«Εγκυρη μορφή
γνώσης είναι εκείνη που βασίζεται στα αισθητά πράγματα»
Auguste Comte κατά τον θετικισμό ή positivism
Auguste Comte κατά τον θετικισμό ή positivism
Δεν αναζητεί το πώς φτάνουμε στην
γνώση, τις ιστορικές και ψυχολογικές θεμελιώσεις της. Είναι μια συλλογή κανόνων
και αξιολογικών κριτηρίων που αναφέρονται στη διαδικασία της γνώσης.
Για το θετικισμό, δεν υπάρχει
πραγματική διαφορά μεταξύ ουσίας και φαινομένου. Αναγνωρίζουμε ως πραγματικό
μόνο ό,τι φανερώνεται στην εμπειρία. Δεν υπάρχουν δηλαδή «κρυμμένες» ουσίες πίσω
από τα αντικείμενα που προσλαμβάνονται μέσω της εμπειρίας.
Αυτό δε σημαίνει ότι ο θετικισμός
αρνείται την αναζήτηση αιτιών που δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμες, αλλά
αντιτίθεται στο να τις αναγάγει (τις αιτίες) σε κρυφές οντότητες που εξ ορισμού
δεν είναι προσβάσιμες στην ανθρώπινη γνώση. Επομένως, υποστηρίζει ότι πραγματική
υπόσταση έχουν μόνο τα ατομικά συγκεκριμένα αντικείμενα. Τούτο συμβαίνει επειδή,
σύμφωνα με το θετικισμό, έχουμε δικαίωμα να αναγνωρίζουμε την ύπαρξη ενός
πράγματος μόνο εφόσον η εμπειρία επιτάσσει κάτι τέτοιο.
Οι γενικές αφηρημένες έννοιες δεν
έχουν εμπειρική υπόσταση, άρα δεν υπάρχουν. H στάση αυτή ανήκει στη γενική αρχή
του νομιναλισμού, εκείνης της μεσαιωνικής φιλοσοφικής παράδοσης που υποστήριξε
ότι οι καθολικές έννοιες είναι μόνο ονόματα (εξ ου και ο όρος «νομιναλισμός»),
δεν έχουν πραγματική υπόσταση.
Θεμελιώδης αρχή του θετικισμού είναι
η πίστη στην ουσιαστική ενότητα της επιστημονικής μεθόδου. Οι μέθοδοι δηλαδή για
την απόκτηση έγκυρης γνώσης και τα κύρια στάδια θεωρητικής επεξεργασίας της
εμπειρίας είναι κατ’ ουσίαν ίδιες σε όλες τις σφαίρες της εμπειρικής
πραγματικότητας.
Οι θετικιστές έγιναν γνωστοί για την απόρριψη της Μεταφυσικής, δηλαδή των εικασιών σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας, που πηγαίνουν πέρα από κάθε πιθανό στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να υποστηρίξει ή να διαψεύσει τέτοιες «υπερβατικές» αξιώσεις.
O θετικισμός ως δόγμα (μην ξεχνάς πως είναι άλλος ένας – ισμός, δηλ. Δογματισμός άρα εν τη γεννέσει του νεκρός) απορρίπτει καθετί υπερβατικό, όπως άλλωστε και τις απόκρυφες δυνάμεις ή αιτίες, τις οποίες και θεωρεί ουσιαστικά ανύπαρκτες ή ασύλληπτες για την ανθρώπινη νόηση. Είναι γεγονός ότι ο θετικισμός ως μοναδική γνωσιολογική περιοχή θεωρεί την εμπειρία, τα θετικά γεγονότα, ενώ περιορίζει την αποστολή όλων των επιστημών μόνο στην αναγνώριση και καταγραφή και όχι στην ερμηνεία των γεγονότων και των φαινομένων. Ουσιαστικά, ο θετικισμός υποστηρίζει ότι μπορούμε να στηριζόμαστε στην εμπειρία και έτσι να γνωρίζουμε μόνο τα αντικείμενα των φυσικών επιστημών.
Πράγματι, οι θετικιστές πιστεύουν στον Εμπειρισμό, στην ιδέα δηλαδή ότι η παρατήρηση και η μέτρηση αποτελούν τον πυρήνα της κάθε επιστημονικής προσπάθειας. Παράλληλα θεωρούν ότι το πείραμα – δηλαδή η προσπάθεια να γίνουν διακριτοί οι φυσικοί νόμοι μέσω άμεσων χειρισμών και παρατηρήσεων – είναι η βάση κάθε επιστημονικής μεθόδου. Έτσι, με αυτές τις θέσεις του, η θετική υπηρεσία που προσέφερε ο θετικισμός στην επιστήμη ήταν η απομάκρυνση από μια άγονη θεωρητικολογία και η στροφή στην έρευνα των γεγονότων, βασισμένη στην εμπειρία, στην παρατήρηση, στο πείραμα και στα Μαθηματικά.
O θετικισμός ως θεωρία είναι πολύ κοντά στην σύγχρονη Φυσική αφού σαν απόλυτο δεν αναγνωρίζει τίποτε άλλο παρά μόνο ένα, την αρχή ότι τίποτε δεν είναι απόλυτο, μια άποψη που είναι δόγμα για τις απόψεις της σύγχρονης Φυσικής και Αστροφυσικής. O θετικισμός, ως κύρια συνιστώσα της φυσικής σκέψης, είναι: λαϊκός, εγκόσμιος, αντιθεολογικός και αντιμεταφυσικός – απόρριψη της Μεταφυσικής – με αυστηρή εμμονή στη μαρτυρία της παρατήρησης και της εμπειρίας – γνώση και πείραμα.
Τελικά ο θετικισμός, απορρίπτοντας τη Μεταφυσική, προώθησε την ανάπτυξη της παράλογης και κουτσής φυσικής σκέψης. Σε μια θετικιστική θέα του κόσμου, η επιστήμη θεωρείται ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε να ανακαλύψουμε την αλήθεια και να κατανοήσουμε τον κόσμο όσο το δυνατόν καλύτερα ούτως ώστε να καταφέρουμε είτε να τον προβλέψουμε είτε να τον ελέγξουμε.
Χωρίς την μεταφυσική μέχρι σήμερα έχουν κάνει μια τρύπα στο νερό με απόλυτα Θετικιστικό τρόπο ξεχνώντας σκόπιμα ή από εντολές πως δεν υπάρχει φυσική χωρίς μεταφυσική.
Ιστορικά στάδια του θετικισμού:
Παρόλο που ο όρος αναφέρεται στη φιλοσοφική θέση που αρχικά εκτέθηκε
από τον Σεν-Σιμόν και, πιο συστηματικά, από τον Κοντ, τον 19ο αιώνα, οι
καταβολές του μπορούν να ανευρεθούν στην παράδοση του αγγλικού εμπειρισμού του
17ου και του 18ου αιώνα. O θετικισμός του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την
αισιοδοξία που θα έφερνε στην ανθρωπότητα η ανάπτυξη της επιστημονικής μεθόδου.
O Κοντ θεωρούσε ότι ήταν πρωτοπόρος στη θεμελίωση της Θετικής Κοινωνιολογίας και
έλπιζε ότι η συστηματική μελέτη της ανθρώπινης φύσης και των ανθρώπινων αναγκών
θα οδηγούσε, για πρώτη φορά στην Ιστορία, σε μια πραγματική επιστημονική βάση
για την αναδιοργάνωση της κοινωνίας.
Από το τέλος του 19ου αιώνα ως τις
πρώτες δεκαετίες του 20ού, ο θετικισμός εκφράζεται κυρίως με τον
εμπειροκριτικισμό, που υποστήριζε ότι η πραγματικότητα δεν υπάρχει ανεξάρτητα
από την ανθρώπινη συνείδηση και ότι αποτελείται από πλέγματα αισθημάτων.
Τον 20ό αιώνα εμφανίζεται το
φιλοσοφικό ρεύμα του λογικού εμπειρισμού με τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:
Διακηρύσσει μια πολεμική κατά της μεταφυσικής, με την πεποίθηση ότι οι
μεταφυσικές δηλώσεις δεν απαιτούν εμπειρικό έλεγχο, επειδή δεν ασχολούνται με
την ακριβή έρευνα, ανάλυση και ταξινόμηση των φαινομένων της πραγματικότητας,
αλλά αντιμετωπίζουν τον κόσμο ως σύνολο, έτσι ώστε να μην υπόκεινται σε
διαδικασίες απόδειξης της αλήθειας τους.
Υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να
έχουμε βέβαιη και νόμιμη γνώση του κόσμου παρά μόνο με τις μεθόδους που
χρησιμοποιούνται από τις Φυσικές Επιστήμες και τα Μαθηματικά. Θεωρεί ότι, σε
σχέση με τις Θετικές, οι Κοινωνικές Επιστήμες είναι ανώριμες από την άποψη της
μεθόδου και τονίζει πως οι Θετικές Επιστήμες θα πρέπει να αποτελέσουν
μεθοδολογικό πρότυπο για τις Κοινωνικές.
Βασική αρχή του λογικού εμπειρισμού
(ή νεοθετικισμού) είναι η πασίγνωστη διατύπωση ότι «το νόημα μιας δήλωσης είναι
η μέθοδος της επαλήθευσης της». H διατύπωση αυτή συμπυκνώνει την όλη στάση του
συγχρόνου θετικισμού και στρέφεται κατά της παραδοσιακής φιλοσοφικής σκέψης. M’
άλλα λόγια, σημαίνει ότι νόημα έχουν μόνο οι προτάσεις που μπορούν να
επαληθευτούν από την εμπειρία ή τη μεθοδολογική διαδικασία των Θετικών
Επιστημών.
Μια επιστημονική πρόταση υφίσταται
τη δοκιμασία της εμπειρικής ή λογικής επαλήθευσης της και, αν ο έλεγχος είναι
επιτυχής και αποτελεσματικός, τότε η πρόταση αυτή είναι έγκυρη, έχει δηλαδή
νόημα.
H αρχή της επαληθευσιμότητας έγινε
αντικείμενο έντονων κριτικών, γιατί έχει οριακό χαρακτήρα, με την έννοια ότι
αφήνει «εκτός νοήματος» σημαντικές περιοχές που είτε δεν μπορούν να επαληθευτούν
μέσω αυτής της διαδικασίας είτε ανήκουν σε σφαίρες της πραγματικότητας που
απαιτούν συνθετότερους και γονιμότερους τρόπους νοηματοδότησής τους. Για
παράδειγμα, η πρόταση «Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» επαληθεύεται εφόσον
εμπειρικά διαπιστώσουμε ότι πράγματι οι κύκνοι είναι λευκοί. Τι συμβαίνει όμως
όταν ανακαλύπτουμε ότι υπάρχουν και μαύροι κύκνοι; Τότε η αρχή της
επαληθευσιμότητας καθίσταται αβέβαιη, ακόμη και επισφαλής.
Πιο ευλύγιστη εμφανίζεται η αρχή της
διαψευσιμότητας που εισηγήθηκε ο Καρλ Πόππερ (K. Popper), σύμφωνα με την οποία
μια πρόταση έχει νόημα όχι όταν επαληθεύεται, αλλά όταν εξακολουθεί να ισχύει
παρ’ όλες τις αλλεπάλληλες και συστηματικές απόπειρες διάψευσης της. Όταν δηλαδή
επιχειρούμε με διάφορες δοκιμασίες να κλονίσουμε το κύρος και την αλήθεια της.
Για παράδειγμα, η πρόταση «Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» ισχύει εφόσον αντέχει
στις απόπειρες μας να τη διαψεύσουμε. Όταν δηλαδή αναζητούμε κύκνους που δεν
είναι λευκοί και δεν τους βρίσκουμε.
Στις Κοινωνικές Επιστήμες ο
θετικισμός και ο νεοθετικισμός εφαρμόζουν πιστά αυτό το σύνολο των
επιστημολογικών αρχών. Στηρίζονται αποκλειστικά στο αξίωμα ότι μόνο η λογική και
μαθηματική επεξεργασία των κοινωνικών γεγονότων και η εμπειρική τους απόδειξη
είναι οι πηγές επιστημονικότητας των Κοινωνικών Επιστημών. H εξήγηση, έτσι, του
κοινωνικού φαινομένου βασίζεται μόνο στην αντίληψη των σταθερών σχέσεων μεταξύ
των κοινωνικοί γεγονότων με βάση τη αρχή της ομοιότητας, της διαδοχής και της
αλληλεπίδρασης.
Λογικός θετικισμός και φυσική:
Παραδοσιακά στις φυσικές επιστήμες η κυρίαρχη τριάδα είναι η Φυσική, η Χημεία
και η Βιολογία. Στη συστημική αυτή κατάταξη, η οποία βασίζεται στην αυξανόμενη
συνθετότητα του αντικειμένου διερεύνησης – και περιλαμβάνει ακόμη την
Ανθρωπολογία και τις Κοινωνικές Επιστήμες -, η Φυσική καταλαμβάνει τη βάση της
ιεραρχίας. Αυτό έγκειται στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το αντικείμενο της
σχετίζεται με τη μελέτη της φύσης και των φυσικών φαινομένων. Οι άλλες επιστήμες
μπορεί να αντιπροσωπεύουν υψηλότερα επίπεδα πολυπλοκότητας, θεωρούνται όμως
«υποδεέστερες», από την άποψη ότι βρίσκονται μακρύτερα από τη στοιχειώδη μορφή ή
ουσία της ύλης.
H παραπάνω κατάταξη αντανακλά στην
ουσία ένα φιλοσοφικό δόγμα, που γενικά επικρατεί, σύμφωνα με το οποίο ολόκληρο
το Σύμπαν μπορεί να αναχθεί σε θεμελιώδεις αρχές. Επιστημολογικά όλα τα
φαινόμενα, σε ένα τελικό επίπεδο αναγωγής, μπορούν να ερμηνευτούν πλήρως με τους
νόμους της Φυσικής.
Οι φυσικές επιστήμες αποτέλεσαν από
τη γέννηση τους ένα ακέραιο τμήμα της Φιλοσοφίας και στην ουσία δεν
διαχωρίστηκαν ποτέ από αυτή. Μάλιστα η θεωρητική Φυσική, στα τέλη του 19ου
αιώνα, περιγραφόταν ακόμη ως Φιλοσοφία της φύσης, ή Φυσική Φιλοσοφία, σε
διάκριση από τους δύο άλλους κύριους κλάδους της Φιλοσοφίας των Ιδεών, την Ηθική
Φιλοσοφία και τη Μεταφυσική.
H Φιλοσοφία των Επιστημών, ως μελέτη
των δεδομένων της επιστημονικής διερεύνησης και της εγκυρότητας των
επιστημονικών θεωριών μέσα από μια φιλοσοφική προοπτική, αναγνωρίστηκε σαν
ξεχωριστός επιστημολογικός κλάδος μόνο κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, με την
εντεινόμενη εξειδίκευση και τον επαγγελματικό διαχωρισμό των επιστημών.
Επιστημολογικά η Φυσική
αντιμετωπιζόταν ανέκαθεν ως θετική επιστήμη με έμφαση στη μελέτη της λογικής
δομής της. Το τελευταίο σημαίνει ότι κατά κανόνα το ενδιαφέρον περιοριζόταν σε
νόμους που εκφράζονταν με μαθηματικοποιημένες σχέσεις φυσικών μεγεθών, καθώς και
σε θεωρίες με αξιωματική ισχύ. Άλλωστε, με φιλοσοφικούς όρους, η Φυσική κλίνει
περισσότερο προς έναν φυσικό επιστημονικό Ρεαλισμό, ο οποίος προσβλέπει στην
παραγωγή αυστηρών νόμων καθολικής ισχύος.
H Φυσική είναι κατά βάση μια
εικοτολογική – υποθετική επιστήμη, που επιδιώκοντας την ερμηνεία της φύσης
αποτέλεσε εξαρχής έναν βασικά θεωρητικό κλάδο. Στην επιστήμη μας, το πείραμα, ως
τυπική επιστημονική μέθοδος, εισήχθη σχετικά πρόσφατα -τον 17ο αιώνα, κυρίως με
τον Γαλιλαίο- και ανέκαθεν έπαιζε δευτερεύοντα ρόλο, ο οποίος περιοριζόταν στη
διαμόρφωση και επαλήθευση της θεωρίας.
Νεοθετικισμός ή Λογικός
Θετικισμός: Βασικά ο Θετικισμός είναι ένα επιστημονικό φιλοσοφικό δόγμα
το οποίο υποστηρίζει πως μία πρόταση ή ένας φυσικός νόμος είναι αληθής μόνο όταν
είναι λογικά επαληθεύσιμος. Η επαλήθευση θα πρέπει να είναι κατ’ ανάγκην έμμεση,
δηλαδή μία πρόταση είναι αληθής μόνο όταν αν, συνδυαζόμενη με κάποια άλλη αληθή
πρόταση, δίνει αληθή συμπεράσματα.
Από τη δεκαετία του ’20 έως και τη
δεκαετία του ’60, στη Φιλοσοφία των Επιστημών κυριαρχούσε ο λογικός Θετικισμός ή
Νεοθετικισμός, ένα φιλοσοφικό κίνημα με αντικείμενο την έρευνα της επιστημονικής
σκέψης και των λογικών βάσεων της, που συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του στην
ανάλυση της επιστημονικής γλώσσας και στην αναζήτηση του ακριβούς νοήματος,
παραμερίζοντας οποιεσδήποτε μεταφυσικές θεωρήσεις.
O Νεοθετικισμός, που διακήρυττε ότι
χαράζει έναν τρίτο δρόμο ανάμεσα στον Ιδεαλισμό και στον Υλισμό, εκφράστηκε
κυρίως μέσα από τη Φιλοσοφία της Φυσικής καθώς η ανάπτυξη του συνέπεσε σε μεγάλο
βαθμό με την επανάσταση στη σύγχρονη Φυσική και κυρίως με αυτή, ενώ οι άλλες
θετικές επιστήμες, και ιδιαίτερα η Χημεία, αγνοήθηκαν σε βαθμό δυσανάλογα μεγάλο
με την προσφορά τους.
Με την ευρεία έννοια ο λογικός θετικισμός μπορεί να θεωρηθεί
συνώνυμο του νεοθετικισμού. Συγκροτήθηκε ως δέσμη ερευνητικών προγραμμάτων με
τον “Κύκλο της Βιέννης” (Ρ. Κάρναπ, Ο Νόυρατ. Φ. Φρανκ, Γ.Φέιγκλ, Χ. Ράιχενμπαχ
κ.ά.) και διαδίδεται σε ευρεία κλίμακα στα τέλη της δεκαετίας του 1920 – αρχές
της δεκαετίας του 1930, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 το κέντρο του
μετατίθεται στις ΗΠΑ, όπου με ορισμένες τροποποιήσεις διαδίδεται ως
λογικός εμπειρισμός.
Ανάμεσα στα μέλη του τα διασημότερα
εκτός από τον «αρχηγό» – Γερμανό φυσικό και εμπειριστή φιλόσοφο – Moritz
Schlick, ο οποίος την εποχή του Μανιφέστου (1929) ήταν 47 ετών, ήταν ο Γερμανός
φυσικός, μαθηματικός και φιλόσοφος Rudolf Carnap 38 ετών, με σημαντική
συνεισφορά στη μαθηματική Λογική, στη θεωρία των Πιθανοτήτων και στη Φιλοσοφία
των Επιστημών, ο Kurt Gödel 23 ετών, ο Friedrich Waismann 33 ετών, ο
οικονομολόγος και κοινωνιολόγος Otto Neurath 47 ετών , ο Hans Hahn 50
ετών, ο φυσικός Philip Frank 45 ετών ενώ οι περισσότεροι ήταν Εβραϊκής καταγωγής
ή μαρξιστές ή και τα δύο. Επίσης, οι μαθηματικοί Χανς Χαν, Ρίχαρντ φον Μίζες και
αργότερα ο Κουρτ Γκέντελ (Kurt Godel, 1906-1978).
Στον κύκλο συμμετείχαν
οικονομολόγοι, κοινωνικοί επιστήμονες, μαθηματικοί, θεωρητικοί της Λογικής,
φυσικοί καθώς και φιλόσοφοι. H Σχολή αυτή ήταν επηρεασμένη από την «επιστημονική
κοσμοαντίληψη» του Ερνστ Μαχ και ουσιαστικά προσπάθησε να ανανεώσει τη
θετικιστική Φιλοσοφία δίνοντας σε αυτήν επιστημονική μορφή. Προσπάθησε, δηλαδή,
να εισαγάγει στη φιλοσοφική έρευνα την ακρίβεια και την εγκυρότητα που διακρίνει
τις θετικές επιστήμες.
O Κύκλος της Βιέννης αφενός μεν
υποστήριξε τη μαθηματική Λογική, αφετέρου δε υπερτόνισε την αξία της εμπειρίας
για την επιστημονική γνώση, ενώ προσπάθησε να πραγματοποιήσει την ενότητα των
επιστημών με την ενοποίηση των επιστημονικών όρων. Απέρριπτε την παραδοσιακή
Μεταφυσική ως πηγή απαντήσεων χωρίς νόημα σε ανύπαρκτα προβλήματα!
Σκοπός της Φιλοσοφίας, υποστήριζαν
οι οπαδοί του Κύκλου της Βιέννης, είναι η λογική διευκρίνιση των σκέψεων και
μοναδική πηγή της είναι αυτό που μπορεί να παρατηρηθεί επιστημονικά. Έτσι, η
επαλήθευση μιας πρότασης μπορεί να γίνει μόνο με το πείραμα και τις μετρήσεις,
ουσιαστικά δηλαδή με τις αισθήσεις μας. Άρα το μοναδικό είδος έγκυρης γνώσης
είναι αυτό που προέρχεται από επιστήμες όπου κυριαρχεί το πείραμα, η παρατήρηση
και οι μετρήσεις, επομένως μόνο από τον χώρο των θετικών επιστημών.
Ο Ludwig Wittgenstein, τότε 48 ετών,
ήταν επίτιμο μέλος της ομάδας και εθεωρείτο ο πνευματικός της καθοδηγητής παρόλο
που ο ίδιος δεν συμμετείχε ούτε αποδεχόταν την τιμητική διάκριση.
Αυτό που τους ένωνε ιδεολογικά ήταν
η πίστη τους στην εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων. Η φιλοσοφία, πίστευαν μπορεί
να ωφεληθεί όσο κανένας άλλος τομέας από την υιοθέτηση μιας αυστηρής
λογικής.
Εδώ διέφεραν από τους συναδέλφους
τους του Cambridge στην Αγγλία, το οποίο αποτελούσε, τότε, την άλλη φιλοσοφική
πρωτεύουσα του Κόσμου. Εκείνοι πίστευαν ότι η οι επιστήμες έπρεπε να πάρουν
μαθήματα από τη φιλοσοφία. Στην μεν Βιέννη έβλεπαν τη φιλοσοφία σαν αιμοδιψές
παράσιτο στη δε Αγγλία σαν θεραπευτική βδέλλα
Ο πραγματικός εχθρός δεν ήταν όμως
το Cambridge. Ήταν ο γερμανικός ιδεαλισμός. Αυτός έδινε προτεραιότητα στη νόηση
και στο πνεύμα έναντι της φυσικής και της λογικής. Στο μανιφέστο του 1929 του
Κύκλου της Βιέννης τρία ονόματα αναφέρονται ως πατέρες του κινήματος.
Ο Αϊνστάιν (ναι ο
γνωστός κρετίνος) ήταν το πιο φωτεινό αστέρι του επιστημονικού διαφωτισμού.
Οι περιγραφές του για τον χώρο και τον χρόνο φαίνονταν να ανατρέπουν τον
ισχυρισμό του Καντ ότι ορισμένα πράγματα για τον Κόσμο τα ανακαλύπτουμε απλά και
μόνο συλλαμβάνοντάς τα με τον νου μας, με τη διαίσθησή μας χωρίς να κουνηθούμε
ένα βήμα από την πολυθρόνα μας.
Ο Μπέρτραντ Ράσσελ ήταν το δεύτερο
όνομα στο τιμητικό πάνθεον του Κύκλου. Στον Ράσσελ εκτιμούσαν ότι το ότι
υποστήριξε με πάθος τον εμπειρισμό, τη θεωρία που λέει ότι όλη η γνώση μας για
τον κόσμο προέρχεται από την εμπειρία. Θαύμαζαν επίσης την πρωτοποριακή του
εφαρμογή της Λογικής στα μαθηματικά και στη γλώσσα.
Ο Λογικός Θετικισμός υπήρξε πριν απ’
όλα ένα κίνημα που μιλούσε στο όνομα της ακρίβειας και της προόδου στις
επιστήμες. Σκοπός του ήταν να δανειστεί τη Μέθοδο που είχε στηρίξει τόσο καλά
την επιστήμη και να αποστάξει στην ουσία της. Και αυτό όχι μόνο για να εξυγιάνει
την ίδια την επιστήμη από τη ροπή της προς τη μυστικιστική ασάφεια και τη
Μεταφυσική αλλά και για να εξυγιάνει όλους τους τομείς της διανόησης.
Επηρεασμένοι από το πνεύμα που
κυριαρχούσε στη Βιέννη εκείνη την εποχή οι στοχαστές του Κύκλου θέλησαν να
θάψουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν τα κατάλοιπα των παλιών ιδεών και αναστήσουν
στη θέση τους ένα σύστημα με «υγιή» θεμέλια βασισμένα στις εμπειρικές επιστήμες.
Ένας λόγος για τον οποίο ο Κύκλος της Βιέννης ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία στον
κόσμο της φιλοσοφίας ήταν ότι πρότεινε το θεμελιακό Δόγμα:
«Υπάρχουν δύο τύποι έγκυρων
προτάσεων.
*Πρώτον οι προτάσεις που είναι
δυνατόν να χαρακτηριστούν αληθείς ή ψευδείς με κριτήριο το νόημα των λέξεων που
χρησιμοποιούν.
Η σχέση λόγου χάρη «2+2 = 4» ή λογικές συνεπαγωγές του τύπου «Όλοι οι
άνθρωποι είναι θνητοί, ο Σωκράτης είναι άνθρωπος άρα ο Σωκράτης είναι
θνητός».
*Δεύτερον, έγκυρες προτάσεις είναι
οι εμπειρικές προτάσεις που επιδέχονται διαδικασίες εμπειρικής εξακρίβωσης.«Το
νερό βράζει στους 1000» ή «η Γη είναι επίπεδη».
Όλες οι άλλες προτάσεις είναι
κυριολεκτικά χωρίς νόημα. Από τη στιγμή που δεν μπορούμε να επαληθεύσουμε
εμπειρικά την ύπαρξη ή ανυπαρξία του θεού κάθε ισχυρισμός θρησκευτικού
περιεχομένου ήταν από διανοητική άποψη χωρίς νόημα. Δηλώσεις όπως «το να
σκοτώσεις είναι κακό πράγμα» «πρέπει κανείς να είναι πάντα ειλικρινής» « ο
Πικάσο είναι καλύτερος ζωγράφος από τον Μονέ» πρέπει να αντιμετωπίζονται ως
εκφράσεις προσωπικών κρίσεων ως ισοδύναμες δηλαδή με τις προτάσεις «δεν εγκρίνω
τον φόνο» « κατά την άποψή μου οι άνθρωποι πρέπει πάντα να λένε την αλήθεια»
«προτιμώ τον Πικάσο από τον Μονέ» .
Ο
Κύκλος της Βιέννης και ο Ludwig Wittgenstein: Εκείνος όμως για τον
οποίο το κίνημα έτρεφε βαθύτατο σεβασμό ήταν ο Λούντβιχ Βιττγκενστάιν. Η έντονη
λατρεία στον Βιττγκενστάιν άρχισε όμως να υποχωρεί μετά το 1930. Η ισχυρή
προσωπικότητα του Wittgenstein και οι μεταρρυθμιστικές ιδέες του για τη φιλοσοφία, η σφοδρότητα της
εκστρατείας του να απαλλάξει τους συγχρόνους του από προσχηματισμένες παραδοχές
έδωσαν νέα μορφή στον ευρωπαϊκό στοχασμό
Πολλοί από τους υποστηρικτές του
Λογικού Θετικισμού θεώρησαν ότι το έργο Tractatus του Wittgenstein ήταν το «
δικό τους» βιβλίο, το έργο που τους δικαίωνε. Βασιζόμενοι μάλιστα σε αυτό είχαν
οδηγηθεί στην ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑΣ την οποία οφείλει κανείς να
χρησιμοποιήσει για να κρίνει εάν μία πρόταση είναι επιστημονική.
Η ερμηνεία όμως που είχαν αποδώσει
στα γραφόμενα στο Tractatus είναι συζητήσιμη. Ο Wittgenstein είχε χωρίσει τις
προτάσεις σε εκείνες που μπορούμε να διατυπώσουμε και σε εκείνες για τις οποίες
πρέπει να σιωπούμε. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν οι ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ, στη δεύτερη οι
ΗΘΙΚΕΣ.
Αυτό που παρανόησαν τα μέλη του Κύκλου ήταν ότι ο Wittgenstein δεν πίστευε ότι «το άρρητο είναι ανοησία». Αντίθετα θεωρούσε ότι «τα πράγματα για τα οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε έχουν ιδιαίτερη σημασία»
Τα μέλη του Κύκλου ήταν άνθρωποι
επιστήμονες που απέρριπταν τη μεταφυσική την ηθικολογία και την πνευματικότητα.
Αρχικά πίστεψαν ότι το Tractatus εξέφραζε την ίδια αντίληψη. Λίγα χρόνια μετά
βρέθηκαν μπροστά σε έναν άνθρωπο που απήγγειλε ποίηση και ήταν κατά το ήμισυ
μυστικιστής.
O Νεοθετικισμός καλλιεργήθηκε αρχικά
στη Βιέννη, γι’ αυτό έγινε γνωστός και καθιερώθηκε ως ο Κύκλος της Βιέννης.
Ωστόσο, μετά την επικράτηση του Ναζισμού στη Γερμανία και στη συνέχεια στην
Αυστρία, οι εκπρόσωποι του -από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν Εβραίοι-
κατέφυγαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ. Εξ αυτού του γεγονότος έγιναν
οι ζωντανοί φορείς της ευρύτερης διάδοσης του Νεοθετικισμού σε όλο τον
κόσμο.
Ο
Κύκλος και ο Karl Popper: Ο Karl Popper Βιεννέζος κι αυτός με εβραϊκή καταγωγή, τότε
δηλαδή το 1929, 27 ετών,ποτέ δεν πήρε
μέρος στις εβδομαδιαίες συζητήσεις του Κύκλου. Ο ίδιος αργότερα εξομολογείται
ότι ποτέ δεν έγινε μέλος του Κύκλου.
Το πρώτο του μεγάλο έργο Logik der
Forschhung ( Η Λογική της επιστημονικής ανακάλυψης ) που εκδόθηκε το 1934 ήταν
εξίσου αξιόλογο με τα έργα των μελών του Κύκλου. Γιατί άραγε ο Κύκλος αγνόησε
τον νέο αυτό Βιεννέζο στοχαστή; Μια απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι «αυτό
συνέβη επειδή έτσι το θέλησε ο Moritz Schlick» και ο Schlick δεν εκτιμούσε τον
Popper. Μια άλλη απάντηση προκύπτει αν μετονομάσεις τον Κύκλο σε Στοά.
Πιο καθοριστικός παράγων όμως πρέπει
να είναι η βαθύτατη αντιπάθεια του Popper για τον τότε γκουρού του Schlick, αλλά
και των περισσότερων μελών, τον Ludwig Wittgenstein. Η περιφρόνηση του νεαρού
τότε Popper στο έργο του Wittgenstein είχε εκφραστεί και δημόσια λίγα χρόνια
αργότερα το έτος δηλαδή 1932 σε μία τρικυμιώδη συνάντηση που έγινε μπροστά σε
ευρύτερο κοινό. Τον κατηγορούσε ότι συμπεριφερόταν όπως η Καθολική Εκκλησία,
απαγορεύοντας κάθε συζήτηση πάνω στα ζητήματα στα οποία ο ίδιος δεν είχε να
δώσει απαντήσεις.
Σε όλη την υπόλοιπη ζωή
τουαναφερόταν στον «Κύκλο της Βιέννης» τονίζοντας τη φιλοσοφική απόσταση που τον
χώριζε από αυτόν.
Στη θέση της Επαληθευσιμότητας
εκείνος πρότεινε τη Διαψευσιμότητα ως κριτήριο για το «Εαν μια πρόταση είναι
επιστημονική»
Και η άποψή του ήταν ιδιαίτερα
σοβαρή και εμπεριστατωμένη. Κανένας αριθμός πειραμάτων δεν μπορεί να αποδείξει
την ορθότητα μιας θεωρίας όπως ότι ο ήλιος θα ανατέλλει πάντοτε, εφόσον όσες
φορές και να ανατείλει ο ήλιος δεν υπάρχει τίποτε που να αποκλείει ότι κάποια
μέρα στο μέλλον δεν θα φανεί. Αντίθετα, ένα μόνο αρνητικό εμπειρικό δεδομένο
αρκεί για αποδείξει ότι μια θεωρία είναι εσφαλμένη.
Μία θεωρία μπορεί να θεωρηθεί Επιστημονική εφόσον είναι ανοικτή στη Διάψευση της.
Οι φιλόσοφοι δηλαδή του ρεύματος
αυτού προσπάθησαν να βάλουν ορισμένα κριτήρια για την επαληθευσιμότητα ή μη των
προτάσεων όπως αυτές που λες (μαγεία, θαύματα, θεός κτλ), με αντικειμενικό σκοπό
την κατάργηση της μεταφυσικής και του μυστικισμού.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930
ο λογικός θετικισμός επιχειρεί σχετική άμβλυνση ορισμένων από τα αρχικά του
δόγματα, την οποία προβάλλει αργότερα ως ανάπτυξη και φιλελευθεροποίηση.
Αντικαθιστά λόγου χάρη την αρχή της αναγωγιμότητας της επιστημονικής γνώσης στα
εμπειρικά δεδομένα με την αρχή της δυνατότητας εμπειρικής ερμηνείας του
συστήματος, την αξίωση της πλήρους επαληθευσιμότητας με τον όρο της δυνατότητας
μερικής έμμεσης επιβεβαιωσιμότητας.
Κριτικές του λογικού Θετικισμού: O λογικός
Θετικισμός, που έτσι τον ονόμασαν, το 1931, ο Α.Ε. Μπλούμπεργχ (Α.Ε. Blumberg)
και ο φιλόσοφος της Επιστήμης στη Μινεσότα Χέρμπερτ Φάιγκλ (Herbert Feigl), όπως
ήταν επόμενο, υπεβλήθη εξαρχής σε σοβαρές κριτικές. Οι πιο πρόσφατες αφορούν τις
απόψεις των λογικών εμπειριστών για τη φύση της επιστημονικής ερμηνείας, σχετικά
με το ότι τα πράγματα δεν είναι πάντοτε τόσο απλά όσο πιστεύουμε ή νομίζουμε πως
είναι.
H μεγαλύτερη προσοχή που δόθηκε στην
ιστορία των επιστημονικών θεωριών δείχνει ορισμένα χάσματα στα εννοιολογικά
συστήματα των επιστημών. Για παράδειγμα, ο σημαντικός ρόλος των πιθανολογικών
ερμηνειών στις περισσότερες επιστήμες δέχεται σήμερα όλο και πιο εκλεπτυσμένες
αναλύσεις.
Σπουδαίοι φυσικοί, με στιβαρό
φιλοσοφικό λόγο, όπως ο Νηλς Μπορ, ο Έρβιν Σρέντινγκερ, ο Βέρνερ Χάιζενμπεργκ
και πολλοί άλλοι, υποδεικνύουν με το συνολικό έργο τους ότι δεν υπάρχει ντε και
καλά κάποια συστηματική οδός ή μια πρότυπη συνταγή να την ακολουθήσουμε,
εκκινώντας από τα δεδομένα, προκειμένου να προσεγγίσουμε κάποια επιστημονική
θεωρία.
Επίσης πρέπει να γίνει κατανοητό ότι
μολονότι η επιστημονική δημιουργικότητα οδεύει -κατά κάποιον τρόπο- παράλληλα με
την καλλιτεχνική δημιουργία, εντούτοις τα κριτήρια αξιολόγησης είναι τελείως
διαφορετικά. Και παρά το ότι κάθε επιστημονικός ισχυρισμός υπόκειται κατ’ αρχήν
σε αναθεώρηση, είναι μάλλον αφύσικο να αρνηθούμε εξαρχής τη σχετική σταθερότητα
των εμπειρικών νόμων, οι οποίοι ουσιαστικά χρησιμεύουν σαν το κυρίως πεδίο
δοκιμών των εναλλακτικών θεωριών.
Από την εποχή του Καρτέσιου, στην Κβαντική Θεωρία Τελικά, ή ύπαρξη του κόσμου προκύπτει από το γεγονός πως ο θεός μου έδωσε μιαν ισχυρή διάθεση να πιστεύω στην ύπαρξη του κόσμου και είναι απλώς αδύνατον να με έχει εξαπατήσει ο θεός. (απολύτως λανθασμένος συλλογισμός όπως ήδη γνωρίζουμε)
Ο Θετικισμός αναπτύχθηκε μέσα από ποικίλα στάδια που έγιναν
γνωστά με διάφορες ονομασίες όπως Εμπειριοκριτικισμός, Λογικός Θετικισμός,
Λογικός Εμπειρισμός και τέλος, στα μέσα του 20ού αιώνα, εντάχθηκε στο κίνημα που
είναι γνωστό ως Αναλυτική και Γλωσσική Φιλοσοφία.
Οι βασικές θέσεις του πρωτογενούς Θετικισμού είναι:
1. Κάθε γνώση που αφορά γεγονότα βασίζεται στα
«θετικά» στοιχεία της εμπειρίας, και
2. πέρα από τον κόσμο των γεγονότων υπάρχει ο
κόσμος της καθαρής Λογικής και των καθαρών Μαθηματικών.
Αμφισβητήσεις του
Θετικισμού: Αφού είδαμε τις βασικές αρχές του θετικισμού θα στραφούμε
σε μια σειρά από επισημάνσεις σημείων τριβής και αμφισβήτησης των βασικών
θετικιστικών αρχών. Οι διαφοροποιήσεις αυτές, που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία από
την δεκαετία του ’60 κι ύστερα, τελικά οδηγούν είτε σε μια αυξανόμενη μείωση της
αξιοπιστίας του θετικισμού είτε στην απόρριψή του ή το μετασχηματισμό του και
την εμφάνιση νέων ρευμάτων.
Πρώτα θα ασχοληθούμε με τις επικρίσεις του θετικισμού, που
προέρχονται από αντίπαλες φιλοσοφίες ή γενικότερα διαφορετικούς τρόπους σκέψης.
Σε συνοπτική παράθεση παρατηρείται μια έντονη αμφισβήτηση του θετικισμού στα
εξής σημεία:
Επιστημονισμός ή
ενότητα της επιστημονικής μεθόδου. Μεθοδολογικά ο θετικισμός δεν
δέχεται καμιά διαφορά μεταξύ των φυσικών και των κοινωνικών επιστημών. Η
υιοθέτηση όμως της ενότητας της επιστημονικής μεθόδου γίνεται με ταυτόχρονη
παραδοχή του κυρίαρχου ρόλου των φυσικών επιστημών, αφού γενικώς αυτές
εκλαμβάνονται ως το μοντέλο των κοινωνικών επιστημών. Το αποτέλεσμα είναι ο
επιστημονισμός, δηλαδή, η άποψη ότι η σημασιολογική ερμηνεία της γνώσης απορρέει
μόνο από τις φυσικές επιστήμες.
Φυσιοκρατία ή
φαινομενοκρατία. Για τον θετικισμό το αντικείμενο της επιστημονικής
μεθόδου είναι μια εξωτερική στην επιστήμη πραγματικότητα, η οποία σηματοδοτείται
από τα παρατηρούμενα φυσικά φαινόμενα. Η θέση αυτή συνεπάγεται αφενός την
φυσιοκρατία, δηλαδή, την ανάδειξη της φυσικής-εμπειρικής προέλευσης της γνώσης,
κι αφετέρου την φαινομενοκρατία ή αντικειμενισμό, δηλαδή, την αποδοχή μιας
αντικειμενικά εξωτερικευμένης υπόστασης των φαινομένων.
Εμπειρισμός. Στην βάση της
θετικιστικής επιστημολογίας βρίσκεται η εμπειρική παρατήρηση (κριτήριο της
επαλήθευσης), η οποία υλοποιείται με την πειραματική μέθοδο. Η αναντίρρητη
αναγνώριση του θετικού χαρακτήρα της εμπειρίας ως του αποκλειστικού κριτηρίου
της αλήθειας αποτελεί το σήμα κατατεθέν του θετικισμού.
Ουδετερότητα ή
αξιολογική αδιαφορία. Σύμφωνα με τον θετικισμό, η επιστήμη δεν πρέπει
να ενέχεται σε καμία αξιολογική κρίση του αντικειμένου της μελέτης της. Είναι
μια ουδέτερη δραστηριότητα απαλλαγμένη από οποιαδήποτε κοινωνική ή ηθική αξία. Η
αποστολή της είναι να περιορίζεται στα εμπειρικά γεγονότα, από τα οποία, ο
θετικισμός πιστεύει, δεν μπορούν να παράγονται αξίες. Επιπλέον, η αναζήτηση της
αντικειμενικής αλήθειας γίνεται με μοναδικό γνώμονα την εμπειρική επαλήθευση,
ανεξάρτητα ηθικής ή αυτοσυνειδησίας.
Εργαλειακή γνώση. Στον
θετικισμό, η εμπειρική φόρτιση της θεωρίας οδηγεί αυτόματα σε μια εργαλειακή
σύλληψη της επιστήμης. Έτσι, αυτή γίνεται κατανοητή σαν ένα χρήσιμο τεχνικό
εργαλείο που μπορεί να εφαρμοσθεί εξίσου καλά σε μια πληθώρα διαφορετικών
περιπτώσεων. Κάποιες φορές όμως, η έμφαση στον εργαλειακό και άρα ουδέτερο ρόλο
της επιστήμης κρύβει μια πολιτικά συντηρητική στάση, που υποστηρίζει την υπεροχή
της επιστήμης σε σχέση με άλλες μορφές γνώσης και νομιμοποιεί την αναπαραγωγή σε
κυρίαρχη θέση των επαγγελματικών και θεσπισμένων οργάνων των ειδικών της
επιστήμης.
Πέρα όμως από τις αγεφύρωτες διαφορές σε θεμελιώδη θέματα
αρχής, ο θετικισμός δέχθηκε σημαντικές επικρίσεις και στις βασικές μεθοδολογικές
παραδοχές του. Οι κυριότερες από αυτές τις αμφισβητήσεις προέρχονται από τους
Popper και Kuhn.
Ο Karl Popper, μάλιστα από την δεκαετία του ’30, επιτίθεται
στην θετικιστική επικύρωση και απορρίπτει τη λογική της επαγωγής. Στην θέση τους
ο Popper θεμελιώνει την αρχή της διαψευσιμότητας και δέχεται μόνο την παραγωγική
λογική. Από την άλλη μεριά, η αντιθετικίστικη ιστορικίστικη στροφή στην δεκαετία
του ’60 του Thomas Kuhn ανέδειξε την παραδειγματική δομή και την επαναστατική
εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών.
Για τον Popper, το έργο της επιστήμης για την επικύρωση των
θεωριών είναι να παράγει μαρτυρίες από εμπειρικές παρατηρήσεις, οι οποίες μπορεί
να διαψεύδουν λογικά τις θεωρίες αυτές. Βέβαια, με τη μέθοδο αυτή της
διαψευσιμότητας, μπορεί να πει κανείς, το πρόβλημα της επαγωγής δεν λύνεται αλλά
απλώς αποφεύγεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου