Περί τα τέλη του 1806 και ενώ μεγάλο μέρος της Πολωνίας βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή, ο Ναπολέων επέλεξε να επισκεφθεί τη Βαρσοβία για να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς μια φίλα προσκείμενη περιοχή της αυτοκρατορίας του. Εισήλθε στην πόλη ως απελευθερωτής των Πολωνών και, σύμφωνα με το έθιμο, συνοδευόταν από φρουρά έφιππων ντόπιων ευγενών
Eντυπωσιασμένος από το ευγενές παρουσιαστικό και το μορφωτικό επίπεδο των συνοδών του, ο Βοναπάρτης αποφάσισε άμεσα τη σύσταση ενός πολωνικού σώματος ελαφρού ιππικού.
Αυτό ήταν η αρχή της ένδοξης ιστορικής πορείας του Chevau-Legers Polonais de la Garde, του σώματος των έφιππων Πολωνών λογχοφόρων της Αυτοκρατορικής Φρουράς του Ναπολέοντα.
Με την έναρξη του 1807 ο Βοναπάρτης, έχοντας ήδη στείλει μια σειρά από γράμματα προς τον στρατάρχη Μπερτιέ, εξουσιοδοτούσε για τη δημιουργία του σώματος των Πολωνών λογχοφόρων, αποσκοπώντας κυρίως στην ενίσχυση της αρχικής του ρήσης, η οποία αναφερόταν στην ίδρυση ενός ανεξάρτητου πολωνικού κράτους.
Όποιο και αν ήταν το κίνητρο του Ναπολέοντα, η ενέργειά του αυτή οδήγησε στη δημιουργία ενός από τα πιο αξιόλογα στρατιωτικά σώματα που πολέμησαν κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων.
Οι προϋποθέσεις για την ένταξη στο σώμα ήταν απαιτητικές, καθώς οι υποψήφιοι έπρεπε να είναι Πολωνοί ευγενούς καταγωγής με τίτλους ιδιοκτησίας και οικονομικό υπόβαθρο.
Η τελευταία προϋπόθεση κρινόταν αναγκαία, επειδή οι έφιπποι στρατιώτες έπρεπε να διαθέτουν δικές τους στολές, σέλες και άλογα.
Μάλιστα οι Πολωνοί ευγενείς ήταν σε πολλές περιπτώσεις ανώτερου πνευματικού επιπέδου από τους αντίστοιχους Γάλλους που πλαισίωναν τις μονάδες της Φρουράς του αυτοκράτορα.
Ωστόσο η έλλειψη έμψυχου δυναμικού οδήγησε, αναπόφευκτα, στην πλαισίωση του σώματος και από άνδρες που ανήκαν σε μονάδες ιππικού με λιγότερο «ευγενείς» καταβολές.
Καθένας από αυτούς έφθασε στη Γαλλία συνοδευόμενος από τη φήμη του μέθυσου και του ταραχοποιού, για να τεθεί στη διάθεση του στρατηγού Λασάλ, ο οποίος δίδασκε τα μυστικά της ιππασίας αλλά και πειθαρχία.
Τόσο οι ευγενείς όσο και οι λοιποί ατίθασοι της Βαλτικής, έμελλε να συνεργαστούν και να δημιουργήσουν ένα σύνολο που θα επεδείκνυε εξαιρετικές πολεμικές αρετές στο πεδίο της μάχης.
Σομοσιέρα: το βάπτισμα του πυρός
Τον Νοέμβριο του 1808 οι στρατιές του Ναπολέοντα προέλαυναν με προορισμό τη Μαδρίτη. Μοναδικά τους εμπόδια ήταν η Σιέρα ντε Γκουανταράμα και το πέρασμα της Σομοσιέρα, το οποίο φύλασσαν 12.000 Ισπανοί του στρατηγού Μπενίτο ντε Σαν Χουάν.
Ο επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής των Ιβήρων, στρατάρχης Βίκτορ, είχε παρατάξει τους άνδρες του στα υψώματα που δέσποζαν στις δύο πλευρές του περάσματος.
Ο Ναπολέων, εμφανώς ανυπόμονος να φθάσει στη Μαδρίτη, διέταξε το ελαφρύ ιππικό του να επιτεθεί στο πέρασμα.
Όταν οι Γάλλοι διοικητές προέβαλαν λογικές αντιρρήσεις εξαιτίας των ισχυρών αμυντικών θέσεων του εχθρού, ο αυτοκράτορας έστρεψε το βλέμμα του στους Πολωνούς έφιππους συνοδούς του και τους διέταξε να διενεργήσουν άμεσα έφοδο.
Περίπου 150 ιππείς (σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις ήταν λιγότεροι, περίπου 125 άνδρες, και οι υπόλοιποι της ίλης τους επιτέθηκαν μετά την εξουδετέρωση της τέταρτης συστοιχίας πυροβόλων) κινήθηκαν προς τα υψώματα, κάλυψαν απόσταση τριών χιλιομέτρων και κατέστρεψαν τέσσερις διαδοχικές πυροβολαρχίες, οι δύο από τις οποίες ήταν καλά οχυρωμένες.
Καθώς οι ιππείς προσέγγιζαν την είσοδο του περάσματος, οι Ισπανοί έβαλλαν με τα πυροβόλα και τα μουσκέτα τους και στη συνέχεια τράπηκαν σε φυγή, μόλις οι γραμμές τους υπερκεράσθηκαν.
Κατά τη διάρκεια της επίθεσης οι Πολωνοί είχαν 83 νεκρούς και τραυματίες, μεταξύ αυτών και επτά αξιωματικούς, κάτι παραπάνω από τη μισή τους δύναμη.
Ωστόσο οι απώλειες αυτές θα μπορούσαν να θεωρηθούν μηδαμινές σε σύγκριση με τις συνθήκες της επίθεσης, δεδομένου ότι την έφοδο διενήργησε ελαφρύ ιππικό εναντίον ισχυρών αμυντικών θέσεων.
Ο Γάλλος ταγματάρχης Φιλίπ ντε Σεγούρ, επιθυμώντας να δρέψει τις δάφνες της πολωνικής νίκης, έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι ηγήθηκε τις εφόδου: «Καλπάζαμε πάση δυνάμει και βρισκόμουν δέκα βήματα μπροστά από τους υπόλοιπους με το κεφάλι σκυμμένο μπροστά και τις πολεμικές κραυγές των συντρόφων μου να τραβούν για μια στιγμή την προσοχή μου πριν τα πυρά του εχθρού αρχίσουν να πυκνώνουν… οι πολεμικές ιαχές έδιναν τη θέση τους στις κραυγές πόνου και αγωνίας των πληγωμένων ιππέων μου. Δίσταζα να στρέψω το βλέμμα μου πίσω, φοβούμενος ότι το θέαμα που θα αντίκριζα θα με αποθάρρυνε από το να συνεχίσω… Μόνο ένας αξιωματικός, ο Ρουντόφσκι, με ακολουθούσε, ένας μεγαλόσωμος άνδρας, όπως άλλωστε ήταν και οι περισσότεροι ιππείς του σώματος. Βρισκόταν ακόμη επάνω στο άλογό του θανάσιμα πληγωμένος, αγωνιζόμενος να κρατηθεί, για να μην πέσει στο έδαφος… μετά την κατάληψη και της τελευταίας πυροβολαρχίας η μονάδα είχε σχεδόν αποδεκατισθεί… μόλις 42 άνδρες είχαν βγει από αυτή τη σφαγή αλώβητοι. Αυτοί βοήθησαν τους πληγωμένους να επιστρέψουν στα μετόπισθεν, μέσω της διαδρομής που είχαμε διανύσει προηγουμένως. Παρατήρησα έναν σαλπιγκτή να στέκεται ακίνητος, αγνοώντας τα πυρά που έπεφταν ακόμα γύρω του. Ο φτωχός νεαρός έκλαιγε για την απώλεια των συντρόφων του».
Οι Πολωνοί ιππείς ήταν οπλισμένοι με σπάθες ιππικού και αραβίδες. Η ενίσχυσή τους με λόγχες έγινε τον επόμενο χρόνο, στα τέλη του 1809. Οι στολές τους ήταν αμιγώς πολωνικές.
Έφεραν ημίψηλο τετραγωνισμένο στην κορυφή καπέλο, το επονομαζόμενο τσάπκα, χιτώνιο ή κούρτκα, το οποίο είχε βαθύ μπλε χρώμα με βυσσινί φάσες και λευκά διακοσμητικά κορδόνια, και παντελόνι επίσης βαθύ μπλε με βυσσινί ρίγες.
Οι αξιωματικοί ξεχώριζαν από τα ασημένια διακοσμητικά κορδόνια και σιρίτια. Οι λόγχες έφεραν τριγωνικά λάβαρα στα χρώματα της πολωνικής σημαίας, λευκό και κόκκινο.
Οι Πολωνοί ουλάνοι στην Αυστρία
Το 1809 ο Αυστριακός Στρατός υπό τον αρχιδούκα Κάρολο εισέβαλε στη Βαυαρία και στη βόρεια Ιταλία, διαμηνύοντας προς τα γαλλικά φυλάκια στην περιοχή ότι, αν αντιστέκονταν στην αυστριακή προέλαση, θα αντιμετωπίζονταν ως εχθροί.
Ο Ναπολέων βρισκόταν στο Παρίσι και μόλις μετέβη στο μέτωπο κατόρθωσε να απωθήσει τις αυστριακές δυνάμεις και να καταδιώξει τον στρατό του Καρόλου κατά μήκος του Δούναβη.
Τελικά οι δύο πλευρές αναμετρήθηκαν κατά τη μάχη του Βαγκράμ, κοντά στη Βιέννη, όπου το πολωνικό σύνταγμα ιππικού είχε ενεργό συμμετοχή.
Ο Ναπολέων διέταξε τους Πολωνούς λογχοφόρους να προωθηθούν μαζί με τους έφιππους κυνηγούς της Φρουράς μπροστά από την αριστερή πτέρυγα της ιταλικής στρατιάς.
Το ιππήλατο πυροβολικό της Φρουράς θα ακολουθούσε και θα παρατασσόταν αριστερά τους, βάλλοντας κατά των Αυστριακών.
Οι Πολωνοί ιππείς έλαβαν διαταγή να επιτεθούν μαζί με τους έφιππους κυνηγούς στο αντίπαλο δέος, τους Αυστριακούς ουλάνους Σβάρτσενμπεργκ και τους δραγόνους του Λατούρ.
Επικεφαλής των δύο πρώτων ιλών ήταν ο Γάλλος στρατηγός Ντελέτρ, ενώ τις υπόλοιπες καθοδηγούσε ο στρατηγός Κοζιετούλσκι.
Ο Ντελέτρ ήταν αρχαιότερος του Πολωνού ομολόγου του αλλά είχε ασθενή όραση. Αδυνατώντας να εκτιμήσει ορθά τη δύναμη του εχθρικού ιππικού, διέταξε τους Πολωνούς ουλάνους να συσπειρωθούν μαζί με τους έφιππους κυνηγούς που βρίσκονταν πίσω τους.
Ο Κοζιετούλσκι διέκρινε τον κίνδυνο που έκρυβε ένας τέτοιος ελιγμός, καθώς οι άνδρες του θα έστρεφαν τα νώτα τους στους επελαύνοντες Αυστριακούς.
Αναίρεσε λοιπόν τη διαταγή του Ντελέτρ και διέταξε εκ νέου έφοδο. Οι Πολωνοί πολέμησαν γενναία και συνέλαβαν περί τους 140 ιππείς, περιλαμβανομένων αρκετών αξιωματικών, μεταξύ αυτών και τον δούκα του Άουερσμπεργκ.
Οι περισσότεροι αιχμάλωτοι ήταν Πολωνοί που είχαν ενταχθεί στον Αυστριακό Στρατό και δεν επιθυμούσαν να πολεμήσουν άλλο στο πλευρό του Καρόλου.
Ωστόσο υπήρχαν και αρκετοί Πολωνοί που παρέμεναν πιστοί στον Αυστριακό μονάρχη. Κατά τον άτυπο εκείνο εμφύλιο, το υπό γαλλική σημαία πολωνικό σύνταγμα είχε 26 νεκρούς και τραυματίες σε μια από τις πιο αιματηρές αναμετρήσεις μεταξύ ιππικών μονάδων.
Το 1810 και το 1811 το πολωνικό σύνταγμα είχε χρόνο να αναπαυθεί κατά την παραμονή του στη Γαλλία.
Αρκετοί άνδρες του τιμήθηκαν για τα ανδραγαθήματά τους, μεταξύ αυτών και ο Κοζιετούλσκι, που έλαβε το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και τον τίτλο του βαρόνου. Οι Πολωνοί ιππείς αποτελούσαν επίσης την τιμητική συνοδεία του αυτοκράτορα και της συζύγου του κατά το ταξίδι τους στο Βέλγιο και στην Ολλανδία.
Υπό το άγρυπνο βλέμμα των ουλάνων ο Ναπολέων, με αφετηρία την πόλη του Άμστερνταμ, επιθεώρησε τις ολλανδικές ακτές μέχρι το Τέξελ και το Χέλντερ.
Οι Πολωνοί ιππείς παρέμειναν στην Ολλανδία τον χειμώνα του 1811-1812 αλλά στον νου των ανωτέρων τους υπήρχε η σκέψη για τον επικείμενο πόλεμο στη Ρωσία. Τελικά, τον Μάιο του 1812 το πολωνικό σύνταγμα ξεκίνησε την πορεία του για το Πόζεν (σημερινό Πόζναν), διασχίζοντας διαδοχικά τη Ρεμς, το Βερντέν, το Μάιντς και τη Δρέσδη.
Στην αφιλόξενη Ρωσία
Το σύνταγμα πορεύθηκε πραγματοποιώντας καθεμία ώρα στάση των 10 λεπτών. Ένας ιππέας έγραψε: «Σταματούσαμε για 10 λεπτά και αφιππεύαμε για να ποτίσουμε τα άλογα και να σφίξουμε τα λουριά στις σέλες. Μετά από πορεία μιας ώρας τα άλογα έχαναν βάρος από το στομάχι τους και τα λουριά χαλάρωναν, οπότε έπρεπε να τα σφίγγουμε πάλι».
Μετά το διάλειμμα, οι άνδρες συνέχιζαν την πορεία για μερικές εκατοντάδες μέτρα και άρχιζαν πιο έντονο τροχασμό διάρκειας δύο ωρών, εφόσον το έδαφος το επέτρεπε. Όταν έφθασαν στον προορισμό τους, ο υπεύθυνος εφοδιασμού τους προμήθευσε με δελτία σίτισης. Μια ίλη είχε επιφορτισθεί με καθήκοντα συνοδείας του στρατάρχη Νταβού, ενώ μια άλλη συνόδευε τον ίδιο τον αυτοκράτορα.
Στον ποταμό Βίλια ο Κοζιετούλσκι έλαβε διαταγή να καταδιώξει Κοζάκους που είχαν εμφανιστεί στην αντίπερα όχθη. Οι Πολωνοί όρμησαν στα νερά του ποταμού χωρίς να ελέγξουν το βάθος της κοίτης.
Στο μέσο της απόστασης προς την απέναντι όχθη το ρεύμα ήταν πιο δυνατό και η αρχικά άρτια παράταξη των ουλάνων έδωσε τη θέση της σε ένα άτακτο συνονθύλευμα από άνδρες και άλογα.
Τα υποζύγια, εμφανώς πανικοβλημένα, άρχισαν να παρασύρονται από τα ορμητικά νερά.
Οι Πολωνοί, αντιμετωπίζοντας βέβαιο θάνατο, έστρεψαν τα κεφάλια τους προς τον αυτοκράτορα και τον χαιρέτησαν πριν χαθούν στα νερά του ποταμού της πατρίδας τους.
Αψιμαχίες στο Οστρόβνο και στο Σμολένσκ
Η πολωνική Βουλή στη Βαρσοβία απαίτησε από τον Βοναπάρτη την έγκριση της ένωσης της Λιθουανίας με το Δουκάτο της Βαρσοβίας. Η απάντηση του Ναπολέοντα αιφνιδίασε τους Πολωνούς, καθώς ο Γάλλος αυτοκράτορας έδειξε να επιθυμεί τη συνεννόηση με τη Ρωσία. Ωστόσο ο τσάρος αρνήθηκε να συνάψει ειρήνη με τους Γάλλους, παρασύροντας έτσι τον Ναπολέοντα σε έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα, στην Ιβηρική και στη Βαλτική.
Με αυτό τον τρόπο η Γαλλία ήταν σχεδόν αδύνατο να οδηγήσει τη Βρετανία ένα βήμα πριν από την κατάρρευση.
Ο Γαλλικός Στρατός ξεκίνησε εκ νέου από το Βίλνους με προορισμό το Γκλεμπόκιε. Μερικά χιλιόμετρα πριν από την πόλη, στην περιοχή του Οστρόβνο, έγιναν αιματηρές αψιμαχίες.
Μια από τις ίλες του πολωνικού ιππικού, η οποία συνόδευε τον στρατηγό Μυρά, υπέστη βαριές απώλειες, καθώς ο επικεφαλής της δεν έδειχνε διατεθειμένος να προστατεύσει τους άνδρες του και τους έστελνε σωρηδόν πάνω στους Κοζάκους και στους ουσάρους οι οποίοι αποτελούσαν τη ρωσική οπισθοφυλακή. Υφιστάμενοι σημαντικές απώλειες, κατόρθωσαν να συλλάβουν ελάχιστους Κοζάκους σωματοφύλακες, τους επονομαζόμενους Κόκκινους Κοζάκους.
Στο μεταξύ το αρχηγείο στη Νταμπρόβνα είχε ενημερωθεί ότι μια σημαντική ρωσική δύναμη είχε διασχίσει τον ποταμό Δνείπερο. Ο Ναπολέων έστειλε τέσσερις από τις έξι ίλες που ήταν υπό τις διαταγές του Κοζιετούλσκι για να εκτιμήσουν την κατάσταση. Ξεκίνησαν μετά τα μεσάνυκτα και έφθασαν στο μέσο της απόστασης προς το Κάτανε, όπου και συνάντησαν τους πρώτους Κοζάκους.
Ο κύριος όγκος των Πολωνών ιππέων σταμάτησε κοντά σε κάποια κτίρια και μια ίλη ανέλαβε να τους πολεμήσει.
Οι Κοζάκοι οπισθοχώρησαν προς το αριστερό πλευρό των Πολωνών, προσπαθώντας να διασχίσουν τον Δνείπερο.
Είχε ήδη ξημερώσει και οι ουλάνοι είχαν τη δυνατότητα να παρατηρήσουν την περιοχή. Μπροστά τους, στις παρυφές ενός υψώματος, είχε παραταχθεί μια ομάδα ρωσικού ιππικού την οποία κάλυπταν μερικές εκατοντάδες Κοζάκοι.
Ο Κοζιετούλσκι ανακάλεσε την πρώτη διμοιρία που επιδιδόταν σε αψιμαχίες με τους Κοζάκους και η πρώτη ίλη σχημάτισε παράταξη μάχης. Το εχθρικό ιππικό δεν έδειξε να αντιδρά, καθώς είχε ήδη εντοπίσει ότι στην περιοχή βρίσκονταν ακόμα τρεις ίλες πολωνικού ιππικού. Πάντως οι Κοζάκοι πλησίασαν με περισσό θράσος βάλλοντας με τα παρωχημένα όπλα τους. Κανένας Πολωνός δεν κινείτο εναντίον τους και εξακολούθησαν να πλησιάζουν και να προκαλούν φωνάζοντας «Lachy!» (στην «αργκό» σημαίνει Πολωνός). Μάλιστα ένας Κοζάκος αξιωματικός έφθασε μόλις εκατό μέτρα από την πολωνική παράταξη και απηύθυνε ανοικτή πρόσκληση για μονομαχία μεταξύ των επικεφαλής των παρατάξεων.
Όταν είδε ότι οι Πολωνοί δεν αντιδρούσαν, επέστρεψε στους άνδρες του. Οι Κοζάκοι έβαλλαν πολλές φορές αλλά τα πυρά τους ήταν άστοχα.
Οι Πολωνοί γνώριζαν ότι οι Κοζάκοι εκμεταλλεύονταν τη σύγχυση και επιτίθεντο μόνο σε απομονωμένα άτομα. Δεν υπήρχε περίπτωση να επιτεθούν σε μια καλά οργανωμένη παράταξη ακόμα και αν υπερτερούσαν αριθμητικά.
Στο Σμολένσκ, στην αριστερή όχθη του ποταμού Δνείπερου, μια μεγάλη δύναμη Κοζάκων είχε λάβει θέσεις μεταξύ των Γάλλων και των τειχών της πόλης.
Οι Πολωνοί λογχοφόροι έλαβαν διαταγή να παραταχθούν σε μονή γραμμή, για να αποφύγουν πιθανά πυρά προερχόμενα από τα τείχη της πόλης και να διαλύσουν το εχθρικό ανθρώπινο τείχος. Η ίλη δέχθηκε μερικά βλήματα από οβιδοβόλα, ένα από τα οποία έπεσε στο μέσο της παράταξης, προκαλώντας τον τραυματισμό ιππέων και μια προσωρινή αταξία στη γραμμή.
Τότε οι Κοζάκοι άρπαξαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν στους Πολωνούς ιππείς. Οι Πολωνοί είχαν σαφές πλεονέκτημα, καθώς οι λόγχες τους ήταν κοντύτερες από αυτές των Κοζάκων, με αποτέλεσμα να τις χειρίζονται και να τις κατευθύνουν πιο εύκολα. Η μάχη εξελίχθηκε σώμα με σώμα και σύντομα οι Κοζάκοι αναζήτησαν την ασφάλεια πίσω από τα τείχη της πόλης.
Η μάχη στο Μποροντίνο και η πορεία προς τη Μόσχα
Στη μάχη του Μποροντίνο τον Σεπτέμβριο του 1812 οι Πολωνοί λογχοφόροι δεν είχαν πλήρη συμμετοχή. Έλαβαν μέρος μόνο στην τελική έφοδο, καλύπτοντας τα νώτα των έφιππων θωρακοφόρων που εισχώρησαν στις αντίπαλες οχυρώσεις και κατάσφαξαν το ρωσικό πεζικό. Την επόμενη ημέρα το πολωνικό σύνταγμα, που είχε στις τάξεις του και Ολλανδούς ιππείς, τους επονομαζόμενους Ερυθρούς Λογχοφόρους, έλαβε πορεία προς τη Μόσχα.
Στον σχηματισμό υπήρχαν Πολωνοί με καταγωγή από τις ανατολικές περιοχές της χώρας, οι οποίοι γνώριζαν τη ρωσική γλώσσα και χρησιμοποιούντο ως διερμηνείς ή ως μέλη της εμπροσθοφυλακής.
Μιλούσαν ρωσικά σε οποιονδήποτε συναντούσαν, με σκοπό να θεωρηθούν Ρώσοι στρατιώτες. Μερικοί ντόπιοι γνώριζαν ότι ο Ρωσικός Στρατός είχε στις τάξεις του ουλάνους και πολλές φορές η πολωνική φρουρά θεωρήθηκε λανθασμένα ως τμήμα του ρωσικού στρατεύματος.
Επειδή οι Ολλανδοί λογχοφόροι δεν γνώριζαν ρωσικά, ο στρατηγός Κολμπέρ διέθεσε έναν ή δύο Πολωνούς σε κάθε ολλανδικό απόσπασμα.
Στο Φαμονσκόιε, ωστόσο, ένα από αυτά τα αποσπάσματα έπεσε θύμα ενέδρας από Κοζάκους, αναγκάζοντας τον Κολμπέρ να τους καταδιώξει με δύο ίλες, χωρίς αποτέλεσμα.
Το γαλλικό στράτευμα στη συνέχεια κινήθηκε προς τη Μόσχα. Στη ρωσική πρωτεύουσα οι Πολωνοί ουλάνοι παραχώρησαν έναν αξιωματικό και 25 στρατιώτες στο Κρεμλίνο ως προσωπική συνοδεία για τον Ναπολέοντα. Περί τα τέλη Οκτωβρίου το σύνταγμα αναχώρησε από τη Μόσχα και έπειτα από πορεία αρκετών ημερών έφθασε στο Μοτσάισκ.
Ο Ναπολέων ήταν ο μόνος εισβολέας που έφτασε στη Μόσχα, κατά την υποχώρηση όμως έχασε 380.000 άνδρες χωρίς να ηττηθεί σε κάποια μάχη.
Ο Βοναπάρτης σε κίνδυνο
Τον Οκτώβριο του 1812 ο Ναπολέων βρισκόταν στο αρχηγείο του στην Γκορόντνια, κοντά στο Μάλο-Γιαρόσλαβετς, όταν δέχθηκε επίθεση από Κοζάκους. Μοναδική παρούσα σωματοφυλακή ήταν οι Πολωνοί λογχοφόροι υπό τις εντολές του Κοζιετούλσκι.
Οι άνδρες αυτοί επιτέθηκαν στους υπερτερούντες αριθμητικά Κοζάκους. Ο ίδιος ο Κοζιετούλσκι τρυπήθηκε από μια λόγχη στον δεξιό βραχίονα.
Ακολούθησε δραματική πάλη, μέχρις ότου εμφανίστηκαν Γάλλοι έφιπποι γρεναδιέροι της Παλαιάς Φρουράς και οι Κοζάκοι αναγκάστηκαν να αποσυρθούν σε ένα κοντινό δάσος, από όπου επέστρεψαν σύντομα περικυκλώνοντας τους Ερυθρούς Λογχοφόρους.
Οι Ολλανδοί απώλεσαν περισσότερους από 100 άνδρες, ενώ 20 Πολωνοί έπεσαν νεκροί ή τραυματίστηκαν.
Σύμφωνα με τους ουλάνους, η ευθύνη γι’ αυτόν τον παραλίγο αποδεκατισμό βάρυνε αποκλειστικά τον στρατηγό Κολμπέρ, ο οποίος υπό το βάρος των περιστάσεων και εμφανώς θολωμένος έστελνε τη μια ίλη μετά την άλλη πάνω στον εχθρό. Αν, αντί αυτού, επέλεγε να διενεργήσει έφοδο με μια και μόνο ίλη, η οποία θα συνοδευόταν από μια πιο αργή αλλά πλήρως οργανωμένη προέλαση του κύριου όγκου της ταξιαρχίας, ίσως θα είχαν αποφευχθεί τόσο μεγάλες απώλειες.
Η δέσμευση ολόκληρης της διαθέσιμης δύναμης σε μια και μόνη έφοδο χωρίς την τήρηση εφεδρείας, ήταν ένα πολύ επικίνδυνο εγχείρημα, ειδικά απέναντι σε Κοζάκους.
Οι Ολλανδοί παρουσιάστηκαν περισσότερο ευάλωτοι στις επιθέσεις, κυρίως επειδή δεν είχαν εμπειρία στην αντιμετώπιση Κοζάκων.
Ήταν εξαιρετικοί πολεμιστές αλλά δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τους σκληροτράχηλους Πολωνούς, που γνώριζαν καλά τη σωματική και ψυχολογική καταπόνηση την οποία προκαλούσαν ο ιδιόμορφος εχθρός και οι συνθήκες στη Ρωσία.
Η υποχώρηση του Γαλλικού Στρατού
Μετά τη μάχη του Κράσνυ, τον Νοέμβριο του 1812, ο στρατός του Ναπολέοντα κινήθηκε προς το Σμολένσκ. Ο Μυρά, επικεφαλής του πολωνικού συντάγματος, διέταξε τους ουλάνους να επιτεθούν στο χωριό το οποίο υπερασπίζονταν Ρώσοι κυνηγοί.
Οι Πολωνοί είχαν 10 νεκρούς και τραυματίες πριν φθάσουν στο κέντρο του χωριού, καθώς το πυκνό χιόνι δυσκόλευε τις κινήσεις τους.
Η θέση τους ήταν επισφαλής και ο Βοναπάρτης, εμφανώς εκνευρισμένος με τον Μυρά, διέταξε έναν λόχο πεζικού να καταλάβει το χωριό, κάτι που έγινε εύκολα.
Οι γρεναδιέροι ελευθέρωσαν επίσης μερικούς ιππείς που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι από τους κυνηγούς.
Κατά τη διάρκεια της υποχώρησης του Γαλλικού Στρατού από τη Ρωσία, οι Πολωνοί λογχοφόροι και οι έφιπποι κυνηγοί αποτελούσαν τη συνοδεία του Ναπολέοντα.
Η έβδομη ίλη συνόδευε τον αυτοκράτορα, ενώ το υπόλοιπο σύνταγμα τις σκευοφόρους με τα υπάρχοντά του. Διέσχισαν τον ποταμό Νιέμεν στο Κόβνο και εισήλθαν στο έδαφος της Λιθουανίας, αφήνοντας πίσω τους τις εχθρικές περιοχές της Ρωσίας.
Μετά την οπισθοχώρηση από τη Ρωσία και τις μαζικές απώλειες, το σύνταγμα αναγκάστηκε να στρατολογήσει αρκετούς νεαρούς άνδρες που στερούντο μεγάλης εμπειρίας σε μάχες.
Στις αρχές του 1813 η μονάδα αριθμούσε μόλις 530 άνδρες και αποτελούσε μέρος της 1ης Μεραρχίας Ιππικού. Αύξησε τη δύναμή του σε 1.380 άνδρες τον Αύγουστο του ίδιου έτους.
Κατά τη μάχη της Δρέσδης, στις 26-27 του ίδιου μήνα, οι ουλάνοι αντιμετώπισαν το μένος των εχθρικών πυροβολαρχιών και παρά την τελική επικράτηση των γαλλικών στρατευμάτων το σύνταγμα υπέστη σοβαρές απώλειες.
Σε ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο της μάχης, ο αξιωματικός Ιούλιος Κρασίνσκι αποκεφαλίστηκε από ένα βλήμα πυροβόλου μπροστά στους εμβρόντητους άνδρες του.
Έναν μήνα αργότερα στο Πετερσβάλντε, οι ουλάνοι αντιμετώπισαν τους ουσάρους της πρωσικής σωματοφυλακής.
Ο υπαξιωματικός Μιερτσέφσκι τραυμάτισε τον συνταγματάρχη Φρήντριχ φον Μπλύχερ, συγγενή του διάσημου στρατηγού Μπλύχερ, και τον αιχμαλώτισε.
Ένας άλλος αξιωματικός με το όνομα Γιανόφσκι, έλαβε το αστέρι της Λεγεώνας της Τιμής, χαρίζοντας φήμη και δόξα στο σύνταγμα.
Τον Μάιο του 1813 κοντά στο Γκέρλιτς διεξήχθη η μάχη του Ράιχενμπαχ. Ο στρατηγός Βάλτερ έλαβε διαταγή να οδηγήσει όλες τις μονάδες ιππικού της Αυτοκρατορικής Φρουράς στο δεξιό της παράταξης.
Η δύναμη αυτή συνάντησε τη ρωσική οπισθοφυλακή στο Ράιχενμπαχ. Οι Πολωνοί κινήθηκαν για 800 περίπου μέτρα καλπάζοντας και έφθασαν σε ένα δάσος.
Αναγκασμένοι να κινούνται πιο αργά και ανά ζεύγη, διέσχισαν τη δασώδη έκταση και αντίκρισαν μια ομάδα από Κοζάκους στην απέναντι πλευρά. Οι δύο ίλες των Πολωνών έλαβαν θέσεις μάχης και άρχισαν να κινούνται εναντίον του εχθρού.
Οι Κοζάκοι, κατά τη συνήθη τακτική τους, έβαλλαν με τα όπλα τους και στη συνέχεια οπισθοχωρούσαν.
Όταν οι ουλάνοι έφθασαν σε απόσταση 300 μέτρων, μπροστά από ένα χαράκωμα, οι Κοζάκοι αναζήτησαν κάλυψη στο παραπλήσιο δάσος.
Μόλις ο κύριος όγκος των Πολωνών υπερκέρασε το εμπόδιο, συνέχισαν την οπισθοχώρησή τους. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα οι Κοζάκοι ενώθηκαν με τέσσερις ίλες τακτικού ιππικού.
Οι δύο κεντρικές αποτελούντο από Ρώσους δραγόνους, ενώ οι ακραίες από λογχοφόρους.
Οι πολωνικές ίλες, έχοντας διασχίσει το χαράκωμα, παρατάχθηκαν εκ νέου σε γραμμές και ξεκίνησαν μια μάλλον νωχελική προέλαση.
Φθάνοντας σε απόσταση 200 μέτρων από τον εχθρό η σάλπιγγα ήχησε και οι ουλάνοι ξεχύθηκαν προς το κέντρο της αντίπαλης παράταξης.
Μέσα σε λίγες στιγμές οι ιππείς των δύο παρατάξεων άρχισαν να πολεμούν σώμα με σώμα.
Οι Ρώσοι περιήλθαν σχεδόν άμεσα σε καθεστώς σύγχυσης και άρχισαν να υποχωρούν, μεταξύ αυτών και οι ιππείς που δεν είχαν ακόμη συμμετάσχει στη μάχη.
Ενώ οι Πολωνοί κατεδίωκαν τους διασκορπισμένους Ρώσους, εμφανίστηκε μια ακόμα εχθρική δύναμη που αποτελείτο αμιγώς από Ρώσους ουλάνους.
Οι Πολωνοί ανασυντάχθηκαν άμεσα και ξεκίνησαν έφοδο, επιθυμώντας ως ιππείς να διατηρήσουν το πλεονέκτημα που τους έδινε η κινητικότητα έναντι της στατικότητας.
Ωστόσο οι Ρώσοι είχαν ισχυρότερες δυνάμεις και οι Πολωνοί κινδύνευσαν σοβαρά να ηττηθούν.
Η κατάσταση διαφοροποιήθηκε όταν κατέφθασαν δύο ακόμα ίλες που ενίσχυσαν το αριστερό άκρο των Πολωνών λογχοφόρων. Οι Ρώσοι ιππείς οπισθοχώρησαν και αρκετοί από αυτούς αιχμαλωτίσθηκαν.
Πολύ γρήγορα εμφανίστηκε μια ακόμα ομάδα Ρώσων ουλάνων και άρχισε έφοδο.
Οι Πολωνοί δεν αντεπιτέθηκαν, επειδή οι αντίπαλοι ιππείς είχαν αρχίσει να καλπάζουν πολύ νωρίτερα και ήταν αναμενόμενο να χάσουν την αρχική τους ορμή και τάξη πριν πλησιάσουν στον στόχο τους.
Δύο μόλις ουλαμοί επιτέθηκαν την κατάλληλη στιγμή και συνέλαβαν δεκάδες αιχμαλώτους.
Όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν Ρώσοι ουλάνοι αλλά Ουκρανοί Κοζάκοι, που το νεαρό της ηλικίας τους υποδήλωνε ότι δεν είχαν μεγάλη εμπειρία σε μάχες.
Πλησιάζοντας στο Ράιχενμπαχ οι Πολωνοί λογχοφόροι δέχθηκαν πυρά από το εχθρικό πυροβολικό. Εκτελώντας άρτιους ελιγμούς και χωρίς να αλλοιώσουν τον σχηματισμό τους, επιτέθηκαν στους Ρώσους ουσάρους, οι οποίοι υποχώρησαν και ανασυντάχθηκαν πίσω από μερικούς έφιππους θωρακοφόρους.
Οι Γάλλοι έφιπποι κυνηγοί της Αυτοκρατορικής Φρουράς επιτέθηκαν και αυτοί στο εχθρικό ιππικό, το οποίο τράπηκε σε φυγή.
Οι Πολωνοί λογχοφόροι επέστρεψαν στις αρχικές τους θέσεις, όπου ο στρατηγός Βάλτερ, εμφανώς ικανοποιημένος, τους απέδωσε τα εύσημα για την εξαίρετη επίδοσή τους στη μάχη λέγοντας: «Αν κάποιοι είναι γενναιότεροι και πολεμούν καλύτερα από τους Γάλλους στρατιώτες, αυτοί είστε εσείς οι Πολωνοί».
Μετά το πέρας της μάχης του Ράιχενμπαχ το πολωνικό σύνταγμα μετέβη στο Χάιναου, όπου και στρατοπέδευσε αναμένοντας την άφιξη του Ναπολέοντα.
Ο Βοναπάρτης διέταξε την περικύκλωση της πόλης Λίγκνιτσα (Λέγκνιτσα μετά το 1946) στην άνω Σιλεσία, με σκοπό τη σύλληψη των εχθρικών δυνάμεων που την υπερασπίζονταν.
Οι Πολωνοί λογχοφόροι συνάντησαν το εχθρικό ιππικό και πέτυχαν μια συντριπτική νίκη.
Μεταξύ των αιχμαλώτων τους οποίους συνέλαβαν, βρίσκονταν ουσάροι και δραγόνοι του πρωσικού συντάγματος ιππικού φρουράς.
Το τέλος στη Γαλλία
Το 1814, καθώς οι γαλλικές δυνάμεις αγωνίζονταν να αναχαιτίσουν την προέλαση των εχθρικών δυνάμεων προς το Παρίσι, οι Πολωνοί λογχοφόροι δοκιμάστηκαν σε μια σειρά από μάχες στο Μοντερώ, στη Ρεμς και στην ίδια τη γαλλική πρωτεύουσα.
Στις 7 Απριλίου οι σύμμαχοι επέτρεψαν στον Ναπολέοντα να πάρει μαζί του στο νησάκι Έλβα μια τιμητική φρουρά, μεταξύ αυτών και 100 Πολωνούς λογχοφόρους.
Έναν χρόνο αργότερα, όταν ο Βοναπάρτης απέδρασε και επέστρεψε στη Γαλλία, οι Πολωνοί λογχοφόροι πλαισίωσαν την 1η Ίλη σε κάθε σύνταγμα του αυτοκρατορικού ιππικού.
Οι Πολωνοί ουλάνοι βρίσκονταν υπό τις διαταγές του στρατάρχη Μισέλ Νεΰ και συμμετείχαν στις μάχες στο Κατρ Μπρα (κυρίως ως εφεδρείες) και στο Βατερλό, όπου δεν είχαν ιδιαίτερη συμβολή.
Μετά την οπισθοχώρηση, το σύνταγμα μετέβη στην Ορλεάνη και από εκεί στο Μιραμπό, πριν λάβει τον μακρινό δρόμο της επιστροφής στη Βαρσοβία.
Τον Οκτώβριο του 1815 το ένδοξο σώμα των Πολωνών ουλάνων περιήλθε στη δικαιοδοσία του τσάρου της Ρωσίας.
Ο Ναπολέων προσπάθησε χωρίς επιτυχία να διαφύγει στην Αμερική, αλλά μάλλον προδόθηκε και τελικά παραδόθηκε στους Άγγλους.
Εξορίστηκε στο νησί Αγία Ελένη στον κόλπο της Γουινέας, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του στις 5 Μαΐου του 1821.
Ο θάνατός του αποδίδεται στο δηλητήριο που είχε πάρει κατά την απόπειρα αυτοκτονίας του μετά την παραίτησή του, του οποίου η επίδραση ήταν μακρόχρονη.
ΔΕΣ:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου