Τα μωρά που μεγαλώνουν μέσα στις εκδηλώσεις αγάπης και τρυφερότητας της μητέρας τους, απολαμβάνοντας συχνές αγκαλιές, φιλιά και ζεστά λόγια, είναι λιγότερο πιθανό να έχουν άγχος και έλλειψη αυτοπεποίθησης αργότερα στην ενήλικη ζωή τους και πιο πιθανό να αναπτύξουν μια αποτελεσματική κοινωνική ζωή, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, υπό την Τζοάνα Μασέλκο, σε εργασία που παρουσίασαν στο Journal of Epidemiology and Community Health (Περιοδικό Επιδημιολογίας και Υγείας της Κοινότητας), σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο και το BBC, βασίστηκαν σε μια παλαιά έρευνά τους, στη δεκαετία του 1960, που είχε μελετήσει τη συναισθηματική αλληλεπίδραση άνω των 1.000 ζευγών μητέρων-οκτάμηνων νηπίων.
Οι ίδιοι επιστήμονες, μετά από 34 χρόνια, αναζήτησαν και βρήκαν περισσότερα από τα μισά εκείνα παιδιά (περίπου 500), που πια είναι ενήλικες, και αξιολόγησαν ποια ήταν η επίδραση που είχε στην κατοπινή ζωή τους η περισσότερη ή λιγότερη μητρική αγάπη της νηπιακής ηλικίας τους.
Μέχρι τώρα, οι ψυχολόγοι πίστευαν ότι οι στενοί δεσμοί αγάπης μητέρας-νηπίου κάνουν τα παιδιά -και αργότερα τους ενήλικες- πιο ανθεκτικούς στις δυσκολίες της μετέπειτα ζωής, όμως οι έρευνές τους είχαν βασιστεί κυρίως σε αναμνήσεις, καλές ή κακές, και συνεπώς ήσαν πιθανώς προκατειλημμένες σε ένα βαθμό.
Αυτή τη φορά όμως, οι επιστήμονες συνέδεσαν την τότε έρευνά τους με μια νέα σύγχρονη έρευνα, αποκτώντας μια πιο αντικειμενική αξιολόγηση για τη σχέση μητέρας-παιδιού.
Το κεντρικό συμπέρασμα ήταν ότι το υψηλό επίπεδο στοργής και τρυφερότητας που είχαν δείξει οι μητέρες στα οκτάμηνά νήπιά τους, σχετίζεται με λιγότερα συμπτώματα στρες στα ενήλικα πια παιδιά τους, μετά από 30 χρόνια. Η διαπίστωση αυτή ισχύει ανεξάρτητα από το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο των μητέρων και των παιδιών, αν είναι δηλαδή πλούσια ή φτωχά. Ακόμα και αν μεσολάβησε ενδο-οικογενειακή σύγκρουση στο μεταξύ, η προστατευτική επίδραση της μητρικής αγάπης στην ψυχική κατάσταση του παιδιού (ενήλικα πια) δεν φαίνεται να εξαφανίστηκε.
Από την άλλη όμως, οι ερευνητές παραδέχτηκαν ότι δεν διαπίστωσαν κάποια σχέση ανάμεσα στο χαμηλό επίπεδο στοργής μιας μητέρας και σε αυξημένο κατοπινό στρες του παιδιού τους. Περιέργως, όσοι στερήθηκαν σε σημαντικό βαθμό την μητρική αγάπη, δεν φαίνεται να τα πηγαίνουν χειρότερα σε σχέση με όσους γνώρισαν την μητρική ζεστασιά σε μέσο βαθμό.
Εξάλλου, σύμφωνα με τους ειδικούς, οι μητέρες πρέπει να ξέρουν πότε να σταματούν την έκφραση των συναισθημάτων τους για να μην το παρακάνουν και γίνουν υπερ-προστατευτικές και παρεμβατικές στη ζωή του παιδιού τους.
Οι ερευνητές, υπό την Τζοάνα Μασέλκο, σε εργασία που παρουσίασαν στο Journal of Epidemiology and Community Health (Περιοδικό Επιδημιολογίας και Υγείας της Κοινότητας), σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο και το BBC, βασίστηκαν σε μια παλαιά έρευνά τους, στη δεκαετία του 1960, που είχε μελετήσει τη συναισθηματική αλληλεπίδραση άνω των 1.000 ζευγών μητέρων-οκτάμηνων νηπίων.
Οι ίδιοι επιστήμονες, μετά από 34 χρόνια, αναζήτησαν και βρήκαν περισσότερα από τα μισά εκείνα παιδιά (περίπου 500), που πια είναι ενήλικες, και αξιολόγησαν ποια ήταν η επίδραση που είχε στην κατοπινή ζωή τους η περισσότερη ή λιγότερη μητρική αγάπη της νηπιακής ηλικίας τους.
Μέχρι τώρα, οι ψυχολόγοι πίστευαν ότι οι στενοί δεσμοί αγάπης μητέρας-νηπίου κάνουν τα παιδιά -και αργότερα τους ενήλικες- πιο ανθεκτικούς στις δυσκολίες της μετέπειτα ζωής, όμως οι έρευνές τους είχαν βασιστεί κυρίως σε αναμνήσεις, καλές ή κακές, και συνεπώς ήσαν πιθανώς προκατειλημμένες σε ένα βαθμό.
Αυτή τη φορά όμως, οι επιστήμονες συνέδεσαν την τότε έρευνά τους με μια νέα σύγχρονη έρευνα, αποκτώντας μια πιο αντικειμενική αξιολόγηση για τη σχέση μητέρας-παιδιού.
Το κεντρικό συμπέρασμα ήταν ότι το υψηλό επίπεδο στοργής και τρυφερότητας που είχαν δείξει οι μητέρες στα οκτάμηνά νήπιά τους, σχετίζεται με λιγότερα συμπτώματα στρες στα ενήλικα πια παιδιά τους, μετά από 30 χρόνια. Η διαπίστωση αυτή ισχύει ανεξάρτητα από το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο των μητέρων και των παιδιών, αν είναι δηλαδή πλούσια ή φτωχά. Ακόμα και αν μεσολάβησε ενδο-οικογενειακή σύγκρουση στο μεταξύ, η προστατευτική επίδραση της μητρικής αγάπης στην ψυχική κατάσταση του παιδιού (ενήλικα πια) δεν φαίνεται να εξαφανίστηκε.
Από την άλλη όμως, οι ερευνητές παραδέχτηκαν ότι δεν διαπίστωσαν κάποια σχέση ανάμεσα στο χαμηλό επίπεδο στοργής μιας μητέρας και σε αυξημένο κατοπινό στρες του παιδιού τους. Περιέργως, όσοι στερήθηκαν σε σημαντικό βαθμό την μητρική αγάπη, δεν φαίνεται να τα πηγαίνουν χειρότερα σε σχέση με όσους γνώρισαν την μητρική ζεστασιά σε μέσο βαθμό.
Εξάλλου, σύμφωνα με τους ειδικούς, οι μητέρες πρέπει να ξέρουν πότε να σταματούν την έκφραση των συναισθημάτων τους για να μην το παρακάνουν και γίνουν υπερ-προστατευτικές και παρεμβατικές στη ζωή του παιδιού τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου