Και να, τώρα κάθομαι εδώ, με δεμένη τη γλώσσα και χωρίς σταγόνα μελάνι στην πένα μου. Χαζεύω ηλεκτρόνια φορτισμένα να περνούν με εξωφρενικές ταχύτητες από μπροστά μου, κι ανήμπορος να αιχμαλωτίσω έστω κι ένα για να το περιεργαστώ, καταβροχθίζω λέξεις που ξέφυγαν από παντοδύναμες γλώσσες και σκάνε με φαντασμαγορικό τρόπο πάνω στους τοίχους μου και τους λερώνουν άτσαλα. Και δε χορταίνω.
Έξω ο κόσμος, γελάει, τρομάζει, γράφει και αγγίζει, αποδιοργανώνεται και αναδιπλώνεται, κοιμάται κάτω από την κουβέρτα, με τα πόδια απ’ έξω, χωρίς φόβο. Άλλοτε πάλι σωπαίνει για λίγο και μετά αλυχτά, φίλος με τη φύση του ή απλώς γεμάτος ανάγκη για συντρόφους. Κι εσύ εκεί, στη γωνία, με το δάχτυλο σου να προσπαθεί να σκεπάσει με τη σκιά του όσα δεν μπόρεσες μια ζωή να κρύψεις καλά, με δείχνεις ειρωνικά και νομίζεις πως πλησιάζεις έτσι μια δρασκελιά πιο κοντά στον παράδεισο.
Όμως ο παράδεισος δεν είναι εκεί που νομίζεις.
Είναι στις μικρές νωχελικές αλήθειες που ξερνάμε τα βράδια, κάτω από το κιτρινισμένο φως της λάμπας πετρελαίου, καθώς οι ανασφάλειές μας βγάλαν βόλτα τα σκυλιά τους, και μεις αιωρούμαστε έμπλεοι αποριών.
Είναι στις μικρές υποσχέσεις που δίνουν οι εραστές, με τη σιγουριά του αθάνατου να γιγαντώνει τα φτερά τους, και την ομορφιά του αγέρωχου να τους επιτρέπει να γλείφουν μικρές ρανίδες οργασμού από τα χείλη του άλλου.
Είναι στα κουκούτσια από το καρπούζι που ξεπαγώνει μέσα στις χούφτες μας, και φτύνουμε τα κουκούτσια του μετρώντας τα, προσπαθώντας να τα βγάλουμε λιγότερα από τις μέρες της ξενοιασιάς μας.
Είναι ακόμα σε ότι κι αν έχω πει και δεν μετάνιωσες που ήσουν εκεί για να τ’ ακούσεις. Είναι σε όποια σταγόνα δροσιάς πέφτει στο ιδρωμένο σου μέτωπο και σε κάνει να θυμάσαι πως η ζωή σε χρειάζεται, για να συνεχίσει να είναι όμορφη για κάποιους. Είναι στα χείλη όσων φωνάζουν από ένταση και όσων ουρλιάζουν από πάθος, αψηφώντας τον κίνδυνο και ερωτοτροπώντας με το θάνατο.
Είναι σ’ αυτό τ’ απαλό βραδινό αεράκι, που μας χτενίζει αλλόκοτα τα μαλλιά, προκαλώντας μας να αναμετρηθούμε με τις φοβίες μας, εκεί ψηλά ή εκεί χαμηλά, εγώ προτιμώ το πρώτο…
Εκεί είναι ο παράδεισος. Να το ξέρεις.
Έξω ο κόσμος, γελάει, τρομάζει, γράφει και αγγίζει, αποδιοργανώνεται και αναδιπλώνεται, κοιμάται κάτω από την κουβέρτα, με τα πόδια απ’ έξω, χωρίς φόβο. Άλλοτε πάλι σωπαίνει για λίγο και μετά αλυχτά, φίλος με τη φύση του ή απλώς γεμάτος ανάγκη για συντρόφους. Κι εσύ εκεί, στη γωνία, με το δάχτυλο σου να προσπαθεί να σκεπάσει με τη σκιά του όσα δεν μπόρεσες μια ζωή να κρύψεις καλά, με δείχνεις ειρωνικά και νομίζεις πως πλησιάζεις έτσι μια δρασκελιά πιο κοντά στον παράδεισο.
Όμως ο παράδεισος δεν είναι εκεί που νομίζεις.
Είναι στις μικρές νωχελικές αλήθειες που ξερνάμε τα βράδια, κάτω από το κιτρινισμένο φως της λάμπας πετρελαίου, καθώς οι ανασφάλειές μας βγάλαν βόλτα τα σκυλιά τους, και μεις αιωρούμαστε έμπλεοι αποριών.
Είναι στις μικρές υποσχέσεις που δίνουν οι εραστές, με τη σιγουριά του αθάνατου να γιγαντώνει τα φτερά τους, και την ομορφιά του αγέρωχου να τους επιτρέπει να γλείφουν μικρές ρανίδες οργασμού από τα χείλη του άλλου.
Είναι στα κουκούτσια από το καρπούζι που ξεπαγώνει μέσα στις χούφτες μας, και φτύνουμε τα κουκούτσια του μετρώντας τα, προσπαθώντας να τα βγάλουμε λιγότερα από τις μέρες της ξενοιασιάς μας.
Είναι ακόμα σε ότι κι αν έχω πει και δεν μετάνιωσες που ήσουν εκεί για να τ’ ακούσεις. Είναι σε όποια σταγόνα δροσιάς πέφτει στο ιδρωμένο σου μέτωπο και σε κάνει να θυμάσαι πως η ζωή σε χρειάζεται, για να συνεχίσει να είναι όμορφη για κάποιους. Είναι στα χείλη όσων φωνάζουν από ένταση και όσων ουρλιάζουν από πάθος, αψηφώντας τον κίνδυνο και ερωτοτροπώντας με το θάνατο.
Είναι σ’ αυτό τ’ απαλό βραδινό αεράκι, που μας χτενίζει αλλόκοτα τα μαλλιά, προκαλώντας μας να αναμετρηθούμε με τις φοβίες μας, εκεί ψηλά ή εκεί χαμηλά, εγώ προτιμώ το πρώτο…
Εκεί είναι ο παράδεισος. Να το ξέρεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου