Θα διηγηθούμε τώρα τα σχετικά με τον ανταγωνισμό μεταξύ ανθρώπων και θεών. Από το ένα μέρος βρισκόταν ο Προμηθεύς με τον Επιμηθέα και από το άλλο ο Ζεύς. Ο ανταγωνισμός συνεχίστηκε, όπως ξέρουμε ήδη, με το περιστατικό τής Πανδώρας. Στη γνωστή παράδοση του περιστατικού παρατηρούμε την προκατάληψη του Ησιόδου εναντίον των γυναικών, όχι όμως πολύ έντονη, έτσι που να υποψιαζόμαστε πως ο συγγραφέας κατασκεύασε μόνος του κι ελεύθερα όλη τη διήγηση. Κάπου θα την είχε βρει βέβαια και του άρεσε τόσο, ώστε την ξαναδιηγήθηκε. Και τις δυο φορές αναφέρθηκε στην επιτυχία να ξαναδοθή στους ανθρώπους η φωτιά.
Τη μια φορά διαβάζουμε: Η ψυχή του Βροντερού Διός σχίστηκε, η καρδιά του γέμισε θυμό όταν είδε την ορατή φωτιά κάτω στους ανθρώπους. Αμέσως ετοίμασε μια συμφορά για τους ανθρώπους σαν αντίβαρο στη φωτιά. Ο φημισμένος αρχιτεχνίτης Ηφαιστος έφτειαξε από τη γη το ομοίωμα ενός ντροπαλού κοριτσιού, σύμφωνα με τή θέληση του Διός. Η θεά Αθηνά το στόλισε με ζώνη και αστραφτερό χιτώνα. Πάνω στο σώμα του κοριτσιού έριξε ένα ωραίο, θαυμάσιο πέπλο. Στις πλευρές του κρέμασε στεφάνια από λουλούδια και στο κεφάλι του ‘βαλε ένα χρυσό στεφάνι που το ‘φτειαξε ο Αρχιμάστορας με τα χέρια του, για να ευχαρίστηση το Δία. Πάνω του παρασταίνονταν θαυμάσια πολλά ζώα τής γης και τής Θάλασσας, σχεδόν σα ζωντανά.
Το έργο άστραφτε χαριτωμένα. Όταν το ωραίο κακό ήταν έτοιμο σαν αντίβαρο του καλού, κι έτσι καθώς ήταν φανταχτερά στολισμένο από την γλαυκώπιδα κόρη του δυνατού πατέρα, το πήρε ο Ζεύς εκεί που ήσαν συγκεντρωμένοι οι θεοί και οι άνθρωποι. Όλοι, θνητοί και αθάνατοι, θαύμασαν όταν αντίκρυσαν την απειλητική παγίδα, μπροστά στην οποία οι άνθρωποι είναι άοπλοι: Από δω κατάγεται το θήλυ γένος.
Αλλού διαβάζουμε στον Ησίοδο τα παρακάτω: Ο Ζεύς είπε: «Γιε του Ιαπετού, που είσαι πιο συνετός άπ’ όλους, χαίρεσαι που έκλεψες τη φωτιά και με ξεγέλασες. Σ’ εσένα τον ίδιο και στους ανθρώπους που θ’ ακολουθήσουν θα κάνη κακό, γιατί αυτό που έκαμες μου ‘δωσε αφορμή να τους στείλω ένα κακό, για το οποίο όλοι θα χαίρωνται τυλίγοντας μ’ έρωτα τους πόνους τους».
Αυτά είπε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων και ξέσπασε σε γέλια. Διάταξε τον Ηφαιστο ν’ ανακατέψη αμέσως χώμα και νερό, να δώση στο μείγμα ανθρώπινη φωνή και δύναμη και να κατασκευάση ένα ωραίο, κορίτσι, που να ξυπνά τον πόθο και στο πρόσωπο να μοιάζη με τις αθάνατες θεές. Η Αθηνά διατάχτηκε να το μάθη να υφαίνη, δηλαδή τη γυναικεία δουλειά. Η χρυσή Αφροδίτη διατάχτηκε να λάμψη το πρόσωπο του κοριτσιού από γοητεία και ασίγαστο πόθο.
Ο Ερμής διατάχτηκε από το Δία να βάλη μέσα στο νέο δημιούργημα σκυλίσια ξεδιαντροπιά και δολιότητα. Όλοι υπάκουσαν στη διαταγή του Κυρίαρχου. Ο φημισμένος Αρχιτεχνίτης έφτειαξε από το χώμα το ομοίωμα ενός ντροπαλού κοριτσιού. Η Αθηνά το στόλισε με ζώνη και φόρεμα. Οι Χάριτες και η Πειθώ του κρέμασαν στο λαιμό χρυσά στολίδια. Οι Ώρες στεφάνωσαν το κορίτσι με ανοιξιάτικα λουλούδια. στο στήθος του ο Ερμής φύτεψε ψέματα, κολακείες και απάτες. Ο αγγελιοφόρος των θεών του ‘δωσε φωνή κι ονόμασε το θηλυκό Πανδώρα, γιατί όλοι οι Ολύμπιοι το χάρισαν σα δώρο προς όλεθρο των ανθρώπων που τρώνε το ψωμί.
Όταν ετοιμάστηκε το απειλητικό τέχνασμα ενάντια στο οποίο δεν υπάρχει όπλο, ο Πατέρας με τον φημισμένο και γρήγορο αγγελιοφόρο έστειλε το δώρο των θεών στον Επιμηθέα.
Ο Επιμηθεύς δεν λογάριασε αυτό που του είπε ο Προμηθεύς, να μη δεχτή ποτέ δώρο του Διός αλλά να το επιστρέψη, για να μην προέλθη άπ’ αυτό κακό στους ανθρώπους.
Ο Επιμηθεύς δέχτηκε το δώρο και κατόπιν είδε τη δυστυχία. Προηγουμένως το ανθρώπινο γένος ζούσε στη γη χωρίς δυστυχία, χωρίς κόπους κι αρρώστιες που προξενούσαν τον θάνατο στους ανθρώπους. το θηλυκό αυτό ξεσκέπασε τώρα το μεγάλο δοχείο και απλώθηκαν παντού οι συμφορές προς θλίψη φοβερή των ανθρώπων.
Μονάχα η Ελπίς έμεινε αιχμάλωτη μέσα στο δοχείο, και δεν πετάχτηκε έξω. Η γυναίκα σκέπασε πάνω της το δοχείο, έτσι θέλησε ο Ζεύς. Τα υπόλοιπα πράγματα, τ’ αμέτρητα και τα λυπητερά, από τότε τριγυρίζουν ανάμεσα στους ανθρώπους. Η γη είναι γεμάτη συμφορές κι η θάλασσα επίσης. Αρρώστιες έρχονται κάθε μέρα στους ανθρώπους, που καταφθάνουν επίσης απρόσκλητες και τη νύχτα, ολέθριες και χωρίς φωνή, γιατί ο πάνσοφος Ζευς τους την έχει αφαιρέσει. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεγελαστή η νοημοσύνη του Διός.
Αυτή ήταν η συνέχεια της δημιουργίας της γυναίκας, πως το νέο, το πρωτόβγαλτο δημιούργημα στη γη, από καθαρή περιέργεια σήκωσε το σκέπασμα του δοχείου -όπως αυτά τα μεγάλα που ακόμα και σήμερα φυλάνε σε μας το λάδι και τα δημητριακά – κι έτσι ελευθερώθηκαν όλα τα κακά που κλείνονταν σ’ εκείνο το δοχείο μέσα -όπως ο Άρης. Μ’ αυτά τα κακά και συγκεκριμένα με τις αρρώστιες, ήρθε κι ο θάνατος στην κόσμο. Με το θάνατο ολοκληρώθηκε ο χωρισμός μεταξύ των ανθρώπων και των αθάνατων θεών.
Το δημιούργημα, η μάνα όλων των θνητών γυναικών, λεγόταν Πανδώρα που σημαίνει: η τα πάντα δωρουμένη, η «γενναιόδωρη» -ένα όνομα τής ίδιας της γης από την οποία πλάστηκε. Σε μιαν αρχαία παράσταση περιγράφεται ως Ανησιδώρα. Το όνομα αυτό δηλώνει εκείνη που «στέλνει δώρα», ένα άλλο όνομα της θεάς Γης. Παρ’ όλα αυτά η πρώτη γυναίκα ήταν ένα καλλιτέχνημα, αν και προερχόταν από τη γη και με τ’ όνομα της συνδεόταν μ αυτή σαν ένα άλλο εγώ της.
Λέγαν πως η γυναίκα εμιμείτο τη γη κι όχι η γη τη γυναίκα. Στις παραπάνω διηγήσεις νομιζόταν έργο του Ηφαίστου, άλλες χαμένες διηγήσεις την θεωρούσαν δημιούργημα του Προμηθέως η ακόμα του Επιμηθέως. Σ’ αυτή την τελευταία εκδοχή, που τη βρίσκουμε μόνο σε αγγειογραφίες, η Πανδώρα βγαίνει από τη γη – κάποτε μόνο ένα μεγάλο, ωραίο γυναικείο κεφάλι. Η γη όμως ήταν πρωτύτερα σφυρηλατημένη. Ο Επιμηθεύς κρατεί το σφυρί ακόμα στο χέρι, ενώ η Πανδώρα βγαίνει μπροστά του. Ένας Έρως πηδάει πάνω στο κεφάλι της με μικρούς ερωτιδείς. Ο Ερμής φτάνει βιαστικός μ’ ένα λουλούδι, σταλμένος από το Δία, που κατά το θέλημά του έγιναν όλα.
Τη μια φορά διαβάζουμε: Η ψυχή του Βροντερού Διός σχίστηκε, η καρδιά του γέμισε θυμό όταν είδε την ορατή φωτιά κάτω στους ανθρώπους. Αμέσως ετοίμασε μια συμφορά για τους ανθρώπους σαν αντίβαρο στη φωτιά. Ο φημισμένος αρχιτεχνίτης Ηφαιστος έφτειαξε από τη γη το ομοίωμα ενός ντροπαλού κοριτσιού, σύμφωνα με τή θέληση του Διός. Η θεά Αθηνά το στόλισε με ζώνη και αστραφτερό χιτώνα. Πάνω στο σώμα του κοριτσιού έριξε ένα ωραίο, θαυμάσιο πέπλο. Στις πλευρές του κρέμασε στεφάνια από λουλούδια και στο κεφάλι του ‘βαλε ένα χρυσό στεφάνι που το ‘φτειαξε ο Αρχιμάστορας με τα χέρια του, για να ευχαρίστηση το Δία. Πάνω του παρασταίνονταν θαυμάσια πολλά ζώα τής γης και τής Θάλασσας, σχεδόν σα ζωντανά.
Το έργο άστραφτε χαριτωμένα. Όταν το ωραίο κακό ήταν έτοιμο σαν αντίβαρο του καλού, κι έτσι καθώς ήταν φανταχτερά στολισμένο από την γλαυκώπιδα κόρη του δυνατού πατέρα, το πήρε ο Ζεύς εκεί που ήσαν συγκεντρωμένοι οι θεοί και οι άνθρωποι. Όλοι, θνητοί και αθάνατοι, θαύμασαν όταν αντίκρυσαν την απειλητική παγίδα, μπροστά στην οποία οι άνθρωποι είναι άοπλοι: Από δω κατάγεται το θήλυ γένος.
Αλλού διαβάζουμε στον Ησίοδο τα παρακάτω: Ο Ζεύς είπε: «Γιε του Ιαπετού, που είσαι πιο συνετός άπ’ όλους, χαίρεσαι που έκλεψες τη φωτιά και με ξεγέλασες. Σ’ εσένα τον ίδιο και στους ανθρώπους που θ’ ακολουθήσουν θα κάνη κακό, γιατί αυτό που έκαμες μου ‘δωσε αφορμή να τους στείλω ένα κακό, για το οποίο όλοι θα χαίρωνται τυλίγοντας μ’ έρωτα τους πόνους τους».
Αυτά είπε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων και ξέσπασε σε γέλια. Διάταξε τον Ηφαιστο ν’ ανακατέψη αμέσως χώμα και νερό, να δώση στο μείγμα ανθρώπινη φωνή και δύναμη και να κατασκευάση ένα ωραίο, κορίτσι, που να ξυπνά τον πόθο και στο πρόσωπο να μοιάζη με τις αθάνατες θεές. Η Αθηνά διατάχτηκε να το μάθη να υφαίνη, δηλαδή τη γυναικεία δουλειά. Η χρυσή Αφροδίτη διατάχτηκε να λάμψη το πρόσωπο του κοριτσιού από γοητεία και ασίγαστο πόθο.
Ο Ερμής διατάχτηκε από το Δία να βάλη μέσα στο νέο δημιούργημα σκυλίσια ξεδιαντροπιά και δολιότητα. Όλοι υπάκουσαν στη διαταγή του Κυρίαρχου. Ο φημισμένος Αρχιτεχνίτης έφτειαξε από το χώμα το ομοίωμα ενός ντροπαλού κοριτσιού. Η Αθηνά το στόλισε με ζώνη και φόρεμα. Οι Χάριτες και η Πειθώ του κρέμασαν στο λαιμό χρυσά στολίδια. Οι Ώρες στεφάνωσαν το κορίτσι με ανοιξιάτικα λουλούδια. στο στήθος του ο Ερμής φύτεψε ψέματα, κολακείες και απάτες. Ο αγγελιοφόρος των θεών του ‘δωσε φωνή κι ονόμασε το θηλυκό Πανδώρα, γιατί όλοι οι Ολύμπιοι το χάρισαν σα δώρο προς όλεθρο των ανθρώπων που τρώνε το ψωμί.
Όταν ετοιμάστηκε το απειλητικό τέχνασμα ενάντια στο οποίο δεν υπάρχει όπλο, ο Πατέρας με τον φημισμένο και γρήγορο αγγελιοφόρο έστειλε το δώρο των θεών στον Επιμηθέα.
Ο Επιμηθεύς δεν λογάριασε αυτό που του είπε ο Προμηθεύς, να μη δεχτή ποτέ δώρο του Διός αλλά να το επιστρέψη, για να μην προέλθη άπ’ αυτό κακό στους ανθρώπους.
Ο Επιμηθεύς δέχτηκε το δώρο και κατόπιν είδε τη δυστυχία. Προηγουμένως το ανθρώπινο γένος ζούσε στη γη χωρίς δυστυχία, χωρίς κόπους κι αρρώστιες που προξενούσαν τον θάνατο στους ανθρώπους. το θηλυκό αυτό ξεσκέπασε τώρα το μεγάλο δοχείο και απλώθηκαν παντού οι συμφορές προς θλίψη φοβερή των ανθρώπων.
Μονάχα η Ελπίς έμεινε αιχμάλωτη μέσα στο δοχείο, και δεν πετάχτηκε έξω. Η γυναίκα σκέπασε πάνω της το δοχείο, έτσι θέλησε ο Ζεύς. Τα υπόλοιπα πράγματα, τ’ αμέτρητα και τα λυπητερά, από τότε τριγυρίζουν ανάμεσα στους ανθρώπους. Η γη είναι γεμάτη συμφορές κι η θάλασσα επίσης. Αρρώστιες έρχονται κάθε μέρα στους ανθρώπους, που καταφθάνουν επίσης απρόσκλητες και τη νύχτα, ολέθριες και χωρίς φωνή, γιατί ο πάνσοφος Ζευς τους την έχει αφαιρέσει. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεγελαστή η νοημοσύνη του Διός.
Αυτή ήταν η συνέχεια της δημιουργίας της γυναίκας, πως το νέο, το πρωτόβγαλτο δημιούργημα στη γη, από καθαρή περιέργεια σήκωσε το σκέπασμα του δοχείου -όπως αυτά τα μεγάλα που ακόμα και σήμερα φυλάνε σε μας το λάδι και τα δημητριακά – κι έτσι ελευθερώθηκαν όλα τα κακά που κλείνονταν σ’ εκείνο το δοχείο μέσα -όπως ο Άρης. Μ’ αυτά τα κακά και συγκεκριμένα με τις αρρώστιες, ήρθε κι ο θάνατος στην κόσμο. Με το θάνατο ολοκληρώθηκε ο χωρισμός μεταξύ των ανθρώπων και των αθάνατων θεών.
Το δημιούργημα, η μάνα όλων των θνητών γυναικών, λεγόταν Πανδώρα που σημαίνει: η τα πάντα δωρουμένη, η «γενναιόδωρη» -ένα όνομα τής ίδιας της γης από την οποία πλάστηκε. Σε μιαν αρχαία παράσταση περιγράφεται ως Ανησιδώρα. Το όνομα αυτό δηλώνει εκείνη που «στέλνει δώρα», ένα άλλο όνομα της θεάς Γης. Παρ’ όλα αυτά η πρώτη γυναίκα ήταν ένα καλλιτέχνημα, αν και προερχόταν από τη γη και με τ’ όνομα της συνδεόταν μ αυτή σαν ένα άλλο εγώ της.
Λέγαν πως η γυναίκα εμιμείτο τη γη κι όχι η γη τη γυναίκα. Στις παραπάνω διηγήσεις νομιζόταν έργο του Ηφαίστου, άλλες χαμένες διηγήσεις την θεωρούσαν δημιούργημα του Προμηθέως η ακόμα του Επιμηθέως. Σ’ αυτή την τελευταία εκδοχή, που τη βρίσκουμε μόνο σε αγγειογραφίες, η Πανδώρα βγαίνει από τη γη – κάποτε μόνο ένα μεγάλο, ωραίο γυναικείο κεφάλι. Η γη όμως ήταν πρωτύτερα σφυρηλατημένη. Ο Επιμηθεύς κρατεί το σφυρί ακόμα στο χέρι, ενώ η Πανδώρα βγαίνει μπροστά του. Ένας Έρως πηδάει πάνω στο κεφάλι της με μικρούς ερωτιδείς. Ο Ερμής φτάνει βιαστικός μ’ ένα λουλούδι, σταλμένος από το Δία, που κατά το θέλημά του έγιναν όλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου