- Κυρ Μωυσή! Ε, κυρ Μωυσή! Πού είναι;
Η φωνή του γηραιού Σαβαώθ αντήχησε βροντώδης εις τον Παράδεισον, του οποίου η ηλιοφεγγής και διαυγεστάτη ατμόσφαιρα εσείσθη εκ του ήχου.
Ο ταξιάρχης Γαβριήλ παρέστη μετά φόβου και σεβασμού ενώπιον του Υψίστου.
- Αγιώτατε, είπεν ο αρχάγγελος, ο Μωυσής προ ολίγου ήτο εκεί κάτω μαζί με τον Ηλίαν και με τον Νώε….
- Να έλθει εδώ αμέσως.
Ο Γαβριήλ εξεκίνησε και σχεδόν εν ακαρεί έφθασεν εις την άλλην άκραν του αχανούς Παραδείσου, χάρις εις τα τεράστια εκείνα βήματα, τα οποία απέδωκεν εις αυτόν η φαντασία του ποιητού μας Παναγιώτου Σούτσου, περιγράφοντος αυτόν εις τον Μεσσίαν ως διανύοντα δι’ ενός μόνο βήματος την απόστασιν την υπάρχουσαν μεταξύ του Ηλίου και του Αραράτ! Ο Σαβαώθ ανέμενεν εν τούτοις σύννους και μετρών το κομβολόγιόν του.
- Βάρυπνος εξύπνησε σήμερα ο Πανάγαθος! Είπε πονηρώς εν μικρόν χερουβίμ.
- Κάνε τη δουλειά σου εσύ! είπεν επιτημήσας αυτό αυστηρώς ο διευθύνων την ουράνιαν ορχήστραν αρχάγγελος.
‘Οτε ο προφήτης με την μεγάλην λευκήν του γενειάδα ενεφανίσθη ενώπιον του Σαβαώθ, εννόησεν εκ του βλοσηρού βλέμματος, ότι περί σοβαρού τινος επρόκειτο.
- Πού μου ήσουν, κυρ Μωυσή, οπού σ’ εζητούσα; ηρώτησεν αυτόν δυσθύμως και σχεδόν αποτόμως.
- Εκεί κάτω, αγιώτατε, συνομιλούσαμεν μαζί με …
- Συνομιλούσατε; βέβαια! κουβέντα και ραχάτι και τι σας μέλει την ευγένειά σας και τι τον μέλι τον κυρ Ηλία, πάει ο καιρός οπού του επήγαιναν τροφή τα κοράκια εις το σπήλαιον! Εδώ εις τον Παράδεισον έχει καλό χουζούρι.
- Αγιώτατε.
- Σιωπή και άκουε. Δεν πάμε καλά, κυρ Μωυσή, είναι πολύς καιρός οπού το βλέπω, εχθές είδα και τας μηνιαίας καταστάσεις της κινήσεως του Παραδείσου. Λίγος κόσμος, πολύ λίγος μπαίνει. Οι στερεότυποι και οι συνηθισμένοι, κάνας επαίτης σακάτης, κάνας γέρος μοναχός, κάνας δυστυχισμένος μέτοχος χρεωκοπησάσης εταιρείας, κανένας ταλαίπωρος συνταξιούχος των 15 δραχμών.
- Το βλέπω κ’ εγώ, είπε περιλύπως ο Μωυσής.
- Ενώ εκεί κάτω, εξακολούθησεν ο ‘Αναρχος, ρίπτων βλέμμα φθόνου σχεδόν προς το εν τω μέσω των νεφελών διαφαινόμενον χάος, όπου ήστραπτεν εκ διαλειμμάτων η ερυθρά αντανάκλασις των φλογών της Κολάσεως, εκεί κάτω φαίνεται ότι κάμνουν δουλειά χρυσή. Ο Σατανάς κατήντησε να γίνη τεμπέλης. δεν μηχανεύεται πλέον δόλους διά να κερδίση ψυχάς. πηγαίνουν μόνοι τους οι μουστερήδες! ‘Αλλοτε ήρχετο κάπου κάπου να μου ζητήση την άδειαν να πειράξη κανέναν, τον Ιώβ, τον Φάουστ, τώρα ούτε καν καταδέχεται. ‘Ασχημη δουλειά!
- Αυτό ελέγαμε και ημείς με τον Νώε και τον Ηλίαν!
- Ε, και τι ελέγατε;
- ‘Οτι πρέπει να γίνη ρεκλάμα, όπως κάμνει η Εταιρεία του Σιδηροδρόμου Αθηνών – Πειραιώς διά το Φάληρον, να διοργανώσουν τίποτε ιπποδρομίας ο αγ. Γεώργιος και ο αγ. Δημήτριος.
- Καλό κι αυτό, είπεν, αφού εσκέφθη ολίγον ο Σαβαώθ, αλλά δεν αρκεί. Χρειάζονται μέτρα ριζικότερα! Δεν μου λέγεις, Μωυσή, πόσος καιρός είναι που εδημοσιεύσαμεν τον Δεκάλογον;
- Μα, ξεύρω κι εγώ; πού μπορεί κανείς να υπολογίση τώρα με την νέαν επιστήμην.
- Επάνω κάτω.
- Πέντε χιλιάδες χρόνια.
- Πέντε χιλιάδες χρόνια! επανέλαβε σείων την κεφαλήν ο Σαβαώθ. Εκατάλβες! πέντε χιλιάδες χρόνια, ένας λόγος είναι, πολλά πράγματα ημπορούν να γηράσουν μέσα εις αυτό το διάστημα. Κοντεύω να γηράσω εγώ από τότε και ας με λέγουν Αιώνιον, προσέθηκε μειδιών και παρατηρών την κατάλευκον γενειάδα του.
- Λοιπόν, τι λέγετε, Αγιώτατε;
- Ο δεκάλογός μας εγήρασε πολύ, Μωυσή, από τότε. Πρέπει να επιφέρωμεν μεταρρυθμίσεις εις αυτόν, μεταρρυθμίσεις ριζικάς. Ας κάμωμεν μίαν δοκιμήν εκ του προχείρου. Λέγε μου, σε παρακαλώ μίαν μίαν τας εντολάς.
Ο Μωυσής ήρχισε να ξέη το ους.
- Εκατάλαβα! είπεν ο ‘Υψιστος, στοιχιματίζω πως τας εξέχασες!
- Μα.Ύστερα από πέντε χιλιάδες χρόνια! είπεν ο Μωυσής μειδιών.
- Και έχουμε την απαίτησιν να τας ενθυμήται ο κόσμος, αφού δεν τας ενθυμείσαι συ οπού τας έγραψες! Φέρε γρήγορα τας πλάκας.
Ο Μωυσής απελθών εκόμισε τη βοηθεία δύο αγγέλων τας δύο βαρυτάτας πλάκας του δεκαλόγου, τας οποίας έλαβεν επί του Σινά.
- Φαντάσου καιρός που επέρασε από τότε, είπεν ο Πανάγαθος. εγράφαμεν ακόμα εις την πλάκα!
Το παρεστώς πλήθος των Χερουβίμ και Σεραφίμ ανεκάγχασε διά το λογοπαίγνιον του Κυρίου. Ο Μωυσής ήρχισε ν’ αναγιγνώσκει μίαν προς μίαν τας εντολάς του θείου νόμου:
- Εγώ ειμί Κύριος ο θεός σου κτλ.
- Αυτό είναι το μόνον άρθρον οπού εξασφαλίζει την δυναστείαν μου, μολονότι, ας είναι, παρακάτω!
- Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα.
- Ας είναι κι αυτό! Φθάνει να κάμουν τα ομοιώματα με τέχνην, διότι έτυχε να ιδώ κάτι Πλάτωνας εμπρός εις την Ακαδημίαν των Αθηνών. Δεν πειράζει. Λέγε παρακάτω.
- Ου λήψη το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω.
- Τώρα τα προκόψαμε! Ανέκραξεν ο ‘Αναρχος. το όνομά μου; Αχ! Πόσα ακούει κάθε μέρα το κακόμοιρο. Αλλά πάλι τι θ’ ακούσω αν δεν ήτο και αυτή η απαγόρευσις. Εξακολούθησε.
- Μνήσθητι την ημέραν των Σαββάτων αγιάζειν αυτήν.
- Ναίσκε. Αλλά έχομεν και διαμαρτυρομένους, βλέπεις, οπού εμβαίνουν εις τον Παράδεισον μόνο και μόνο διότι δεν γδύνουν τον πλησίον την ημέραν του Σαββάτου. Δηλαδή της Κυριακής. Εδώ τα μπλέξαμε με το Σάββατον και την Κυριακήν, σαν να ήμεθα συντάκται ελληνιών νομοσχεδίων. Αν αποκλείσωμεν και αυτήν την αρετήν, όλοι οι λόρδοι θα πηγαίνουν εις την Κόλασιν και δεν μας συμφέρει. Παρακάτω.
- Ου φονεύσεις.
- Α, μάλιστα. Αλλά για να ιδούμε τώρα με την απαγόρευσιν της πληροφορίας.
- Ου
- Εμπρός.
- Ου Ου ! επανέλαβεν ο Μωυσής διστάζων.
- Ούξις και ξερός είπεν ο Σαβαώθ ανυπομονών, λέγε.
- Αλλά, Αγιώτατε.
- Εκατάλαβα, είπεν ο Σαβαώθ. είναι η εβδόμη εντολή. Μουρντάρικη δουλειά! Και μολονότι έχομεν εδώ μέσα τον Προφητάνακτα, ο οποίος τα έψησε με την γυναίκα του Ουρία, οπωσδήποτε η ηθική! πάρα πέρα!
- Ου κλέψεις.
- Α! στάσου εδώ, είπεν ο ‘Υψιστος. Εδώ δεν έχει καμμίαν δικαιολογίαν. Προ καιρού το έβλεπα ότι αυτή η εντολή ήτο περιττή. Τώρα επαράγινε το πράγμα! Μην πας μακριά. Πιάσε την Ελλάδα. εκεί πέρα κλέφτουν ως και τα έμβρυα από την κοιλιά της μάννας των. Είναι τώρα κάμποσοι μήνες μάλιστα όπου δεν βλέπεις τίποτε άλλο παρά σειράν ατελευτήτων κλοπών. Από εκείνην την ευλογημένην χώραν οπού είχαμεν άλλοτε τους καλυτέρους μας πελάτας, τώρα δεν ημπορεί ούτε ένας να εμβή εις τον Παράδεισον. ‘Ανθρωποι οι οποίοι εγήρασαν εις την αρετήν και την τιμιότητα, άνθρωποι οι οποίοι ως και εις τον εσπερινόν επήγαιναν, ακούς, απεδείχθησαν εις το ύστερον κλέπται. Είναι απελπισία! Αυτή η εντολή πρέπει να καταργηθή.
Ο Μωυσής ηθέλησε ν’ αντιτείνη συνηγορών υπέρ της ακεραιότητος του δεκαλόγου του, ότε αίφνης θόρυβος μέγας ηκούσθη παρά την είσοδον του Παραδείσου και πριν ή προφθάση ο ‘Υψιστος να ερωτήση τι τρέχει ενεφανίσθη ο Πέτρος ολοπόρφυρος εκ του θυμού.
- Μ’ έκλεψαν, Θεέ μου! εβόα θρηνωδώς ο Απόστολος, μ’ έκλεψαν! Ολίγας μετοχάς οπού είχα, τας οικονομίας μου!
- Ποίος σ’ έκλεψεν; ηρώτησεν ο Σαβαώθ.
- ‘Ενας πρώην υπουργός ‘Ελλην και ένας πρώην ταμίας Ελλην κι αυτός.
- Ορίστε! είπεν ο ‘Υψιστος αποτεινόμενος προς τον Μωυσήν, τα βλέπεις, ως κι εδώ μέσα. Αν δεν καταργήσωμεν την εντολήν, θα διώξωμεν και αυτούς οπού υπάρχουν μέσα!
Και επειδή ο Μωυσής ακόμη εδίσταζεν, ο ‘Υψιστος εξε΄τεινε την δεξιάν και διά του θείου του δακτύλου διέγραψεν από της πλακός την ογδόην εντολήν. Και ταυτοχρόνως διέταξε ν’ αναγγείλουν το γεγονός εις την Ιεράν Σύνοδον, διά να το ανακοινώση αύτη εις τους εκδότας των Κατηχήσεων.
Η φωνή του γηραιού Σαβαώθ αντήχησε βροντώδης εις τον Παράδεισον, του οποίου η ηλιοφεγγής και διαυγεστάτη ατμόσφαιρα εσείσθη εκ του ήχου.
Ο ταξιάρχης Γαβριήλ παρέστη μετά φόβου και σεβασμού ενώπιον του Υψίστου.
- Αγιώτατε, είπεν ο αρχάγγελος, ο Μωυσής προ ολίγου ήτο εκεί κάτω μαζί με τον Ηλίαν και με τον Νώε….
- Να έλθει εδώ αμέσως.
Ο Γαβριήλ εξεκίνησε και σχεδόν εν ακαρεί έφθασεν εις την άλλην άκραν του αχανούς Παραδείσου, χάρις εις τα τεράστια εκείνα βήματα, τα οποία απέδωκεν εις αυτόν η φαντασία του ποιητού μας Παναγιώτου Σούτσου, περιγράφοντος αυτόν εις τον Μεσσίαν ως διανύοντα δι’ ενός μόνο βήματος την απόστασιν την υπάρχουσαν μεταξύ του Ηλίου και του Αραράτ! Ο Σαβαώθ ανέμενεν εν τούτοις σύννους και μετρών το κομβολόγιόν του.
- Βάρυπνος εξύπνησε σήμερα ο Πανάγαθος! Είπε πονηρώς εν μικρόν χερουβίμ.
- Κάνε τη δουλειά σου εσύ! είπεν επιτημήσας αυτό αυστηρώς ο διευθύνων την ουράνιαν ορχήστραν αρχάγγελος.
‘Οτε ο προφήτης με την μεγάλην λευκήν του γενειάδα ενεφανίσθη ενώπιον του Σαβαώθ, εννόησεν εκ του βλοσηρού βλέμματος, ότι περί σοβαρού τινος επρόκειτο.
- Πού μου ήσουν, κυρ Μωυσή, οπού σ’ εζητούσα; ηρώτησεν αυτόν δυσθύμως και σχεδόν αποτόμως.
- Εκεί κάτω, αγιώτατε, συνομιλούσαμεν μαζί με …
- Συνομιλούσατε; βέβαια! κουβέντα και ραχάτι και τι σας μέλει την ευγένειά σας και τι τον μέλι τον κυρ Ηλία, πάει ο καιρός οπού του επήγαιναν τροφή τα κοράκια εις το σπήλαιον! Εδώ εις τον Παράδεισον έχει καλό χουζούρι.
- Αγιώτατε.
- Σιωπή και άκουε. Δεν πάμε καλά, κυρ Μωυσή, είναι πολύς καιρός οπού το βλέπω, εχθές είδα και τας μηνιαίας καταστάσεις της κινήσεως του Παραδείσου. Λίγος κόσμος, πολύ λίγος μπαίνει. Οι στερεότυποι και οι συνηθισμένοι, κάνας επαίτης σακάτης, κάνας γέρος μοναχός, κάνας δυστυχισμένος μέτοχος χρεωκοπησάσης εταιρείας, κανένας ταλαίπωρος συνταξιούχος των 15 δραχμών.
- Το βλέπω κ’ εγώ, είπε περιλύπως ο Μωυσής.
- Ενώ εκεί κάτω, εξακολούθησεν ο ‘Αναρχος, ρίπτων βλέμμα φθόνου σχεδόν προς το εν τω μέσω των νεφελών διαφαινόμενον χάος, όπου ήστραπτεν εκ διαλειμμάτων η ερυθρά αντανάκλασις των φλογών της Κολάσεως, εκεί κάτω φαίνεται ότι κάμνουν δουλειά χρυσή. Ο Σατανάς κατήντησε να γίνη τεμπέλης. δεν μηχανεύεται πλέον δόλους διά να κερδίση ψυχάς. πηγαίνουν μόνοι τους οι μουστερήδες! ‘Αλλοτε ήρχετο κάπου κάπου να μου ζητήση την άδειαν να πειράξη κανέναν, τον Ιώβ, τον Φάουστ, τώρα ούτε καν καταδέχεται. ‘Ασχημη δουλειά!
- Αυτό ελέγαμε και ημείς με τον Νώε και τον Ηλίαν!
- Ε, και τι ελέγατε;
- ‘Οτι πρέπει να γίνη ρεκλάμα, όπως κάμνει η Εταιρεία του Σιδηροδρόμου Αθηνών – Πειραιώς διά το Φάληρον, να διοργανώσουν τίποτε ιπποδρομίας ο αγ. Γεώργιος και ο αγ. Δημήτριος.
- Καλό κι αυτό, είπεν, αφού εσκέφθη ολίγον ο Σαβαώθ, αλλά δεν αρκεί. Χρειάζονται μέτρα ριζικότερα! Δεν μου λέγεις, Μωυσή, πόσος καιρός είναι που εδημοσιεύσαμεν τον Δεκάλογον;
- Μα, ξεύρω κι εγώ; πού μπορεί κανείς να υπολογίση τώρα με την νέαν επιστήμην.
- Επάνω κάτω.
- Πέντε χιλιάδες χρόνια.
- Πέντε χιλιάδες χρόνια! επανέλαβε σείων την κεφαλήν ο Σαβαώθ. Εκατάλβες! πέντε χιλιάδες χρόνια, ένας λόγος είναι, πολλά πράγματα ημπορούν να γηράσουν μέσα εις αυτό το διάστημα. Κοντεύω να γηράσω εγώ από τότε και ας με λέγουν Αιώνιον, προσέθηκε μειδιών και παρατηρών την κατάλευκον γενειάδα του.
- Λοιπόν, τι λέγετε, Αγιώτατε;
- Ο δεκάλογός μας εγήρασε πολύ, Μωυσή, από τότε. Πρέπει να επιφέρωμεν μεταρρυθμίσεις εις αυτόν, μεταρρυθμίσεις ριζικάς. Ας κάμωμεν μίαν δοκιμήν εκ του προχείρου. Λέγε μου, σε παρακαλώ μίαν μίαν τας εντολάς.
Ο Μωυσής ήρχισε να ξέη το ους.
- Εκατάλαβα! είπεν ο ‘Υψιστος, στοιχιματίζω πως τας εξέχασες!
- Μα.Ύστερα από πέντε χιλιάδες χρόνια! είπεν ο Μωυσής μειδιών.
- Και έχουμε την απαίτησιν να τας ενθυμήται ο κόσμος, αφού δεν τας ενθυμείσαι συ οπού τας έγραψες! Φέρε γρήγορα τας πλάκας.
Ο Μωυσής απελθών εκόμισε τη βοηθεία δύο αγγέλων τας δύο βαρυτάτας πλάκας του δεκαλόγου, τας οποίας έλαβεν επί του Σινά.
- Φαντάσου καιρός που επέρασε από τότε, είπεν ο Πανάγαθος. εγράφαμεν ακόμα εις την πλάκα!
Το παρεστώς πλήθος των Χερουβίμ και Σεραφίμ ανεκάγχασε διά το λογοπαίγνιον του Κυρίου. Ο Μωυσής ήρχισε ν’ αναγιγνώσκει μίαν προς μίαν τας εντολάς του θείου νόμου:
- Εγώ ειμί Κύριος ο θεός σου κτλ.
- Αυτό είναι το μόνον άρθρον οπού εξασφαλίζει την δυναστείαν μου, μολονότι, ας είναι, παρακάτω!
- Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα.
- Ας είναι κι αυτό! Φθάνει να κάμουν τα ομοιώματα με τέχνην, διότι έτυχε να ιδώ κάτι Πλάτωνας εμπρός εις την Ακαδημίαν των Αθηνών. Δεν πειράζει. Λέγε παρακάτω.
- Ου λήψη το όνομα Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω.
- Τώρα τα προκόψαμε! Ανέκραξεν ο ‘Αναρχος. το όνομά μου; Αχ! Πόσα ακούει κάθε μέρα το κακόμοιρο. Αλλά πάλι τι θ’ ακούσω αν δεν ήτο και αυτή η απαγόρευσις. Εξακολούθησε.
- Μνήσθητι την ημέραν των Σαββάτων αγιάζειν αυτήν.
- Ναίσκε. Αλλά έχομεν και διαμαρτυρομένους, βλέπεις, οπού εμβαίνουν εις τον Παράδεισον μόνο και μόνο διότι δεν γδύνουν τον πλησίον την ημέραν του Σαββάτου. Δηλαδή της Κυριακής. Εδώ τα μπλέξαμε με το Σάββατον και την Κυριακήν, σαν να ήμεθα συντάκται ελληνιών νομοσχεδίων. Αν αποκλείσωμεν και αυτήν την αρετήν, όλοι οι λόρδοι θα πηγαίνουν εις την Κόλασιν και δεν μας συμφέρει. Παρακάτω.
- Ου φονεύσεις.
- Α, μάλιστα. Αλλά για να ιδούμε τώρα με την απαγόρευσιν της πληροφορίας.
- Ου
- Εμπρός.
- Ου Ου ! επανέλαβεν ο Μωυσής διστάζων.
- Ούξις και ξερός είπεν ο Σαβαώθ ανυπομονών, λέγε.
- Αλλά, Αγιώτατε.
- Εκατάλαβα, είπεν ο Σαβαώθ. είναι η εβδόμη εντολή. Μουρντάρικη δουλειά! Και μολονότι έχομεν εδώ μέσα τον Προφητάνακτα, ο οποίος τα έψησε με την γυναίκα του Ουρία, οπωσδήποτε η ηθική! πάρα πέρα!
- Ου κλέψεις.
- Α! στάσου εδώ, είπεν ο ‘Υψιστος. Εδώ δεν έχει καμμίαν δικαιολογίαν. Προ καιρού το έβλεπα ότι αυτή η εντολή ήτο περιττή. Τώρα επαράγινε το πράγμα! Μην πας μακριά. Πιάσε την Ελλάδα. εκεί πέρα κλέφτουν ως και τα έμβρυα από την κοιλιά της μάννας των. Είναι τώρα κάμποσοι μήνες μάλιστα όπου δεν βλέπεις τίποτε άλλο παρά σειράν ατελευτήτων κλοπών. Από εκείνην την ευλογημένην χώραν οπού είχαμεν άλλοτε τους καλυτέρους μας πελάτας, τώρα δεν ημπορεί ούτε ένας να εμβή εις τον Παράδεισον. ‘Ανθρωποι οι οποίοι εγήρασαν εις την αρετήν και την τιμιότητα, άνθρωποι οι οποίοι ως και εις τον εσπερινόν επήγαιναν, ακούς, απεδείχθησαν εις το ύστερον κλέπται. Είναι απελπισία! Αυτή η εντολή πρέπει να καταργηθή.
Ο Μωυσής ηθέλησε ν’ αντιτείνη συνηγορών υπέρ της ακεραιότητος του δεκαλόγου του, ότε αίφνης θόρυβος μέγας ηκούσθη παρά την είσοδον του Παραδείσου και πριν ή προφθάση ο ‘Υψιστος να ερωτήση τι τρέχει ενεφανίσθη ο Πέτρος ολοπόρφυρος εκ του θυμού.
- Μ’ έκλεψαν, Θεέ μου! εβόα θρηνωδώς ο Απόστολος, μ’ έκλεψαν! Ολίγας μετοχάς οπού είχα, τας οικονομίας μου!
- Ποίος σ’ έκλεψεν; ηρώτησεν ο Σαβαώθ.
- ‘Ενας πρώην υπουργός ‘Ελλην και ένας πρώην ταμίας Ελλην κι αυτός.
- Ορίστε! είπεν ο ‘Υψιστος αποτεινόμενος προς τον Μωυσήν, τα βλέπεις, ως κι εδώ μέσα. Αν δεν καταργήσωμεν την εντολήν, θα διώξωμεν και αυτούς οπού υπάρχουν μέσα!
Και επειδή ο Μωυσής ακόμη εδίσταζεν, ο ‘Υψιστος εξε΄τεινε την δεξιάν και διά του θείου του δακτύλου διέγραψεν από της πλακός την ογδόην εντολήν. Και ταυτοχρόνως διέταξε ν’ αναγγείλουν το γεγονός εις την Ιεράν Σύνοδον, διά να το ανακοινώση αύτη εις τους εκδότας των Κατηχήσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου