Η τοποθέτηση Για τον Αριστοτέλη αποτελεί πάγια θέση ότι οι αισθήσεις αποτελούν πηγή της γνώσης, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που τις υποτιμά θεωρώντας τες παραπλανητικές και αντιπροτείνοντας τον κόσμο των ιδεών ως μοναδική διέξοδο για την αναζήτηση της βαθύτερης αλήθειας. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζεται εμπειρικός φιλόσοφος, ενώ ο Πλάτωνας φέρει τον τίτλο του θεωρητικού.
Η αντίληψη αυτή της γνώσης που προκύπτει μόνο με τη λογική επεξεργασία των ερεθισμάτων της αίσθησης επαναλαμβάνεται και στο έργο Περί Ψυχής: «Επιπλέον, η αίσθηση σε ενέργεια αντιστοιχεί στην άσκηση της γνώσης·» (417b 20-21). Η τοποθέτηση που εκλαμβάνει την πραγμάτωση της αίσθησης ως άσκηση της γνώσης καταδεικνύει το αδιαίρετο των εννοιών, αφού γνώση χωρίς ερέθισμα από τον εξωτερικό κόσμο είναι αδύνατο να υπάρξει, και δεν υπάρχει άλλος διαμεσολαβητής από τις αισθήσεις.
Αναμφισβήτητα οι αισθήσεις είναι ο δέκτης των εξωτερικών μηνυμάτων κι όχι ο πομπός. Με άλλα λόγια, η ενέργεια δεν ανήκει σε αυτές, αλλά στον περιβάλλοντα κόσμο που δρα και τις ενεργοποιεί: «… αυτά που προκαλούν την ενέργεια βρίσκονται έξω, το αντικείμενο δηλαδή της όρασης και της ακοής, το ίδιο και τα υπόλοιπα αισθητά» (417b 21-23). Ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει: «Η αιτία είναι πως η ενεργητική αίσθηση είναι για τα επιμέρους πράγματα, ενώ η γνώση για τα γενικά» (417b 24-25).Οι αισθήσεις δεν μπορούν παρά να ανταποκρίνονται στο συγκεκριμένο τομέα τον οποίο εκφράζουν. Η ακοή αφορά μονάχα τους ήχους, η όραση τις εικόνες και πάει λέγοντας. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι αναφέρονται στα επιμέρους πράγματα. Από την άλλη, η γνώση σχετίζεται με τη λογική σύνθεση αυτών των επιμέρους που θα οδηγήσει σε γενικότερα συμπεράσματα.
Η ερμηνεία της φύσης ή της ψυχής (που αφορά και τον παρόν έργο) έχει να κάνει με τα επιμέρους δεδομένα που προκύπτουν από τις αισθήσεις και την επεξεργασία τους από τη λογική, η οποία έχει τη δυνατότητα να τα συνδυάσει και να διεισδύσει σε βάθος προτείνοντας συμπεράσματα. Η διαδικασία αυτή μπορεί να ονομαστεί γνώση.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης θα υποστηρίξει: «και αυτά τα τελευταία» (εννοείται τα γενικά που σχετίζονται με τη γνώση) «υπάρχουν μέσα στην ίδια την ψυχή» (417b 25-26). Φυσικά, δεν υπονοείται ότι η γνώση προϋπάρχει μέσα στην ψυχή ως αιώνια αλήθεια (αυτή είναι η πλατωνική εκδοχή), αλλά ότι η ψυχή έχει τα εργαλεία που θα αποκωδικοποιήσουν τα δεδομένα των αισθήσεων οδηγώντας προς τη γνώση.
Εξάλλου, η ίδια η έννοια της σκέψης που θα δώσει τις απαντήσεις εντάσσεται στις ψυχικές δυνατότητες: «Γι’ αυτό το να σκεφτεί, όταν θελήσει, εξαρτάται από το ίδιο το υποκείμενο, ενώ δεν εξαρτάται από αυτό να αισθάνεται· γιατί είναι απαραίτητο να υπάρχει το αισθητό. Το ίδιο ισχύει και για τις ενασχολήσεις με τα αισθητά πράγματα, και για την ίδια αιτία· επειδή τα αισθητά είναι επιμέρους πράγματα και εξωτερικά» (417b 26-29).
Η κατάδειξη του αδιαπραγμάτευτης σημασίας ρόλου των αισθήσεων στην αναζήτηση της γνώσης καθιστά σαφή την ανάγκη της διερεύνησης του αισθητού: «Σε ό,τι τώρα αφορά την κάθε αίσθηση, πρέπει πρώτα να μιλήσουμε για τα αισθητά. Στο “αισθητό” δίνουμε τρεις σημασίες· στις δύο από τις οποίες υποστηρίζουμε ότι αισθανόμαστε τα πράγματα καθαυτά, ενώ στη μία κατά περίσταση» (418a 8-10).
Για να δοθούν εξηγήσεις: «στις δύο πρώτες σημασίες το ένα αισθητό είναι ιδιαίτερο για κάθε αίσθηση, ενώ το άλλο κοινό για όλες. Λέω μάλιστα πως είναι ιδιαίτερο αυτό που δεν μπορεί να γίνει αισθητό με άλλη αίσθηση, και για το οποίο η αίσθηση αυτή δεν μπορεί να πλανηθεί· για παράδειγμα η όραση είναι αίσθηση του χρώματος, η ακοή του ήχου και η γεύση του γευστικού» (418a 11-15).
Το ότι η αίσθηση δεν μπορεί να πλανηθεί είναι κάτι που μπορεί να συζητηθεί. Το βέβαιο είναι ότι εδώ δε γίνεται λόγος για την αξιοπιστία των αισθήσεων, αλλά για την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή για να οδηγηθούμε στη γνώση. Η γνώση, ως κάτι αφηρημένα θεωρητικό, η οποία προϋπάρχει στην ψυχή που καλείται να την επαναφέρει με τη μορφή της ανάμνησης, αφορά τον Πλάτωνα. Ο Αριστοτέλης αντιμετωπίζει τη γνώση με τρόπο καθαρά πρακτικό που θα προκύψει μονάχα από την ενδελεχή μελέτη του φυσικού κόσμου. Αναμφίβολα, η άποψη του Αριστοτέλη θα εμπνεύσει όλες τις επιστήμες κι όχι του Πλάτωνα.
Το ότι κάθε αίσθηση αφορά το δικό της συγκεκριμένο τομέα έχει ήδη αναφερθεί. Αυτό που μένει είναι ο ρόλος της αφής που κρίνεται πολυπλοκότερος: «Η αφή, βεβαίως, έχει για αντικείμενό της πολλές διαφορές» (418a 15). «Εννοεί ότι αντιλαμβάνεται» (εννοείται η αφή) «πολλές διαφορετικές ποιότητες, όπως το ψυχρό και το θερμό, το ξηρό και το υγρό, το απαλό και το τραχύ, το βαρύ και το ελαφρύ κτλ.».
Για τον Αριστοτέλη η χρηστική αυτή πολλαπλότητα της αφής την καθιστά κυρίως υπεύθυνη και για τις τυχόν υπερβολές που μπορεί να απομακρύνουν τον άνθρωπο από τη μεσότητα της αρετής. Η ακράτεια στην τροφή ή στις ερωτικές απολαύσεις (κατά τον Αριστοτέλη πάντα) οφείλεται πρωτίστως στην αδυναμία να αντισταθεί κανείς στα καλέσματα της αφής.
Όλες οι σωματικές ηδονές έχουν τη βάση τους στην αφή, πολύ περισσότερο από ότι στη γεύση ή την όσφρηση. Ακόμη και η τροφή γίνεται ηδονική κυρίως από την επαφή της τροφής στον οισοφάγο. Αυτός είναι και ο λόγος που οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στις σειρήνες της αφής.
Το βέβαιο όμως είναι ότι υπάρχει ξεκάθαρη διανομή ρόλων σε όλες τις αισθήσεις: «κάθε αίσθηση, όμως, κρίνει τουλάχιστον για τα δικά της αντικείμενα και δεν εξαπατάται ως προς το ότι κάτι είναι χρώμα ή ήχος, αλλά σχετικά με το τι είναι αυτό που έχει χρώμα ή πού βρίσκεται ή τι είναι αυτό που παράγει ήχο ή πού βρίσκεται» (418a 16-18).
Κι ενώ κάθε αίσθηση έχει το δικό της πεδίο δράσης, υπάρχουν και άλλα που είναι κοινά και αφορούν την αντιληπτική δυνατότητα όλων των αισθήσεων: «Παρόμοια αισθητά, λοιπόν, λέμε πως είναι ιδιαίτερα για κάθε αίσθηση, ενώ κοινά είναι η κίνηση, η ηρεμία, ο αριθμός, το σχήμα, το μέγεθος· γιατί τα αισθητά αυτού του είδους δεν είναι ιδιαίτερα σε καμία αίσθηση, αλλά είναι κοινά σε όλες, αφού κάποια κίνηση είναι αισθητή και με την αφή και με την όραση» (418a 18-21).
Αυτό που μένει είναι η επιμέρους διερεύνηση κάθε αισθητού: «Αντικείμενο της όρασης είναι το ορατό. Ορατό, τώρα, είναι και το χρώμα μα και κάτι που, βέβαια, μπορείς να το περιγράψεις με λόγια, αλλά συμβαίνει να μην έχει όνομα·» (418a 28-30). «Ο Αριστοτέλης εννοεί τα φωσφορίζονται σώματα, που είναι ορατά μόνο στο σκοτάδι».
Η διερεύνηση της όρασης θα συνεχιστεί εστιάζοντας στο χρώμα: «Το ορατό, πράγματι, είναι χρώμα. Και αυτό είναι που υπάρχει στο ορατό καθαυτό· λέγοντας καθαυτό, όμως, δεν εννοούμε ότι είναι ορατό λόγω της ουσίας του, αλλά ότι μέσα του έχει την αιτία για να είναι ορατό» (418a 31-33). Με άλλα λόγια, το χρώμα είναι ορατό όχι χάρη στην υπόστασή του (μέγεθος, όγκος κτλ.) αλλά χάρη στο αίτιο που έχει μέσα του να διεγείρει την όραση. Κι αυτό το αίτιο ο Αριστοτέλης θα το αποδώσει στην ιδιότητα των χρωμάτων να κινητοποιούν το ενεργητικά διαφανές: «Κάθε χρώμα, τώρα, μπορεί να κινήσει το ενεργητικά διαφανές, και αυτό είναι η φύση του. Γι’ αυτό, ακριβώς, δεν είναι ορατό χωρίς το φως, αλλά του κάθε πράγματος το χρώμα είναι ορατό στο φως» (418b 1-3).
Το διαφανές όταν ενεργοποιείται από το φως εκπέμπει τα χρώματα. Ο Αριστοτέλης θα δώσει εξηγήσεις: «Υπάρχει, λοιπόν, κάτι διαφανές. Και διαφανές λέω αυτό που είναι βέβαια ορατό, όμως όχι καθαυτό ορατό, για να ακριβολογήσουμε, αλλά διαμέσου κάποιου ξένου χρώματος. Κάτι τέτοιο είναι ο αέρας και το νερό και πολλά από τα στερεά·» (418b 4-7). «Εννοεί το γυαλί, τους κρυστάλλους κτλ».
Ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει στα παραδείγματα του νερού και του αέρα που έδωσε: «Γιατί δεν είναι διαφανή ως νερό ούτε ως αέρας, αλλά επειδή η ίδια φύση ενυπάρχει και στα δύο αυτά και στο αιώνιο σώμα που βρίσκεται στην υψηλότερη περιοχή του σύμπαντος» (418b 8-10). Το διαφανές δεν είναι ύλη όπως το νερό ή ο αέρας κι αυτός είναι ο λόγος που δεν ταυτίζεται μαζί τους. Το διαφανές ορίζεται ως ιδιότητα ή δυνατότητα της ύλης να αποδώσει χρώμα. Γιατί και το νερό και το γυαλί μπορούν να αποδώσουν χρώμα κάτω από ορισμένες συνθήκες.
Από αυτή την άποψη το φως ορίζεται ως εντελέχεια, δηλαδή ενεργοποίηση, του διαφανούς, καθώς μόνο με τη συνδρομή του φωτός αποδίδονται όλα τα χρώματα: «Φως, τώρα, είναι η εντελέχειά του, του διαφανούς ως διαφανές. Και εκεί που το διαφανές υπάρχει μόνο σε κατάσταση δυνατότητας, εκεί υπάρχει και το σκοτάδι. Το φως, λοιπόν, είναι κάτι σαν το χρώμα του διαφανούς, όταν το διαφανές πραγματώνεται στην εντελέχειά του από τη φωτιά ή από κάτι όπως το σώμα που βρίσκεται στην υψηλότερη περιοχή του σύμπαντος· γιατί και αυτό το σώμα έχει ένα και το ίδιο χαρακτηριστικό με τη φωτιά» (418b 10-15).
Η τελική συμπληρωματική επεξήγηση για το διαφανές κρίνεται καθοριστική: «δηλαδή δεν είναι ούτε φωτιά ούτε γενικά σώμα ούτε απόρροια κανενός σώματος (γιατί και έτσι θα ήταν κάποιο σώμα), αλλά είναι η παρουσία της φωτιάς ή κάποιου παρόμοιου πράγματος μέσα στο διαφανές· γιατί ούτε δύο σώματα είναι δυνατό να βρίσκονται συγχρόνως στον ίδιο τόπο» (418b 16-19). Φυσικά, ως παρουσία της φωτιάς εννοείται η επίδρασή της, δηλαδή, η ιδιότητα να προσδίδει φως φέρνοντας το διαφανές σε κατάσταση εντελέχειας.
Το σκοτάδι είναι η στέρηση του φωτός που ακυρώνει την εντελέχεια του διαφανούς αποκρύπτοντας τα χρώματα: «το φως θεωρείται πως είναι το αντίθετο στο σκοτάδι. Το σκοτάδι, όμως, είναι στέρηση της συγκεκριμένης διάθεσης από το διαφανές· επομένως, είναι φανερό ότι το φως είναι η παρουσία της διάθεσης αυτής» (418b 19-22).
Από κει και πέρα, θα δοθούν και οι περαιτέρω διευκρινίσεις: «Τώρα, αυτό που μπορεί να δεχτεί το χρώμα είναι το άχρωμο, ενώ αυτό που δέχεται τον ήχο είναι το δίχως ήχο. Και άχρωμο είναι το διαφανές και το αόρατο ή αυτό που μόλις είναι ορατό, όπως φαίνεται πως είναι το σκοτεινό. Τέτοιο βέβαια είναι το διαφανές, όμως όχι όταν είναι σε εντελέχεια διαφανές, αλλά όταν είναι σε δυνατότητα· γιατί η ίδια η φύση πότε είναι σκοτάδι και πότε φως» (418b 29-32 και 419a 1-2).
Κι όχι μόνο αυτό: «Όλα τα ορατά, όμως, δεν είναι ορατά μέσα στο φως, αλλά μόνο το ιδιαίτερο χρώμα κάθε πράγματος· γιατί μερικά ορατά δεν τα βλέπουμε μέσα στο φως, ενώ μέσα στο σκοτάδι κάνουν αίσθηση· όπως για παράδειγμα τα πράγματα που φαίνονται να φλέγονται και να λάμπουν (και αυτά δεν ονομάζονται με ένα κοινό όνομα)· τέτοια είναι το μανιτάρι, το κέρατο, τα κεφάλια των ψαριών, τα λέπια και τα μάτια· αλλά κανενός από αυτά δεν γίνεται ορατό το ιδιαίτερο χρώμα» (419a 2-8).
Εν τέλει, ο Αριστοτέλης θα οδηγηθεί στην ουσία του χρώματος: «… αυτή ήταν η ουσία του χρώματος: να μπορεί να κινεί το διαφανές στην εντελέχειά του· και η εντελέχεια του διαφανούς είναι το φως. Η απόδειξη γι’ αυτό που λέμε είναι εμφανής· γιατί, αν κάποιος τοποθετήσει το αντικείμενο που έχει χρώμα πάνω στο ίδιο το μάτι, δε θα το δει. Όμως, το χρώμα κινεί το διαφανές, για παράδειγμα τον αέρα, και από αυτόν, επειδή είναι συνεχής, κινείται το αισθητήριο» (419a 11-16).
Η διαφωνία με τον Δημόκριτο είναι εμφανής: «Ο Δημόκριτος, δηλαδή, δεν έχει δίκιο να πιστεύει ότι, αν το μεταξύ διάστημα ήταν κενό, θα έβλεπε κανείς με ακρίβεια ακόμη κι ένα μυρμήγκι που θα βρισκόταν στον ουρανό· γιατί αυτό είναι αδύνατο. Αφού η όραση παράγεται όταν παθαίνει κάτι η ικανότητα της αίσθησης· καθώς, λοιπόν, είναι αδύνατο να πάθει κάτι από το ίδιο το χρώμα που γίνεται ορατό, απομένει να πάθει από το ενδιάμεσο και επομένως είναι ανάγκη να υπάρχει κάποιο ενδιάμεσο· αν, όμως, το ενδιάμεσο αυτό είναι κενό, όχι μόνο δε θα δούμε ακριβώς, αλλά δε θα δούμε απολύτως τίποτε» (419a 17-24).
Για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει άλλη επιλογή για την ενεργοποίηση της όρασης, ώστε να εντοπίσει τα χρώματα από την εντελέχεια του διαφανούς. Από αυτή την άποψη, η παρουσία του διαφανούς που δίνει τη δυνατότητα της ενεργοποίησης κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να φανερωθούν τα χρώματα.
Η τοποθέτηση του Δημόκριτου ότι ο αέρας, ως σώμα, περιορίζει την όραση, ώστε, αν έλειπε, θα μπορούσε να εντοπιστεί ακόμη και το μυρμήγκι που θα βρισκόταν στον ουρανό, απορρίπτεται από τον Αριστοτέλη όχι μόνο ως λογικά αδύνατη (το μάτι θέτει κι αυτό τους περιορισμούς του, αφού δεν μπορεί να βλέπει πέρα από κάποιες αποστάσεις), αλλά και ως τεχνικά μη επιτρεπτή, καθώς δε θα υπήρχε το στοιχείο εκείνο που θα επέτρεπε την ενεργοποίηση των χρωμάτων. Το κενό σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο.
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου