Στην αρχαία ελληνική γραμματεία εντοπίζονται δύο έργα με τον τίτλο ‘’Άθηναίων Πολιτεία’’, ένα θεωρείται πως ανήκει στον Αριστοτέλη ή καλύτερα σε έναν μαθητή του ενώ το έτερο αποδίδεται, σε αντίθεση με παλαιότερα, όχι στον συγγραφέα των Ελληνικών αλλά στον Ψευδο-Ξενοφώντα, έναν ανώνυμο συγγραφέα, που συχνά στην σχετική βιβλιογραφία αναφέρεται ως Γέρων ή Παλαιός Ολιγαρχικός. Πολιτείαι έγραφοντο πλείστες εκείνη την περίοδο καθώς το κάθε Κράτος, όπως θα μπορούσαμε με σημερινούς αναχρονιστικούς όρους να πούμε, είχε το δικό του ιδιότυπο ‘’Σύνταγμα’’.
Με τον όρο, δηλαδή, ‘’Πολιτεία’’ στα κοινωνικοπολιτικά συμφαζόμενα της Κλασικής Αρχαιότητος εννούμε το πολίτευμα, τους κανόνες και το πνεύμα, που διέπουν τους νόμους της εκάστοτε επικρατείας, που ουσιαστικά αφορά τα εδαφικά σύνορα κάθε μίας Πόλεως-Κράτους. Το παρόν έργο θεωρείται ως η πρώτη σύντομη πραγματεία με στοιχεία συντηρητικής πολιτικής και κοινωνικής κριτικής, παρμένα από το Σπαρτιατικό πρότυπο πολίτευμα σε ένα καιρό, που η Δημοκρατία στην Αθήνα μεσουρανούσε. Σκοπός αυτού του σύντομου αποδεικτικού δοκιμίου δεν είναι η συζήτηση περί της πατρότητος ή της φιλολογικής ερμηνείας του παρόντος έργου, άλλωστε υπάρχουν τέτοιες εργασίες (Μπρέλλας, Σ.Ε. 2013. Ψευδο-Ξενοφώντειος Αθηναίων Πολιτεία. Εισαγωγή –Κείμενο –Μετάφραση –Σχόλια. ΑΠΘ. Θεσσαλονίκη) αλλά η ανάλυση των πολιτικών χαρακτηριστικών της σκέψεως του Γέροντος Ολιγαρχικού. Μία μαρτυρία εκτός του κλίματος της Εποχής της πάντα δημιουργεί ερωτήματα και μας παραδίδει ερείσματα για περαιτέρω αναγνώριση.
Αν και δεν γνωρίζουμε συγκεκριμένα βιογραφικά χαρακτηριστικά για τον εν λόγω συγγραφέα, το ύφος και το περιεχόμενο των απόψεων, που διατυπώνει, τον κατατάσσει στην μερίδα των Αριστοκρατών – Ολιγαρχικών. Ο όρος κόμμα δεν μπορεί να προτιμηθεί έναντι του όρου της ομάδος ή της μερίδος (στην βρετανική βιβλιογραφία faction) καθώς κρίνεται πέρα για πέρα αναχρονιστικός ενώ παράλληλα οι παρατάξεις αυτές στην αρχαία Αθήνα ή Ρώμη δεν είχαν τις τυπικές δομές και τα αναλυτικά προγράμματα των συγχρόνων κομμάτων. Μολαταύτα ο σχολιαστής ανήκει στην ευρύτερη τάξη των Αριστοκρατών. Παραμένει εν αμφιβόλω ο τόπος καταγωγής του και ο τόπος, που γράφτηκε το έργο, που αναφέρεται στην Αθήνα. Ίσως να ήτο εξόριστος Αθηναίος πολίτης με φιλολακωνικά ολιγαρχικά αισθήματα ή ένας εχθρικός εξωτερικός παρατηρητής της Αθηναικής Δημοκρατίας. Το έργο φαίνεται να έχει ύφος και δομή επιστολιμαία με την χρήση του δεύτερου γραμματικού προσώπου, που φανερώνει μία αναφορά και έναν διάλογο ενώ παράλληλα δεν λείπουν και οι αυτοαναφορές από τη μεριά του συγγραφέως.
Από την αρχή ο συγγραφέας επιλέγει το αριστοκρατικό μοντέλου διακυβερνήσεως μίας πολιτείας έναντι του δημοκρατικού. Σε όλη τη πραγματεία το μένος του προς την οχλοκρατία, όπως βλέπει την δημοκρατία, εν τούτοις, δεν τον εμποδίζει να είναι αντικειμενικός απέναντι στα θετικά χαρακτηριστικά του πολιτεύματος των Αθηνών φυσικά όσον αφορά την αποτελεσματικότητά του ως προς τους διακηρυγμένους σκοπούς του και τις τάξεις, που αυτό εξυπηρετεί. Η Θαλασσοκρατία των Αθηναίων έχει μεταβληθεί σε μία ηγεμονία εις βάρος των ‘’Συμμάχων’’ τους. Εδώ υπάρχει η ιστορική αναφορά στις Συμμαχίες της Δήλου, την Α και την Β και την καταπιεστική συμπεριφορά των Αθηναίων έναντι των πρώτων. Από την άλλη αναγνωρίζει τα επιτεύγματα του αθηναικού στόλου, που δεν ήτο αρκετός για να προστατεύσει τα αγαθά των Αθηναιών, αφού η πόλις δεν υπήρξε ποτέ πραγματικό νησί, εάν και ανέπτυξε στρατό σε νησιωτικά πρότυπα. Ο Θουκυδίδης μοιράζεται την ίδια άποψη για την ήττα των Αθηναίων στο Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.). Αν αυτές οι παρατηρήσεις φαίνονται ιστορικές στο πρώτο μέρος του έργου ο Γέρων Ολιγαρχικός στρέφεται περισσότερα στην πολιτική ερμηνεία αυτών των δομών και συμπεριφορών.
Ουσιαστικά τα δεινά των Αθηναίων προέρχονται, σύμφωνα με τον συγγραφέα, από την επικράτηση των πολλών και μειόνων επί των ολίγων και πλειόνων. Ουσιαστικά ο αθηναικός Δήμος διαχωρίζεται στους αρίστους, τους εσθλούς, που είναι λίγοι από τη μία μεριά και τους πολλούς, τους κακούς, που αποτελούν έναν σύνολο από πτωχούς πολίτες, μετοίκους και δούλους, των οποίων οι σχέσεις και τα δικαιώματα είναι μεταξύ των δυναμικά και πολλές φορές ίσα. Εάν η διοίκηση της πολιτείας περνούσε στα χέρια των αρίστων τότε όλα θα πήγαιναν καλύτερα. Αυτή είναι η διακηρυγμένη θέση του συγγραφέως. Δεν μπορούμε να ξέρουμε, εάν αναφερόμαστε σε αρίστους με βάση την καταγωγή, άρα η εξ αίματος αριστοκρατία, που είναι και λόγω χρονολογίας συγγραφής του έργου πιθανότερο ή έχουμε την σπερματική εμφάνιση των ιδεών των φιλοσόφων/πνευματικών αρίστων της πλατωνικής Πολιτείας.
Φυσικά σε σύγχρονα δεδομένα αυτή η άποψη δεν θεωρείται ‘’συντηρητική’’ αλλά εξόχως αντισυνταγματική και αντιδημοκρατική. Ας μην παρεκτραπούμε, όμως, σε αναχρονισμούς. Στον αρχαίο κόσμο, εν τούτοις, εντοπίζονται όλα τα πολιτεύματα από την αμεσοδημοκρατία έως την απολυταρχική ηγεμονία. Μάλιστα ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του αναγνωρίζει τριών ειδών πολιτεύματα (Ηγεμονία – Αριστοκρατία – Δημοκρατία) και τρεις φαύλες εκδοχές τους (Τυραννία – Ολιγαρχία – Οχλοκρατία). Ο συγγραφέας και οι θέσεις του χαρακτηρίζονται με τα σύγχρονα τους δεδομένα , απλά, ως συντηρητικοί καθώς οι υποστηρικτές ηγεμονικών ή ολιγαρχικών καθεστώτων στα πρότυπα της Σικελίας ή της Σπάρτης κατετάσσοντο σε αυτήν την πτέρυγα της πολιτικής πραγματικότητας του 5ου και 4ου προχριστιανικού αιώνος.
Το σημαντικό στοιχείο σχετικά με αυτήν την πραγματεία, όπως αναφέραμε, είναι πως αποτελεί την αρχαιότερη μαρτυρία της ολιγαρχικής μερίδος της Κλασικής εποχής. Από τις ελάχιστες σωζόμενες. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως η πραγματεία γράφτηκε ως το αντίπαλον δέος ή η απάντηση προς τον Επιτάφιο Λόγο του Περικλέους, όταν ο Θουκυδίδης έγραψε στην Ιστορία του για τον δημόσιο θρήνο των πεσόντων του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού Πολέμου από μεριάς των Αθηναίων. Άλλοι πάλι θεωρούν πως το συγκεκριμένο έργο γράφτηκε μακρυά από την Αθήνα σε μία εποχή πλήρους επικρατήσεως των δημοκρατικών τάσεων εντός της πόλεως των Αθηναιών εξ’ ου και ο απαισιόδοξος καταληκτικός τόνος του συγγραφέως όταν προτείνει μερικές, απλά, ‘’επιδιορθώσεις’’ στο δημοκρατικό πολίτευμα προς το συντηρητικότερον και όχι μία πλήρη παλινόρθωση της Αριστοκρατικής τάξεως. Ο συγγραφέας είναι, φαίνεται, λάτρης και θιασώτης της real politik. Γνωρίζει πως το περιβάλλον δεν ευνοεί την πολιτειακή μεταβολή, που δεν συνέβη ποτέ ξανά στην Αθήνα μετά την πτώση των Πεισιστρατιδών.
Φυσικά ο Γέρων Ολιγαρχικός και οι Αθηναίοι της εποχής μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο: την υποστήριξη και διατήρηση των απανθρώπων (με σύγχρονα δεδομένα, όχι αρχαία) θεσμών της δουλείας. Αν και ο συγγραφέας επιθυμεί σκληρότερες τιμωρίες και αυταρχική συμπεριφορά απέναντι στους δούλους εν τούτοις οι Αθηναίοι αν και πιο ήπιοι δεν αποστρέφονται ή αποδοκιμάζουν τον θεσμό. Σίγουρα έχει μείνει ανεπηρέαστος από το ρεύμα της Σοφιστικής Κίνησης των αρχών του 4ου αι. , όπως και ο Ξενοφών, που θέλουν τους ανθρώπους ίσους με ρηξικέλευθες απόψεις για την δουλεία.
Εν συνόλω αυτό το έργο είναι μία περίεργη και μοναχική πολιτική μαρτυρία για την Κλασική Αθήνα του 5ου αιώνος. Χωρίς να γνωρίζουμε την καταγωγή και την ταυτότητα αλλά και την δράση του συγγραφέως είναι πολύ δύσκολο να αναζητήσουμε τα κριτήρια και τους στόχους της επιλογής του να συνθέσει ένα τέτοιο έργο σε μία τραχιά και χωρίς λογοτεχνικές αξιώσεις αρχαική αττική διάλεκτο, που ίσως μαρτυρεί και έναν νεαρό και χωρίς πολύ ταλέντο συγγραφέα, που καμία σχέση δεν θα είχε με το προσωνύμιο ‘’Γέρων’’ ή ‘’Παλαιός’’. Όπως και να έχει η αξία της εν λόγω πραγματείας έγκειται στην μοναδικότητά της διατύπωσης των απόψεων των αντιπάλων της αθηναικής Δημοκρατίας στα χρόνια της Ακμής της.
Αν και δεν γνωρίζουμε συγκεκριμένα βιογραφικά χαρακτηριστικά για τον εν λόγω συγγραφέα, το ύφος και το περιεχόμενο των απόψεων, που διατυπώνει, τον κατατάσσει στην μερίδα των Αριστοκρατών – Ολιγαρχικών. Ο όρος κόμμα δεν μπορεί να προτιμηθεί έναντι του όρου της ομάδος ή της μερίδος (στην βρετανική βιβλιογραφία faction) καθώς κρίνεται πέρα για πέρα αναχρονιστικός ενώ παράλληλα οι παρατάξεις αυτές στην αρχαία Αθήνα ή Ρώμη δεν είχαν τις τυπικές δομές και τα αναλυτικά προγράμματα των συγχρόνων κομμάτων. Μολαταύτα ο σχολιαστής ανήκει στην ευρύτερη τάξη των Αριστοκρατών. Παραμένει εν αμφιβόλω ο τόπος καταγωγής του και ο τόπος, που γράφτηκε το έργο, που αναφέρεται στην Αθήνα. Ίσως να ήτο εξόριστος Αθηναίος πολίτης με φιλολακωνικά ολιγαρχικά αισθήματα ή ένας εχθρικός εξωτερικός παρατηρητής της Αθηναικής Δημοκρατίας. Το έργο φαίνεται να έχει ύφος και δομή επιστολιμαία με την χρήση του δεύτερου γραμματικού προσώπου, που φανερώνει μία αναφορά και έναν διάλογο ενώ παράλληλα δεν λείπουν και οι αυτοαναφορές από τη μεριά του συγγραφέως.
Από την αρχή ο συγγραφέας επιλέγει το αριστοκρατικό μοντέλου διακυβερνήσεως μίας πολιτείας έναντι του δημοκρατικού. Σε όλη τη πραγματεία το μένος του προς την οχλοκρατία, όπως βλέπει την δημοκρατία, εν τούτοις, δεν τον εμποδίζει να είναι αντικειμενικός απέναντι στα θετικά χαρακτηριστικά του πολιτεύματος των Αθηνών φυσικά όσον αφορά την αποτελεσματικότητά του ως προς τους διακηρυγμένους σκοπούς του και τις τάξεις, που αυτό εξυπηρετεί. Η Θαλασσοκρατία των Αθηναίων έχει μεταβληθεί σε μία ηγεμονία εις βάρος των ‘’Συμμάχων’’ τους. Εδώ υπάρχει η ιστορική αναφορά στις Συμμαχίες της Δήλου, την Α και την Β και την καταπιεστική συμπεριφορά των Αθηναίων έναντι των πρώτων. Από την άλλη αναγνωρίζει τα επιτεύγματα του αθηναικού στόλου, που δεν ήτο αρκετός για να προστατεύσει τα αγαθά των Αθηναιών, αφού η πόλις δεν υπήρξε ποτέ πραγματικό νησί, εάν και ανέπτυξε στρατό σε νησιωτικά πρότυπα. Ο Θουκυδίδης μοιράζεται την ίδια άποψη για την ήττα των Αθηναίων στο Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.). Αν αυτές οι παρατηρήσεις φαίνονται ιστορικές στο πρώτο μέρος του έργου ο Γέρων Ολιγαρχικός στρέφεται περισσότερα στην πολιτική ερμηνεία αυτών των δομών και συμπεριφορών.
Ουσιαστικά τα δεινά των Αθηναίων προέρχονται, σύμφωνα με τον συγγραφέα, από την επικράτηση των πολλών και μειόνων επί των ολίγων και πλειόνων. Ουσιαστικά ο αθηναικός Δήμος διαχωρίζεται στους αρίστους, τους εσθλούς, που είναι λίγοι από τη μία μεριά και τους πολλούς, τους κακούς, που αποτελούν έναν σύνολο από πτωχούς πολίτες, μετοίκους και δούλους, των οποίων οι σχέσεις και τα δικαιώματα είναι μεταξύ των δυναμικά και πολλές φορές ίσα. Εάν η διοίκηση της πολιτείας περνούσε στα χέρια των αρίστων τότε όλα θα πήγαιναν καλύτερα. Αυτή είναι η διακηρυγμένη θέση του συγγραφέως. Δεν μπορούμε να ξέρουμε, εάν αναφερόμαστε σε αρίστους με βάση την καταγωγή, άρα η εξ αίματος αριστοκρατία, που είναι και λόγω χρονολογίας συγγραφής του έργου πιθανότερο ή έχουμε την σπερματική εμφάνιση των ιδεών των φιλοσόφων/πνευματικών αρίστων της πλατωνικής Πολιτείας.
Φυσικά σε σύγχρονα δεδομένα αυτή η άποψη δεν θεωρείται ‘’συντηρητική’’ αλλά εξόχως αντισυνταγματική και αντιδημοκρατική. Ας μην παρεκτραπούμε, όμως, σε αναχρονισμούς. Στον αρχαίο κόσμο, εν τούτοις, εντοπίζονται όλα τα πολιτεύματα από την αμεσοδημοκρατία έως την απολυταρχική ηγεμονία. Μάλιστα ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του αναγνωρίζει τριών ειδών πολιτεύματα (Ηγεμονία – Αριστοκρατία – Δημοκρατία) και τρεις φαύλες εκδοχές τους (Τυραννία – Ολιγαρχία – Οχλοκρατία). Ο συγγραφέας και οι θέσεις του χαρακτηρίζονται με τα σύγχρονα τους δεδομένα , απλά, ως συντηρητικοί καθώς οι υποστηρικτές ηγεμονικών ή ολιγαρχικών καθεστώτων στα πρότυπα της Σικελίας ή της Σπάρτης κατετάσσοντο σε αυτήν την πτέρυγα της πολιτικής πραγματικότητας του 5ου και 4ου προχριστιανικού αιώνος.
Το σημαντικό στοιχείο σχετικά με αυτήν την πραγματεία, όπως αναφέραμε, είναι πως αποτελεί την αρχαιότερη μαρτυρία της ολιγαρχικής μερίδος της Κλασικής εποχής. Από τις ελάχιστες σωζόμενες. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως η πραγματεία γράφτηκε ως το αντίπαλον δέος ή η απάντηση προς τον Επιτάφιο Λόγο του Περικλέους, όταν ο Θουκυδίδης έγραψε στην Ιστορία του για τον δημόσιο θρήνο των πεσόντων του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού Πολέμου από μεριάς των Αθηναίων. Άλλοι πάλι θεωρούν πως το συγκεκριμένο έργο γράφτηκε μακρυά από την Αθήνα σε μία εποχή πλήρους επικρατήσεως των δημοκρατικών τάσεων εντός της πόλεως των Αθηναιών εξ’ ου και ο απαισιόδοξος καταληκτικός τόνος του συγγραφέως όταν προτείνει μερικές, απλά, ‘’επιδιορθώσεις’’ στο δημοκρατικό πολίτευμα προς το συντηρητικότερον και όχι μία πλήρη παλινόρθωση της Αριστοκρατικής τάξεως. Ο συγγραφέας είναι, φαίνεται, λάτρης και θιασώτης της real politik. Γνωρίζει πως το περιβάλλον δεν ευνοεί την πολιτειακή μεταβολή, που δεν συνέβη ποτέ ξανά στην Αθήνα μετά την πτώση των Πεισιστρατιδών.
Φυσικά ο Γέρων Ολιγαρχικός και οι Αθηναίοι της εποχής μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο: την υποστήριξη και διατήρηση των απανθρώπων (με σύγχρονα δεδομένα, όχι αρχαία) θεσμών της δουλείας. Αν και ο συγγραφέας επιθυμεί σκληρότερες τιμωρίες και αυταρχική συμπεριφορά απέναντι στους δούλους εν τούτοις οι Αθηναίοι αν και πιο ήπιοι δεν αποστρέφονται ή αποδοκιμάζουν τον θεσμό. Σίγουρα έχει μείνει ανεπηρέαστος από το ρεύμα της Σοφιστικής Κίνησης των αρχών του 4ου αι. , όπως και ο Ξενοφών, που θέλουν τους ανθρώπους ίσους με ρηξικέλευθες απόψεις για την δουλεία.
Εν συνόλω αυτό το έργο είναι μία περίεργη και μοναχική πολιτική μαρτυρία για την Κλασική Αθήνα του 5ου αιώνος. Χωρίς να γνωρίζουμε την καταγωγή και την ταυτότητα αλλά και την δράση του συγγραφέως είναι πολύ δύσκολο να αναζητήσουμε τα κριτήρια και τους στόχους της επιλογής του να συνθέσει ένα τέτοιο έργο σε μία τραχιά και χωρίς λογοτεχνικές αξιώσεις αρχαική αττική διάλεκτο, που ίσως μαρτυρεί και έναν νεαρό και χωρίς πολύ ταλέντο συγγραφέα, που καμία σχέση δεν θα είχε με το προσωνύμιο ‘’Γέρων’’ ή ‘’Παλαιός’’. Όπως και να έχει η αξία της εν λόγω πραγματείας έγκειται στην μοναδικότητά της διατύπωσης των απόψεων των αντιπάλων της αθηναικής Δημοκρατίας στα χρόνια της Ακμής της.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου