Ακούς την λέξη «μετάνοια» και «ξενερώνεις». Λες μπουχτισμένος στον εαυτό σου:
«Πάλι τα ίδια.. πάλι ο συντηρητισμός μιας πεπαλαιωμένης γλώσσας. Που δεν αγγίζει τις καρδιές των σύγχρονων ανθρώπων, αφού μιλάει για ενοχή, αμαρτία, τιμωρία, υποταγή, άσκηση και πειθαρχία, απομακρύνοντας μας από αυτό που λαχταράει η ψυχή μας την ελευθερία και την αγάπη!...». Κι όσο εσύ –δικαιολογημένα- δυσανασχετείς, η αλήθεια δακρύζει μέσα σου, άγρυπνη κι αξεκούραστη στην απόλυτη διαστρέβλωσή της.
Σε περιμένει να ξυπνήσεις από τον ύπνο σου.
Η αλήθεια σε περιμένει, δίνοντάς σου αναρίθμητες ευκαιρίες να την συναντήσεις, την στιγμή που εσύ ψάχνεις λυσσαλέα να βρεις άπειρους λόγους να την σκοτώσεις.
Ούτε που καταλαβαίνεις πως βρίσκεσαι σε άρνηση.
Άρνηση της ασθένειά σου.
Άρνηση του φυσικού ανθρώπου που θέλει να σε συναντήσει.
Άρνηση του προσώπου σου.
Χίλιες φορές άκουσες κάποιον στην πόρτα να σου να χτυπά, και ψιθύρισες στον καθρέφτη πως είναι κάποιος ξένος. Κι έκανες πως δεν είσαι μέσα.
Χίλιες λέξεις, χίλιες σκέψεις, κατά καιρούς, σε πολιόρκησαν μήπως και λυγίσεις. Μήπως και η σθεναρή σου αντίσταση για μια στιγμή καμφθεί και βρεθείς σε απορία λυτρωτική.
Μα η πανοπλία σου λες και ολοένα σκλήραινε περισσότερο απ’ τα καλέσματα, κι εσύ ταυτιζόσουν απόλυτα με την αυτάρκειά σου.
Ώσπου ήρθε η στιγμή, που η αλήθεια με την δίδυμη αδερφή της την αγάπη περίμενε χρόνια, για σένα.
Τώρα, που το όνειρο της αυτάρκειά σου έσβησε μαζί με τις ελπίδες που έτρεφες για τις ικανότητές σου.
Τώρα που η ελπίδα στην πλάνη σε άφησε.
Τώρα που ξεκρέμαστος και άκληρος βαδίζεις χωρίς άγκυρα, και μοιάζεις αδύναμο παιδί στην καταιγίδα της ζωής.
Τώρα που ο ουρανός άνοιξε γιατί η γη δεν μπορεί πια στερεά να σε κρατήσει, τώρα έρχονται οι λέξεις, τα τραγούδια, η μυρωδιά των γιασεμιών, η αρμύρα της θάλασσας και η σιωπή του φίλου να κρατήσουν τον ουρανό ανοιχτό για σένα, το φως ανέσπερο, τον έρωτα με τον βυθό της ψυχής βαθιά μεταμορφωτικό.
Είναι η ώρα που ένα παρελθόν γεμάτο πληγές περίμενε στο σταμάτημα του χρόνου.
Ήρθε η στιγμή που οι σκιές χάνονται –λες και για πάντα- καθώς ο ήλιος ανατέλλει.
Η ώρα που περίμεναν μια ζωή τα μυστικά για να σου φανερωθούν.
Αυτήν την ώρα, όλα όσα μεσολάβησαν ανάμεσα στο άτακτο φευγιό σου απ’ το σπίτι του πατέρα και την στιγμή της Αλήθειας, ξαφνικά φωτίζονται και παίρνουν νόημα.Τα ξυλοκέρατα γίνονται δείκτες προς τον ουράνιο θόλο.
Τα μάτια σου κρουνοί δακρύων.
Η καρδιά σου τόπος επίγνωσης, επ-ανάστασης κι ελευθερίας.
Και λες: «Άξιζαν τόσα και τέτοια λάθη. Τέτοια μοναξιά και τόσος δρόμος. Τόση νυχτιά σκοτεινή και αξημέρωτη…»…
«Πάλι τα ίδια.. πάλι ο συντηρητισμός μιας πεπαλαιωμένης γλώσσας. Που δεν αγγίζει τις καρδιές των σύγχρονων ανθρώπων, αφού μιλάει για ενοχή, αμαρτία, τιμωρία, υποταγή, άσκηση και πειθαρχία, απομακρύνοντας μας από αυτό που λαχταράει η ψυχή μας την ελευθερία και την αγάπη!...». Κι όσο εσύ –δικαιολογημένα- δυσανασχετείς, η αλήθεια δακρύζει μέσα σου, άγρυπνη κι αξεκούραστη στην απόλυτη διαστρέβλωσή της.
Σε περιμένει να ξυπνήσεις από τον ύπνο σου.
Η αλήθεια σε περιμένει, δίνοντάς σου αναρίθμητες ευκαιρίες να την συναντήσεις, την στιγμή που εσύ ψάχνεις λυσσαλέα να βρεις άπειρους λόγους να την σκοτώσεις.
Ούτε που καταλαβαίνεις πως βρίσκεσαι σε άρνηση.
Άρνηση της ασθένειά σου.
Άρνηση του φυσικού ανθρώπου που θέλει να σε συναντήσει.
Άρνηση του προσώπου σου.
Χίλιες φορές άκουσες κάποιον στην πόρτα να σου να χτυπά, και ψιθύρισες στον καθρέφτη πως είναι κάποιος ξένος. Κι έκανες πως δεν είσαι μέσα.
Χίλιες λέξεις, χίλιες σκέψεις, κατά καιρούς, σε πολιόρκησαν μήπως και λυγίσεις. Μήπως και η σθεναρή σου αντίσταση για μια στιγμή καμφθεί και βρεθείς σε απορία λυτρωτική.
Μα η πανοπλία σου λες και ολοένα σκλήραινε περισσότερο απ’ τα καλέσματα, κι εσύ ταυτιζόσουν απόλυτα με την αυτάρκειά σου.
Ώσπου ήρθε η στιγμή, που η αλήθεια με την δίδυμη αδερφή της την αγάπη περίμενε χρόνια, για σένα.
Τώρα, που το όνειρο της αυτάρκειά σου έσβησε μαζί με τις ελπίδες που έτρεφες για τις ικανότητές σου.
Τώρα που η ελπίδα στην πλάνη σε άφησε.
Τώρα που ξεκρέμαστος και άκληρος βαδίζεις χωρίς άγκυρα, και μοιάζεις αδύναμο παιδί στην καταιγίδα της ζωής.
Τώρα που ο ουρανός άνοιξε γιατί η γη δεν μπορεί πια στερεά να σε κρατήσει, τώρα έρχονται οι λέξεις, τα τραγούδια, η μυρωδιά των γιασεμιών, η αρμύρα της θάλασσας και η σιωπή του φίλου να κρατήσουν τον ουρανό ανοιχτό για σένα, το φως ανέσπερο, τον έρωτα με τον βυθό της ψυχής βαθιά μεταμορφωτικό.
Είναι η ώρα που ένα παρελθόν γεμάτο πληγές περίμενε στο σταμάτημα του χρόνου.
Ήρθε η στιγμή που οι σκιές χάνονται –λες και για πάντα- καθώς ο ήλιος ανατέλλει.
Η ώρα που περίμεναν μια ζωή τα μυστικά για να σου φανερωθούν.
Αυτήν την ώρα, όλα όσα μεσολάβησαν ανάμεσα στο άτακτο φευγιό σου απ’ το σπίτι του πατέρα και την στιγμή της Αλήθειας, ξαφνικά φωτίζονται και παίρνουν νόημα.Τα ξυλοκέρατα γίνονται δείκτες προς τον ουράνιο θόλο.
Τα μάτια σου κρουνοί δακρύων.
Η καρδιά σου τόπος επίγνωσης, επ-ανάστασης κι ελευθερίας.
Και λες: «Άξιζαν τόσα και τέτοια λάθη. Τέτοια μοναξιά και τόσος δρόμος. Τόση νυχτιά σκοτεινή και αξημέρωτη…»…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου