Από τον Πρωταγόρα δεν έχουμε παρά μερικά σύντομα και συχνά δυσερμήνευτα αποσπάσματα· συμβαίνει όμως ο Πλάτωνας να του αποδίδει ένα μεγάλο λόγο στο διάλογο που έχει το όνομα του, και όλες οι λεπτομέρειες δείχνουν ότι ο φιλόσοφος μιμήθηκε το σοφιστή, ακολουθώντας πιστά το ύφος και τους συλλογιστικούς τρόπους. Ακόμα και αν δε φαινόταν αυτό, θα ήταν παράλογο να φανταστούμε ότι ο Πλάτωνας έκανε τόσον κόπο, για να αποδώσει σε ένα πασίγνωστο πρόσωπο ιδέες που δεν ήταν δικές του.
Λοιπόν, ο λόγος του Πρωταγόρα, μαζί με τον μύθο που αποτελεί το ουσιαστικότερο μέρος του, διατυπώνει μια πολύ στεριά θεωρία για την υπεράσπιση της δικαιοσύνης. Πραγματικά, ο σοφιστής δείχνει ότι ορισμένες ηθικές αξίες οδηγούν μόνες στη σωτηρία του ανθρώπου, γιατί καθιστούν δυνατή την κοινωνική ζωή. Με αυτήν την ιδέα, ολόκληρος ο σοφιστικός στοχασμός αλλάζει κατεύθυνση: ό,τι δε δικαιωνόταν με την αναφορά στους θεούς ή στο απόλυτο, ανακτά μονομιάς την αξία του σε συνάρτηση με την ανθρώπινη ζωή, ή ακόμα και με το συμφέρον των ανθρώπων.
Πρέπει, ωστόσο, να ομολογήσουμε, ότι στο σοφιστικό μύθο οι αξίες φαίνονται ακόμα συνδεδεμένες με τους θεούς και τα δώρα τους, καθώς αυτά ακριβώς τα δώρα επιτρέπουν στους ανθρώπους να ζήσουν σε κοινωνίες. Το γεγονός αυτό -που θα το ξαναδούμε- επιβεβαιώνει ότι στα μάτια των συγχρόνων του ο Πρωταγόρας ούτε μιλούσε ούτε συμπεριφερόταν ως άθεος. Όμως ας μην κάνουμε υπερεκτιμήσεις: πρόκειται για μύθο, δηλαδή για έναν εικονικό τρόπο έκφρασης, που συνδέεται με τον παραδοσιακό καμβά, όπου ο καθένας κεντά κατά βούληση, για να προβάλει ορισμένες ιδέες. Ο Πρωταγόρας μπορούσε να διαλέξει, αν θα χρησιμοποιούσε το μύθο ή το συγκροτημένο «λόγο». Διάλεξε τον πρώτο, γιατί είναι χαριέστερος (320 C)· είναι όμως φανερό ότι αυτή η «χάρη» βασίζεται κάπως στην επινόηση. Δεν έχει λοιπόν τόση σημασία η ποιητική επένδυση, με το Δία, τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα, όσο το τι συμβαίνει στους ανθρώπους και γιατί.
Αληθεύει αυτό, ένα παραπάνω, όταν τα χρόνια εκείνα ο μύθος για τη γένεση και την πρόοδο των ανθρώπων αποτελούσε θέμα αγαπητό, που το συναντούμε σε αρκετούς συγγραφείς. Ο Προμηθέας δεσμώτης του Αισχύλου διηγείται πώς ζούσαν αρχικά οι άνθρωποι «μέσα στην αταξία και τη σύγχυση» (450), χωρίς να διαθέτουν ούτε τεχνικές ικανότητες ούτε γνώσεις, ώσπου ο Προμηθέας τους χάρισε όλες τις τέχνες που συναπαρτίζουν τον πολιτισμό. Η Αντιγόνη του Σοφοκλή παρουσιάζει την ίδια σειρά εφευρέσεων, αποδίδοντας τις στον άνθρωπο, αλλά στο συμπέρασμα λέει ότι δεν αξίζουν τίποτα, αν δε χρησιμοποιούνται για το καλό. Στο ίδιο θέμα επανέρχεται, με τη σειρά του, ο Ευριπίδης στις Ικέτιδες: θυμίζει τον πεφυρμένον και θηριώδη βίο των ανθρώπων(201), στη συνέχεια περιγράφει τις διαδοχικές εφευρέσεις, και τελικά επαινεί ‘εκείνον ανάμεσα στους θεούς, που οι άνθρωποι του τις οφείλουν. Παρόμοιους πίνακες ξαναβρίσκουμε στη διατριβή Περί ἀρχαίης ἰατρικῆς (3), στο περίφημο κείμενο του Σισύφου, που μνημονέψαμε παραπάνω σε σχέση με την επινόηση των θεών, και σε ένα κείμενο του Διόδωρου του Σικελιώτη (1, 8), που κάποιοι σοφοί ερευνητές έχουν υποθέσει ότι ανάγεται στο Δημόκριτο. Τέλος, το ίδιο θέμα το ξαναβρίσκουμε και στον Αρχέλαο -το μαθητή του Αναξαγόρα και δάσκαλο του Σωκράτη, που διερευνούσε πώς, στις πρώτες αρχές, οι άνθρωποι ξεχώρισαν από τα ζώα. θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ολόκληρη η εποχή δε σταματούσε να θαυμάζει την άνθιση και δόξα του ανθρώπου, που ωστόσο είχε ξεκινήσει με τόσο λίγα εφόδια.
Παρόμοιες αναδρομές συνεχίστηκαν για πολύ καιρό ακόμα: δε μας είναι άγνωστο το πλάτος που τους έδωσε πέντε αιώνες αργότερα ο Λουκρήτιος στο πέμπτο βιβλίο του De rerum natura. Πρόκειται λοιπόν για ένα πασίγνωστα πλαίσιο, όπου εύκολα ο στοχασμός μπορούσε να πάρει τη μορφή μιας περισσότερο ή λιγότερο φανταστικής διήγησης. Πρόκειται όμως – το αποδεικνύει ο αριθμός των κειμένων – και για μια σοβαρή φιλοσοφική διερεύνηση της αφετηρίας και της προόδου της ανθρωπότητας. Αυτή η διερεύνηση πρέπει να ήταν ιδιαίτερα σημαντική στα μάτια του Πρωταγόρα, καθώς υποθέτουμε ότι ο ίδιος προβληματισμός κρύβεται πίσω από τον τίτλο ενός βιβλίου του, που δεν το έχουμε, αλλά ξέρουμε ότι ονομαζόταν Περί τῆς ἐν αρχῇ καταστάσεως.
Σημασία έχει στις φανταστικές διηγήσεις να προσέξουμε, τι λογής εφευρέσεις διάλεξε να προβάλει κάθε συγγραφέας. Αν λοιπόν υπάρχουν από τον ένα στον άλλον κάποιες μικροδιαφορές, η πρωτοτυπία του Πρωταγόρα σε σχέση με όλους τους άλλους είναι ολοφάνερη: είναι ο μόνος, σε ολόκληρη τη σειρά, που δεν εξαρτά την εξέλιξη της ανθρωπότητας αποκλειστικά από τις τέχνες, αλλά εισάγει στη διήγηση του δύο διαδοχικές φάσεις: είναι πρώτα οι τέχνες, που τις δίδαξε ο Προμηθέας, και ακολουθούν οι πολιτικές αρετές, που αυτές τις έδωσε ο Δίας.
Η διπλή θεϊκή παρέμβαση είναι απαραίτητη, καθώς οι τέχνες δε φτάνουν για να διορθώσουν τη σύγχυση και τη θηριωδία των πρώτων αρχών. Αντίθετα, οι τέχνες αφήνουν τον άνθρωπο έκθετο στην απειλή του ολοκληρωτικού αφανισμού, που οφείλεται τόσο στους αγώνες του εναντίον των ζώων, όσο και στους αγώνες του εναντίον των άλλων ανθρώπων.
Η πρωτοτυπία του Πρωταγόρα, σε σχέση με τα άλλα κείμενα που ανασυνθέτουν τη γένεση των κοινωνιών, βρίσκεται ολόκληρη στο ρόλο, που ο σοφιστής έδωσε στις πολιτικές αρετές.
Μπορούμε βέβαια να πούμε ότι έτσι ο Πρωταγόρας δικαιώνει το δικό του ρόλο στην αθηναϊκή πολιτεία, και πραγματικά αυτός είναι ο ομολογημένος στόχος της ομιλίας του· όμως η συμφωνία ανάμεσα στο συγκεκριμένο του ρολό και τη θεωρία του δεν αποδυναμώνει την εμβέλεια της θεωρίας -κάθε άλλο! – , καθώς η ανάλυση είναι καινούρια, συγκροτημένη και ακριβής.
Ο Πρωταγόρας δείχνει καθαρά το ρόλο των πολιτικών αρετών: ‘τότε ο Δίας, που φοβόταν για το γένος μας, μην εξαφανιστεί τελείως, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους δίκην και αιδώ για να υπάρξουν στις πόλεις αρμονία και δεσμοί που δημιουργούν φιλία’ (322 ο).
Κάτι παραπάνω: ο Δίας επιδιώκει αυτά τα αισθήματα να δοθούν σε όλους: ‘γιατί δε θα μπορούσαν να υπάρξουν πόλεις, αν τα διαθέτουν μόνο μερικοί’ (322 α). Όσοι λοιπόν θα ήταν ανίκανοι να συμμετέχουν στη δίκη και την αιδώ θα έπρεπε να θανατώνονται -τελευταία ρήτρα που επιβεβαιώνει ότι οι δύο αρετές συνδέονται με τη δημόσια σωτηρία.
Να λοιπόν μια δικαιοσύνη, που πια δεν επικυρώνεται από τους θεούς, αλλά είναι αχώριστα δεμένη με την ανθρώπινη ζωή, που μόνη αυτή μπορεί και να συντηρήσει! Να η δικαιοσύνη ως εγγυητής της κοινωνικής ζωής, που είναι ο μόνος δυνατός τρόπος ζωής για τους ανθρώπους. Να η δικαιοσύνη ως εφόδιο πρώτης ανάγκης για το άτομο, που όμως έχει μεγάλη τάση να την ξεχνά!
Ξαφνικά καταλαβαίνουμε πώς μπόρεσαν οι νόμοι, που εξασφάλιζαν τη συνοχή του κράτους, να έχουν τόση σημασία για τον Πρωταγόρα, και πώς αυτός ο αγνωστικιστής ορίστηκε νομοθέτης, με εντολή να συγγράψει τους νόμους της καινούριας πολιτείας των Θουρίων -μιας πανελλήνιας αποικίας, που ο Περικλής την ίδρυσε ως πόλη-υπόδειγμα.
Πραγματικά, η δικαιοσύνη άνοιγε το δρόμο για την επιτυχία της ομάδας και, κατά συνέπεια, για την επιτυχία του καθενός. Γιατί – μην το ξεχνούμε ποτέ – οι άνθρωποι της εποχής εκείνης είχαν την πεποίθηση ότι η ευημερία του ατόμου ήταν συνάρτηση της ευημερίας του κράτους. Ο Θουκυδίδης παρουσιάζει τον Περικλή να διατυπώνει αυτή τη σκέψη, και ο Σοφοκλής τον Κρέοντα. Ωστόσο, στον Πρωταγόρα δεν έχουμε μόνο μιαν απλή, χωρίς αποδείξεις, επιβεβαίωση της ίδιας αρχής· η ίδια η ανάλυση που έκανε για την εξέλιξη της ανθρώπινης ζωής έδειχνε καθαρά, ότι έξω από τις οργανωμένες ομάδες το άτομο δεν είχε καν τη δυνατότητα να επιβιώσει.
Καθένας χρειάζεται τους άλλους. Καθένας έχει ανάγκη να αποτελέσει με τους άλλους μιαν ομάδα, ενωμένη και συμπαγή. Παρόμοιες ενώσεις συνεπάγονται το σεβασμό και την αμοιβαία αναγνώριση των δικαιωμάτων του άλλου. Το συμφέρον μας περνά από την αίσθηση της δικαιοσύνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου