ΠΛ Συμπ 212c–213e
Ο Αλκιβιάδης καταφθάνει στο συμπόσιο και παίρνει τη θέση του ανάμεσα στους συμποσιαστές
Ο Σωκράτης, αντί για δικό του εγκώμιο προς τον Έρωτα, μετέφερε στους υπόλοιπους συμποσιαστές τη συζήτησή του με κάποια γυναίκα από την Μαντίνεια, τη Διοτίμα, σχετικά με τη φύση και τα γνωρίσματα του Έρωτα (βλ. ΠΛ Συμπ 207a–208b). Ολοκληρώνοντας την αφήγηση της συζήτησης αυτής, ο φιλόσοφος δήλωσε ότι συμφωνεί μαζί της και τόνισε ότι ο Έρωτας είναι ο καλύτερος συμπαραστάτης του ανθρώπου, μια που τον βοηθά στην απόκτηση της αρετής και την αθανασίας.
Εἰπόντος δὲ ταῦτα τοῦ Σωκράτους τοὺς μὲν ἐπαινεῖν, τὸν
δὲ Ἀριστοφάνη λέγειν τι ἐπιχειρεῖν, ὅτι ἐμνήσθη αὐτοῦ
λέγων ὁ Σωκράτης περὶ τοῦ λόγου· καὶ ἐξαίφνης τὴν αὔλειον
θύραν κρουομένην πολὺν ψόφον παρασχεῖν ὡς κωμαστῶν, καὶ
αὐλητρίδος φωνὴν ἀκούειν. τὸν οὖν Ἀγάθωνα, Παῖδες, φάναι,
[212d] οὐ σκέψεσθε; καὶ ἐὰν μέν τις τῶν ἐπιτηδείων ᾖ, καλεῖτε·
εἰ δὲ μή, λέγετε ὅτι οὐ πίνομεν ἀλλ’ ἀναπαυόμεθα ἤδη.
Καὶ οὐ πολὺ ὕστερον Ἀλκιβιάδου τὴν φωνὴν ἀκούειν ἐν
τῇ αὐλῇ σφόδρα μεθύοντος καὶ μέγα βοῶντος, ἐρωτῶντος
ὅπου Ἀγάθων καὶ κελεύοντος ἄγειν παρ’ Ἀγάθωνα. ἄγειν
οὖν αὐτὸν παρὰ σφᾶς τήν τε αὐλητρίδα ὑπολαβοῦσαν καὶ
ἄλλους τινὰς τῶν ἀκολούθων, καὶ ἐπιστῆναι ἐπὶ τὰς θύρας
[212e] ἐστεφανωμένον αὐτὸν κιττοῦ τέ τινι στεφάνῳ δασεῖ καὶ
ἴων, καὶ ταινίας ἔχοντα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς πάνυ πολλάς, καὶ
εἰπεῖν· Ἄνδρες, χαίρετε· μεθύοντα ἄνδρα πάνυ σφόδρα
δέξεσθε συμπότην, ἢ ἀπίωμεν ἀναδήσαντες μόνον Ἀγάθωνα,
ἐφ’ ᾧπερ ἤλθομεν; ἐγὼ γάρ τοι, φάναι, χθὲς μὲν οὐχ
οἷός τ’ ἐγενόμην ἀφικέσθαι, νῦν δὲ ἥκω ἐπὶ τῇ κεφαλῇ
ἔχων τὰς ταινίας, ἵνα ἀπὸ τῆς ἐμῆς κεφαλῆς τὴν τοῦ σοφω-
τάτου καὶ καλλίστου κεφαλὴν ἐὰν εἴπω οὑτωσὶ ἀναδήσω.
ἆρα καταγελάσεσθέ μου ὡς μεθύοντος; ἐγὼ δέ, κἂν ὑμεῖς
[213a] γελᾶτε, ὅμως εὖ οἶδ’ ὅτι ἀληθῆ λέγω. ἀλλά μοι λέγετε
αὐτόθεν, ἐπὶ ῥητοῖς εἰσίω ἢ μή; συμπίεσθε ἢ οὔ;
Πάντας οὖν ἀναθορυβῆσαι καὶ κελεύειν εἰσιέναι καὶ
κατακλίνεσθαι, καὶ τὸν Ἀγάθωνα καλεῖν αὐτόν. καὶ τὸν
ἰέναι ἀγόμενον ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, καὶ περιαιρούμενον ἅμα
τὰς ταινίας ὡς ἀναδήσοντα, ἐπίπροσθε τῶν ὀφθαλμῶν ἔχοντα
οὐ κατιδεῖν τὸν Σωκράτη, ἀλλὰ καθίζεσθαι παρὰ τὸν Ἀγά-
[213b] θωνα ἐν μέσῳ Σωκράτους τε καὶ ἐκείνου· παραχωρῆσαι
γὰρ τὸν Σωκράτη ὡς ἐκεῖνον κατιδεῖν. παρακαθεζόμενον
δὲ αὐτὸν ἀσπάζεσθαί τε τὸν Ἀγάθωνα καὶ ἀναδεῖν.
Εἰπεῖν οὖν τὸν Ἀγάθωνα Ὑπολύετε, παῖδες, Ἀλκιβιάδην,
ἵνα ἐκ τρίτων κατακέηται.
Πάνυ γε, εἰπεῖν τὸν Ἀλκιβιάδην· ἀλλὰ τίς ἡμῖν ὅδε
τρίτος συμπότης; καὶ ἅμα μεταστρεφόμενον αὐτὸν ὁρᾶν
τὸν Σωκράτη, ἰδόντα δὲ ἀναπηδῆσαι καὶ εἰπεῖν Ὦ Ἡράκλεις,
τουτὶ τί ἦν; Σωκράτης οὗτος; ἐλλοχῶν αὖ με ἐνταῦθα κατέ-
[213c] κεισο, ὥσπερ εἰώθεις ἐξαίφνης ἀναφαίνεσθαι ὅπου ἐγὼ ᾤμην
ἥκιστά σε ἔσεσθαι. καὶ νῦν τί ἥκεις; καὶ τί αὖ ἐνταῦθα
κατεκλίνης; ὡς οὐ παρὰ Ἀριστοφάνει οὐδὲ εἴ τις ἄλλος
γελοῖος ἔστι τε καὶ βούλεται, ἀλλὰ διεμηχανήσω ὅπως παρὰ
τῷ καλλίστῳ τῶν ἔνδον κατακείσῃ.
Καὶ τὸν Σωκράτη, Ἀγάθων, φάναι, ὅρα εἴ μοι ἐπαμύνεις·
ὡς ἐμοὶ ὁ τούτου ἔρως τοῦ ἀνθρώπου οὐ φαῦλον πρᾶγμα
γέγονεν. ἀπ’ ἐκείνου γὰρ τοῦ χρόνου, ἀφ’ οὗ τούτου
[213d] ἠράσθην, οὐκέτι ἔξεστίν μοι οὔτε προσβλέψαι οὔτε δια-
λεχθῆναι καλῷ οὐδ’ ἑνί, ἢ οὑτοσὶ ζηλοτυπῶν με καὶ φθονῶν
θαυμαστὰ ἐργάζεται καὶ λοιδορεῖταί τε καὶ τὼ χεῖρε μόγις
ἀπέχεται. ὅρα οὖν μή τι καὶ νῦν ἐργάσηται, ἀλλὰ διάλ-
λαξον ἡμᾶς, ἢ ἐὰν ἐπιχειρῇ βιάζεσθαι, ἐπάμυνε, ὡς ἐγὼ
τὴν τούτου μανίαν τε καὶ φιλεραστίαν πάνυ ὀρρωδῶ.
Ἀλλ’ οὐκ ἔστι, φάναι τὸν Ἀλκιβιάδην, ἐμοὶ καὶ σοὶ διαλ-
λαγή. ἀλλὰ τούτων μὲν εἰς αὖθίς σε τιμωρήσομαι· νῦν
[213e] δέ μοι, Ἀγάθων, φάναι, μετάδος τῶν ταινιῶν, ἵνα ἀναδήσω
καὶ τὴν τούτου ταυτηνὶ τὴν θαυμαστὴν κεφαλήν, καὶ μή μοι
μέμφηται ὅτι σὲ μὲν ἀνέδησα, αὐτὸν δὲ νικῶντα ἐν λόγοις
πάντας ἀνθρώπους, οὐ μόνον πρώην ὥσπερ σύ, ἀλλ’ ἀεί,
ἔπειτα οὐκ ἀνέδησα. καὶ ἅμ’ αὐτὸν λαβόντα τῶν ταινιῶν
ἀναδεῖν τὸν Σωκράτη καὶ κατακλίνεσθαι.
***
Όταν ετελείωσε τον λόγον του αυτόν ο Σωκράτης, οι άλλοι μεν τον συνέχαιραν, ενώ ο Αριστοφάνης εδοκίμασε κάτι να προσθέση περί του λόγου, επειδή τον είχεν υπαινιχθή ο Σωκράτης κατά την ομιλίαν του. Έξαφνα έγινε τρομερός θόρυβος εις την εξώθυραν από κτυπήματα, ως να ήτον συντροφιά μεθυσμένων, και άκουσαν αυλητρίδος φωνήν. Τότε ο Αγάθων είπεν: «Ε σεις παιδιά, δεν πάτε να ιδήτε τι τρέχει; Και αν είναι κανείς από τους ιδικούς μας, τον προσκαλείτε· αν όχι, του λέγετε, πως δεν πίνομεν πλέον, μόνον αναπαυόμεθα». Δεν επέρασε πολλή ώρα και ήκουσαν εις την αυλήν του Αλκιβιάδου την φωνήν. Μεθυσμένος εις τα γερά και με φωνήν θορυβώδη, ερωτούσε πού είναι ο Αγάθων και εζητούσε να τον οδηγήσουν προς τον Αγάθωνα. Πράγματι τους τον ωδήγησαν μέσα, η αυλητρίς η οποία τον υπεβάσταζε και μερικοί άλλοι της ακολουθίας του. Έτσι επρόβαλεν εις την είσοδον στεφανωμένος μ' ένα στέφανον πυκνόν από κισσόν και από μενεξέδες και με πλήθος ταινίας εις την κεφαλήν και είπε: «Παιδιά γεια σας. Ένα μεθυσμένον άνθρωπο, μα στα γερά, τον δέχεσθε στη συντροφιά σας; Ή να στολίσωμε μόνον το κεφάλι του Αγάθωνος, αφού είν' αυτός ο σκοπός μας, που ήλθαμεν εδώ, και ύστερα πάλι να φύγωμε; Εγώ, πρέπει να σας το πω, εχθές δεν μου εστάθη δυνατόν να έλθω. Έρχομαι τώρα με τας ταινίας εις το κεφάλι, με το σκοπό να στεφανώσω από το δικό μου το κεφάλι το κεφάλι του πρώτου εις την λογιότητα και εις την ωραιότητα (για να εκφρασθώ έτσι). Θα γελάτε ίσως εις βάρος μου, πως είμαι μεθυσμένος. Μα εγώ, και σεις να γελάτε, το ξέρω καλά, πως λέγω την αλήθειαν. Ελάτε λοιπόν! λέγετε αμέσως: με συμφωνία, να μπω ή να μη μπω; Θα πιήτε μαζί μου ή όχι;»
Όλοι τότε με θορυβώδεις επιδοκιμασίας τον εφώναζαν να εισέλθη και να λάβη θέσιν∙ και ο Αγάθων επίσης τον επροσκαλούσε. Και εκείνος επροχωρούσε προς αυτόν οδηγούμενος από τους ανθρώπους του· και εκεί πού εζητούσε εν τω μεταξύ να ξετυλίξη τας ταινίας δια να τον στολίση, του έπεσαν εις τα μάτια του εμπρός, και έτσι δεν παρετήρησε τον Σωκράτην, αλλά εκάθισε πλησίον του Αγάθωνος μεταξύ του Σωκράτους καί εκείνου· είχε κάμει ο Σωκράτης τόπον προηγουμένως δια να τον βάλουν να καθίση. Όταν εκάθισε πλησίον του Αγάθωνος, τον εφίλησε και του έδενε τας ταινίας. Είπε τότε ο Αγάθων: «Λύσετε, παιδιά, τα σανδάλια του Αλκιβιάδου, δια να πλαγιάση μαζί μας ως τρίτος». «Ευχαρίστως» είπεν ο Αλκιβιάδης· «αλλά ποίος ειν' αυτός ο τρίτος συμπότης;» και συγχρόνως στρεφόμενος βλέπει τον Σωκράτη. Μόλις τον είδε, επήδησεν από την θέσιν του και εφώναξε: «Θεέ μου! τι ήταν αυτό; Ο Σωκράτης εδώ; Καρτέρι πάλι μου είχες στήσει αυτού που εξάπλωσες, όπως συνήθιζες πάντα να προβάλλης εξαφνικά εκεί που δεν επερίμενα διόλου πως θα είσαι; Και τώρα πάλι τι θέλεις εδώ που ήλθες; Και έπειτα τι επήγες και εξάπλωσες εδώ και όχι με τον Αριστοφάνην ή μ' οποιονδήποτε άλλον, που είναι αστείος και του αρέσει να είναι; Μόνον, είχες δεν είχες, τα εκατάφερες να πάρης θέσιν εις το πλευρόν του πρώτου εδώ μέσα εις την ωραιότητα;»
Και ο Σωκράτης «Αγάθων» είπε «κοίταξε να με προστατεύσης. Ο έρως του ανθρώπου αυτού έχει καταντήσει δι' εμέ βάσανον όχι μικρόν. Από τον καιρόν δηλαδή που τον ερωτεύθην, δεν έχω πλέον τα δικαίωμα μήτε το βλέμμα μου να στρέψω μήτε τον λόγον ν' απευθύνω εις κανέναν απολύτως ωραίον νέον· ει δ' άλλως, αυτός εδώ μου δημιουργεί από ζηλοτυπίαν και φθόνον απίστευτα πράγματα, και με υβρίζει και μόλις συγκρατείται από το να μου βάλη χέρι. Κοίτα λοιπόν να μη μου κάμη και τώρα τίποτε. Έλα, προσπάθησε να μας συμφιλιώσης· ει δε μη, αν ζητήση να βιαιοπραγήση, βοήθησέ με. Διότι εγώ τρέμω πολύ την παραφοράν αυτού του ανθρώπου και την προσήλωσίν του εις τον εραστήν». «Α όχι! συμφιλίωσις μεταξύ μας» είπεν ο Αλκιβιάδης «είναι αδύνατος. Ας είναι όμως! δι' αυτά όλα θα σε τιμωρήσω άλλοτε. Τώρα» προσέθεσε «δώσε μου, Αγάθων, ένα μέρος από τας ταινίας, δια να στολίσω και τούτου την θαυμασίαν αυτήν κεφαλήν, δια να μη μου παραπονήται, πως εστεφάνωσα σε, ενώ αυτόν που ειν' εντούτοις νικητής εις όλους μέσα τους ανθρώπους κατά το πνεύμα, όχι μόνον προχθές, όπως συ, αλλά πάντοτε, τον αφήκα αστεφάνωτον». Και συγχρόνως επήρεν από τας ταινίας, έδεσε την κεφαλήν του Σωκράτους και έπειτα εξαπλώθη.
Όταν ετελείωσε τον λόγον του αυτόν ο Σωκράτης, οι άλλοι μεν τον συνέχαιραν, ενώ ο Αριστοφάνης εδοκίμασε κάτι να προσθέση περί του λόγου, επειδή τον είχεν υπαινιχθή ο Σωκράτης κατά την ομιλίαν του. Έξαφνα έγινε τρομερός θόρυβος εις την εξώθυραν από κτυπήματα, ως να ήτον συντροφιά μεθυσμένων, και άκουσαν αυλητρίδος φωνήν. Τότε ο Αγάθων είπεν: «Ε σεις παιδιά, δεν πάτε να ιδήτε τι τρέχει; Και αν είναι κανείς από τους ιδικούς μας, τον προσκαλείτε· αν όχι, του λέγετε, πως δεν πίνομεν πλέον, μόνον αναπαυόμεθα». Δεν επέρασε πολλή ώρα και ήκουσαν εις την αυλήν του Αλκιβιάδου την φωνήν. Μεθυσμένος εις τα γερά και με φωνήν θορυβώδη, ερωτούσε πού είναι ο Αγάθων και εζητούσε να τον οδηγήσουν προς τον Αγάθωνα. Πράγματι τους τον ωδήγησαν μέσα, η αυλητρίς η οποία τον υπεβάσταζε και μερικοί άλλοι της ακολουθίας του. Έτσι επρόβαλεν εις την είσοδον στεφανωμένος μ' ένα στέφανον πυκνόν από κισσόν και από μενεξέδες και με πλήθος ταινίας εις την κεφαλήν και είπε: «Παιδιά γεια σας. Ένα μεθυσμένον άνθρωπο, μα στα γερά, τον δέχεσθε στη συντροφιά σας; Ή να στολίσωμε μόνον το κεφάλι του Αγάθωνος, αφού είν' αυτός ο σκοπός μας, που ήλθαμεν εδώ, και ύστερα πάλι να φύγωμε; Εγώ, πρέπει να σας το πω, εχθές δεν μου εστάθη δυνατόν να έλθω. Έρχομαι τώρα με τας ταινίας εις το κεφάλι, με το σκοπό να στεφανώσω από το δικό μου το κεφάλι το κεφάλι του πρώτου εις την λογιότητα και εις την ωραιότητα (για να εκφρασθώ έτσι). Θα γελάτε ίσως εις βάρος μου, πως είμαι μεθυσμένος. Μα εγώ, και σεις να γελάτε, το ξέρω καλά, πως λέγω την αλήθειαν. Ελάτε λοιπόν! λέγετε αμέσως: με συμφωνία, να μπω ή να μη μπω; Θα πιήτε μαζί μου ή όχι;»
Όλοι τότε με θορυβώδεις επιδοκιμασίας τον εφώναζαν να εισέλθη και να λάβη θέσιν∙ και ο Αγάθων επίσης τον επροσκαλούσε. Και εκείνος επροχωρούσε προς αυτόν οδηγούμενος από τους ανθρώπους του· και εκεί πού εζητούσε εν τω μεταξύ να ξετυλίξη τας ταινίας δια να τον στολίση, του έπεσαν εις τα μάτια του εμπρός, και έτσι δεν παρετήρησε τον Σωκράτην, αλλά εκάθισε πλησίον του Αγάθωνος μεταξύ του Σωκράτους καί εκείνου· είχε κάμει ο Σωκράτης τόπον προηγουμένως δια να τον βάλουν να καθίση. Όταν εκάθισε πλησίον του Αγάθωνος, τον εφίλησε και του έδενε τας ταινίας. Είπε τότε ο Αγάθων: «Λύσετε, παιδιά, τα σανδάλια του Αλκιβιάδου, δια να πλαγιάση μαζί μας ως τρίτος». «Ευχαρίστως» είπεν ο Αλκιβιάδης· «αλλά ποίος ειν' αυτός ο τρίτος συμπότης;» και συγχρόνως στρεφόμενος βλέπει τον Σωκράτη. Μόλις τον είδε, επήδησεν από την θέσιν του και εφώναξε: «Θεέ μου! τι ήταν αυτό; Ο Σωκράτης εδώ; Καρτέρι πάλι μου είχες στήσει αυτού που εξάπλωσες, όπως συνήθιζες πάντα να προβάλλης εξαφνικά εκεί που δεν επερίμενα διόλου πως θα είσαι; Και τώρα πάλι τι θέλεις εδώ που ήλθες; Και έπειτα τι επήγες και εξάπλωσες εδώ και όχι με τον Αριστοφάνην ή μ' οποιονδήποτε άλλον, που είναι αστείος και του αρέσει να είναι; Μόνον, είχες δεν είχες, τα εκατάφερες να πάρης θέσιν εις το πλευρόν του πρώτου εδώ μέσα εις την ωραιότητα;»
Και ο Σωκράτης «Αγάθων» είπε «κοίταξε να με προστατεύσης. Ο έρως του ανθρώπου αυτού έχει καταντήσει δι' εμέ βάσανον όχι μικρόν. Από τον καιρόν δηλαδή που τον ερωτεύθην, δεν έχω πλέον τα δικαίωμα μήτε το βλέμμα μου να στρέψω μήτε τον λόγον ν' απευθύνω εις κανέναν απολύτως ωραίον νέον· ει δ' άλλως, αυτός εδώ μου δημιουργεί από ζηλοτυπίαν και φθόνον απίστευτα πράγματα, και με υβρίζει και μόλις συγκρατείται από το να μου βάλη χέρι. Κοίτα λοιπόν να μη μου κάμη και τώρα τίποτε. Έλα, προσπάθησε να μας συμφιλιώσης· ει δε μη, αν ζητήση να βιαιοπραγήση, βοήθησέ με. Διότι εγώ τρέμω πολύ την παραφοράν αυτού του ανθρώπου και την προσήλωσίν του εις τον εραστήν». «Α όχι! συμφιλίωσις μεταξύ μας» είπεν ο Αλκιβιάδης «είναι αδύνατος. Ας είναι όμως! δι' αυτά όλα θα σε τιμωρήσω άλλοτε. Τώρα» προσέθεσε «δώσε μου, Αγάθων, ένα μέρος από τας ταινίας, δια να στολίσω και τούτου την θαυμασίαν αυτήν κεφαλήν, δια να μη μου παραπονήται, πως εστεφάνωσα σε, ενώ αυτόν που ειν' εντούτοις νικητής εις όλους μέσα τους ανθρώπους κατά το πνεύμα, όχι μόνον προχθές, όπως συ, αλλά πάντοτε, τον αφήκα αστεφάνωτον». Και συγχρόνως επήρεν από τας ταινίας, έδεσε την κεφαλήν του Σωκράτους και έπειτα εξαπλώθη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου