Το εγκώμιο του Παυσανία
Αφού ολοκληρώνεται το εγκώμιο του Φαίδρου, ακολουθούν κάποιοι που ο αφηγητής του Συμποσίου δεν καλοθυμάται, κι ύστερα τον λόγο παίρνει ο Παυσανίας (ο ειδικός στα νομικά της παρέας και μάλλον εραστής του Αγάθωνα), που διαφοροποιεί τον Έρωτα σε δύο κατηγορίες. Καμία πράξη από μόνη της δεν είναι ούτε ωραία ούτε άσχημη, αλλά εξαρτάται από τα κίνητρα και τη μορφή της (μια από τις γενικές θέσεις του Σωκράτη). Άρα και ο έρωτας πρέπει να διαχωρίζεται σε ωραίο και άσχημο.
Η επιβεβαίωση έρχεται μέσα από τον μύθο και τη σύνδεση του θεού Έρωτα με την Αφροδίτη, αφού Αφροδίτη χωρίς Έρωτα δε νοείται. Αφού λοιπόν υπάρχουν δύο Αφροδίτες, αναγκαστικά θα υπάρχουν και δύο Έρωτες. Η μία Αφροδίτη είναι η Πάνδημη (κόρη του Δία και της Διώνης) και η άλλη η Ουρανία (κόρη του Ουρανού, χωρίς μητέρα). Ο Έρωτας της Πάνδημης είναι ο έρωτας των παρακατιανών, αυτών που ερωτεύονται στην τύχη αγόρια και γυναίκες, που αισθάνονται έλξη για τα σώματα περισσότερο από ό,τι για τις ψυχές, και μάλιστα για άτομα κατώτερου πνευματικού επιπέδου. Χωρίς λοιπόν να ενδιαφέρονται για το αν αυτά που κάνουν είναι για το καλό ή για το κακό, αφήνονται στην τύχη, και αυτό οφείλεται στο ότι η Πάνδημη Αφροδίτη είναι νεότερη από την Ουρανία, και στο ότι η σύλληψή της έγινε από αρσενικό και θηλυκό μαζί. Όπως ο Φαίδρος, ο Παυσανίας θεωρεί πως η αρχαιότητα ενός θεού του δίνει αξία (αργότερα θα δούμε τον Αγάθωνα να λέει το αντίθετο), πως αυτό από μόνο του είναι απόδειξη της ανωτερότητας ενός θεού από έναν άλλο. Και όπως και σε άλλους πολιτισμούς και άλλες θρησκείες (όπως και στον Χριστιανισμό), η συμμετοχή δύο γονέων στη γέννηση της θεότητας θεωρείται μολυσματική, ή καλύτερα, η απουσία του ενός γονέα θεωρείται απόδειξη καθαρότητας και αρετής. Όμως, ενώ συνήθως η παρθενογένεση σημαίνει απουσία πατέρα (έστω ανθρώπινου), όπου αυτή συνεπάγεται κάποια χαρίσματα του γόνου (και την έχουν αξιωθεί όχι μόνο θεοί όπως ο Ιησούς αλλά και άνθρωποι, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Τζένγκις Χαν), εδώ έχουμε μιαν αντιστροφή, αφού κατά τη γέννηση αξιώνεται απουσία της μητέρας.
Επειδή λοιπόν δεν συμμετείχε θηλυκό στη σύλληψη της Ουρανίας, αλλά μόνο ο Δίας, γι’ αυτό και ο Ουράνιος Έρωτας είναι ο έρωτας προς τα αγόρια. Όσοι εμπνέονται από αυτόν, «στρέφονται προς το αρσενικό, που από τη φύση του είναι προικισμένο με περισσότερη ρώμη και περισσότερο νου»σελ.117 (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το κείμενο γράφτηκε σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν μορφώνονταν). Αλλά και από αυτούς που εμπνέονται από αυτόν, δεν είναι όλοι ενάρετοι, γιατί κάποιοι στρέφονται προς παιδιά, ενώ άλλοι προς νέους, «που το μυαλό τους αρχίζει να ωριμάζει, πράγμα που συμπίπτει με την ώρα που φυτρώνει στα μάγουλα το πρώτο χνούδι» (να παρατηρήσουμε κι εδώ ότι δεν πρέπει να μας ξενίζει το νεαρό της ηλικίας στην συγκεκριμένη αυτή αναφορά, αφού στην αρχαία Ελλάδα και οι γυναίκες θεωρούνταν φυσιολογικό να παντρεύονται από τα 14 τους χρόνια). Όσοι ερωτεύονται αυτούς (τους νέους, όχι τα παιδιά) είναι έτοιμοι για κοινή παντοτινή συμβίωση και δεν θα κοροϊδέψουν τον νέο εκμεταλλευόμενοι την ανωριμότητά του. Οι άλλοι, που δεν έχουν ανώτερο ήθος, σπαταλούν ενέργεια σε αστάθμητες και απρόβλεπτες σχέσεις που κανείς δεν ξέρει πού θα οδηγήσουν την εξέλιξη των παιδιών και αν θα υιοθετήσουν ανώτερη ή κατώτερη ζωή σε σωματικό και ψυχικό επίπεδο. Προτείνει μάλιστα «να απαγορευτεί με νόμο η σύναψη ερωτικών σχέσεων με παιδιά» (πάντα εννοώντας αυτά που δεν έχουν βγάλει το πρώτο χνούδι στα μάγουλα). Η απονομιμοποίηση είναι απαραίτητη, γιατί οι «αγοραίοι» αυτοί εραστές έχουν γίνει η αιτία να διαβληθεί εξολοκλήρου ο έρωτας για νέους και να θεωρούν κάποιοι αξιοκατάκριτη την αφοσίωση στον νέο εραστή. Όμως «πώς είναι δυνατόν μια πράξη που εκδηλώνεται με τρόπο ευπρεπή και νόμιμο, να επισύρει την κατάκριση;»σελ.117.
Ενώ λοιπόν στην Αθήνα και στην Σπάρτη το θέμα του έρωτα θεωρείται εξ ορισμού περίπλοκο, άλλες πόλεις το βλέπουν πολύ απλοϊκά, και γι’ αυτό οι νόμοι τους είναι κακοί. Στην Ήλιδα και στη Βοιωτία «ο ισχύων κανόνας προβλέπει ότι είναι ωραίο να ενδίδει ο νέος στην επιθυμία του εραστή, πράγμα που κανείς, νέος ή ηλικιωμένος, δε θα χαρακτήριζε πρόστυχο». Ο Παυσανίας λέει πως αυτό συμβαίνει επειδή οι εκεί πολίτες δεν μπορούν να χειριστούν ικανοποιητικά τον λόγο, και άρα δεν θέλουν να «υποβάλλονται στον κόπο» να πείθουν οι εραστές τον νέο για τις καλές προθέσεις τους, αφού δεν είναι καλοί σε αυτό. Γι’ αυτό υπάρχει και η καθ’ όλα αποδοχή των ερωτικών σχέσεων. Αντιθέτως, στην Ιωνία οι ερωτικές σχέσεις (με παιδιά αλλά και με νέους) θεωρείται ντροπή, εξαιτίας του αυταρχικού καθεστώτος, όπως ντροπή θεωρούνται και η φιλοσοφία και η επίδοση στον αθλητισμό. «Πιστεύω πως δε συμφέρει στους εξουσιαστές να διαθέτουν οι υπήκοοί τους υψηλά φρονήματα, ούτε και να καλλιεργούν ισχυρούς φιλικούς και κοινωνικούς δεσμούς, σαν αυτούς που σφυρηλατεί ο έρωτας, όπως άλλωστε η φιλοσοφία και η άθληση. Κι αυτό οι τύραννοι το έχουν συνειδητοποιήσει μέσα από την ίδια τη ζωή»σελ.117. Σαν παράδειγμα ο Παυσανίας φέρνει τους Τυραννοκτόνους, Αριστογείτονα και Αρμόδιο, που όταν στέριωσαν από έρωτα κατέλυσαν την εξουσία των τυράννων.
Όπου λοιπόν καθιερώθηκε αδιακρίτως ως προστυχιά η αφοσίωση του νέου στον εραστή, αυτό έγινε εξαιτίας της ηθικής κατωτερότητας των αρχόντων και της ανανδρίας των αρχομένων, και όπου θεωρήθηκε ανεπιφύλακτα ωραία, έγινε από την διανοητική οκνηρία των νομοθετών. Όπως είδαμε και στον λόγο του Φαίδρου, οι άνθρωποι αποφεύγουν τις αδικίες και προβαίνουν σε πράξεις αρετής πιο πολύ χάρη στη συντροφικότητα (και ακόμα περισσότερο χάρη στον έρωτα) παρά χάρη στα ιδανικά ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Άρα, σύμφωνα με όσα μας λέει ο Παυσανίας, αν οι πολίτες αφεθούν να γνωρίζουν ελεύθερα ο ένας τον άλλον, να επιχειρούν να γίνονται οι καλύτεροι που μπορούν και θέλουν να γίνουν, να αθλούνται και να φιλοσοφούν, δηλαδή να βελτιώνουν νου και σώμα – αν αφεθούν λοιπόν να ερωτεύονται ελεύθερα – δε θα μείνει χώρος για τους τυράννους να ζητάνε θυσίες από τον λαό και την πλήρη αφοσίωση των υπηκόων τους. Αυτός ο ελεύθερος έρωτας, με όσα συνεπάγεται και όσα απαιτεί (τιμή και αυτοθυσία, ειλικρίνεια και ορθό λόγο), θα καταπνίξει τα κάλπικα ιδανικά, θα υπερνικήσει ακόμα και τα ενάρετα, και θα αποτρέψει την εκμετάλλευση από τον άρχοντα. Πραγματικός έρωτας χωρίς ελευθερία και αυτονομία δε νοείται.
Στην Αθήνα, συνεχίζει ο Παυσανίας, ο κώδικας ερωτικής συμπεριφοράς είναι πιο προχωρημένος από αλλού, κάτι που οφείλεται στις κοινές αντιλήψεις των συμπολιτών του: Πρώτον, κοσμιότερη επιλογή θεωρείται να ερωτεύεται κανείς στα φανερά παρά στα κρυφά, και μάλιστα τα πιο ευγενή και σημαντικά πρόσωπα, ασχέτως του πόσο ευπαρουσίαστα είναι. Δεύτερον, ο εραστής ενθαρρύνεται και η ερωτική επιτυχία θεωρείται τιμή ενώ η αποτυχία εξευτελισμός. Εδώ προφανώς εννοείται όχι η εφήμερη επιτυχία μιας ερωτικής επιδίωξης, αλλά το ταίριασμα με αυτόν που αληθινά αρμόζει στον επίδοξο εραστή. Τρίτον, ο εραστής έχει την ελευθερία, στην προσπάθειά του να κατακτήσει έναν νέο, να προβεί στα πιο εξωφρενικά καμώματα και σε γελοία τερτίπια, χωρίς εξευτελισμό, και μάλιστα με επιβράβευση. Για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός της κατάκτησης ενός νέου, ούτε εχθροί ούτε φίλοι θα του συγχωρούσαν συμπεριφορές όπως αυτές του εραστή, που ικετεύει και θερμοπαρακαλεί, παίρνει ταπεινωτικούς όρκους, ξαγρυπνά μπροστά σε πόρτες και ξεπέφτει σαν δούλος τόσο που ούτε δούλοι θα καταδέχονταν, με τους μεν να τον κατηγορούν για κολακεία και δουλική συμπεριφορά, ενώ τους δε να τον νουθετούν και να ντρέπονται για λογαριασμό του. Αν σκοπός κάποιου ήταν να αφαιρέσει χρήματα από άλλο, να επιδιώξει αξιώματα ή να ασκήσει επιρροή, όλα αυτά θα ήταν ανεπίτρεπτα, αλλά ο άτυπος νόμος αφήνει τον εραστή να τα κάνει σαν να έκανε κάτι υπέροχο, χωρίς τον κίνδυνο κατάκρισης. Τέταρτο, ακόμα και επίορκος να γίνει κάποιος, αν το κάνει επειδή είναι ερωτευμένος, ο κόσμος θεωρεί ότι και οι θεοί θα τον συγχωρήσουν. Θεοί και άνθρωποι φαίνεται να έχουν παραχωρήσει στον εραστή απεριόριστα δικαιώματα, και μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στην Αθήνα ο πραγματικός έρωτας «θεωρείται υπέροχο πράγμα»σελ.121, και μάλιστα ασχέτως σε ποιο φύλο απευθύνεται.
Όταν όμως ο έρωτας είναι χυδαίος, γονείς και φίλοι του νέου προσπαθούν να τον προστατέψουν από τον επίδοξο εραστή. Χυδαίος ή πρόστυχος, είναι ο έρωτας ο στραμένος στο σώμα και όχι στην ψυχή. Ο χυδαίος αυτός εραστής είναι αναγκαστικά και άπιστος, αφού ο έρωτας για το σώμα, η ομορφιά του οποίου είναι εφήμερη, θα χαθεί μόλις το σώμα φθαρθεί. Ενώ ο εραστής με ήθος μένει πιστός μια ζωή, αφού θα είναι σαν οι δύο να ενώθηκαν αξεδιάλυτα. Ο περίγυρος του νέου λοιπόν προσπαθεί να αποφεύγονται οι χυδαίοι εραστές και να βρίσκουν ανταπόκριση οι ευπρεπείς, γι’ αυτό και ενθαρρύνονται μέσα από δοκιμασίες και αγώνες, για να διαπιστώνεται σε ποια κατηγορία όντως ανήκουν. Και γι’ αυτό κρίνεται πρόστυχο να ενδίδει κάποιος πολύ γρήγορα, αφού ο χρόνος είναι η καλύτερη δοκιμασία γνησιότητας.
Έτσι, αν κάποιος εραστής έχει αποδείξει ότι έχει καλό σκοπό, και αν ο ερωμένος επιλέξει εθελοντικά να «υποδουλωθεί» σε αυτόν, περιμένοντας ότι από εκείνον θα βελτιωθεί σε κάποιον πνευματικό ή αισθητικό τομέα, αυτό δεν αποτελεί ούτε εξευτελισμό ούτε κολακεία, αλλά είναι όφελος και για τους δύο. Οι ρόλοι του εραστή και του ερωμένου είναι σαφείς: «ο πρώτος προσφέρει νόμιμα οποιαδήποτε ερωτική εκδούλευση στον αφοσιωμένο ερωμένο και ο δεύτερος εξυπηρετεί νόμιμα τον εραστή που ενδιαφέρεται για την ηθική και πνευματική του προαγωγή. Αν ο πρώτος μπορεί να συμβάλει στην καλλιέργεια της φρόνησης και τη συγκρότηση του νέου, και αν ο δεύτερος θέλει να πλουτίσει την παιδεία και τις γνώσεις του, τότε και μόνο τότε, αφού οι αρχές τους συμπίπτουν, καταξιώνεται η αφοσίωση του νέου στον εραστή, σε καμιά άλλη περίπτωση. Με αυτές τις προϋποθέσεις και να πέσει κανείς θύμα απάτης δεν είναι ντροπή. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις όμως, είτε εξαπατηθεί είτε όχι, ο εξευτελισμός είναι δεδομένος»σελ.125. Αν κάποιος ερωμένος ικανοποιεί τον εραστή επειδή τον νομίζει πλούσιο ενώ δεν είναι, και αργότερα εξαπατηθεί μην λαμβάνοντας χρήματα, στα οποία αποκλειστικά απέβλεπε, τότε η ντροπή πέφτει και στους δύο. Στον έναν γιατί εξαπάτησε με την επίφαση πλούτου και στον άλλο γιατί έδειξε ότι θα έκανε τα πάντα για τα χρήματα. Αν από την άλλη, κάποιος νέος δοθεί σε εραστή για τα πνευματικά του χαρίσματα, που τελικά αποδειχτεί ότι δεν έχει, η ντροπή ανήκει μόνο στον εραστή, γιατί ο νέος αποδείχτηκε θύμα, και έδειξε ότι είναι έτοιμος να προσφέρει τα πάντα για να γίνει καλύτερος και να κατακτήσει την αρετή.
Όπως έλεγε και ο Σωκράτης, η αδικία βλάπτει περισσότερο αυτόν που την πράττει παρά τον αδικημένο. Ο αδικημένος θα δεχτεί άμεσο πλήγμα στο παρόν, αλλά σε βάθος χρόνου θα βγει κερδισμένος γιατί θα έχει δείξει τον πραγματικό του εαυτό. Κανένας αγώνας για σοφία δεν στερείται κινδύνων, και οι προδοσίες δείχνουν την αρετή αυτού που τις δέχεται, καθότι μόνο αυτός που είναι διατεθειμένος να ριψοκινδυνέψει για να αποκτήσει την αρετή, και είναι άρα ευάλωτος σε κινδύνους, θα κερδίσει εμπειρίες και γνώσεις που θα τον πλησιάσουν στον στόχο του. «Είναι γενναιότερο και ωραιότερο ν’ αδικηθείς παρά ν’ αδικήσεις, να εξαπατηθείς παρά να εξαπατήσεις» όπως έγραψε ο Συκουτρής στην Ηρωική Αντίληψη Της Ζωής.
«Άρα, τίποτα δεν είναι πιο αξιέπαινο από το να ανταποκρίνεται κανείς στον πόθο για χάρη της αρετής. Αυτός είναι ο αυθεντικός Έρωτας της Ουρανίας Αφροδίτης, ένας έρωτας ουράνιος και ανεκτίμητος για τις πολιτείες και τους πολίτες, αφού προάγει την αρετή τόσο των εραστών όσο και των ερωμένων»σελ.125.
Αν σήμερα όλα αυτά μας ακούγονται σε πρώτη ανάγνωση ξένα ή απαρχαιωμένα, ακόμα και σοκαριστικά ή και, για κάποιους, «επικίνδυνα», δεδομένης της έμφασης που δίνεται στην ομοφυλοφιλία, αυτό πιστεύω οφείλεται περισσότερο στο ότι δεν έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για τον έρωτα, παρά στον, φαινομενικό μόνο, προοδευτισμό των λεγομένων του Παυσανία. Ο Παυσανίας εγκωμιάζει τον έρωτα γενικά, όχι συγκεκριμένα τον ομοφυλοφιλικό, τον οποίο καταλήγει να επαινεί αποκλειστικά, επειδή ο διαχωρισμός που κάνει στον έρωτα είναι πρωτίστως ηθικός. Γιατί μόνο ο ενάρετος έρωτας (που είναι και ο μόνος αυθεντικός) θα ωφελήσει τους ερωτευμένους για να τους οδηγήσει στην πνευματική ανόρθωση. Η θέση της γυναίκας όμως στην αρχαία Ελλάδα κάθε άλλο παρά ιδανική ήταν, με ελάχιστες να μορφώνονται και άρα να περνάνε την παραπάνω δοκιμασία του άξιου εραστή που έχει σκοπό τη βελτίωση του πνεύματος των ερωτευμένων. Αυτός είναι και ο λόγος που ο έρωτας μεταξύ των δύο φύλων μπορεί να νοηθεί από τον Παυσανία μόνο ως σαρκική έλξη*. Ο μόνος λόγος τελικά που ξεχωρίζει ηθικά τον ομοφυλοφιλικό έρωτα είναι περιστασιακός και όχι ουσιαστικός.
Στην πραγματικότητα όμως, ο Παυσανίας αποδεικνύεται, στον σημερινό αναγνώστη, αρκετά συντηρητικός, αφού αναδεικνύει ως άξιους «πολιορκούμενους» ερωμένους, αυτούς που αρνούνται την ερωτική σχέση μέχρι ο επίδοξος εραστής να αποδείξει την ποιότητά του, μέσα από δοκιμασίες και με την πάροδο του χρόνου, που θα φανερώσουν αν έχει καλό σκοπό ή όχι. Προδίδεται έτσι η αντίληψή του για τον έρωτα, σαρκικό ή πνευματικό, πως είναι κάτι «ιερό», που αν δεν γίνει με το κατάλληλο άτομο, οι συμμετέχοντες κατά κάποιον τρόπο θα μολυνθούν, όχι απλά χάνοντας την ευκαιρία μιας πιο ουσιαστικής σχέσης, αλλά αμαυρώνοντας τον εραστή και ταυτόχρονα τον ερωμένο κατά την ερωτική πράξη. Τι πιο μακρινό από τη σημερινή αντίληψη του γρήγορου έρωτα και της συλλογής «εμπειριών», μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος σύντροφος που θα επιβεβαιώσει την προσπάθεια και θα χαρίσει «ευδαιμονία», όπως κι αν την εννοεί ο καθένας; Το μοναδικό προκλητικό της οπτικής του Παυσανία τελικά, είναι το πόσο εύκολα και άμεσα μεταφέρει τη συζήτηση στον ομόφυλο έρωτα, όταν διαπιστώνει την αδυναμία του ενός φύλου να ανταποκριθεί στα δικά του πρότυπα. Τι προκλητικό υπάρχει όμως σε αυτό; Μόνο ο άκρατος συντηρητισμός θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον στη δυσαρέσκεια, όταν έρχεται αντιμέτωπος με μία τόσο ιδεαλιστική ή ιδανική (τελικά ρομαντική) εικόνα του έρωτα.
---------------------
* Θα μπορούσαμε εδώ βέβαια να κατηγορήσουμε τον Παυσανία με χαρακτηρισμούς όπως «σεξιστής» ή και «μισογύνης», και για την αποτυχία του να εντοπίσει το προφανές, ότι ο μόνος λόγος που οι γυναίκες της εποχής ήταν αμόρφωτες, ήταν άνδρες όπως ο ίδιος που δεν αναγνώριζαν το αυτονόητο της ισότητας των δύο φύλων – αλλά αυτό δεν είναι επί του παρόντος. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι ο συγγραφέας του Συμποσίου χρησιμοποιεί γυναικείο πρόσωπο, τη Διοτίμα, για να δώσει το τελευταίο εγκώμιο του κειμένου, που καθορίζει και οριστικοποιεί τη συζήτηση.
-------------------
Χρησιμοποιήθηκε η μετάφραση του Δημήτρη Κοσμά από το:
Πλάτωνος Συμπόσιον (εκδ. Γνώση, 2011)
Για ιστορικά και μυθολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν:
Δημήτρης Σαραντάκος – Τι μας έμαθαν επιτέλους οι αρχαίοι Έλληνες; (εκδ. Γνώση, 2010)
Alfred-Edward Taylor – Πλάτων, ο Άνθρωπος και το Έργο του (εκδ. ΜΙΕΤ, 2009)
Ησίοδος – Θεογονία
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου