Σύμφωνα με την παράδοση η Δωδώνη κατοικείται από τους πρώτους Ιεροφάντες του Διός τους Σελλούς, πολύ πιό πριν από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος και πήρε τ’ όνομά της από την Ωκεανίδα Νύμφη Δωδώνη ή από τον Δώδωνο ποταμό ή απ’ τη λέξη “Δωδώ” που σημαίνει “μπουμπουνητό” ή απ’ το ρήμα δίδωμι, επειδή η πεδιάδα της Δωδώνης ήταν πλούσια και εύφορη. Η πόλη είναι γνωστή από το Μαντείο της, τον χώρο που λατρευόταν η Θεά Γη κι αργότερα καθιερώθηκε η συλλατρεία του Δωδωναίου Διός και της Διώνης.
Όπως λέει ο μύθος δύο τρυγόνια έφυγαν από την Αίγυπτο. Το ένα από αυτά στάθηκε στην έρημο της Λιβύης, όπου χτίστηκε το μαντείο του Άμμωνος Διός,
ενώ το άλλο ήρθε και κάθησε στη γέρικη βελανιδιά της Δωδώνης όπου ιδρύθηκε το Μαντείο της Δωδώνης. Εκεί λατρευόταν ο Ζεύς ο Πελασγικός, Δωδωναίος και Νάϊος και η σύζυγός του Διώνη. Οι ιερείς του Μαντείου στην αρχή ήταν μόνον άνδρες κι αργότερα τρεις ηλικιωμένες γυναίκες οι «Πελειάδες» που τραγουδούσαν τον περίφημο ύμνο «ΖΕΥΣ ΗΝ, ΖΕΥΣ ΕΣΤΙ, ΖΕΥΣ ΕΣΕΤΑΙ. Ω, ΜΕΓΑΛΕ ΖΕΥ !». Οι ιερείς του Μαντείου περπατούν ξυπόλυτοι και κοιμούνται κατά γης, για να είναι σε άμεση επαφή με τη Γή και τον Πατέρα των Θεών και ανθρώπων, ώστε να μπορούν να ερμηνεύουν τα θεϊκά σημάδια. Οι χρησμοί του Μαντείου δίδονταν αφού πρώτα οι ιερείς άκουγαν του θρόϊσμα της Ιεράς Φηγού (βελανιδιά), το κελάρυσμα του νερού της ιεράς Ναϊου Πηγής, το κελάϊδισμα των περιστεριών που φώλιαζαν πάνω στην Φηγό, καθώς και τον ήχο των λεβήτων που ήσαν επάνω σε τρίποδες γύρω από το ιερό δένδρο και αργότερα από τον ήχο του Δωδωναίου Χαλκείου ( μεγάλος λέβητας).
Για πολλούς αιώνες, το Ιερό ήταν υπαίθριο και οι Ιεροπραξίες καθώς και οι μαντείες τελούνταν γύρω από τον χώρο της Ιεράς Φηγού. Τα πρώτα αφιερώματα από τη νότιο Ελλάδα εμφανίζονται στα τέλη του 8ου αιώνος. Τον 5ο αιώνα κατασκευάσθηκε η Ιερά Οικία κι ο πρώτος Ναός των Θεών, που αργότερα έγινε μεγαλύτερος, καθώς προσετέθησαν στοές, οικήματα και περίβολος. Τον 3ο αιώνα ιδρύθηκε ένα μεγάλο θέατρο 18.000 θέσεων, όπου κάθε τέσσερα χρόνια τελούνταν τα «Νάϊα» προς τιμήν του Θεού Ναϊου ή Τμαρίου ( από το όρος Τόμαρος ) Διός. Ανεγέρθησαν επίσης το Βουλευτήριο της Ηπειρώτικης Συμμαχίας, το Πρυτανείο, καθώς και Ναοί των Θεών Θέμιδος, Ηρακλέους και Αφροδίτης.
Σύμφωνα με τον μύθο, από την Ιερά Φηγό του Μαντείου της Δωδώνης πήρε η Θεά Αθηνά το κομμάτι ξύλου που έβαλε στην πλώρη της Αργούς και είχε την ικανότητα να προφητεύει το μέλλον. Επίσης, στο Μαντείο της Δωδώνης είχε έλθει ο Οδυσσέας, για να πάρει χρησμό σχετικά με την επιστροφή του στην Ιθάκη καθώς κι ο ήρωας Αινείας από την Τροία, όταν μετά την καταστροφή της, έλαβε χρησμό για το μέρος που θα έκτιζε τη νέα του πόλη (Ρώμη). Στο Μαντείο της Δωδώνης απευθύνονταν κυρίως οι Ηπειρώτες, οι Μακεδόνες, οι Ακαρνάνες, οι Αιτωλοί και κάποιοι από τους υπόλοιπους μη Δωριείς Έλληνες, που θεωρούσαν ότι το Δελφικό Μαντείο μεροληπτούσε υπέρ των Δωριέων.
Το 219, οι Αιτωλοί κατέστρεψαν το Ναό και τα άλλα κτίρια αλλά δεν πείραξαν το Μαντείο. Το Ναό ανοικοδόμησε τον επόμενο χρόνο ο Φίλιππος Ε’ βασιλιάς της Μακεδονίας . Νέα καταστροφή εγνώρισε το Ιερό το έτος 167, από τον Ρωμαίο Αιμίλιο Παύλο, ανοικοδομήθηκε πάλι το έτος 31 από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο. Το Μαντείο εξακολούθησε να ακμάζει και να εμπνέει τον σεβασμό έως την ύστερη αρχαιότητα. Το έτος 120 μ.Χ, ο αυτοκράτωρας Αδριανός επισκέφθηκε το Μαντείο ως προσκυνητής, το έτος 362 μ.Χ., ο Ιουλιανός είχε ζητήσει την συμβουλή του πριν την εκστρατεία του κατά των Πάρθων.
Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, τα οικήματα του Μαντείου, τα αγάλματα και ό,τι υπήρχε στην ευρύτερη περιοχή, κατεστράφηκαν ολοσχερώς. Οι μάντεις και οι λοιποί ιερείς του Θεού Διός εκδιώχθηκαν βιαίως από τον Χριστιανό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ο οποίος βεβήλωσε τον χώρο κατασκευάζοντας μια Χριστιανική εκκλησία και μετέφερε το άγαλμα του Διός σαν τρόπαιο στη Γερουσία της Νέας Ρώμης. Το έτος 391 μ.Χ, επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου, κόπηκε από τη ρίζα η πανάρχαια Ιερά Φηγός και κτίσθηκαν στο χώρο του Ιερού δύο Χριστιανικές βασιλικές. Μετά από συνεχόμενους βανδαλισμούς και διώξεις των εκεί Εθνικών, έπαψε να λειτουργεί το Ιερό και ερήμωσε η πόλη της Δωδώνης.
Το Ιερό έμεινε σκεπασμένο από τα χώματα και τη λησμονιά έως τον 19ο αιώνα. Οι πρώτες ανασκαφές από τον Κ. Καραπάνο ( 1875 ), επιβεβαίωσαν τη θέση του Ιερού και απέδωσαν πολυάριθμα ευρήματα.
Όπως λέει ο μύθος δύο τρυγόνια έφυγαν από την Αίγυπτο. Το ένα από αυτά στάθηκε στην έρημο της Λιβύης, όπου χτίστηκε το μαντείο του Άμμωνος Διός,
ενώ το άλλο ήρθε και κάθησε στη γέρικη βελανιδιά της Δωδώνης όπου ιδρύθηκε το Μαντείο της Δωδώνης. Εκεί λατρευόταν ο Ζεύς ο Πελασγικός, Δωδωναίος και Νάϊος και η σύζυγός του Διώνη. Οι ιερείς του Μαντείου στην αρχή ήταν μόνον άνδρες κι αργότερα τρεις ηλικιωμένες γυναίκες οι «Πελειάδες» που τραγουδούσαν τον περίφημο ύμνο «ΖΕΥΣ ΗΝ, ΖΕΥΣ ΕΣΤΙ, ΖΕΥΣ ΕΣΕΤΑΙ. Ω, ΜΕΓΑΛΕ ΖΕΥ !». Οι ιερείς του Μαντείου περπατούν ξυπόλυτοι και κοιμούνται κατά γης, για να είναι σε άμεση επαφή με τη Γή και τον Πατέρα των Θεών και ανθρώπων, ώστε να μπορούν να ερμηνεύουν τα θεϊκά σημάδια. Οι χρησμοί του Μαντείου δίδονταν αφού πρώτα οι ιερείς άκουγαν του θρόϊσμα της Ιεράς Φηγού (βελανιδιά), το κελάρυσμα του νερού της ιεράς Ναϊου Πηγής, το κελάϊδισμα των περιστεριών που φώλιαζαν πάνω στην Φηγό, καθώς και τον ήχο των λεβήτων που ήσαν επάνω σε τρίποδες γύρω από το ιερό δένδρο και αργότερα από τον ήχο του Δωδωναίου Χαλκείου ( μεγάλος λέβητας).
Για πολλούς αιώνες, το Ιερό ήταν υπαίθριο και οι Ιεροπραξίες καθώς και οι μαντείες τελούνταν γύρω από τον χώρο της Ιεράς Φηγού. Τα πρώτα αφιερώματα από τη νότιο Ελλάδα εμφανίζονται στα τέλη του 8ου αιώνος. Τον 5ο αιώνα κατασκευάσθηκε η Ιερά Οικία κι ο πρώτος Ναός των Θεών, που αργότερα έγινε μεγαλύτερος, καθώς προσετέθησαν στοές, οικήματα και περίβολος. Τον 3ο αιώνα ιδρύθηκε ένα μεγάλο θέατρο 18.000 θέσεων, όπου κάθε τέσσερα χρόνια τελούνταν τα «Νάϊα» προς τιμήν του Θεού Ναϊου ή Τμαρίου ( από το όρος Τόμαρος ) Διός. Ανεγέρθησαν επίσης το Βουλευτήριο της Ηπειρώτικης Συμμαχίας, το Πρυτανείο, καθώς και Ναοί των Θεών Θέμιδος, Ηρακλέους και Αφροδίτης.
Σύμφωνα με τον μύθο, από την Ιερά Φηγό του Μαντείου της Δωδώνης πήρε η Θεά Αθηνά το κομμάτι ξύλου που έβαλε στην πλώρη της Αργούς και είχε την ικανότητα να προφητεύει το μέλλον. Επίσης, στο Μαντείο της Δωδώνης είχε έλθει ο Οδυσσέας, για να πάρει χρησμό σχετικά με την επιστροφή του στην Ιθάκη καθώς κι ο ήρωας Αινείας από την Τροία, όταν μετά την καταστροφή της, έλαβε χρησμό για το μέρος που θα έκτιζε τη νέα του πόλη (Ρώμη). Στο Μαντείο της Δωδώνης απευθύνονταν κυρίως οι Ηπειρώτες, οι Μακεδόνες, οι Ακαρνάνες, οι Αιτωλοί και κάποιοι από τους υπόλοιπους μη Δωριείς Έλληνες, που θεωρούσαν ότι το Δελφικό Μαντείο μεροληπτούσε υπέρ των Δωριέων.
Το 219, οι Αιτωλοί κατέστρεψαν το Ναό και τα άλλα κτίρια αλλά δεν πείραξαν το Μαντείο. Το Ναό ανοικοδόμησε τον επόμενο χρόνο ο Φίλιππος Ε’ βασιλιάς της Μακεδονίας . Νέα καταστροφή εγνώρισε το Ιερό το έτος 167, από τον Ρωμαίο Αιμίλιο Παύλο, ανοικοδομήθηκε πάλι το έτος 31 από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο. Το Μαντείο εξακολούθησε να ακμάζει και να εμπνέει τον σεβασμό έως την ύστερη αρχαιότητα. Το έτος 120 μ.Χ, ο αυτοκράτωρας Αδριανός επισκέφθηκε το Μαντείο ως προσκυνητής, το έτος 362 μ.Χ., ο Ιουλιανός είχε ζητήσει την συμβουλή του πριν την εκστρατεία του κατά των Πάρθων.
Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, τα οικήματα του Μαντείου, τα αγάλματα και ό,τι υπήρχε στην ευρύτερη περιοχή, κατεστράφηκαν ολοσχερώς. Οι μάντεις και οι λοιποί ιερείς του Θεού Διός εκδιώχθηκαν βιαίως από τον Χριστιανό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ο οποίος βεβήλωσε τον χώρο κατασκευάζοντας μια Χριστιανική εκκλησία και μετέφερε το άγαλμα του Διός σαν τρόπαιο στη Γερουσία της Νέας Ρώμης. Το έτος 391 μ.Χ, επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου, κόπηκε από τη ρίζα η πανάρχαια Ιερά Φηγός και κτίσθηκαν στο χώρο του Ιερού δύο Χριστιανικές βασιλικές. Μετά από συνεχόμενους βανδαλισμούς και διώξεις των εκεί Εθνικών, έπαψε να λειτουργεί το Ιερό και ερήμωσε η πόλη της Δωδώνης.
Το Ιερό έμεινε σκεπασμένο από τα χώματα και τη λησμονιά έως τον 19ο αιώνα. Οι πρώτες ανασκαφές από τον Κ. Καραπάνο ( 1875 ), επιβεβαίωσαν τη θέση του Ιερού και απέδωσαν πολυάριθμα ευρήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου