Από τα αρχαιότατα χρόνια, η Χίος ήταν φημισμένη για το υπέροχο κρασί της. Κατά τον Στράβωνα, μάλιστα, το κρασί αυτό ήταν το καλύτερο που υπήρχε τότε στην Ελλάδα: «Ειθ’ η Αριουσία χώρα οίνον άριστον φέρουσα των Ελλήνων». Η Αριουσία ήταν χωριό της Χίου, που έβγαζε θαυμαστά σταφύλια. Ο Αριστοφάνης ο Βιργίλιος, ο Οράτιος, ο Τίβουλος και πολλοί άλλοι συγγραφείς, εξυμνούν το χιώτικο κρασί με αληθινό πάθος. Γιατί, λίγο πολύ, ήταν όλοι τους μεγάλοι κρασοπατέρες και ήξεραν να εκτιμούν το καλό κρασί.
Οι Ρωμαίοι, για να μπορούν να πίνουν τα δικά τους σκληρά κρασιά, τα ανακάτωναν με χιώτικο, που τους έδινε ωραία και μυρωμένη γεύση. Την ημέρα του θριάμβου του, ο Καίσαρ πρόσφερε στους φίλους του, «αμφορείς οίνου Χίου». Ο δε Ορτένσιος, τόσο το εκτιμούσε, που άφησε στους κληρονόμους του «δεκισχίλιους κάδους» από το εξαίρετο αυτό ποτό, που χρησίμευε ακόμα και ως φάρμακο για τα μάτια, τα πασίγνωστα την εποχή εκείνη «Χιακά κολλύρια» και ως τονωτικό για τους εξασθενισμένους οργανισμούς. Κατά τον Πλίνιο, ο Ρωμαίος πραίτωρ Γάϊος έστειλε ολόκληρο πλοίο για να του φέρουν χιώτικο κρασί, σύμφωνα με τη συνταγή που του έδωσε ο γιατρός του.
Στην Αθήνα, ήταν πανάκριβο και εθεωρείτο ως είδος πολυτελείας. Ο κάδος πουλιόταν μία μνά, ποσό μεγάλο. Οι φιλάργυροι έμποροι δεν έβαζαν σταγόνα στο στόμα τους, για να μη χάσουν το παραμικρό κέρδος.
Ένας αρχαίος θρύλος λέει ότι οι Χιώτες θεωρούνται οι εφευρέτες του κρασιού και οι Αθηναίοι της ταβέρνας. Στην αρχαία Αθήνα τα καπηλειά ήταν τόσα πολλά, ώστε ο Περικλής με ένα διάταγμά του θέλησε να τα καταργήσει μια για πάντα. Μεσολάβησαν, όμως, οι δημογέροντες και δεν τον άφησαν να πραγματοποιήσει την απόφασή του, για να μη στερήσει το λαό από μια ευχαρίστηση και το κράτος από ένα έσοδο.
Την εποχή εκείνη το κρασί της Αττικής ήταν τόσο φημισμένο, όσο περίπου και το χιώτικο. Οι ξένοι που ερχότανε στην Αθήνα, το πρώτο που έκαναν ήταν να πάνε στα καπηλειά, για να κατεβάσουν μερικές κούπες…
Στην Κόρινθο υπήρχαν άφθονα καπηλειά, επειδή όλο το εμπόριο Ανατολής και Δύσης συγκεντρώνονταν στο λιμάνι της. Είχε τετρακόσιες χιλιάδες κατοίκους και άλλους τόσους δούλους. Όσο για τους ξένους, αυτοί ήταν αμέτρητοι. Πολλές από τις ταβέρνες αυτές είχαν τουριστικό σκοπό.
Στην αρχαία Σπάρτη, δεν υπήρχαν ταβέρνες. Υπήρχαν, όμως, τα Θερμοπύλεια, όπου έπιναν αποκλειστικά και μόνον οι γέροι, ζεστά ποτά τον χειμώνα. Η χρήση του κρασιού απαγορευόταν στους νέους με την ποινή του θανάτου!..
Το σύστημα του νομοθέτη Λυκούργου ήταν σκληρό: Ήθελε να διατηρήσει τραχιά τη φυλή του, ανάμεσα σε ένα τόσο θερμό και εύφορο χώρο. Αρκετοί πολίτες όμως, όπως λέει ο Πλούταρχος, δεν άντεχαν σε τόση σκληρότητα και λιποτακτούσαν μακριά από τη δαμάστρια των ανδρών πόλη. Η ολιγανθρωπιά έφαγε τη Σπάρτη. Όσους δεν σκότωναν οι αδιάκοπες μάχες, τους εξαντλούσε η κουραστική, μονότονη αυτή ζωή…
Στην αρχαία Αθήνα γινόταν και Ρεφενέ πάρτυ. Πρόσφατα γινότανε πολύς λόγος για ρεφενέ πάρτυ, που οργάνωναν οι σημερινοί νέοι στις γειτονιές. Ο οικοδεσπότης διέθετε μόνον τον χώρο του σπιτιού του και οι προσκεκλημένοι έφερναν μαζί τους τα πάντα: ο ένας μεζέδες, ο άλλος κρασί, ο τρίτος γλυκά κλπ.
Να, όμως, που κάτι ανάλογο συνηθίζονταν και στην αρχαία Αθήνα. Οι αρχαίοι Αθηναίοι τα συνήθιζαν πάρα πολύ τα ρεφενέ πάρτυ, για να διασκεδάσουν. Οι παρέες συγκεντρώνονταν στο σπίτι κάποιου νέου της παρέας, ο οποίος, όμως, να είχε… στείλει τους γονείς του σε περίπατο ή επίσκεψη (κάτι ανάλογο γινότανε και στις ημέρες μας πριν λίγες δεκαετίες). Έτσι και έκανε ο γιός ή η κόρη πάρτυ, οι γονείς απομακρύνονταν από το σπίτι θέλοντας και μη, για να μπορούν μετά να σβήνουν τα φώτα.
Έτσι, λοιπόν, και στην αρχαία Αθήνα, έφθαναν οι προσκεκλημένοι φέρνοντας μαζί τους όχι μόνον φαγητά, κρασιά ή γλυκίσματα, αλλά, αν προτιμούσαν, ένα μάγειρα, μία παρέα από αυλητρίδες που θα έπαιζαν αυλούς για να χορεύουν ή κανένα μίμο. Ένας άγραφος νόμος καλής συμπεριφοράς απαγόρευε στις γυναίκες να χαριεντίζονται στα πάρτυ με άλλους άνδρες, εκτός από τους καβαλιέρους τους.
Πάντως, όμως, όταν άναβε το γλέντι δεν έλειπαν και οι ζηλοτυπίες, που ήταν συχνές σκηνές. Αναφέρονται διαπληκτισμοί, καυγάδες, έσπαζαν ποτήρια κλπ. Πάνω στον καυγά έμπαιναν στο σπίτι και μερικοί απρόσκλητοι που φρόντιζαν να… ξαφρίσουν κάποιο ασημικό.
Για να κάνουν τα γλεντάκια τους οι νέοι, ζητούσαν συνήθως χρήματα από τις μητέρες τους, που, όπως και σήμερα, είναι πιο ελαστικές από τους πατέρες. Αν όμως και οι μητέρες δεν είχαν χρήματα ή τσιγκουνεύονταν, τότε οι νεαροί βλαστοί κατέφευγαν σε τοκογλύφους, οι οποίοι πρόθυμα τους δάνειζαν. Αξίζει να σημειώσουμε, πάντως ότι η κοινή γνώμη ήταν επιεικής για τις παρεκτροπές των νέων.
Στο Βυζάντιο, οι ταβέρνες βρισκότανε, ως επί το πλείστον, στους κεντρικούς δρόμους. Κάθε σπίτι σχεδόν είχε και ένα μαγαζί στην πρόσοψή του, με μαρμάρινους πάγκους, όπου γύρω-γύρω στους τοίχους της ταβέρνας, υπήρχαν ράφια με πήλινα δοχεία και κούπες. Δεν ήταν δε σπάνια η περίπτωση να βρίσκεται πίσω από τον πάγκο μια νεαρή σερβιτόρα που κερνούσε τους περαστικούς γλυκόπιοτο κρασί, «οίνον που ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου»…
Και φυσικά, όπως συμβαίνει και στην εποχή μας, συνέβαινε να ανάψουν ανάμεσά τους πολιτικές συζητήσεις, που κατέληγαν πολύ συχνά σε αιματηρές συμπλοκές.
Πολλοί ιστορικοί αναφέρουν, ότι υπήρξε εποχή, όπου ολόκληρη η Κωνσταντινούπολη είχε μεταβληθεί σε ένα απέραντο ταβερνείο. Πλήθος μεταπωλητές και τσαρλατάνοι, έπιαναν τους δρόμους, δημιουργώντας έτσι ένα σωρό εμπόδια στους πραγματικούς εμπόρους της Κωνσταντινούπολης.
Για να θεραπεύσει το κακό ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565) εξέδωκε αυστηρές διαταγές, που τιμωρούσαν με πρόστιμο και φυλάκιση τους πλανόδιους ποτοπώλες.
Όπως βλέπουμε, λοιπόν, ουδέν… καινόν υπό τον ήλιον! Τυχαίνει καμιά φορά, διαβάζοντας την ιστορία της εποχής εκείνης, να αναρωτιόμαστε: είναι αρχαία, άραγε η ιστορία αυτή ή σημερινή; Με το δίκιο μας. Γιατί ο ένας αιώνας αντιγράφει τον άλλο, ακόμα και στις πιο ασήμαντες, πολλές φορές, λεπτομέρειες.
Οι Ρωμαίοι, για να μπορούν να πίνουν τα δικά τους σκληρά κρασιά, τα ανακάτωναν με χιώτικο, που τους έδινε ωραία και μυρωμένη γεύση. Την ημέρα του θριάμβου του, ο Καίσαρ πρόσφερε στους φίλους του, «αμφορείς οίνου Χίου». Ο δε Ορτένσιος, τόσο το εκτιμούσε, που άφησε στους κληρονόμους του «δεκισχίλιους κάδους» από το εξαίρετο αυτό ποτό, που χρησίμευε ακόμα και ως φάρμακο για τα μάτια, τα πασίγνωστα την εποχή εκείνη «Χιακά κολλύρια» και ως τονωτικό για τους εξασθενισμένους οργανισμούς. Κατά τον Πλίνιο, ο Ρωμαίος πραίτωρ Γάϊος έστειλε ολόκληρο πλοίο για να του φέρουν χιώτικο κρασί, σύμφωνα με τη συνταγή που του έδωσε ο γιατρός του.
Στην Αθήνα, ήταν πανάκριβο και εθεωρείτο ως είδος πολυτελείας. Ο κάδος πουλιόταν μία μνά, ποσό μεγάλο. Οι φιλάργυροι έμποροι δεν έβαζαν σταγόνα στο στόμα τους, για να μη χάσουν το παραμικρό κέρδος.
Ένας αρχαίος θρύλος λέει ότι οι Χιώτες θεωρούνται οι εφευρέτες του κρασιού και οι Αθηναίοι της ταβέρνας. Στην αρχαία Αθήνα τα καπηλειά ήταν τόσα πολλά, ώστε ο Περικλής με ένα διάταγμά του θέλησε να τα καταργήσει μια για πάντα. Μεσολάβησαν, όμως, οι δημογέροντες και δεν τον άφησαν να πραγματοποιήσει την απόφασή του, για να μη στερήσει το λαό από μια ευχαρίστηση και το κράτος από ένα έσοδο.
Την εποχή εκείνη το κρασί της Αττικής ήταν τόσο φημισμένο, όσο περίπου και το χιώτικο. Οι ξένοι που ερχότανε στην Αθήνα, το πρώτο που έκαναν ήταν να πάνε στα καπηλειά, για να κατεβάσουν μερικές κούπες…
Στην Κόρινθο υπήρχαν άφθονα καπηλειά, επειδή όλο το εμπόριο Ανατολής και Δύσης συγκεντρώνονταν στο λιμάνι της. Είχε τετρακόσιες χιλιάδες κατοίκους και άλλους τόσους δούλους. Όσο για τους ξένους, αυτοί ήταν αμέτρητοι. Πολλές από τις ταβέρνες αυτές είχαν τουριστικό σκοπό.
Στην αρχαία Σπάρτη, δεν υπήρχαν ταβέρνες. Υπήρχαν, όμως, τα Θερμοπύλεια, όπου έπιναν αποκλειστικά και μόνον οι γέροι, ζεστά ποτά τον χειμώνα. Η χρήση του κρασιού απαγορευόταν στους νέους με την ποινή του θανάτου!..
Το σύστημα του νομοθέτη Λυκούργου ήταν σκληρό: Ήθελε να διατηρήσει τραχιά τη φυλή του, ανάμεσα σε ένα τόσο θερμό και εύφορο χώρο. Αρκετοί πολίτες όμως, όπως λέει ο Πλούταρχος, δεν άντεχαν σε τόση σκληρότητα και λιποτακτούσαν μακριά από τη δαμάστρια των ανδρών πόλη. Η ολιγανθρωπιά έφαγε τη Σπάρτη. Όσους δεν σκότωναν οι αδιάκοπες μάχες, τους εξαντλούσε η κουραστική, μονότονη αυτή ζωή…
Στην αρχαία Αθήνα γινόταν και Ρεφενέ πάρτυ. Πρόσφατα γινότανε πολύς λόγος για ρεφενέ πάρτυ, που οργάνωναν οι σημερινοί νέοι στις γειτονιές. Ο οικοδεσπότης διέθετε μόνον τον χώρο του σπιτιού του και οι προσκεκλημένοι έφερναν μαζί τους τα πάντα: ο ένας μεζέδες, ο άλλος κρασί, ο τρίτος γλυκά κλπ.
Να, όμως, που κάτι ανάλογο συνηθίζονταν και στην αρχαία Αθήνα. Οι αρχαίοι Αθηναίοι τα συνήθιζαν πάρα πολύ τα ρεφενέ πάρτυ, για να διασκεδάσουν. Οι παρέες συγκεντρώνονταν στο σπίτι κάποιου νέου της παρέας, ο οποίος, όμως, να είχε… στείλει τους γονείς του σε περίπατο ή επίσκεψη (κάτι ανάλογο γινότανε και στις ημέρες μας πριν λίγες δεκαετίες). Έτσι και έκανε ο γιός ή η κόρη πάρτυ, οι γονείς απομακρύνονταν από το σπίτι θέλοντας και μη, για να μπορούν μετά να σβήνουν τα φώτα.
Έτσι, λοιπόν, και στην αρχαία Αθήνα, έφθαναν οι προσκεκλημένοι φέρνοντας μαζί τους όχι μόνον φαγητά, κρασιά ή γλυκίσματα, αλλά, αν προτιμούσαν, ένα μάγειρα, μία παρέα από αυλητρίδες που θα έπαιζαν αυλούς για να χορεύουν ή κανένα μίμο. Ένας άγραφος νόμος καλής συμπεριφοράς απαγόρευε στις γυναίκες να χαριεντίζονται στα πάρτυ με άλλους άνδρες, εκτός από τους καβαλιέρους τους.
Πάντως, όμως, όταν άναβε το γλέντι δεν έλειπαν και οι ζηλοτυπίες, που ήταν συχνές σκηνές. Αναφέρονται διαπληκτισμοί, καυγάδες, έσπαζαν ποτήρια κλπ. Πάνω στον καυγά έμπαιναν στο σπίτι και μερικοί απρόσκλητοι που φρόντιζαν να… ξαφρίσουν κάποιο ασημικό.
Για να κάνουν τα γλεντάκια τους οι νέοι, ζητούσαν συνήθως χρήματα από τις μητέρες τους, που, όπως και σήμερα, είναι πιο ελαστικές από τους πατέρες. Αν όμως και οι μητέρες δεν είχαν χρήματα ή τσιγκουνεύονταν, τότε οι νεαροί βλαστοί κατέφευγαν σε τοκογλύφους, οι οποίοι πρόθυμα τους δάνειζαν. Αξίζει να σημειώσουμε, πάντως ότι η κοινή γνώμη ήταν επιεικής για τις παρεκτροπές των νέων.
Στο Βυζάντιο, οι ταβέρνες βρισκότανε, ως επί το πλείστον, στους κεντρικούς δρόμους. Κάθε σπίτι σχεδόν είχε και ένα μαγαζί στην πρόσοψή του, με μαρμάρινους πάγκους, όπου γύρω-γύρω στους τοίχους της ταβέρνας, υπήρχαν ράφια με πήλινα δοχεία και κούπες. Δεν ήταν δε σπάνια η περίπτωση να βρίσκεται πίσω από τον πάγκο μια νεαρή σερβιτόρα που κερνούσε τους περαστικούς γλυκόπιοτο κρασί, «οίνον που ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου»…
Και φυσικά, όπως συμβαίνει και στην εποχή μας, συνέβαινε να ανάψουν ανάμεσά τους πολιτικές συζητήσεις, που κατέληγαν πολύ συχνά σε αιματηρές συμπλοκές.
Πολλοί ιστορικοί αναφέρουν, ότι υπήρξε εποχή, όπου ολόκληρη η Κωνσταντινούπολη είχε μεταβληθεί σε ένα απέραντο ταβερνείο. Πλήθος μεταπωλητές και τσαρλατάνοι, έπιαναν τους δρόμους, δημιουργώντας έτσι ένα σωρό εμπόδια στους πραγματικούς εμπόρους της Κωνσταντινούπολης.
Για να θεραπεύσει το κακό ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565) εξέδωκε αυστηρές διαταγές, που τιμωρούσαν με πρόστιμο και φυλάκιση τους πλανόδιους ποτοπώλες.
Όπως βλέπουμε, λοιπόν, ουδέν… καινόν υπό τον ήλιον! Τυχαίνει καμιά φορά, διαβάζοντας την ιστορία της εποχής εκείνης, να αναρωτιόμαστε: είναι αρχαία, άραγε η ιστορία αυτή ή σημερινή; Με το δίκιο μας. Γιατί ο ένας αιώνας αντιγράφει τον άλλο, ακόμα και στις πιο ασήμαντες, πολλές φορές, λεπτομέρειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου