ποτέ που προσπάθησε να αποστατήσει θεώρησε πως ο εξοπλισμός της ή ο δικός της ή με τη βοήθεια των συμμάχων , είναι κατώτερος, και όμως επιχείρησε την αποστασία;
Και όλοι από τη φύση τους και οι ιδιώτες και τα κράτη έχουν προδιάθεση να παρανομούν, και δεν υπάρχει νόμος που θα τους εμποδίσει από αυτό, αφού έχουν δοκιμάσει οι άνθρωποι όλες τις ποινές διαδοχικά «με την ελπίδα» μήπως τυχόν αδικούνται λιγότερο από τους κακούργους. Και είναι πιθανό παλαιότερα να έχουν θεσπιστεί ηπιότερες ποινές για τα μεγαλύτερα εγκλήματα επειδή όμως με τη πάροδο του χρόνου παρέβαιναν τους νόμους αυξήθηκαν οι περισσότερες, μέχρι την ποινή του θανάτου. Και αυτή η ποινή όμως δεν λογαριάστηκε.
Ή λοιπόν πρέπει να εφευρεθεί κάποιος τρόπος πιο φοβερός από το θάνατο, ή αυτός ο τρόπος δεν τους εμποδίζει καθόλου, αλλά επειδή ή από τη μια μεριά η φτώχεια κάνει τον άνθρωπο παράτολμο από την ανάγκη, και από την άλλη επειδή η ασυδοσία τους κάνει υπερφίαλους και τους δίνει την επιθυμία για υπεροχή, και οι άλλες στιγμές της ζωής ανάβουν τα πάθη των ανθρώπων καθώς η κάθε μια διακατέχεται από μια αθεράπευτη παράνομη ορμή, ρίχνονται στους κινδύνους.
Και η ελπίδα και ο έρωτας σε κάθε περίσταση, αυτός πηγαίνοντας μπροστά και εκείνη ακολουθώντας και αυτός φροντίζοντας να καταστρώσει τα σχέδια και εκείνη υπολογίζοντας τη καλή έκβαση της τύχης διαπράττουν τα μεγαλύτερα κακά. Και επειδή είναι αόρατα είναι πιο δυνατά από τους φανερούς κινδύνους. Και επιπλέον η τύχη δεν συμβάλλει καθόλου λιγότερο στο να ξεσηκώνει τους ανθρώπους γιατί, επειδή καμία φορά βοηθάει απροσδόκητα παρακινεί τους ανθρώπους να αναλάβουν κινδύνους ξεκινώντας από ελάχιστα μέσα. Και αυτό συμβαίνει όχι λιγότερο στα κράτη, επειδή εδώ υπάρχουν τα πιο μεγάλα κίνητρα, η ελευθερία ή η υποταγή σε άλλους, και ο καθένας μαζί με όλους υπερτιμάει τη δύναμη τους. Και μ’ ένα λόγο είναι αδύνατο και χαρακτηρίζεται από μεγάλη ηλιθιότητα όποιος πιστεύει ότι, όταν η ανθρώπινη φύση ορμάει με προθυμία να κάνει κάτι, θα την αποτρέψει ή η δύναμη του νόμου ή κάποια άλλη απειλή.
Κεφάλαιο 46: Λοιπόν δεν πρέπει να πιστέψετε ότι η ποινή του θανάτου είναι εγγύηση ότι δεν θα ξαναγίνει το έγκλημα…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου