Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΜΕΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΣΑΠΦΩ

Δέηση στην Αφροδίτη

Το απόσπασμα που ακολουθεί σώζεται χαραγμένο πάνω σε ένα ὄστρακον (θραύσμα πήλινου αγγείου) του 3ου αι. π.Χ. Έχει τη μορφή κλητικού ύμνου και απευθύνεται στην Αφροδίτη: η θεά καλείται να παρευρεθεί στις συγκεκριμένες τελετές που γίνονται προς τιμήν της. Το αρχικό μέρος του ποιήματος, το οποίο σε παρόμοιους ύμνους αναφερόταν συνήθως με σώρευση επιθέτων στις δικαιοδοσίες και τη δύναμη τον θεού αλλά και στην ιδιαίτερη σχέση του με τον προσευχόμενο, προφανώς δεν έχει σωθεί. Στο σωζόμενο τμήμα περιγράφεται κατ᾽ αρχήν το τοπίο, στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι τελετές. Η θεά καλείται να έρθει από την κατοικία της στην Κρήτη σε ένα δασάκι με μηλιές και ρόδα. Η περιγραφή δεν είναι καθόλου τυχαία, αφού η Αφροδίτη ως θεά των κήπων λατρευόταν ιδιαίτερα στην Κρήτη (οι Κρητικοί μάλιστα έλεγαν πως από το νησί τους άρχισε η λατρεία της), ενώ τα μήλα και τα ρόδα ως ερωτικά σύμβολα συνδέονταν στενά με τη θεά. Στην τελευταία στροφή η Αφροδίτη καλείται να παρακαθίσει στο τραπέζι (θεοξένια) και να γεμίσει με νέκταρ τις κούπες. Το ποίημα, χαρακτηριστικό δείγμα της σαπφικής τέχνης, αποτελείται από εικόνες που δεν οργανώνονται γύρω από έναν πυρήνα, αλλά παρατάσσονται, διατηρώντας έτσι η κάθε μια το βάρος της. Οι ερωτικές αυτές εικόνες του άλσους, των μήλων, του λιβανιού, των ρόδων και των αλόγων εμπλέκουν, όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί, όλες τις αισθήσεις, όραση, όσφρηση, αφή, ακοή, ακόμη και τη γεύση με τη μνεία του νέκταρος.

Απόσπασμα 2

δεῦρύ μ᾽ ἐκ Κρήτας ἐπ[ὶ τόνδ]ε·ναῦον
ἄγνον, ὄππ[αι τοι] χάριεν μὲν ἄλσος
μαλί[αν], βῶμοι δὲ τεθυμιάμε-
4 νοι [λι]βανώτῳ,
ἐν δ᾽ ὔδωρ ψῦχρον κελάδει δι᾽ ὔσδων
μαλίνων, βρόδοισι δὲ παῖς ὀ χῶρος
ἐσκίαστ᾽, αἰθυσσομένων δὲ φύλλων
8 κῶμα κατέρρει,
ἐν δὲ λείμων ἰππόβοτος τέθαλεν
ἠρίνοισιν ἄνθεσιν, αἰ δ᾽ ἄηται
μέλλιχα πνέοισιν [ ]
12 [ ]
ἔνθα δὴ σὺ στέμ‹ματ᾽› ἔλοισα Κύπρι
χρυσίαισιν ἐν κυλίκεσσιν ἄβρως
ὀμ‹με›μείχμενον θαλίαισι νέκταρ
16 οἰνοχόαισον
†τούτοισι τοῖς ἑταίροις ἐμοῖς γε καὶ σοῖς†

***
έλα και φτάσε
από την Κρήτη εδώ στου ναού τούτου το
λάμπος που το ζώνει γελαζούμενο δασάκι
μήλων και όπου καίει πάντα στους βωμούς
λιβανωτού θυμίαμα ♦ εδώ που κελαρύζει
το νερό κατάδροσο μέσ᾽ από της μηλιάς
τους κλώνους· όπου απ᾽ τα ρόδα τα πολλά
σκιές γεμίζει ο κήπος· κι από τις φυλλωσιές
οπού θροούν και τρέμουν λες μια χαύνωση
αργοπέφτει ♦ εδώ το λιβαδάκι οπού
βοσκάνε τ᾽ άλογα φούντωσε απ᾽ άνθη του
Μαγιού κι ελαφρές πνέουν οι αύρες ♦ έλα
λοιπόν εδώ Αφροδίτη μου σε κάλυκες χρυσούς
ετοιμασμένο με λεπτή τέχνη νέκταρ
του τραπεζιού τους φίλους να κεράσεις.

τί τὸ κάλλιστον;

Το ποίημα, που πιθανώς τέλειωνε με τον στ. 20, όπως φαίνεται να υποδηλώνει η επανασύνδεση με την αρχή, είναι, θα λέγαμε, η απάντηση της ποιήτριας στο ερώτημα τί τὸ κάλλιστον (ποιο είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο). Η απάντηση αυτή στην αρχή κατατίθεται ως αναιρετική αφοριστική δήλωση, στη συνέχεια υποστηρίζεται με το μυθικό παράδειγμα της Ελένης και καταλήγει ως συγκεκριμένη ονομαστική αναφορά στην αγαπημένη Ανακτορία που λείπει.

Η όλη σύνθεση συνέχεται και τροφοδοτείται από το πλαίσιο που δημιουργεί ο λαϊκός στην καταγωγή του εκφραστικός τρόπος, που είναι γνωστός με τον όρο Priamel (άλλοι πιστεύουν το α, άλλοι το β, άλλοι το γ, εγώ όμως το δ. Απαριθμούνται και απορρίπτονται τα κοινώς θεωρούμενα κάλλιστα, για να εξαρθεί εμφατικότερα η κορύφωση που συνιστά η συχνά απροσδόκητη και αιρετική προσωπική επιλογή). Στην τελευταία στροφή το σχήμα αποκτά συγκεκριμένο περιεχόμενο: το ερατεινό περπάτημα και η λάμψη του προσώπου της Ανακτορίας τίθεται για τη Σαπφώ πάνω από το εντυπωσιακό θέαμα των λυδικών αρμάτων και των πάνοπλων πεζών μαχητών.

Απόσπασμα 16

ο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν
ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ-
4 τω τις ἔραται·
πά]γχυ δ᾽ εὔμαρες σύνετον πόησαι
π]άντι τ[ο]ῦτ᾽, ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος [ἀνθ]ρώπων Ἐλένα [τὸ]ν ἄνδρα
8 τὸν [πανάρ]ιστον
καλλ[ίποι]σ᾽ ἔβα ᾽ς Τροΐαν πλέοι[σα
κωὐδ[ὲ πα]ῖδος οὐδὲ φίλων το[κ]ήων
πά[μπαν] ἐμνάσθη, ἀλλὰ παράγαγ᾽ αὔταν
12 [ ]σαν
[ ]αμπτον γὰρ [
[ ]…κούφως τ[ ]οη.[.]ν
..]με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀ]νέμναι-
16 σ᾽ οὐ ] παρεοίσας,
τᾶ]ς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις
20 πεσδομ]άχεντας.

***
Άλλοι το ιππικό, άλλοι το πεζικό, κάποιοι το ναυτικό ορίζουν πως είναι το ομορφότερο πράγμα πάνω στη μαύρη γη. Όμως εγώ εκείνο [4] που καθένας ερωτεύεται.

Κι έχω εξήγηση απλή, όλοι νομίζω θα την ασπαστούν. Γιατί εκείνη, η αξεπέραστη στον κόσμο καλλονή, η Ελένη, παράτησε [8] πανάριστον τον άντρα της κι ανέβηκε στο πλοίο για την Τροία. Ούτε που νοιάστηκε για το παιδί της,1 μήτε για τους γονείς της.2 [12] Της συνεπήρε η Κύπρις3 το μυαλό.

[16] Έτσι κι εγώ τώρα αναμνήστηκα την Ανακτορία4 απούσα. Πώς θα ᾽θελα το εράσμιο βήμα της να δω, τη φεγγοβόλα λάμψη του προσώπου. [20] Όχι αμάξια λυδικά5 και πάνοπλους πεζούς να μάχονται.
-------------
1 Την Ερμιόνη.
2 Τον Τυνδάρεω και τη Λήδα.
3 Η Αφροδίτη.
4 Δεν γνωρίζουμε κάτι πιο συγκεκριμένο γι᾽ αυτή.
5 Οι Λυδοί, αντίθετα, φαίνεται, από τη γενική τάση, συνέχισαν να χρησιμοποιούν πολεμικά άρματα ακόμα και τον πέμπτο αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου