Για τους πατεράδες μας, και για πολλούς από μας παππούδες, η πίστη στον ελληνισμό ήταν κάτι αυτονόητο και πολύ συγκεκριμένο. Υπαγόρευε μια στάση ζωής, στάση που σε οδηγούσε να δώσεις και τη ζωή σου ακόμη όπως πολλοί από τη γενιά εκείνη που ξεκινούσαν τέτοιες μέρες το 1940 για το μέτωπο της Αλβανίας.
Κι ήταν αυτή η στάση ζωής που έδινε μορφή στην αφηρημένη ατομικότητα που λέγεται ελληνισμός, αφηρημένη γιατί δύσκολα μπορείς να προσδιορίσεις τα υλικά της, ατομικότητα αφού συμμετέχει μέσω της γλώσσας και του τοπίου της παιδικής σου ηλικίας στη διαμόρφωση του χαρακτήρα σου, της μοναδικότητάς σου. Η πίστη στον ελληνισμό, όπως κάθε πίστη, είναι η αποδοχή κάποιας δύναμης που ξεπερνάει τις δικές σου δυνάμεις, στην οποία αισθάνεσαι ότι οφείλεις την ύπαρξή σου και την οποία οφείλεις να υπερασπιστείς.
Κι ήταν αυτή η πίστη που ενεργοποίησε τις ημέρες εκείνες του ’40 ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος μέσα σε μια νύχτα μεταμορφώθηκε από δικτάτορα σε εθνικό ηγέτη. Εκαστος εφ’ ω ετάχθη. Θυμάμαι πάντα τη σκηνή από τις Μέρες του Σεφέρη, ο οποίος έχει φύγει με την εξόριστη κυβέρνηση μετά τη συνθηκολόγηση κι αφού έχει μιλήσει με τον πιο απαξιωτικό τρόπο για τα μέλη της δακρύζει όταν πια φτάνει στο Γιοχάνεσμπουργκ και ανοίγει και πάλι μετά από καιρό τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου. «Χθονός ες τηλουρόν ήκομεν πέδον.» Για όσους πολέμησαν στην Αλβανία ήταν η πίστη στον ελληνισμό, ήταν η θυσία της ζωής τους, για τον Σεφέρη οι στίχοι του Αισχύλου, για τον Ελύτη εκείνο το όπου κι αν βρίσκεστε αδελφοί μνημονεύετε Διονύσιον Σολωμό. Για μας τι είναι; Ποια είναι τα υλικά αυτής της πίστης, ποια τα ιερά της κειμήλια και ποια η δυναμική της;
Τι σημαίνει εν έτει 2014 η φράση «είμαι Ελληνας»; Τι άλλο σημαίνει εκτός από τα προφανή που σου έρχονται στο μυαλό, πως είσαι πολίτης μιας πτωχευμένης πολιτείας, πως ανήκεις σε μια κατακερματισμένη κοινωνία, πως θέλεις να αισθάνεσαι Ευρωπαίος γιατί φοβάσαι να μη σου πουν πως δεν είσαι, πως μιλάς μια γλώσσα μικρή που ελάχιστα την σέβεσαι γιατί δεν σου μαθαίνουν να την σέβεσαι, πως γενικά ανήκεις σε ένα μη κανονικό κράτος, κατά την ομολογία του ίδιου του πρωθυπουργού, και πως προσπαθείς να επιβιώσεις ως πολίτης του σύγχρονου κόσμου μέσα σε αναχρονιστικές δομές του πιο πρωτόγονου απολυταρχισμού, όπως η εφορία και τα δημόσια ασφαλιστικά ταμεία. Είναι ένας επιθετικός προσδιορισμός που έχει μόνον αρνητικές σημασίες; Ή μήπως υπάρχει ακόμη η ελπίδα να ανακαλύψουμε τις θετικές του παραμέτρους; Πριν καταλήξω να ομολογήσω πως ναι, πιστεύω, στις θετικές παραμέτρους του επιθετικού προσδιορισμού «Ελληνας», οφείλω να ξεκαθαρίσω ορισμένα στοιχειώδη.
Κατ’ αρχάς να πάρω τις αποστάσεις μου από όσα γύρω μου περιβάλλουν με την ενδυμασία του ευτράπελου τις λέξεις Ελληνας, ελληνισμός και το «ελληνικός» - αυτήν την ταυτότητα του κατά Καβάφη βασιλέως της Κομμαγηνής που ο ποιητής εγκωμιάζει: Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός – ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν... Αλλοι καιροί, άλλα ήθη. Τον ηρωισμό του έπους του ’40 τον μεταμόρφωσαν σε καρακιτσαριό οι γιορτές της πολεμικής αρετής της χούντας, διασύροντάς τον στις συνειδήσεις των τότε εφήβων. Θέλω να πω πως η πίστη στον ελληνισμό είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, τόσο σοβαρή που πρέπει επειγόντως να αποσυνδεθεί από τις διάφορες πολιτικές εκφράσεις του ελληνισμού. Να προσθέσω επίσης και τον απογοητευτικό αναχρονισμό της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας με τη φοβική συμπεριφορά απέναντι στον σύγχρονο κόσμο.
Τι μπορεί να σημαίνει η έκφραση «πίστη στον ελληνισμό», για έναν σημερινό Ελληνα; Είναι η πίστη στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου; Είναι η πίστη στον ελληνικό πολιτισμό που τον θυμόμαστε είτε όταν μας επισκέπτεται η ωραία κυρία Κλούνεϊ, είτε όποτε θέλουμε να πάρουμε άδεια καντίνας για την Αμφίπολη; Είναι η αγάπη για τη Μύκονο, με την οποία ταυτιζόταν η πίστη στον ελληνισμό στη δεκαετία του ενενήντα και ώς τα χρόνια της κατάρρευσης; Είναι η αγάπη για τη γλώσσα την οποία την ξεπετάμε λες και βαρεθήκαμε τις πτώσεις; Ή μήπως είναι η αγάπη για τα ομηρικά ακρογιάλια που τα βλέπεις και λιμπίζεσαι κυβικά μπετόν; Εχει κάποια πραγματικότητα η έκφραση πίστη στον ελληνισμό εν έτει 2014 ή είναι απλώς μια έκφραση κενή, ένα πάγιο εθνικό αίτημα σαν τα πάγια αιτήματα του συνδικαλιστικού κινήματος;
Κατ’ αρχάς ο βασικός λόγος που μας απογοητεύει η χώρα μας είναι επειδή δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει η πίστη στον ελληνισμό, όχι μόνον των Ελλήνων αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης. Ο εαυτός μας είναι καλύτερος απ’ αυτό που ζούμε, όπως η γλώσσα μας είναι καλύτερη απ’ το ιδίωμα που χρησιμοποιούμε, όπως και το τοπίο μας είναι καλύτερο απ’ αυτό που βλέπουν τα μάτια μας. Προσωπικά αρνούμαι να δεχθώ τον κυνισμό της απαξίας που μου επιβάλλει να παραιτηθώ από τα πράγματα που αγαπάω. Και δεν ξεχνάω πως σ’ αυτήν τη γλώσσα χρωστάω ότι διάβασα Ντοστογιέφσκι, κι ας μην ήταν Ελληνας, γιατί η γλώσσα είχε τέτοια δύναμη ώστε να μπορεί να υποδεχθεί την πιο πολύπλοκη σκέψη. Οπως και το τοπίο αντιστέκεται στις προσπάθειες που τόσα χρόνια καταβάλλουμε για να το καταστρέψουμε.
Κι ήταν αυτή η στάση ζωής που έδινε μορφή στην αφηρημένη ατομικότητα που λέγεται ελληνισμός, αφηρημένη γιατί δύσκολα μπορείς να προσδιορίσεις τα υλικά της, ατομικότητα αφού συμμετέχει μέσω της γλώσσας και του τοπίου της παιδικής σου ηλικίας στη διαμόρφωση του χαρακτήρα σου, της μοναδικότητάς σου. Η πίστη στον ελληνισμό, όπως κάθε πίστη, είναι η αποδοχή κάποιας δύναμης που ξεπερνάει τις δικές σου δυνάμεις, στην οποία αισθάνεσαι ότι οφείλεις την ύπαρξή σου και την οποία οφείλεις να υπερασπιστείς.
Κι ήταν αυτή η πίστη που ενεργοποίησε τις ημέρες εκείνες του ’40 ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος μέσα σε μια νύχτα μεταμορφώθηκε από δικτάτορα σε εθνικό ηγέτη. Εκαστος εφ’ ω ετάχθη. Θυμάμαι πάντα τη σκηνή από τις Μέρες του Σεφέρη, ο οποίος έχει φύγει με την εξόριστη κυβέρνηση μετά τη συνθηκολόγηση κι αφού έχει μιλήσει με τον πιο απαξιωτικό τρόπο για τα μέλη της δακρύζει όταν πια φτάνει στο Γιοχάνεσμπουργκ και ανοίγει και πάλι μετά από καιρό τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου. «Χθονός ες τηλουρόν ήκομεν πέδον.» Για όσους πολέμησαν στην Αλβανία ήταν η πίστη στον ελληνισμό, ήταν η θυσία της ζωής τους, για τον Σεφέρη οι στίχοι του Αισχύλου, για τον Ελύτη εκείνο το όπου κι αν βρίσκεστε αδελφοί μνημονεύετε Διονύσιον Σολωμό. Για μας τι είναι; Ποια είναι τα υλικά αυτής της πίστης, ποια τα ιερά της κειμήλια και ποια η δυναμική της;
Τι σημαίνει εν έτει 2014 η φράση «είμαι Ελληνας»; Τι άλλο σημαίνει εκτός από τα προφανή που σου έρχονται στο μυαλό, πως είσαι πολίτης μιας πτωχευμένης πολιτείας, πως ανήκεις σε μια κατακερματισμένη κοινωνία, πως θέλεις να αισθάνεσαι Ευρωπαίος γιατί φοβάσαι να μη σου πουν πως δεν είσαι, πως μιλάς μια γλώσσα μικρή που ελάχιστα την σέβεσαι γιατί δεν σου μαθαίνουν να την σέβεσαι, πως γενικά ανήκεις σε ένα μη κανονικό κράτος, κατά την ομολογία του ίδιου του πρωθυπουργού, και πως προσπαθείς να επιβιώσεις ως πολίτης του σύγχρονου κόσμου μέσα σε αναχρονιστικές δομές του πιο πρωτόγονου απολυταρχισμού, όπως η εφορία και τα δημόσια ασφαλιστικά ταμεία. Είναι ένας επιθετικός προσδιορισμός που έχει μόνον αρνητικές σημασίες; Ή μήπως υπάρχει ακόμη η ελπίδα να ανακαλύψουμε τις θετικές του παραμέτρους; Πριν καταλήξω να ομολογήσω πως ναι, πιστεύω, στις θετικές παραμέτρους του επιθετικού προσδιορισμού «Ελληνας», οφείλω να ξεκαθαρίσω ορισμένα στοιχειώδη.
Κατ’ αρχάς να πάρω τις αποστάσεις μου από όσα γύρω μου περιβάλλουν με την ενδυμασία του ευτράπελου τις λέξεις Ελληνας, ελληνισμός και το «ελληνικός» - αυτήν την ταυτότητα του κατά Καβάφη βασιλέως της Κομμαγηνής που ο ποιητής εγκωμιάζει: Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός – ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν... Αλλοι καιροί, άλλα ήθη. Τον ηρωισμό του έπους του ’40 τον μεταμόρφωσαν σε καρακιτσαριό οι γιορτές της πολεμικής αρετής της χούντας, διασύροντάς τον στις συνειδήσεις των τότε εφήβων. Θέλω να πω πως η πίστη στον ελληνισμό είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, τόσο σοβαρή που πρέπει επειγόντως να αποσυνδεθεί από τις διάφορες πολιτικές εκφράσεις του ελληνισμού. Να προσθέσω επίσης και τον απογοητευτικό αναχρονισμό της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας με τη φοβική συμπεριφορά απέναντι στον σύγχρονο κόσμο.
Τι μπορεί να σημαίνει η έκφραση «πίστη στον ελληνισμό», για έναν σημερινό Ελληνα; Είναι η πίστη στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου; Είναι η πίστη στον ελληνικό πολιτισμό που τον θυμόμαστε είτε όταν μας επισκέπτεται η ωραία κυρία Κλούνεϊ, είτε όποτε θέλουμε να πάρουμε άδεια καντίνας για την Αμφίπολη; Είναι η αγάπη για τη Μύκονο, με την οποία ταυτιζόταν η πίστη στον ελληνισμό στη δεκαετία του ενενήντα και ώς τα χρόνια της κατάρρευσης; Είναι η αγάπη για τη γλώσσα την οποία την ξεπετάμε λες και βαρεθήκαμε τις πτώσεις; Ή μήπως είναι η αγάπη για τα ομηρικά ακρογιάλια που τα βλέπεις και λιμπίζεσαι κυβικά μπετόν; Εχει κάποια πραγματικότητα η έκφραση πίστη στον ελληνισμό εν έτει 2014 ή είναι απλώς μια έκφραση κενή, ένα πάγιο εθνικό αίτημα σαν τα πάγια αιτήματα του συνδικαλιστικού κινήματος;
Κατ’ αρχάς ο βασικός λόγος που μας απογοητεύει η χώρα μας είναι επειδή δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει η πίστη στον ελληνισμό, όχι μόνον των Ελλήνων αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης. Ο εαυτός μας είναι καλύτερος απ’ αυτό που ζούμε, όπως η γλώσσα μας είναι καλύτερη απ’ το ιδίωμα που χρησιμοποιούμε, όπως και το τοπίο μας είναι καλύτερο απ’ αυτό που βλέπουν τα μάτια μας. Προσωπικά αρνούμαι να δεχθώ τον κυνισμό της απαξίας που μου επιβάλλει να παραιτηθώ από τα πράγματα που αγαπάω. Και δεν ξεχνάω πως σ’ αυτήν τη γλώσσα χρωστάω ότι διάβασα Ντοστογιέφσκι, κι ας μην ήταν Ελληνας, γιατί η γλώσσα είχε τέτοια δύναμη ώστε να μπορεί να υποδεχθεί την πιο πολύπλοκη σκέψη. Οπως και το τοπίο αντιστέκεται στις προσπάθειες που τόσα χρόνια καταβάλλουμε για να το καταστρέψουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου