Ν΄ ἀγκαλιάζεις ἕνα σῶμα γυναίκας εἶναι τό ἴδιο σάν νά σφίγγεις ἐπάνω σου τήν παράδοξη ἐκείνη χαρά πού νιώθεις κάποτε νά κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό πρός τή θάλασσα.
Σέ λιγάκι, ὅταν ἡ στιγμή φτάσει νά πέσω καί νά κυλιστῶ μές στίς ἀγριομέντες ὅσο πού νά ποτίσει τό κορμί μου ἀπό τήν εὐωδιά τους, ξέρω πώς θά ΄χῶ τή συναίσθηση- κι ἄς μ΄ ἔχουν μάθει ἀλλιῶς- ὅτι πραγματώνω μιάν ἀλήθεια˙ τήν ἀλήθεια τοῦ ἥλιου, πού μέλλει νά ΄ναί καί ἡ ἀλήθεια τοῦ θανάτου μου. Ἐπειδή, ἀπό μιάν ἄποψη, παίζεται ἡ ζωή μου ἐδῶ πέρα˙ μία ζωή μέ τή γεύση τῆς πυρωμένης πέτρας, γιομάτη ἀπό τίς φωνές τῆς θάλασσας καί τῶν τζιτζικιῶν πού ἀρχινᾶν κιόλας τό τραγούδι τους. Φυσάει ὁ μπάτης ὅλος δροσιά κι ὁ οὐρανός εἶναι καταγάλανος. Δίνομαι σέ μία τέτοια ζωή μ΄ἀληθινόν ἔρωτα κι ἀποζητάω ἐντελῶς ἐλεύθερα νά προσδιορίσω τί μέ κάνει νά αἰσθάνομαι: ναί, μέ κάνει περήφανο νά νιώθω ἄνθρωπος.
Ἄς πά΄ νά λένε γύρω ὁλοένα: «Μπά, μήν κάνεις ἔτσι, δέν ὑπάρχει δά καί κανένας λόγος». Ὄχι, ὄχι, ἀπεναντίας, ὑπάρχει. Αὐτός ὁ ἥλιος κι αὐτή ἡ θάλασσα, ἡ καρδιά μου, ὅλο νεότητα, πού σκιρτάει τό κορμί μου τό ἁρμυρισμένο κι ἡ ἅπλα ἡ ἀπέραντη ὡς πέρα, ὅπου αὐτό πού λέμε τρυφεράδα κι αὐτό πού λέμε δόξα συνυπάρχουνε μέσα στό μπλέ καί στό κίτρινο˙ ναί ˙ γιά τήν κατάκτησή τους ἀξίζει νά βάλω μπροστά κάθε μέσο πού διαθέτω, κάθε μου δύναμη. Ἀπό μέσα τούς βγαίνω ἀκέραιος, ἄθικτος, οὔτ΄ ἕνα μόριο τοῦ ἑαυτοῦ μου δέν πάει χαμένο, καμιά προσωπίδα δέ μου χρειάζεται. Τό πᾶν εἶναι ὑπομονετικά νά μυηθῶ στή δύσκολη ἐπιστήμη τοῦ «ζείν», πού μπροστά τῆς ὅλα τ΄ ἄλλα δέν σημαίνουν τίποτε.
Από το «Εν λευκώ» του Οδυσσέα Ελύτη
Σέ λιγάκι, ὅταν ἡ στιγμή φτάσει νά πέσω καί νά κυλιστῶ μές στίς ἀγριομέντες ὅσο πού νά ποτίσει τό κορμί μου ἀπό τήν εὐωδιά τους, ξέρω πώς θά ΄χῶ τή συναίσθηση- κι ἄς μ΄ ἔχουν μάθει ἀλλιῶς- ὅτι πραγματώνω μιάν ἀλήθεια˙ τήν ἀλήθεια τοῦ ἥλιου, πού μέλλει νά ΄ναί καί ἡ ἀλήθεια τοῦ θανάτου μου. Ἐπειδή, ἀπό μιάν ἄποψη, παίζεται ἡ ζωή μου ἐδῶ πέρα˙ μία ζωή μέ τή γεύση τῆς πυρωμένης πέτρας, γιομάτη ἀπό τίς φωνές τῆς θάλασσας καί τῶν τζιτζικιῶν πού ἀρχινᾶν κιόλας τό τραγούδι τους. Φυσάει ὁ μπάτης ὅλος δροσιά κι ὁ οὐρανός εἶναι καταγάλανος. Δίνομαι σέ μία τέτοια ζωή μ΄ἀληθινόν ἔρωτα κι ἀποζητάω ἐντελῶς ἐλεύθερα νά προσδιορίσω τί μέ κάνει νά αἰσθάνομαι: ναί, μέ κάνει περήφανο νά νιώθω ἄνθρωπος.
Ἄς πά΄ νά λένε γύρω ὁλοένα: «Μπά, μήν κάνεις ἔτσι, δέν ὑπάρχει δά καί κανένας λόγος». Ὄχι, ὄχι, ἀπεναντίας, ὑπάρχει. Αὐτός ὁ ἥλιος κι αὐτή ἡ θάλασσα, ἡ καρδιά μου, ὅλο νεότητα, πού σκιρτάει τό κορμί μου τό ἁρμυρισμένο κι ἡ ἅπλα ἡ ἀπέραντη ὡς πέρα, ὅπου αὐτό πού λέμε τρυφεράδα κι αὐτό πού λέμε δόξα συνυπάρχουνε μέσα στό μπλέ καί στό κίτρινο˙ ναί ˙ γιά τήν κατάκτησή τους ἀξίζει νά βάλω μπροστά κάθε μέσο πού διαθέτω, κάθε μου δύναμη. Ἀπό μέσα τούς βγαίνω ἀκέραιος, ἄθικτος, οὔτ΄ ἕνα μόριο τοῦ ἑαυτοῦ μου δέν πάει χαμένο, καμιά προσωπίδα δέ μου χρειάζεται. Τό πᾶν εἶναι ὑπομονετικά νά μυηθῶ στή δύσκολη ἐπιστήμη τοῦ «ζείν», πού μπροστά τῆς ὅλα τ΄ ἄλλα δέν σημαίνουν τίποτε.
Από το «Εν λευκώ» του Οδυσσέα Ελύτη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου