[22] βούλομαι δὲ μετὰ ταῦτα πρὸς τὸν κατήγορον διαλεχθῆναι. τίνι ποτὲ πιστεύσας τοιοῦτος ὢν τοιούτου κατηγορεῖς; ἄξιον γὰρ καταμαθεῖν, οἷος ὢν λέγεις ὡς ἀνάξιος ἀνάξια. πότερα γάρ μου κατηγορεῖς εἰδὼς ἀκριβῶς ἢ δοξάζων; εἰ μὲν γὰρ εἰδώς, οἶσθα ἰδὼν ἢ μετέχων ἤ του ‹μετέχοντος› πυθόμενος. εἰ μὲν οὖν ἰδών, φράσον τούτοις ‹τὸν τρόπον›, τὸν τόπον, τὸν χρόνον, πότε, ποῦ, πῶς εἶδες· εἰ δὲ μετέχων, ἔνοχος εἷς ταῖς αὐταῖς αἰτίαις· εἰ δέ του μετέχοντος ἀκούσας, ὅστις ἐστίν, αὐτὸς ἐλθέτω, φανήτω, μαρτυρησάτω. πιστότερον γὰρ οὕτως ἔσται τὸ κατηγόρημα μαρτυρηθέν. ἐπεὶ νῦν γε οὐδέτερος ἡμῶν παρέχεται μάρτυρα.
[23] φήσεις ἴσως ἴσον εἶναι τὸ σέ γε τῶν γενομένων, ὡς σὺ φῄς, μὴ παρέχεσθαι μάρτυρας, τῶν δὲ μὴ γενομένων ἐμέ. τὸ δὲ οὐκ ἴσον ἐστί· τὰ μὲν γὰρ ἀγένητα πῶς ἂν δύναιτο μαρτυρηθῆναι; περὶ δὲ τῶν γενομένων οὐ μόνον οὐκ ἀδύνατον, ἀλλὰ καὶ ῥᾴδιον, οὐδὲ μόνον ῥᾴδιον, ἀλλὰ ‹καὶ ἀναγκαῖον· ἀλλὰ› σοὶ μὲν οὐκ ἦν οἷόν ‹τε μὴ› μόνον μάρτυρας ἀλλὰ καὶ ψευδομάρτυρας εὑρεῖν, ἐμοὶ δὲ οὐδέτερον εὑρεῖν τούτων δυνατόν.
[24] ὅτι μὲν οὖν οὐκ οἶσθα ἃ κατηγορεῖς, φανερόν· τὸ δὴ λοιπὸν ‹οὐκ› εἰδότα σε δοξάζειν. εἶτα, ὦ πάντων ἀνθρώπων τολμηρότατε, δόξῃ πιστεύσας, ἀπιστοτάτῳ πράγματι, τὴν ἀλήθειαν οὐκ εἰδώς, τολμᾷς ἄνδρα περὶ θανάτου διώκειν; ᾧ τί τοιοῦτον ἔργον εἰργασμένῳ σύνοισθα; ἀλλὰ μὴν τό γε δοξάσαι κοινὸν ἅπασι περὶ πάντων, καὶ οὐδὲν ἐν τούτῳ σὺ τῶν ἄλλων σοφώτερος. ἀλλ᾽ οὔτε τοῖς δοξάζουσι δεῖ πιστεύειν ἀλλὰ τοῖς εἰδόσιν, οὔτε τὴν δόξαν τῆς ἀληθείας πιστοτέραν νομίζειν, ἀλλὰ τἀναντία τὴν ἀλήθειαν τῆς δόξης.
[25] κατηγόρησας δέ μου διὰ τῶν εἰρημένων λόγων δύο τὰ ἐναντιώτατα, σοφίαν καὶ μανίαν, ὥπερ οὐχ οἷόν τε τὸν αὐτὸν ἄνθρωπον ἔχειν. ὅπου μὲν γάρ με φῂς εἶναι τεχνήεντά τε καὶ δεινὸν καὶ πόριμον, σοφίαν μου κατηγορεῖς, ὅπου δὲ λέγεις ὡς προὐδίδουν τὴν Ἑλλάδα, μανίαν· μανία γάρ ἐστιν ἔργοις ἐπιχειρεῖν ἀδυνάτοις, ἀσυμφόροις, αἰσχροῖς, ἀφ᾽ ὧν τοὺς μὲν φίλους βλάψει, τοὺς δ᾽ ἐχθροὺς ὠφελήσει, τὸν δὲ αὑτοῦ βίον ἐπονείδιστον καὶ σφαλερὸν καταστήσει. καίτοι πῶς χρὴ ἀνδρὶ τοιούτῳ πιστεύειν, ὅστις τὸν αὐτὸν λόγον λέγων πρὸς τοὺς αὐτοὺς ἄνδρας περὶ τῶν αὐτῶν τὰ ἐναντιώτατα λέγει;
[26] βουλοίμην δ᾽ ἂν παρὰ σοῦ πυθέσθαι, πότερον τοὺς σοφοὺς ἄνδρας νομίζεις ἀνοήτους ἢ φρονίμους. εἰ μὲν γὰρ ἀνοήτους, καινὸς ὁ λόγος, ἀλλ᾽ οὐκ ἀληθής· εἰ δὲ φρονίμους, οὐ δήπου προσήκει τούς γε φρονοῦντας ἐξαμαρτάνειν τὰς μεγίστας ἁμαρτίας καὶ μᾶλλον αἱρεῖσθαι κακὰ προχείρων ὄντων ἀγαθῶν. εἰ μὲν οὖν εἰμι σοφός, οὐχ ἥμαρτον· εἰ δ᾽ ἥμαρτον, οὐ σοφός εἰμι. οὐκοῦν δι᾽ ἀμφότερα ἂν εἴης ψευδής.
***
[22] Μετά απ᾽ αυτά θέλω να απευθυνθώ στον κατήγορο. Σε τί δίνεις πίστη κα κατηγορείς εσύ, αυτός που είσαι, έναν άνθρωπο σαν εμένα; Γιατί αξίζει να μάθουμε ποιός είσαι εσύ που λες αυτά που λες, λόγια ανάξια από έναν ανάξιο. Τί, με κατηγορείς γνωρίζοντας με ακρίβεια ο ίδιος, ή πιστεύοντας ότι έτσι είναι; Γιατί αν γνωρίζεις, το γνωρίζεις είτε επειδή το είδες με τα μάτια σου, είτε επειδή συμμετείχες ο ίδιος, είτε από πληροφορίες κάποιου που συμμετείχε. Αν μεν το είδες με τα μάτια σου, πες σ᾽ αυτούς εδώ τον τρόπο, τον τόπο, το χρόνο, πότε, πού, πώς το είδες· αν πάλι συμμετείχες, είσαι και συ ένοχος για τις ίδιες κατηγορίες· και αν το άκουσες από κάποιον που συμμετείχε, ποιός είναι αυτός, ας έρθει ο ίδιος, ας παρουσιαστεί, ας καταθέσει ως μάρτυρας. Γιατί έτσι, με τη μαρτυρία του, η κατηγορία θα είναι πιο πειστική. Έως τώρα όμως κανείς από τους δυο μας δεν έχει παρουσιάσει κάποιον μάρτυρα.
[23] Θα ισχυριστείς ίσως ότι το ίδιο είναι εσύ να μην προσκομίσεις μάρτυρες γι᾽ αυτά που, κατά τα λεγόμενά σου, συνέβησαν με το να μην προσκομίσω εγώ γι᾽ αυτά που δεν συνέβησαν. Όμως δεν είναι το ίδιο· γιατί γι᾽ αυτά που δεν έχουν γίνει πώς μπορούν να υπάρξουν μάρτυρες; Ενώ γι᾽ αυτά που έχουν γίνει, όχι μόνο δεν είναι αδύνατον, αλλά είναι και εύκολο, και όχι μόνο εύκολο, αλλά και απαραίτητο· αλλά εσύ δεν μπόρεσες όχι μόνο μάρτυρες αλλά ούτε ψευδομάρτυρες να βρεις, ενώ εγώ δεν ήταν δυνατόν να βρω ούτε το ένα ούτε το άλλο.
[24] Είναι λοιπόν φανερό ότι δεν γνωρίζεις αυτά για τα οποία με κατηγορείς· απομένει λοιπόν ότι τα πιστεύεις χωρίς να τα γνωρίζεις. Όμως εσύ, θρασύτερε απ᾽ όλους τους ανθρώπους, εμπιστεύεσαι την πίστη, το πιο άπιστο πράγμα, όταν δεν γνωρίζεις την αλήθεια, και έχεις το θράσος να κατηγορείς έναν άνθρωπο για ζήτημα ζωής και θανάτου; Τί, ξέρεις ότι αυτός έκανε αυτή την πράξη; Μα ο καθένας μπορεί να έχει γνώμη για όλα τα πράγματα, και ως προς αυτό δεν είσαι εσύ πιο σοφός από τους άλλους. Δεν πρέπει όμως να εμπιστευόμαστε αυτούς που πιστεύουν, αλλά αυτούς που ξέρουν, ούτε να θεωρούμε την πίστη ως πιο αξιόπιστη από την αλήθεια, αλλά αντίθετα την αλήθεια πιο αξιόπιστη από την πίστη.
[25] Εξάλλου, με τα λόγια σου με κατηγόρησες για δυο ολωσδιόλου αντίθετα πράγματα, τη σοφία και την τρέλα, τα οποία δεν είναι δυνατόν να τα έχει και τα δύο ο ίδιος άνθρωπος. Γιατί εκεί που λες ότι είμαι πολυμήχανος, επιδέξιος και επινοητικός, με κατηγορείς ότι είμαι σοφός, ενώ εκεί που λες ότι πρόδωσα την Ελλάδα, ότι είμαι τρελός· γιατί είναι τρέλα να επιχειρήσει κανείς έργα αδύνατα, ασύμφορα, αισχρά, με τα οποία θα βλάψει τους φίλους, θα ωφελήσει τους εχθρούς και θα καταστήσει την ίδια του τη ζωή επαίσχυντη και ανασφαλή. Και πώς να πιστέψει κανείς έναν άνθρωπο που στον ίδιο λόγο του, απευθυνόμενος προς τους ίδιους ανθρώπους, μιλώντας για τα ίδια πράγματα λέει τα ακριβώς αντίθετα;
[26] Και θα ήθελα να σε ρωτήσω αν θεωρείς τους σοφούς άντρες ανόητους ή συνετούς. Γιατί αν τους θεωρείς ανόητους, αυτό που λες είναι πρωτότυπο αλλά όχι αληθινό· αν όμως συνετούς, δεν ταιριάζει βέβαια οι συνετοί να διαπράττουν τα μεγαλύτερα σφάλματα και να προτιμούν τα κακά από τα αγαθά που ήδη έχουν. Αν λοιπόν είμαι σοφός, δεν έσφαλα· και αν έσφαλα, δεν είμαι σοφός. Οπότε και στις δύο περιπτώσεις θα ψεύδεσαι.
[23] φήσεις ἴσως ἴσον εἶναι τὸ σέ γε τῶν γενομένων, ὡς σὺ φῄς, μὴ παρέχεσθαι μάρτυρας, τῶν δὲ μὴ γενομένων ἐμέ. τὸ δὲ οὐκ ἴσον ἐστί· τὰ μὲν γὰρ ἀγένητα πῶς ἂν δύναιτο μαρτυρηθῆναι; περὶ δὲ τῶν γενομένων οὐ μόνον οὐκ ἀδύνατον, ἀλλὰ καὶ ῥᾴδιον, οὐδὲ μόνον ῥᾴδιον, ἀλλὰ ‹καὶ ἀναγκαῖον· ἀλλὰ› σοὶ μὲν οὐκ ἦν οἷόν ‹τε μὴ› μόνον μάρτυρας ἀλλὰ καὶ ψευδομάρτυρας εὑρεῖν, ἐμοὶ δὲ οὐδέτερον εὑρεῖν τούτων δυνατόν.
[24] ὅτι μὲν οὖν οὐκ οἶσθα ἃ κατηγορεῖς, φανερόν· τὸ δὴ λοιπὸν ‹οὐκ› εἰδότα σε δοξάζειν. εἶτα, ὦ πάντων ἀνθρώπων τολμηρότατε, δόξῃ πιστεύσας, ἀπιστοτάτῳ πράγματι, τὴν ἀλήθειαν οὐκ εἰδώς, τολμᾷς ἄνδρα περὶ θανάτου διώκειν; ᾧ τί τοιοῦτον ἔργον εἰργασμένῳ σύνοισθα; ἀλλὰ μὴν τό γε δοξάσαι κοινὸν ἅπασι περὶ πάντων, καὶ οὐδὲν ἐν τούτῳ σὺ τῶν ἄλλων σοφώτερος. ἀλλ᾽ οὔτε τοῖς δοξάζουσι δεῖ πιστεύειν ἀλλὰ τοῖς εἰδόσιν, οὔτε τὴν δόξαν τῆς ἀληθείας πιστοτέραν νομίζειν, ἀλλὰ τἀναντία τὴν ἀλήθειαν τῆς δόξης.
[25] κατηγόρησας δέ μου διὰ τῶν εἰρημένων λόγων δύο τὰ ἐναντιώτατα, σοφίαν καὶ μανίαν, ὥπερ οὐχ οἷόν τε τὸν αὐτὸν ἄνθρωπον ἔχειν. ὅπου μὲν γάρ με φῂς εἶναι τεχνήεντά τε καὶ δεινὸν καὶ πόριμον, σοφίαν μου κατηγορεῖς, ὅπου δὲ λέγεις ὡς προὐδίδουν τὴν Ἑλλάδα, μανίαν· μανία γάρ ἐστιν ἔργοις ἐπιχειρεῖν ἀδυνάτοις, ἀσυμφόροις, αἰσχροῖς, ἀφ᾽ ὧν τοὺς μὲν φίλους βλάψει, τοὺς δ᾽ ἐχθροὺς ὠφελήσει, τὸν δὲ αὑτοῦ βίον ἐπονείδιστον καὶ σφαλερὸν καταστήσει. καίτοι πῶς χρὴ ἀνδρὶ τοιούτῳ πιστεύειν, ὅστις τὸν αὐτὸν λόγον λέγων πρὸς τοὺς αὐτοὺς ἄνδρας περὶ τῶν αὐτῶν τὰ ἐναντιώτατα λέγει;
[26] βουλοίμην δ᾽ ἂν παρὰ σοῦ πυθέσθαι, πότερον τοὺς σοφοὺς ἄνδρας νομίζεις ἀνοήτους ἢ φρονίμους. εἰ μὲν γὰρ ἀνοήτους, καινὸς ὁ λόγος, ἀλλ᾽ οὐκ ἀληθής· εἰ δὲ φρονίμους, οὐ δήπου προσήκει τούς γε φρονοῦντας ἐξαμαρτάνειν τὰς μεγίστας ἁμαρτίας καὶ μᾶλλον αἱρεῖσθαι κακὰ προχείρων ὄντων ἀγαθῶν. εἰ μὲν οὖν εἰμι σοφός, οὐχ ἥμαρτον· εἰ δ᾽ ἥμαρτον, οὐ σοφός εἰμι. οὐκοῦν δι᾽ ἀμφότερα ἂν εἴης ψευδής.
***
[22] Μετά απ᾽ αυτά θέλω να απευθυνθώ στον κατήγορο. Σε τί δίνεις πίστη κα κατηγορείς εσύ, αυτός που είσαι, έναν άνθρωπο σαν εμένα; Γιατί αξίζει να μάθουμε ποιός είσαι εσύ που λες αυτά που λες, λόγια ανάξια από έναν ανάξιο. Τί, με κατηγορείς γνωρίζοντας με ακρίβεια ο ίδιος, ή πιστεύοντας ότι έτσι είναι; Γιατί αν γνωρίζεις, το γνωρίζεις είτε επειδή το είδες με τα μάτια σου, είτε επειδή συμμετείχες ο ίδιος, είτε από πληροφορίες κάποιου που συμμετείχε. Αν μεν το είδες με τα μάτια σου, πες σ᾽ αυτούς εδώ τον τρόπο, τον τόπο, το χρόνο, πότε, πού, πώς το είδες· αν πάλι συμμετείχες, είσαι και συ ένοχος για τις ίδιες κατηγορίες· και αν το άκουσες από κάποιον που συμμετείχε, ποιός είναι αυτός, ας έρθει ο ίδιος, ας παρουσιαστεί, ας καταθέσει ως μάρτυρας. Γιατί έτσι, με τη μαρτυρία του, η κατηγορία θα είναι πιο πειστική. Έως τώρα όμως κανείς από τους δυο μας δεν έχει παρουσιάσει κάποιον μάρτυρα.
[23] Θα ισχυριστείς ίσως ότι το ίδιο είναι εσύ να μην προσκομίσεις μάρτυρες γι᾽ αυτά που, κατά τα λεγόμενά σου, συνέβησαν με το να μην προσκομίσω εγώ γι᾽ αυτά που δεν συνέβησαν. Όμως δεν είναι το ίδιο· γιατί γι᾽ αυτά που δεν έχουν γίνει πώς μπορούν να υπάρξουν μάρτυρες; Ενώ γι᾽ αυτά που έχουν γίνει, όχι μόνο δεν είναι αδύνατον, αλλά είναι και εύκολο, και όχι μόνο εύκολο, αλλά και απαραίτητο· αλλά εσύ δεν μπόρεσες όχι μόνο μάρτυρες αλλά ούτε ψευδομάρτυρες να βρεις, ενώ εγώ δεν ήταν δυνατόν να βρω ούτε το ένα ούτε το άλλο.
[24] Είναι λοιπόν φανερό ότι δεν γνωρίζεις αυτά για τα οποία με κατηγορείς· απομένει λοιπόν ότι τα πιστεύεις χωρίς να τα γνωρίζεις. Όμως εσύ, θρασύτερε απ᾽ όλους τους ανθρώπους, εμπιστεύεσαι την πίστη, το πιο άπιστο πράγμα, όταν δεν γνωρίζεις την αλήθεια, και έχεις το θράσος να κατηγορείς έναν άνθρωπο για ζήτημα ζωής και θανάτου; Τί, ξέρεις ότι αυτός έκανε αυτή την πράξη; Μα ο καθένας μπορεί να έχει γνώμη για όλα τα πράγματα, και ως προς αυτό δεν είσαι εσύ πιο σοφός από τους άλλους. Δεν πρέπει όμως να εμπιστευόμαστε αυτούς που πιστεύουν, αλλά αυτούς που ξέρουν, ούτε να θεωρούμε την πίστη ως πιο αξιόπιστη από την αλήθεια, αλλά αντίθετα την αλήθεια πιο αξιόπιστη από την πίστη.
[25] Εξάλλου, με τα λόγια σου με κατηγόρησες για δυο ολωσδιόλου αντίθετα πράγματα, τη σοφία και την τρέλα, τα οποία δεν είναι δυνατόν να τα έχει και τα δύο ο ίδιος άνθρωπος. Γιατί εκεί που λες ότι είμαι πολυμήχανος, επιδέξιος και επινοητικός, με κατηγορείς ότι είμαι σοφός, ενώ εκεί που λες ότι πρόδωσα την Ελλάδα, ότι είμαι τρελός· γιατί είναι τρέλα να επιχειρήσει κανείς έργα αδύνατα, ασύμφορα, αισχρά, με τα οποία θα βλάψει τους φίλους, θα ωφελήσει τους εχθρούς και θα καταστήσει την ίδια του τη ζωή επαίσχυντη και ανασφαλή. Και πώς να πιστέψει κανείς έναν άνθρωπο που στον ίδιο λόγο του, απευθυνόμενος προς τους ίδιους ανθρώπους, μιλώντας για τα ίδια πράγματα λέει τα ακριβώς αντίθετα;
[26] Και θα ήθελα να σε ρωτήσω αν θεωρείς τους σοφούς άντρες ανόητους ή συνετούς. Γιατί αν τους θεωρείς ανόητους, αυτό που λες είναι πρωτότυπο αλλά όχι αληθινό· αν όμως συνετούς, δεν ταιριάζει βέβαια οι συνετοί να διαπράττουν τα μεγαλύτερα σφάλματα και να προτιμούν τα κακά από τα αγαθά που ήδη έχουν. Αν λοιπόν είμαι σοφός, δεν έσφαλα· και αν έσφαλα, δεν είμαι σοφός. Οπότε και στις δύο περιπτώσεις θα ψεύδεσαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου