Το κοκτέιλ μολότοφ, η πεμπτουσία των αυτοσχέδιων όπλων, μπορεί να είναι σήμερα το παγκόσμιο σύμβολο των εξεγερμένων και να είναι πανταχού παρόν σε κάθε βίαιη αναμέτρηση με τις δυνάμεις καταστολής ανά τον κόσμο αλλά ποιος το εφηύρε και χρησιμοποίησε πρώτος και από πού πήρε την ιδιαίτερή του ονομασία;
Ας ξεκινήσουμε με το γεγονός ότι το κοκτέιλ μολότοφ είναι σχετικά πρόσφατη εφεύρεση και μάλιστα μεταγενέστερη αυτής του ραντάρ. Κατά δεύτερον και σε πείσμα των αριστερών θιασωτών της χρήσης του την σήμερον ημέρα, οι πρώτοι διδάξαντες-χρήστες του όπλου υπήρξαν οι ακροδεξιοί φαλαγγίτες κατά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1936-1939). Ως γνωστόν, κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου, οι εθνικιστικές δυνάμεις υπό τον Φρανσίσκο Φράνκο συγκρούστηκαν με τις δημοκρατικές κυβερνητικές δυνάμεις για τον έλεγχο της χώρας, με νίκη των εθνικιστών μετά από τρία χρόνια φονικότατων μαχών. Οι εθνικιστές λοιπόν, έχοντας ενισχυθεί από τις φασιστικές κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας, διέθεταν την υπεροχή στον αέρα, αλλά οι κυβερνητικοί είχαν παραλάβει ικανό αριθμό σοβιετικών αρμάτων μάχης τύπου Τ-26 και Τ-28 και προξενούσαν μεγάλες απώλειες στον αντίπαλο. Κάθε όπλο προκαλεί τη δημιουργία ενός αντιόπλου κι έτσι οι φαλαγγίτες στράφηκαν στις αυτοσχέδιες εμπρηστικές βόμβες για να αντιμετωπίσουν τα τανκς των δημοκρατικών.
Η ιδέα ήταν ότι, αν προξενούσες μια αρκετά μεγάλη φωτιά πάνω από το διαμέρισμα του κινητήρα του άρματος, θα προκαλούνταν απορρόφηση του οξυγόνου και ο κινητήρας θα έσβηνε, καθιστώντας το τανκς ακίνητο κι έτσι ευάλωτο. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι τα περισσότερα άρματα μάχης της εποχής κινούνταν με βενζίνη και όχι με το λιγότερο εύφλεκτο πετρέλαιο, άν η φωτιά επεκτεινόταν στο ντεπόζιτο καυσίμων ή στο διαμέρισμα οπλισμού το αποτέλεσμα ήταν συνήθως καταστροφικότατο. Οι φαλαγγίτες χρησιμοποίησαν διάφορες μορφές εμπρηστικών μηχανισμών κατά τη διάρκεια του πολέμου, από μπουκάλια με πετρέλαιο και βενζίνη, ως φλεγόμενες κουβέρτες βουτηγμένες σε κηροζίνη, με εκπληκτικά αποτελέσματα.
Όμως, η γυάλινη εμπρηστική βόμβα δεν θα έπαιρνε τη διαβόητη πλέον ονομασία της παρά όταν η ΕΣΣΔ εισέβαλε στην παγωμένη δημοκρατία της Φινλανδίας στις 30 Νοεμβρίου 1939 εγκαινιάζοντας τον διαρκείας τρεισήμισι μηνών Χειμερινό Πόλεμο (30/11/1939-13/3/1940). Οι σοβιετικές δυνάμεις ήταν ασύγκριτα υπέρτερες των φινλανδικών, με επτακόσιες εξήντα χιλιάδες στρατιώτες, εξίμισι χιλιάδες άρματα μάχης και τρεις χιλιάδες οχτακόσια αεροπλάνα έναντι τριακοσίων σαράντα χιλιάδων αμυνομένων με τριάντα δύο άρματα και εκατόν δεκατέσσερα αεροπλάνα. Οι σοβιετικοί είχαν όμως δύο τεράστια μειονεκτήματα: το πρώτο ήταν οι εκκαθαρίσεις στο στράτευμα που είχαν λάβει χώρα το 1938 και είχαν αφήσει σε θέσεις κλειδιά πολιτικά ελέγξιμους όσο και στρατιωτικά ανίκανους διοικητές και το δεύτερο ήταν η παντελής έλλειψη προετοιμασίας για τον ευέλικτο, ανορθόδοξο πόλεμο που θα επέβαλλαν οι Φινλανδοί από τις πρώτες μέρες της σύρραξης.
Χωρίς επαρκή αριθμό αντιαρματικών όπλων, οι Φινλανδοί σκιέρ θα χρησιμοποιούσαν κατά κόρον τις εμπρηστικές βόμβες καταστρέφοντας κατά εκατοντάδες τα εχθρικά τανκς. Αρχικά, οι γυάλινες βόμβες ήταν αυτοσχέδιες αλλά γρήγορα το κρατικό μονοπώλιο αλκοόλ Άλκο ξεκίνησε τη μαζική παραγωγή της βασικής εμπρηστικής βόμβας στο σφραγισμένο μπουκάλι της βότκας των 750 μιλιλίτρων με γέμιση αλκοόλ, κηροζίνης, χλωριούχου καλίου και πίσσας για να κολλά το μίγμα στα τοιχώματα των τανκς. Αντί για στουπί, η βόμβα διέθετε δύο τεράστια αντιανεμικά σπίρτα στα πλευρά του μπουκαλιού τα οποία αναφλέγονταν πριν την εκτόξευση κατά του στόχου. Κατά τη διάρκεια του πολέμου κατασκευάστηκαν γύρω στις τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες μονάδες με ελάχιστο σχετικά κόστος, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη του τις συντριπτικές απώλειες των σοβιετικών αρμάτων, που ανήλθαν σε πάνω από τρεις χιλιάδες μονάδες δηλ. περίπου το 50% της δύναμης εισβολής.
Τελικά, και παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των αμυνομένων, οι αριθμοί επέβαλαν τη νίκη και η φινλανδική κυβέρνηση συνθηκολόγησε και αναγκάστηκε σε παραχώρηση του 11% του εδάφους της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της πόλης Βιιπούρι στον ισθμό της Καρελίας (σημειωτέον, η πόλη δεν επιστράφηκε ποτέ στη Φινλανδία) και τεσσάρων νησιών στη Βαλτική Θάλασσα. Τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες Φινλανδοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και η ναυτική βάση του Χάνκο πέρασε σε σοβιετικά χέρια για τριάντα χρόνια.
Βέβαια, η όλη υπόθεση του Χειμερινού Πολέμου αποτέλεσε ζήτημα τεράστιας αμηχανίας για την ΕΣΣΔ και ειδικά για τις σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις. Εκατόν εξήντα οκτώ χιλιάδες Σοβιετικοί στρατιώτες είχαν σκοτωθεί έναντι εικοσιέξι χιλιάδων Φινλανδών σε μια επιχείρηση φιάσκο, που κανονικά θα έπρεπε να ήταν περίπατος. Επιπρόσθετα, η γελοιοποίηση του Κόκκινου Στρατού από τους Φινλανδούς άφησε εμβρόντητους τους Γερμανούς στρατιωτικούς παρατηρητές με την προφανή ανικανότητα των Σοβιετικών να διεξάγουν μια σχετικά απλή επιθετική ενέργεια εναντίον σαφώς υποδεέστερου αντιπάλου. Αν ο Χίτλερ έψαχνε για αποδείξεις που θα επιβεβαίωναν τη βιωσιμότητα μιας επίθεσης κατά της ΕΣΣΔ, τις είχε ήδη βρει στα φινλανδικά χιόνια. Ένα χρόνο αργότερα, λίγο πριν την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα, θα δήλωνε: «Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να κλοτσήσουμε την πόρτα κι όλο το σάπιο οικοδόμημα θα καταρρεύσει».
Όσο για το περίφημο παρατσούκλι «κοκτέιλ μολότοφ», το οποίο έμεινε προς αιώνιο όνειδος του Βιάτσεσλαβ Μολότοφ, υπουργού Εξωτερικών και στενού συνεργάτη του Στάλιν, μάλλον το οφείλουμε στους ευφάνταστους κατοίκους του Ελσίνκι και στη μεγαλειώδη γκάφα του ίδιου του Μολότοφ την πρώτη μέρα του πολέμου. Στις 30/11, η σοβιετική αεροπορία βομβάρδισε το Ελσίνκι χρησιμοποιώντας εμπρηστικές βόμβες τύπου RRAB-3 (έναν τύπο βόμβας-κανίστρου που περιείχε εξήντα εμπρηστικά βομβίδια) για να αναφλέξει τα ξύλινα κτήρια της φινλανδικής πρωτεύουσας. Σε μία αλήστου μνήμης δήλωση την επομένη, ο Μολότοφ ισχυρίστηκε ότι «η ΕΣΣΔ δεν βομβαρδίζει τη Φινλανδία, αλλά απλά ρίχνει τρόφιμα από τον αέρα στους λιμοκτονούντες Φινλανδούς». Έτσι, η RRAB-3 έλαβε από τους Φινλανδούς το παρατσούκλι «η ψωμιέρα του Μολότοφ» και οι αυτοσχέδιες εμπρηστικές βόμβες, που κατέστρεφαν τα σοβιετικά άρματα, ονομάστηκαν «τα κοκτέιλ του Μολότοφ», για να κοροϊδέψουν τον Σοβιετικό υπουργό για το χονδροειδές ψέμα του. Ογδόντα χρόνια αργότερα, το όνομα του αυτοσχέδιου όπλου των «φτωχοδιάβολων» απανταχού της γης παραμένει απαράλλαχτο, θυμίζοντας την ασύγκριτη δύναμη του λαϊκού πνεύματος να σχολιάζει πρόσωπα και καταστάσεις με τον μοναδικό του τρόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου